Ο ποιητής Γιάννης Ποδιναράς- Γράφει ο Ανδρέας Πετρίδης

Η επίμοχθη απόσταξη του Γιάννη Ποδιναρά

Ο Γιάννης Ποδιναράς πρωτοεμφανίστηκε εκδοτικά στην ποίηση το 1996, με την ποιητική συλλογή Ένα πράσινο θολό. Απ’ ό,τι γνωρίζω κι από τις κριτικές που έχω υπόψη, η δουλειά του κρίθηκε ως σοβαρή και ποιοτική για πρώτη εμφάνιση.
Μια δωδεκαετία αργότερα, επανήλθε ο Ποδιναράς, όχι φυσικά δριμύτερος – όπως συνηθίζουμε να λέμε – αλλά πιο έμπειρος και αποσταγματικότερος. Το νέο ποιητικό του βιβλίο έχει τον τίτλο Φαράγγια των Αγγέλων, με ό,τι θα μπορούσε συνειρμικά να σημαίνει κάτι τέτοιο. Πάνω από τα συμβολικά αυτά φαράγγια των αγγέλων σηκώνει συχνά ο ποιητής με τους στίχους του την ψυχή μας, και τη μετεωρίζει σε μια άσκηση βάθους. Τον διαβάζουμε σ’ ένα απόσπασμα από τα «Ταξίδια στο άπειρο»:

Υπάρχεις στο σκοτεινό ποτάμι
της μύχιας ταραχής.
Στην τεντωμένη χορδή της πλήρωσης
και της λιγοθυμιάς του ονείρου.
Γύρισε ο καιρός.
Σήκωσε το τραγούδι μας
να οριοθετήσει ταξίδια στο άπειρο.

Το πρώτο μέρος της συλλογής, με οκτώ σχετικά σύντομα ποιήματα, μας πείθει χωρίς αμφιβολία για την τεχνική και καλλιτεχνική ωρίμανση του ποιητή. Με πρόδηλη την ερωτική θεματική, διαβάζουμε λιτούς και άρτιους στίχους, που διανοίγουν σχεδόν πάντοτε μια υπερβατική προοπτική:

Ένα κύμα στα μέλη.

Ένα μαχαίρι από ήλιο
χάραξε το γυμνό σώμα
βυθίζοντας το φως
σ’ αμμουδερά πηγάδια.
Θαλασσινά νερά
στέγνωσαν τη δίψα μας.

από το ποίημα «Στους βυθούς του ανείπωτου»

Στο δυνατής λυρικής έντασης ποίημα «Κραυγή της Άνοιξης», η κορύφωση επιτυγχάνεται με την κλιμακωτή επανάληψη της λέξης «λευκό», η οποία, επανερχόμενη κάθε φορά σε διαφορετικό σημασιολογικό επίπεδο, φορτίζει το ποίημα με μια ιδιαίτερη δυναμική. Μια δυναμική που οδηγεί τελικά σε λυτρωτική διέξοδο. Κι έτσι φαίνεται να δημιουργείται η καλή τέχνη, ακολουθώντας συνειδητά ή ασυνείδητα αρχετυπικά πρότυπα ρυθμών και παραστάσεων, που εμφωλεύουν βαθιά μέσα μας. Καταγράφω το ποίημα, για να μπορέσω στη συνέχεια να συμπληρώσω τον σχολιασμό μου.

Αγγίζω τη φωνή
κι ο νους μου σαλεύει.
Λευκό του ρίγους,
των αθώων στεναγμών.
Λευκό της πέτρας που ακινητεί προσμένοντας.
Της αέναης αφής.
Της αμφίδρομης ροής.
Της πλήρους αποδοχής και άφεσης.
Λευκό των βέβαιων χρόνων.
Άτρωτη όχθη στων ημερών την οργή.
Γυμνό βύθισμα στο γενναίο φως
που χύνεται στο λευκό χέρι
και σε παίρνει πέρα

στην ανελέητη κραυγή
της Άνοιξης.

Αυτό το τελευταίο, το «βύθισμα στο γενναίο φως, / που χύνεται στο λευκό χέρι / και σε παίρνει πέρα στην ανελέητη κραυγή / της Άνοιξης», είναι η εκτόνωση και η «λύση» της υπαρξιακής αγωνίας που κορυφώθηκε στους προηγούμενους στίχους, με το «λευκό» ως δυναμικό λάϊτ-μοτίβ στην ανάπτυξη του ποιήματος.
Δεν θα σταθώ αναλυτικά στα ολιγόστιχα, αλλά και τόσο πυκνά μικρότερα ποιήματα του πρώτου μέρους της συλλογής. Θέλω μόνο να γενικεύσω ότι αυτά αποτελούν συμπαγείς λυρικούς πυρήνες, με μορφική αρτιότητα και υπαινικτικό βάθος. Διαβάζω τον ολιγόστιχο τίτλο «Σημάδια»:

Ένα κρίνο ταράζει το αίμα.
Κρατήσαμε τη γεύση δυνατή.
Τα μάτια υγρά
στη δίνη της ομορφιάς,
ραγίζουν τη μέρα.

Εδώ η επιγραμματικότητα και η λιτότητα ανεβάζουν με κάθε στίχο το επίπεδο διέγερσης του αισθητικού εκκρεμούς εντός μας, και το επαναφέρουν χωρίς απώλειες σε μια επόμενη ή μεθεπόμενη ανάγνωση. Το καλλιτεχνικό αντικείμενο μπόρεσε, μέσω της κατορθωμένης μορφής, να παγώσει εσαεί σε μια άφθορη κατάσταση. «Ένα κρίνο ταράζει το αίμα», διαβάζουμε ξανά και ξανά, και ο στίχος αυτόνομος σχεδόν και αυτάρκης μάς γεμίζει ένα κενό, σαν να περιμέναμε τον ερχομό του. Υποκύπτω στον πειρασμό να πω λίγα λόγια και για το τελευταίο ποίημα της πρώτης ενότητας, ένα από τα καλύτερα αυτού του βιβλίου. Έχει τον τίτλο «Ώρα καλή», που μας προϊδεάζει για ένα ζεστότερο και νοσταλγικότερο κλίμα, προκαλώντας ταυτόχρονα συνειρμικά κύματα βαθύτερου προβληματισμού για τα ανθρώπινα δρώμενα. Το καταθέτω αυτούσιο:

Έρχεται κάποτε η ώρα
που μιλά η αυγή
και καλπάζουμε στα λειβάδια
των τρελλών καιρών και του νοτιά.
Ανατριχίλα του κορμιού
σαν γνώση του θανάτου,
κοχλάζει το αίμα.
Ταράζει τ’ ακραίο κύτταρο.
Άνοιξε πανιά
κι έβαλε πλώρη
για ταξίδια – και την άγρα των πουλιών.
Ώρα καλή
στον ήλιο και το σκοτάδι των κοχυλιών.
Ώρα καλή
στους ανέμους που κρατάνε
της αγάπης τον λυγμό και το φανέρωμα.

Μια αύρα αγάπης και αισιοδοξίας αναδύεται μέσα απ’ τους πιο πάνω στίχους. Ένας μετρημένος θαυμασμός για το δώρο της ζωής και μια υπόγεια ανατριχίλα για τα πρόδηλα όρια και το πεπερασμένο της επίγειας ευτυχίας. Ο επίλογος, με το χαρακτηριστικά επαναλαμβανόμενο «Ώρα καλή», εκπέμπει μιαν ανάλαφρη τραγουδιστική αύρα, που συνεπαίρνει τον αναγνώστη με την πηγαιότητά της. Το αισθητικό αποτέλεσμα, και πιο συγκεκριμένα η αισθητική ηδονή, εκρέει απ’ το συνήθως απρόβλεπτο κυμάτισμα της μορφής, προσλαμβανόμενη σαν «πτερυγισμός και λαχτάρα στο στήθος».

Μπαίνω τώρα απευθείας στο δεύτερο μέρος του βιβλίου, για να δώσω ένα σύντομο στίγμα του. Στα είκοσι έξι τόσα ποιήματα αυτής της ενότητας το αισθητικό αποτέλεσμα δεν είναι παντού το ίδιο. Αλλά κι εδώ, όταν κάτι μας ικανοποιεί λιγότερο, οφείλεται προφανώς στον πειρασμό του διανοούμενου δημιουργού να διαλογιστεί καθαρότερα και να φιλοσοφήσει αμεσότερα. Πιο συγκεκριμένα -και σε συνάρτηση με τα πιο πάνω- μιλάμε για τη χρήση ενίοτε ποιητικά αδρανών αφηρημένων εκφράσεων ή καθαρά λογικών προσδιορισμών, όπως για παράδειγμα:

Περαστικοί μαχόμαστε λαθραία
την παράταιρη ιαχή του συρφετού
ή
Πλανιέσαι σ’ ένα πέλαγος
αφροντισιάς και πλήρωσης.

Να μη μας διαφεύγει, ότι στην καλή ποίηση φτάνει κανείς μόνο όταν εκκινεί από το συγκεκριμένο και ρεαλιστικό, το οποίο εμποτίζει διακριτικά και ισορροπημένα με μια υπέρλογη αισθαντικότητα. Γενικότερα όμως βρίσκουμε και στη δεύτερη ενότητα καλά ποιήματα, ιδιαίτερα τα πιο σύντομα, στα οποία ο δημιουργός αισθητοποιεί ικανοποιητικά τις ιδέες και τα συναισθήματά του, αποφεύγοντας τους πειρασμούς των άμεσα διανοητικών ρήσεων. Σας μεταφέρω ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από το λυρικά νευρώδες ποίημα με τον τίτλο «Στα κατάρτια της άπνοιας»:

Νερό, νερό που σπάζει
στην άκρη της βαθιάς κουφάλας.
Νερό που αναβλύζει

τη λαχτάρα των εφησυχασμένων.
Νερό, καταφύγιο στα κατάρτια
της άπνοιας.
Νερό, να ξεπλύνουμε τη ξαβαμμένη
σκόνη
της ακμής των αετών.
Νερό, νερό
να ξεπλύνουμε τη ψυχή μας.

Τέτοιοι στίχοι νιώθεις πως προϋπήρχαν, γιατί έτσι έπρεπε να είναι, χωρίς ορατά τα σημάδια επεξεργασίας από τον ποιητή, ο οποίος απλώς τους ανέσυρε στην επιφάνεια για να γίνουν αναγνωρίσιμοι και δραστικοί. Παρόμοια κατορθωμένα κομμάτια απαντούν καίρια και αφοπλιστικά στην αχρείαστη συζήτηση περί μορφής και περιεχομένου. Αφού επιβεβαιώνουν ότι η ίδια η μορφή είναι αξεχώριστη από το περιεχόμενο, το οποίο ενυπάρχει σ’ αυτήν ως βαθύτερη εμπνοή, στη σπερματική ήδη σύλληψη του ποιήματος. Για να βγουν όμως με τέτοια παρθενικότητα και πληρότητα χρειάζεται μια επώαση μακρόχρονη και οδυνηρή. Κι ο Γιάννης Ποδιναράς είναι ένας δύστοκος δημιουργός. Ρίχνει στα βάθη της ψυχής του σκληρούς σπόρους. Η σπορά του, παίρνοντας χρόνο για να ριζώσει και να πετάξει ανθούς, δείχνει κάθε φορά να τον εξαντλεί. Τι πιο φυσιολογικό όμως, από το να νιώθει ο ποιητής, ύστερα από κάθε προσπάθεια, ότι τα έδωσε όλα;
Κλείνω και τη δεύτερη αυτή ενότητα της συλλογής, δίνοντας ακόμα ένα λυρικά υποβλητικό εξάστιχο:

Γυρεύουμε ένα δέντρο
να κρυφτούμε.
Να λυθούν οι πλάνες
στο οξύ αγιάζι των ίσκιων.

Στο θρόισμα της σιγανής φωτιάς.
Στην αρμυρή ηδονή της θάλασσας.

                    από το ποίημα «Εδέμ»

Οι στίχοι μιλούν από μόνοι τους, αφού εκφράζουν με επιγραμματική υποβλητικότητα το υποστασιακό δράμα του ανθρώπινου όντος, που αναζητεί ζεστασιά και ασφάλεια στον κόρφο της μάνας φύσης. Μιας φύσης, που μόνη αυτή με την αιωνιότητά της μπορεί να σκεπάσει -έστω για λίγο- το γυμνό κορμί της θνητότητάς μας. Τι μαγική στ’ αλήθεια παραμυθία; Η ποίηση μάς βοηθά να νιώθουμε πιο ελαφρύ το διαχρονικό οντολογικό μας άλγος. Και πέραν οποιασδήποτε άλλης εξαντλήσιμης και ρηχής ηδονής, έχει απ’ τη φύση της τη δυνατότητα να προκαλεί κάθε φορά μέσα μας τη φευγαλέα έστω αίσθηση της υπέρβασης της προσωρινότητάς μας.

Περνώ τώρα στην τρίτη ενότητα του βιβλίου, με τον παράξενα υποβλητικό τίτλο Φαράγγια των Αγγέλων. Τίτλος, που ανεβάζει ονειρικά τον αναγνώστη πάνω σε μια ιλιγγιώδη αιώρα, όπου η ανάγνωση κάθε ποιήματος είναι και μια ριγηλή ώθηση σε μια εναλλασσόμενη ταλάντευση. Μια ταλάντευση, που έχοντας για αφετηρία το συγκεκριμένο κι επίγειο, εκτινάσσει συχνά την ψυχή και το πνεύμα σε χώρους μιας ουσιαστικότερης και βαθύτερης εμπειρίας. Καταθέτω το καταληκτικό μέρος από το ποίημα «Συνάντηση»:

Μαντατοφόρος η μοίρα των πουλιών
ζωγράφισε τ’ ονειρεμένο ταξίδι
απ’ τους ρόζους της γης
ως τις παρυφές του φεγγαριού.
Και το μήνυμα πήγε διάτρητο
απ’ τις πληγές των ανθρώπων-
ν’ απαλύνει το λευκό των άστρων
και ν’ αφήσει το βάρος της λάσπης
μετέωρο στους γαλαξίες.

Τα περισσότερα φυσικά από τα ποιήματα της τρίτης ενότητας είναι μια ακόμα οφειλόμενη σπονδή στον χαμένο χρόνο και τον χαμένο γενέθλιο τόπο της κατεχόμενης Μόρφου. Ο Γιάννης Ποδιναράς δεν ξετυλίγει καμιά μακρόπνοη ή μεγαλόπνοη Ιερεμιάδα στη μνήμη των τόπων που κρατούν στα σπλάχνα τους την κιβωτό της παιδικής του ηλικίας. Ο λόγος του ακούγεται συγκρατημένος και αξιοπρεπής, και τα δάκρυά του έχουν πια αποκρυσταλλωθεί σε δωρικούς αγαλμάτινους στίχους, όπως οι ακόλουθοι:

Φύλλα διάφανα
νερά της άμμου
πότισαν τη φυγή μας.
Βυθός του πράσινου κήπου
χάραξε την αφή της θάλασσας.
Πρώτο άγγιγμα
παλμοί της ζωής μας
στέρεψαν την κοίτη της λήθης.
Μόρφου, γεφύρι στην καρδιά
της ξένης γης.
Μόρφου, γεφύρι στο βαθύ πηγάδι
του νόστου.

Σ’ ένα άλλο κάπως μεγαλύτερο ποίημα για τη Μόρφου, γραμμένο το 2005, με βαρύ και αποκαλυπτικό βηματισμό, ο οραματισμός για το πλήρωμα του χρόνου που θα φέρει την πανηγυρική λύτρωση δίνει στους στίχους μια ριγηλή και τελετουργική πνοή. Ας δούμε το μέρος τούτο:

Μη…μου ψιθύρισες.
Μη θερμαίνεις το πεσμένο μου σώμα.
Μην ανοίγεις διάπλατα τον κλειστό δρόμο της ψυχής μου.
Μίλα μου μόνο σαν θα είσαι σίγουρος
πως τα όνειρα θα ορθώσουν επί τέλους το ανάστημά τους.
Θα περάσουν τις γραμμές και θα ενωθούν
με το μεγάλο διάφανο άστρο
σ’ ένα θρίαμβο απροσπέλαστο
που σαρώνει τους παλιούς καιρούς
και στεφανώνει την έγερση των καινούργιων ασμάτων.

Ακούγεται η μακρινή καμπάνα μιας Ανάστασης σε τούτο το ποίημα. Κι αν η πραγματική ανάσταση ίσως αργεί να έλθει ακόμα, ο Γιάννης Ποδιναράς μπορεί με την τέχνη του να προκαλέσει μέσα μας τα αισθήματα τέτοιας γιορτής και να μας γεμίσει κατάνυξη. Κι η καλλιτεχνικής προέλευσης κατάνυξη δεν είναι, καθώς προείπαμε, ποτέ εξαντλήσιμη, αλλά βιώνεται τελετουργικά σε κάθε ανάγνωση.

Τι έμεινε τώρα να σχολιάσω από το ποιητικό βιβλίο του Γιάννη Ποδιναρά; Μα φυσικά τα «Ελεγεία», και συγκεκριμένα εκείνα που αναφέρονται σε αγαπητούς λογοτέχνες, που έφυγαν αφήνοντας πίσω υποδειγματική ζωή και έργο. Τα ελεγεία αυτά μου αρέσουν, γιατί είναι συνθέσεις που αναπτύσσονται με πολλαπλές ψυχικές και πνευματικές κινήσεις, κάτι που απαιτεί ανάλογη μορφική αντιστοιχία. Δοκιμάζονται εν ολίγοις οι δυνατότητες του δημιουργού στη συνθετική δημιουργία, όπου το λυρικό διαπλέκεται με το αφηγηματικό και το δραματικό οδηγείται λυτρωτικά στη λύση του. Με τράβηξε ιδιαίτερα η αρμονική κλασική συμμετρία και η διανοητική υπαινικτικότητα του αφιερώματος στον αξέχαστο Θεοδόση Νικολάου, προπάντων η λιτή κι ελλειπτική εισαγωγή, με το ακόλουθο επιγραμματικό τετράστιχο:

Στην ταβέρνα, καθώς πίναμε κονιάκ,
μου είπες πως πρέπει να κλείνουμε καλά το μπουκάλι
για να μη χάνεται το άρωμα.
Φύλακας της πεμπτουσίας.

Κι εδώ να σταματούσε το ποίημα, θα ήταν μια πολύ δυνατή επιγραμματική προσωπογραφία. Ό,τι παρακάτω με διανοητική διεισδυτικότητα ακολουθεί, πλεονέκτημα ή μειονέκτημα δεν με απασχολεί, αναλύει κι εδραιώνει μια δυνατή σύλληψη.

Το δεύτερο ελεγείο στο οποίο θ’ αναφερθώ μνημονεύει τον προώρως εκδημήσαντα, αξέχαστο λογοτέχνη Θεόδωρο Στυλιανού. Η αυθεντική του προσωπικότητα ζωντανεύει παραστατικά μέσα από την επιγραμματική και συγκινημένη πένα του Γιάννη Ποδιναρά:

Το λεωφορείο της γραμμής,
το υπεραστικό ταξί και το τηλέφωνο
κουβάλησαν τα δώρα σου
Σεριάνισαν την αρχοντιά
των ταπεινών και των αθώων
στην άκρη της ανόθευτης ματιάς σου.
Στην άκρη της γαλήνης σου.
                                                (απόσπασμα)

Ένιωσα πραγματική συγκίνηση, όταν διάβασα πρώτη φορά αυτό το ποίημα. Σίγουρα όχι μόνο επειδή μου θύμισε
το γεγονός της απουσίας ενός πολύ αγαπητού φίλου, αλλά εξίσου και για τον τρόπο που μου τον έφερε στη μνήμη η ποίηση. Τούτο σημαίνει ότι το καλλιτεχνικό γεγονός πραγματώθηκε με επιτυχία. Κι αυτό είναι ταυτόσημο με την αισθητική καταξίωση του δημιουργού.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Ο Ποιητής Αντώνης Πιλλάς – Γράφει ο Ανδρέας Πετρίδης

Η ένυλη μεταφυσική του Αντώνη Πιλλά

Προτού αναφερθώ στο πιο πρόσφατο έργο του, ξετυλίγω το νήμα αναδρομικά και φτάνω στο έτος 1991, όταν με το βιβλίο Επιστροφή ο Αντώνης Πιλλάς άφηνε πίσω τη γνωστή παλιά γραφή του και περνούσε τελεσίδικα στην επικράτεια του σύγχρονου στίχου. Με αισθητά ακόμη τα κατάλοιπα του οικείου του παραδοσιακού λυρισμού, ο ποιητής βρισκόταν πλέον στην αντίπερα όχθη, πυκνώνοντας κι εμβαθύνοντας τον λόγο του. Παράλληλα σε θεματικό επίπεδο ενστερνιζόταν τη μεταφυσική προβληματική, που θα του γέμιζε εφεξής κυριαρχικά τον υπόλοιπο ποιητικό βίο. Για την κομβική εκείνη στροφή έκανα τότε τις κάτωθι χαρακτηριστικές επισημάνσεις:

Τα ποιήματα αυτά είναι ένας ασίγαστος μελαγχολικός νόστος της θείας αγκάλης, ένα τάνυσμα επίμονο της ψυχής προς την επέκεινα ουράνια γαλήνη. Κι αυτό με φόντο μια βαρύθυμη νοσταλγική διάθεση, που μορφοποιείται από το ασήκωτο βάρος της τραυματικής πραγματικότητας και την αίσθηση απώλειας μιας ονειρικής ανάμνησης βίου. Είναι ποιήματα συντριβής και ταυτόχρονα ελπίδας,, μιας ελπίδας που αχνοχαράζει παρηγορητικά κι αναδύεται ως άρωμα μέσα απ’ την τέχνη του. Διαβάζουμε συχνά δροσερούς κι αξιόλογους στίχους:

…Ω ν’ άδειαζα
απ’ την καρδιά μου το σκοτάδι,
τα χέρια μου απ’ το κάθε μάταιο βάρος
και σαν πουλιά ορφανά να τα ύψωνα σε Σένα!

Παρόμοιοι στίχοι επανέρχονται συχνά ως διάθεση, με την ίδια ένταση και το ίδιο μεταφυσικό άλγος. Συγκινούν και υποβάλλουν με το υπόγειο ρίγος και την καίρια εικονοπλασία τους, επιτυγχάνοντας με θαυμαστό τρόπο την αισθητοποίηση των νοημάτων. Μόνη μου επιφύλαξη η ομοιομορφία του θεματικού πυρήνα κι η έκταση της επανάληψής του. Ας δούμε ένα ακόμη τρίστιχο:

πυκνώνει ο χρόνος
και τις παρουσίας σου
το δέντρο μόνο ορθρίζει.

Τηρουμένων των αναλογιών, ομολογώ πως μόνο στον Ρίλκε αποκόμισα σκιρτήματα αυτής της κατηγορίας. Η θρησκευτική μας ποίηση κατά κανόνα είναι εγκεφαλική στην ουσία και τη διατύπωσή της, κάτι περίπου σαν προσευχή ή απευθείας δήλωση πίστης. Στην ανάλογη ποίηση του Αντώνη Πιλλά, ίδια περίπου όπως και στον Παπαδιαμάντη, το θρησκευτικό αίσθημα εκφράζεται έμμεσο και εικονοποιημένο, παίρνει δηλαδή υπόσταση εμπράγματη. Οι κεραίες του αναγνώστη δεν παύουν να δέχονται διαρκή και έντονη τη ροή ενός απαρηγόρητου εσωτερικού θρήνου, μιας ασίγαστης έφεσης αιώνιου γυρισμού στη γαλήνη του Θείου ( ακριβέστερα στη γαλήνη των αισθητηριακά προσλήψιμων δημιουργημάτων Του). Παντού ο ίδιος διχασμός, η ζωή και ο θάνατος, το υπαρξιακό αδιέξοδο σ’ αντίθεση με το ποθούμενο ξέφωτο, όπου:

η κάθε αναβολή
είναι μαστίγωμα του ανέμου.

Η ποιητική μεταβολή στον Αντώνη Πιλλά είχε επομένως με την Επιστροφή σε σημαντικό βαθμό συντελεστεί. Από εκεί και πέρα αναμενόταν μια πορεία προς εμπέδωση και βελτίωση μιας σύγχρονης ποιητικής, υπερβαίνοντας το πρώτο ημίχρονο του κατεξοχήν παραδοσιακού λυρισμού. Με τα βιβλία που έγραψε στη συνέχεια, πραγματικά επιβεβαίωσε τις προβλέψεις. Ιδιαίτερα στο Αλάβαστρον Μύρου, έκδοση 1993, βλέπουν το φως της δημοσιότητας μερικά από τα πιο άρτια λυρικά συνθέματα του ποιητή, άξια να παραβληθούν με τα καλύτερα της σύγχρονης ποιητικής παραγωγής. Μόνον οι λίγοι που έσκυψαν προσεκτικά πάνω απ’ τα εξαίρετα αυτά κομμάτια δεν θα θεωρήσουν αυτή την εκτίμηση υπερβολική (αν φυσικά το ζητούμενο είναι -και πρέπει να είναι – όχι η «εγκυρότητα» των καθιερωμένων ονομάτων, αλλά η ανεξαρτήτως προέλευσης κατορθωμένη ποιητική μονάδα). Προς επίρρωση της συγκεκριμένης μου άποψης, καταθέτω δύο δείγματα:

Ωσεί χόρτος

Και ξάφνω μιαν αυγή κοιτώντας τα βουνά
τον μέγα ύπνο συλλογιέσαι-
χρόνια που φτερουγίσανε – πουλιά
μέσα σου αφήνοντας
την πληγωμένη εκείνη αίσθηση του απείρου,
στιγμές που κλείσαν μέσα τους
τον χρόνο και το φως
όπως μικρή σταγόνα
τον μέγαν ωκεανό.

Κοιτάζεις κι ασταμάτητα
χιονίζει εντός σου ο καιρός
και λές: ώρα να φύγω γέρνοντας
σιμά στο χώμα
όπως ανθός
τα πέταλά του κλείνοντας.
Αλάβαστρον Μύρου, 1993

Ωραίο πρωί

Ωραίο πρωί εσφύριζε
σαν το κοτσύφι μέσα στο φιλί σου.
Ανάλαφρα βουνά
ήσυχα μνήματα
φιλιά καθρεφτισμένα στο νερό
στα νέα τα φύλλα.

Ήσυχα μνήματα, στις λεύκες
αμέτρητων φιλιών ψιθυρισμοί
μές στον αγέρα.
Αλλού θ’ αράξει πάλι η μέρα.

Αμφίβληστρον, 2004

Μας αγγίζουν ευδαιμονικά τέτοια ποιήματα, με στέρεη δομική οργάνωση και πολύσημη μορφοποιητική ανάπτυξη. Η εκάστοτε επιλογή του σημαίνοντος φαντάζει καίρια κι αναντικατάστατη, κάτι που εξωθεί χωρίς κορεσμό σε πολλαπλές αναγνώσεις. Ειδικά το ποίημα «Ωσεί χόρτος», το οποίο κατατάσσω στα καλύτερά του, παίζοντας με καλλιτεχνική μαεστρία σε λεπτές ισορροπίες μιας εμπράγματης βάσης, αφήνει ν’ αναδυθεί ένας εξαιρετικά αισθητοποιημένος υπερβατικός λόγος.

Το πιο πρόσφατο ποιητικό βιβλίο του Αντώνη Πιλλά κυκλοφόρησε τον Οκτώβριο του 2012, με τον τίτλο Σε κήπο ξένο. Επιβεβαιώνει τη σταθεροποίηση του κατακτημένου ποιητικού εδάφους και την ικανότητα του ποιητή να αναπαράγει με ευχέρεια πια σε υψηλή αισθητική κλίμακα. Στην κλίμακα αυτή κινείται φυσικά με σκαμπανεβάσματα, όπου ως αδυναμίες προβάλλουν ο επαναλαμβανόμενος συχνά και μονότονος χαρακτήρας των θεοκεντρικών του μοτίβων. Ένα μέρος της γνώριμης εικονοποιίας του αναδίνει εξάλλου μια χροιά εξοικείωσης, ένα είδος déjà vu για τον αναγνώστη, που μειώνει την αισθητικά αναγκαία εκφραστική έκπληξη. Παρόλο τούτο, αρκετά ποιήματα της συλλογής παρουσιάζονται με αξιώσεις, μερικοί δε τίτλοι ανεβάζουν τον αύξοντα αριθμό των αρτιότερων προσωπικών του επιτευγμάτων. Καταγράφω ένα τέτοιο υποδειγματικό κομμάτι:

Στο πένθος

Ο έρωτάς σου είναι στο πένθος
που γέμει αστερισμών
και ελαιώνων ίσκιους
χώρες λευκές για θερισμό
μικρά στεφάνια ουρανικά, που χέρια
βέβηλα απομακρύνουν.
Στο πένθος είναι ο έρωτάς σου
πάνω από βουλιαγμένες θάλασσες του πόνου,
ήπια λάμψη ολόγοργη
που βγάνει ανθούς και κρίνα
κάτωθε και πλησίον του σταυρού.

Αντιλαμβάνεται κανείς ότι ο ποιητής συνειδητά επιδιώκει να κλείσει στον μορφοποιημένο του λόγο τη μαγεία, όχι μόνο του περιβάλλοντος κόσμου, αλλά και τη συν-αίσθηση ενός πολύπτυχου εσώτερου βάθους. Ενός υπαρξιακού διαλεκτικού βάθους, που διανοίγει χώρο ενοποιητικής μέθεξης κι αποκαλυπτικής εμπειρίας. Η επιτυχία φυσικά του δημιουργού δεν έγκειται στην ορθολογική σπουδαιότητα των λεγομένων, αλλά στην πυκνότητα και ευστοχία της μορφής, που ενεργοποιεί αποτελεσματικά τη συνειρμική διαδικασία. Κλείνω τη σύντομη αυτή αποτίμηση με το καταληκτικό μέρος ενός άλλου εξαίρε-
του ποιήματος του Αντώνη Πιλλά, ομότιτλο με το τελευταίο βιβλίο του.

Σε κήπο ξένο

Σε ξένο κήπο ηχούν τα βήματά σου
κι ειν’ ο αχός τους κομπολόι αργό
στου χρόνου και της ξενητείας τα χέρια
κι όλο καλούν και ζωντανεύουν τη μορφή σου
πιο τρυφερή και πιο ωραία, μονάχα
μ’ έναν πικρόν ανθό της λησμονιάς στα χείλη.

Στους σημερινούς καιρούς της ρηχότητας, της κακογουστιάς και του συρμού διάλυσης κάθε φόρμας, ο Αντώνης Πιλλάς επιμένει να γράφει σωστή ποίηση. Αν θέλουμε να τον κρίνουμε αντικειμενικά, πρέπει να αφαιρέσουμε από το οπτικό πεδίο την ανισότητα και την πολυγραφία της πρώτης, ανώριμης περιόδου του. Να επικεντρωθούμε πρέπει στη δεύτερη φάση της ποιητικής του διαδρομής, όπου αφομοιώνει και κατακτά μια ανανεωμένη ποιητική, με εκφραστική οικονομία, εσωτερικότητα και βάθος. Αλλά κι εδώ, για να μην τον αδικήσουμε πάλι, πρέπει ν’ αποβάλουμε κι εμείς τα δικά μας εξωποιητικά βαρίδια της ιδεολογικής προκατάληψης, ανεπηρέαστοι από τη μεταφυσική και τη χριστιανική του πίστη. Θα μπορέσουμε τότε να εντοπίσουμε και να εκτιμήσουμε σωστά ευάριθμα δείγματα πραγματικά κατορθωμένης ποίησης, γιατί ο Αντώνης Πιλλάς είναι πρώτα απ’ όλα ένας έμφυτα παγανιστής μεταφυσικός. Η έμπνευσή του πηγάζει και ισχυροποιείται από τα φυσικά πράγματα και φαινόμενα γύρω του, πραγματώνεται λογοτεχνικά με τη θαυμαστική θέαση της ένυλης δημιουργίας, μέσω της οποίας απευθύνεται στο Θείον. Έχει δηλαδή μια γνήσια καλλιτεχνική ιδιοσυγκρασία. Και είναι ορθό να εστιάσουμε σ’ αυτή την προσοχή μας, αφού συμβάλλει αποφασιστικά στη γνησιότητα του ποιητικού του έργου.

Άλλες επιλογές από το έργο του Αντώνη Πιλλά:

Κάθε που πεθαίνει ένα παιδί

Ο Θεός προστάζει κάθε τόσο να κατέβει
στον Άδη ένα παιδί, ν’ ανάψει φως καθάριο,
να σύρει σιγαλά στο καρπερό σκοτάδι του
τη μήτρα της καρδιάς μέσ’ απ’ του κόσμου
την εξαίσιαν αδικία. Η αυγή
στα χείλη της να φέρει πτερωτή, πανάρχαια σάλπιγγα
με όσα τραγούδια δεν προφτάσαμε να πούμε,
να ιδεί μές στη ψυχή μας πόση απόμεινε
μήτρα στοργής και θέση ποια
για τ’ Όνειρο, το εκτεθειμένο δάκρυ.

Εσπέρα

Έπιασες το παλιό, αγαπημένο σου τραγούδι, εσπέρα,
σαν τότες που στο φόβο μέσα άκουγα
καθάριο του πουλιού το λάλημα,
το φως των άστρων πρωτογέννητο
πάνω στη σάρκα μου και μές
στην πρώτη αφή του χώματος,
τον ήχο του νερού,
του αδελφού μου τη φωνή,
καθώς εχιόνιζε ασταμάτητα ο καιρός
κι ανθούσε του Θεού το πρόσωπο.

Έπιασες το παλιό τραγούδι σου
μές στην καρδιά μου να ξαναπεθάνεις
με τόσους ήχους από ξένα βήματα,
έπιασες το παλιό, αγαπημένο σου τραγούδι εδώ
που χρόνου ρίγη πιο λευκή
του αιωνίου τη λάμψη ανακαλούνε.

Περιδιάβαση

Σαν ίσκιος άλλου κόσμου πέφτει
πάνω στα όρη η σιγή,
σαν ίσκιος περιφέροντας στην ερημιά
έως του αμίλητου ουρανού την άκρη
την παιδική φωνή σου τη χαμένη.

Ποια σκέψη μυστική του Θεού να ‘χεις κλεμμένη,
φτωχό πουλί που φτερουγάς εκεί
πάνω απ’ την καινούργια χλόη,
πριν φύγεις παίζοντας με τη
στερνή του ήλιου αχτίδα,
ποιο μυστικό του Θεού, κι εσύ
μές στην ιερατική γαλήνη πιο στιλπνό,
μοναχικό μου, εξαίσιο ρόδο;

Εμένα ο θάνατος ο θάνατος βιάζει
κι αλλού το χαμογέλιο σου,
αλλού η λάμψη σου η λιανή χαράζει.
Όταν ξυπνήσεις

Όταν ξυπνήσεις, τα πουλιά θα ‘χουνε φύγει.
Δεν ξέρεις πότε κι από πού
ο άνεμος φυσάει κι έρχεται
η ώρα της αναχώρησης.
Θα μείνει μόνο η ανταύγεια

απ’ τα χρυσά φτερά τους στον αγέρα
σαν μουσικής νοσταλγημένος ήχος
στους άσπρους τοίχους που η σκόνη κατακάθισε,
να συνεχίσει μέσα σου εκείνο το φτερούγισμα,
ωραίο, αστραφτερό, λιγάκι πιο βαρύ μονάχα.

ΑΛΑΒΑΣΤΡΟΝ ΜΥΡΟΥ, 1993

Απουσία

Όταν νυχτώνει
αυτή η αδειανή καρέκλα βγαίνει
μονάχη στην αυλή μας. Ύστερα
ανεβαίνει στο φεγγάρι.
Κάπου βαθιά φρίσσουν φυλλώματα
σκοτεινιασμένου δάσους
δακρύζουν άστρα
έως την αυγή.

ΑΜΦΙΒΛΗΣΤΡΟΝ, 2004