Ο Ποιητής Αντώνης Πιλλάς – Γράφει ο Ανδρέας Πετρίδης

Η ένυλη μεταφυσική του Αντώνη Πιλλά

Προτού αναφερθώ στο πιο πρόσφατο έργο του, ξετυλίγω το νήμα αναδρομικά και φτάνω στο έτος 1991, όταν με το βιβλίο Επιστροφή ο Αντώνης Πιλλάς άφηνε πίσω τη γνωστή παλιά γραφή του και περνούσε τελεσίδικα στην επικράτεια του σύγχρονου στίχου. Με αισθητά ακόμη τα κατάλοιπα του οικείου του παραδοσιακού λυρισμού, ο ποιητής βρισκόταν πλέον στην αντίπερα όχθη, πυκνώνοντας κι εμβαθύνοντας τον λόγο του. Παράλληλα σε θεματικό επίπεδο ενστερνιζόταν τη μεταφυσική προβληματική, που θα του γέμιζε εφεξής κυριαρχικά τον υπόλοιπο ποιητικό βίο. Για την κομβική εκείνη στροφή έκανα τότε τις κάτωθι χαρακτηριστικές επισημάνσεις:

Τα ποιήματα αυτά είναι ένας ασίγαστος μελαγχολικός νόστος της θείας αγκάλης, ένα τάνυσμα επίμονο της ψυχής προς την επέκεινα ουράνια γαλήνη. Κι αυτό με φόντο μια βαρύθυμη νοσταλγική διάθεση, που μορφοποιείται από το ασήκωτο βάρος της τραυματικής πραγματικότητας και την αίσθηση απώλειας μιας ονειρικής ανάμνησης βίου. Είναι ποιήματα συντριβής και ταυτόχρονα ελπίδας,, μιας ελπίδας που αχνοχαράζει παρηγορητικά κι αναδύεται ως άρωμα μέσα απ’ την τέχνη του. Διαβάζουμε συχνά δροσερούς κι αξιόλογους στίχους:

…Ω ν’ άδειαζα
απ’ την καρδιά μου το σκοτάδι,
τα χέρια μου απ’ το κάθε μάταιο βάρος
και σαν πουλιά ορφανά να τα ύψωνα σε Σένα!

Παρόμοιοι στίχοι επανέρχονται συχνά ως διάθεση, με την ίδια ένταση και το ίδιο μεταφυσικό άλγος. Συγκινούν και υποβάλλουν με το υπόγειο ρίγος και την καίρια εικονοπλασία τους, επιτυγχάνοντας με θαυμαστό τρόπο την αισθητοποίηση των νοημάτων. Μόνη μου επιφύλαξη η ομοιομορφία του θεματικού πυρήνα κι η έκταση της επανάληψής του. Ας δούμε ένα ακόμη τρίστιχο:

πυκνώνει ο χρόνος
και τις παρουσίας σου
το δέντρο μόνο ορθρίζει.

Τηρουμένων των αναλογιών, ομολογώ πως μόνο στον Ρίλκε αποκόμισα σκιρτήματα αυτής της κατηγορίας. Η θρησκευτική μας ποίηση κατά κανόνα είναι εγκεφαλική στην ουσία και τη διατύπωσή της, κάτι περίπου σαν προσευχή ή απευθείας δήλωση πίστης. Στην ανάλογη ποίηση του Αντώνη Πιλλά, ίδια περίπου όπως και στον Παπαδιαμάντη, το θρησκευτικό αίσθημα εκφράζεται έμμεσο και εικονοποιημένο, παίρνει δηλαδή υπόσταση εμπράγματη. Οι κεραίες του αναγνώστη δεν παύουν να δέχονται διαρκή και έντονη τη ροή ενός απαρηγόρητου εσωτερικού θρήνου, μιας ασίγαστης έφεσης αιώνιου γυρισμού στη γαλήνη του Θείου ( ακριβέστερα στη γαλήνη των αισθητηριακά προσλήψιμων δημιουργημάτων Του). Παντού ο ίδιος διχασμός, η ζωή και ο θάνατος, το υπαρξιακό αδιέξοδο σ’ αντίθεση με το ποθούμενο ξέφωτο, όπου:

η κάθε αναβολή
είναι μαστίγωμα του ανέμου.

Η ποιητική μεταβολή στον Αντώνη Πιλλά είχε επομένως με την Επιστροφή σε σημαντικό βαθμό συντελεστεί. Από εκεί και πέρα αναμενόταν μια πορεία προς εμπέδωση και βελτίωση μιας σύγχρονης ποιητικής, υπερβαίνοντας το πρώτο ημίχρονο του κατεξοχήν παραδοσιακού λυρισμού. Με τα βιβλία που έγραψε στη συνέχεια, πραγματικά επιβεβαίωσε τις προβλέψεις. Ιδιαίτερα στο Αλάβαστρον Μύρου, έκδοση 1993, βλέπουν το φως της δημοσιότητας μερικά από τα πιο άρτια λυρικά συνθέματα του ποιητή, άξια να παραβληθούν με τα καλύτερα της σύγχρονης ποιητικής παραγωγής. Μόνον οι λίγοι που έσκυψαν προσεκτικά πάνω απ’ τα εξαίρετα αυτά κομμάτια δεν θα θεωρήσουν αυτή την εκτίμηση υπερβολική (αν φυσικά το ζητούμενο είναι -και πρέπει να είναι – όχι η «εγκυρότητα» των καθιερωμένων ονομάτων, αλλά η ανεξαρτήτως προέλευσης κατορθωμένη ποιητική μονάδα). Προς επίρρωση της συγκεκριμένης μου άποψης, καταθέτω δύο δείγματα:

Ωσεί χόρτος

Και ξάφνω μιαν αυγή κοιτώντας τα βουνά
τον μέγα ύπνο συλλογιέσαι-
χρόνια που φτερουγίσανε – πουλιά
μέσα σου αφήνοντας
την πληγωμένη εκείνη αίσθηση του απείρου,
στιγμές που κλείσαν μέσα τους
τον χρόνο και το φως
όπως μικρή σταγόνα
τον μέγαν ωκεανό.

Κοιτάζεις κι ασταμάτητα
χιονίζει εντός σου ο καιρός
και λές: ώρα να φύγω γέρνοντας
σιμά στο χώμα
όπως ανθός
τα πέταλά του κλείνοντας.
Αλάβαστρον Μύρου, 1993

Ωραίο πρωί

Ωραίο πρωί εσφύριζε
σαν το κοτσύφι μέσα στο φιλί σου.
Ανάλαφρα βουνά
ήσυχα μνήματα
φιλιά καθρεφτισμένα στο νερό
στα νέα τα φύλλα.

Ήσυχα μνήματα, στις λεύκες
αμέτρητων φιλιών ψιθυρισμοί
μές στον αγέρα.
Αλλού θ’ αράξει πάλι η μέρα.

Αμφίβληστρον, 2004

Μας αγγίζουν ευδαιμονικά τέτοια ποιήματα, με στέρεη δομική οργάνωση και πολύσημη μορφοποιητική ανάπτυξη. Η εκάστοτε επιλογή του σημαίνοντος φαντάζει καίρια κι αναντικατάστατη, κάτι που εξωθεί χωρίς κορεσμό σε πολλαπλές αναγνώσεις. Ειδικά το ποίημα «Ωσεί χόρτος», το οποίο κατατάσσω στα καλύτερά του, παίζοντας με καλλιτεχνική μαεστρία σε λεπτές ισορροπίες μιας εμπράγματης βάσης, αφήνει ν’ αναδυθεί ένας εξαιρετικά αισθητοποιημένος υπερβατικός λόγος.

Το πιο πρόσφατο ποιητικό βιβλίο του Αντώνη Πιλλά κυκλοφόρησε τον Οκτώβριο του 2012, με τον τίτλο Σε κήπο ξένο. Επιβεβαιώνει τη σταθεροποίηση του κατακτημένου ποιητικού εδάφους και την ικανότητα του ποιητή να αναπαράγει με ευχέρεια πια σε υψηλή αισθητική κλίμακα. Στην κλίμακα αυτή κινείται φυσικά με σκαμπανεβάσματα, όπου ως αδυναμίες προβάλλουν ο επαναλαμβανόμενος συχνά και μονότονος χαρακτήρας των θεοκεντρικών του μοτίβων. Ένα μέρος της γνώριμης εικονοποιίας του αναδίνει εξάλλου μια χροιά εξοικείωσης, ένα είδος déjà vu για τον αναγνώστη, που μειώνει την αισθητικά αναγκαία εκφραστική έκπληξη. Παρόλο τούτο, αρκετά ποιήματα της συλλογής παρουσιάζονται με αξιώσεις, μερικοί δε τίτλοι ανεβάζουν τον αύξοντα αριθμό των αρτιότερων προσωπικών του επιτευγμάτων. Καταγράφω ένα τέτοιο υποδειγματικό κομμάτι:

Στο πένθος

Ο έρωτάς σου είναι στο πένθος
που γέμει αστερισμών
και ελαιώνων ίσκιους
χώρες λευκές για θερισμό
μικρά στεφάνια ουρανικά, που χέρια
βέβηλα απομακρύνουν.
Στο πένθος είναι ο έρωτάς σου
πάνω από βουλιαγμένες θάλασσες του πόνου,
ήπια λάμψη ολόγοργη
που βγάνει ανθούς και κρίνα
κάτωθε και πλησίον του σταυρού.

Αντιλαμβάνεται κανείς ότι ο ποιητής συνειδητά επιδιώκει να κλείσει στον μορφοποιημένο του λόγο τη μαγεία, όχι μόνο του περιβάλλοντος κόσμου, αλλά και τη συν-αίσθηση ενός πολύπτυχου εσώτερου βάθους. Ενός υπαρξιακού διαλεκτικού βάθους, που διανοίγει χώρο ενοποιητικής μέθεξης κι αποκαλυπτικής εμπειρίας. Η επιτυχία φυσικά του δημιουργού δεν έγκειται στην ορθολογική σπουδαιότητα των λεγομένων, αλλά στην πυκνότητα και ευστοχία της μορφής, που ενεργοποιεί αποτελεσματικά τη συνειρμική διαδικασία. Κλείνω τη σύντομη αυτή αποτίμηση με το καταληκτικό μέρος ενός άλλου εξαίρε-
του ποιήματος του Αντώνη Πιλλά, ομότιτλο με το τελευταίο βιβλίο του.

Σε κήπο ξένο

Σε ξένο κήπο ηχούν τα βήματά σου
κι ειν’ ο αχός τους κομπολόι αργό
στου χρόνου και της ξενητείας τα χέρια
κι όλο καλούν και ζωντανεύουν τη μορφή σου
πιο τρυφερή και πιο ωραία, μονάχα
μ’ έναν πικρόν ανθό της λησμονιάς στα χείλη.

Στους σημερινούς καιρούς της ρηχότητας, της κακογουστιάς και του συρμού διάλυσης κάθε φόρμας, ο Αντώνης Πιλλάς επιμένει να γράφει σωστή ποίηση. Αν θέλουμε να τον κρίνουμε αντικειμενικά, πρέπει να αφαιρέσουμε από το οπτικό πεδίο την ανισότητα και την πολυγραφία της πρώτης, ανώριμης περιόδου του. Να επικεντρωθούμε πρέπει στη δεύτερη φάση της ποιητικής του διαδρομής, όπου αφομοιώνει και κατακτά μια ανανεωμένη ποιητική, με εκφραστική οικονομία, εσωτερικότητα και βάθος. Αλλά κι εδώ, για να μην τον αδικήσουμε πάλι, πρέπει ν’ αποβάλουμε κι εμείς τα δικά μας εξωποιητικά βαρίδια της ιδεολογικής προκατάληψης, ανεπηρέαστοι από τη μεταφυσική και τη χριστιανική του πίστη. Θα μπορέσουμε τότε να εντοπίσουμε και να εκτιμήσουμε σωστά ευάριθμα δείγματα πραγματικά κατορθωμένης ποίησης, γιατί ο Αντώνης Πιλλάς είναι πρώτα απ’ όλα ένας έμφυτα παγανιστής μεταφυσικός. Η έμπνευσή του πηγάζει και ισχυροποιείται από τα φυσικά πράγματα και φαινόμενα γύρω του, πραγματώνεται λογοτεχνικά με τη θαυμαστική θέαση της ένυλης δημιουργίας, μέσω της οποίας απευθύνεται στο Θείον. Έχει δηλαδή μια γνήσια καλλιτεχνική ιδιοσυγκρασία. Και είναι ορθό να εστιάσουμε σ’ αυτή την προσοχή μας, αφού συμβάλλει αποφασιστικά στη γνησιότητα του ποιητικού του έργου.

Άλλες επιλογές από το έργο του Αντώνη Πιλλά:

Κάθε που πεθαίνει ένα παιδί

Ο Θεός προστάζει κάθε τόσο να κατέβει
στον Άδη ένα παιδί, ν’ ανάψει φως καθάριο,
να σύρει σιγαλά στο καρπερό σκοτάδι του
τη μήτρα της καρδιάς μέσ’ απ’ του κόσμου
την εξαίσιαν αδικία. Η αυγή
στα χείλη της να φέρει πτερωτή, πανάρχαια σάλπιγγα
με όσα τραγούδια δεν προφτάσαμε να πούμε,
να ιδεί μές στη ψυχή μας πόση απόμεινε
μήτρα στοργής και θέση ποια
για τ’ Όνειρο, το εκτεθειμένο δάκρυ.

Εσπέρα

Έπιασες το παλιό, αγαπημένο σου τραγούδι, εσπέρα,
σαν τότες που στο φόβο μέσα άκουγα
καθάριο του πουλιού το λάλημα,
το φως των άστρων πρωτογέννητο
πάνω στη σάρκα μου και μές
στην πρώτη αφή του χώματος,
τον ήχο του νερού,
του αδελφού μου τη φωνή,
καθώς εχιόνιζε ασταμάτητα ο καιρός
κι ανθούσε του Θεού το πρόσωπο.

Έπιασες το παλιό τραγούδι σου
μές στην καρδιά μου να ξαναπεθάνεις
με τόσους ήχους από ξένα βήματα,
έπιασες το παλιό, αγαπημένο σου τραγούδι εδώ
που χρόνου ρίγη πιο λευκή
του αιωνίου τη λάμψη ανακαλούνε.

Περιδιάβαση

Σαν ίσκιος άλλου κόσμου πέφτει
πάνω στα όρη η σιγή,
σαν ίσκιος περιφέροντας στην ερημιά
έως του αμίλητου ουρανού την άκρη
την παιδική φωνή σου τη χαμένη.

Ποια σκέψη μυστική του Θεού να ‘χεις κλεμμένη,
φτωχό πουλί που φτερουγάς εκεί
πάνω απ’ την καινούργια χλόη,
πριν φύγεις παίζοντας με τη
στερνή του ήλιου αχτίδα,
ποιο μυστικό του Θεού, κι εσύ
μές στην ιερατική γαλήνη πιο στιλπνό,
μοναχικό μου, εξαίσιο ρόδο;

Εμένα ο θάνατος ο θάνατος βιάζει
κι αλλού το χαμογέλιο σου,
αλλού η λάμψη σου η λιανή χαράζει.
Όταν ξυπνήσεις

Όταν ξυπνήσεις, τα πουλιά θα ‘χουνε φύγει.
Δεν ξέρεις πότε κι από πού
ο άνεμος φυσάει κι έρχεται
η ώρα της αναχώρησης.
Θα μείνει μόνο η ανταύγεια

απ’ τα χρυσά φτερά τους στον αγέρα
σαν μουσικής νοσταλγημένος ήχος
στους άσπρους τοίχους που η σκόνη κατακάθισε,
να συνεχίσει μέσα σου εκείνο το φτερούγισμα,
ωραίο, αστραφτερό, λιγάκι πιο βαρύ μονάχα.

ΑΛΑΒΑΣΤΡΟΝ ΜΥΡΟΥ, 1993

Απουσία

Όταν νυχτώνει
αυτή η αδειανή καρέκλα βγαίνει
μονάχη στην αυλή μας. Ύστερα
ανεβαίνει στο φεγγάρι.
Κάπου βαθιά φρίσσουν φυλλώματα
σκοτεινιασμένου δάσους
δακρύζουν άστρα
έως την αυγή.

ΑΜΦΙΒΛΗΣΤΡΟΝ, 2004