Ποίηση Ανδρέα Πετρίδη

« Τρεις νύξεις για τη ζωή »
Δωρική Γραμμή, 1989

Γ.

Φυσάει ένας αγέρας
στην αυλή απόψε
πεισματικά την πόρτα σειώντας,
αποτραβιέται και πάλι ορμά
φοβερίζοντας στον γυάλινο φεγγίτη
αναλαμπές από χλωμό λυχνάρι…
Νύχτα βαθιά – κανένας
δεν ανοίγει στ’ ακρινά σπίτια,
δεν ξέρεις τί φέρνει τέτοια ώρα
δίχως ξύλα στη φωτιά
χωρίς ένα σκύλλο
να τρέξει να ψάξει.

Ας μείνει τραβηγμένος λοιπόν ο σύρτης
ως αύριο που θα χαράξει η μέρα.
Εκεί τουλάχιστον μέσα στο φως
στο βέβαιο περίγραμμα των πραγμάτων,
άς έλθει οποιοσδήποτε
κι ό,τι θέλει άς ζητήσει –

όχι εν λευκώ,
μα εκεί μπροστά στα μάτια
των ανθισμένων μυγδαλιών,
που μόνο αν είναι δίκαιο
θα συγκατανεύσουν.

ΜΑΥΡΟ ΠΟΥΛΙ  ( Αργοί Σταλακτίτες, 1991)

Το μαύρο που πια μάθαμε πουλί
που είδαμε τόσες φορές να διασχίζει
το διάστημα των ημερών μας,
κράτα το ζωή λιγάκι
κλεισμένο στο κλουβί.

Να τρέξουμε να τραγουδήσουμε
μακάριοι μέσα στην αχλύ της άγνοιας,
κάτω από δέντρα να ξαπλώσουμε
χωρίς την έγνοια της βαρειάς σκιάς του…
Γιατί συνέχεια μάς ξαφνιάζει. Έρχεται
μέσα στην κάψα του καλοκαιριού
ανέμελοι σαν σκύβουμε πάνω απ’την πηγή,
ή μέσα στ’ όνειρο τις νύχτες του χειμώνα
τρυπώνει πάλι και μας βρίσκει
τάχα γαλήνιους τάχα δυνατούς –
κι ας μας περνά ένα ρίγος στο πλατάγισμά του.

Το ξέρουμε ζωή, μ’ αυτό
το μαύρο πουλί πρέπει
να τα βγάλουμε πέρα,
με ό,τι μπορεί να βοηθήσει –
αστεία κάνοντας για σιγουριά,
δέντρα φυτεύοντας όπου λάχει,
μάρμαρα ψάχνοντας μέσα στη γη
και το χαρτί γεμίζοντας με μανία.

 

Άλγος Εσπέρας   ( Νόστου και Φυγής, 2001)

Πάνω σε πέτρα κάθησες
να πάρεις ανάσα καθώς είπες.
Ω, τι παράξενη ψυχή,
δεν πρόλαβε στον ίσκιο
το κεφάλι να γείρει
και το βλέμμα πώς αλλάζει τα χρώματα
μές στην αδύνατη στιγμή !

Τώρα μια διάθεση αόριστη
τον πρότερο μόχθο αραιώνει,
του ύπνου στρώνει την κλίνη
το πέλμα του πονεί.

Μ’αυτός είναι ο δρόμος του. Δεν θλίβεται
στα ενδιάμεσα κάποτε
η έφεσή του σαν λυγίζει,
μια παύση άς είναι ένα ξεδίψασμα
ως το πρωϊ.

Άς χαίρει λοιπόν κι άς ονειρεύεται
των αχναριών τη συνέχεια,
σε ό,τι κι αν τύχει, σε ό,τι συμβεί.
Τ’ αγριόχορτα κοίτα- προς το μέρος του,
δεμένα σ’ ανένδοτες ρίζες
γέρνουν το σώμα με κάποιο φθόνο
σε μάταιη κίνηση φυγής.

 

ΣΧΟΛΙΑ ( «Αργοί Σταλακτίτες» 1991 )

Α.
Κωφεύεις
στη φωνή της μοίρας
όσο τ’ αντέχεις
σιγά-σιγά,

και μια μέρα
ούτε που ξέρεις
ποιο δρόμο να πάρεις
κι εύκολα ξεχνάς –

πού είναι η πλώρη
πού είναι η πρύμνη,
σ’ ένα νησί με πολλά ακρωτήρια
πολλούς δείχτες στη θάλασσα.

B.
Μ’ ανήσυχο του ματιού τον βολβό
λίγο πιο πάνω
απ’ το μοιρασμένο
μιας πόλης σχήμα,
στέκει του βουνού το σκοτεινό φρύδι.

Αποστρεφόμενο τον πέτρινο ύπνο του
και τ’ ανοιξιάτικο ξεδίπλωμα των πλαγιών του,
ποτέ-ποτέ δεν ένοιωσε
φτερούγα φόβου στο βλέμμα
μήτε ανάγκη κάποτε
το πενταδάκτυλο
χέρι να χαμηλώσει-

καθώς περνούν ξυστά λεπίδια
και του φουσκώνει
η φλέβα που έχει στο λαιμό,
σ’ ένα κατάμαυρο ουρανό
που λες θα ρίξει
στ’ άδικο χέρι τις βροντές του.

Γ.
Κι αν κάπως συχνότερα μιλάμε
για τον Πενταδάκτυλο
είναι γιατί
μοιάζει χτυπημένο πουλί
με δυο φτερούγες
καρφωμένες στο χώμα.

Θά’ ταν πιστεύω ένας αετός περήφανος
με καταγωγή ίσως
τον βράχο με την αιμάτινη μνήμη
μέρη Καυκάσου –
ένας αετός μάρτυρας
της σταύρωσης και της οδύνης,

που πέταξε μακρυά χαμηλώνοντας
για να κτίσει τελικά τη φωλιά του
σ’ ένα νησί-χλωρό κλαρί
αντίξοης μοίρας.