Αντριάνα Ιεροδιακόνου – ποίηση, επιλογές Ανδρέα Πετρίδη

Ο λυρικός ρεαλισμός
της Αντριάνας Ιεροδιακόνου

ΠΟΡΕΙΑ

Χρόνια πορευόμαστε
και θάλασσα δεν βρίσκουμε.
Τον πόνο τον κάμαμε ξημέρωμα
τον πόθο δρόμο
μα όλο πορευόμαστε
σε άσπρο χωματένιο κάμπο.

Τα χελιδόνια βρίσκουν μέρες πράσινες
χωρίς δισταγμό.

Χρόνια πορευόμαστε
και η θάλασσα μας ξέχασε
και απόγινε λέξη.

ΕΤΗΣΙΑ ΑΝΑΦΟΡΑ

Την Τρίτη Άνοιξη
τα δάχτυλά μας έγιναν διάφανα
και ενωθήκαν ακριβώς στις άκρες.

Στάθηκε αδύνατο να επιστρέψουμε.

Μάθαμε να πίνουμε με μικρές γουλιές τον αέρα

να αντέχουμε τα τραγούδια και τα ταξίδια
να αγαπούμε τους ξένους και τα πράα ζώα
να φοράμε τρύπιο δέρμα
να ρωτάμε στον ύπνο μας
να βγαίνουμε στους δρόμους κάθε μέρα.

ΛΑΪΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ

Ο ήλιος στο κατώφλι.

Το ξεπόρτι κοιμάται
οι γρίλιες χτενίζουν τα μαλλιά τους.

Τα μπαούλα κεντούν προίκα:
είσαι το μέλι των ματιών μου
η αγκάλη σου πηγάδι καθαρό.
Στον αργαλειό γυναίκα σιγοφαίνει.

Το παλιό σταμνί
στάζει γλυκό νερό.

ΣΩΤΗΡΙΑ

Φίλοι, παγώνει σήμερα η καρδιά μου.

Έρχεται ο Λόρκα με αγκάλες ανοιχτές
και τον ήλιο του θανάτου ανάμεσα στα δόντια

έρχεται ο Βαγιέχο με τα μαύρα μάτια κατάκλειστα
και το στήθος γιομάτο πέτρες
ο Χίμενεθ με το τριανταφυλλί χαμόγελο

έρχεται ο Νερούντα επικεφαλής
σε μεγάλη παρέλαση ανθρώπων και ιγκουάνας.

Φίλοι μην αφήκετε
να μου δέσουν σε μαύρο μαντήλι τα πνευμόνια
να μου πνίξουν τ’ όνομα τη Δευτέρα και τον μήνα
Ιούλιο
να περάσω ακόμα ένα τέτοιο χειμώνα.

Παγώνει σήμερα η καρδιά μου.

ΤΙ ΕΓΙΝΕ ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ

Δάκρυσε η μάνα μου
την άκουσα και δάκρυσα κι εγώ.

Ήταν μαύρες ώρες στες μέρες της
και το νερό στο ποτήρι μου θόλωσε
και δάκρυσα κι εγώ.
Στην ποδιά της όνειρα ατέλειωτα
κι ένιωσα του τέλους το βάρος στα βλέφαρά μου
και δάκρυσα κι εγώ.
Ήρθαν σκιές και τα παιδιά της
είπαν «θέλουμε» και «δεν θέλουμε»
και το στόμα γιομάτο λάσπη
και γεύτηκα το χώμα στα χείλη μου,
και δάκρυσα κι εγώ.

Της μάνας μου τα χέρια είναι τριμμένα
τα ΄βαλε στο πρόσωπο να σκουπίσει τα δάκρυα
και δεν βρήκε πρόσωπο

και μάνα ποιός μπορεί
παιδί να σε ξαναγεννήσει;

ΚΥΡΙΕ ΕΛΕΗΣΟΝ

Επειδή αν υπήρχε θεός
θα είχε το σχήμα του χεριού μου
ή εκείνου του μικρού ζώου στην άκρη του ορίζοντα
που τουλάχιστον διακρίνεται σαν αλεπού.

Πάντως τον υποψιάζονται κάθε Κυριακή
σε νεκρές γλώσσες, συστηματικά, και διαλέχτους
γιαγιάδες με αντίδωρα γαλήνια
και προσωπάκια δαντέλα σουρωμένη-

αν υπήρχε θεός
θα έσκυβε τουλάχιστον με τες γιαγιάδες
θα έβραζε το πρωϊνό τους ρόφημα, θα ήξερε
να σιδερώνει και σεντόνια

αν υπήρχε
θα σάπιζαν τα δόντια του όπως του κόσμου όλου
θα μετάγγιζε αίμα και θα έκανε λεφτά
και πίσω από ζεστά παράθυρα
θα ψωμοζούσε η ευχή του.

ΕΙΣ ΜΝΗΜΗΝ ΑΝΔΡΙΑΝΗΣ ΠΑΠΑΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

Κάθε μέρα στο γυαλί
με θωρούν δυο μάτια πεθαμένα.

Η μαυροφορούσα που τά’ χε
είναι θαμμένη σε πευκότοπο
μα τα μάτια της θυμίζαν αγριοελιές.

Ήταν μάνα του πατέρα μου
μακριά, πολύ μακριά
μοιάζαμε, ιδίως στα μάτια.
Μου τ’ άφησε να κλαίω για λόγου της
και βλέπω του θανάτου τον άγγελο καταπρόσωπα
κάθε μέρα, στο γυαλί.

ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΠΟΙΗΜΑ

Λέξεις ανοίγουν τα φτερά τους.

Το αλαφρύτερο βήμα με σηκώνει.

Ακόμα και το τελευταίο ποίημα θα το γράψω
με μια γοργή ματιά στο πλάϊ
με μια μικρή κίνηση στα χαμόκλαδα.

Ένας κυνηγός στο σούρουπο.
     Της Κώμης Αιγιαλού, 1983