“Η Προδιαγραφή…” του Πολύβιου Νικολάου

Προδιαγραφή
για τους νέους ποιητές από την Αμμόχωστο– του Πολύβιου Νικολάου
– Γράφει ο Ανδρέας Πετρίδης

Το ποιητικό βιβλίο Προδιαγραφή για τους νέους ποιητές από την Αμμόχωστο (1976), του Πολύβιου Νικολάου, όπως και να εννοούσε ο ίδιος αυτόν τον τίτλο, αποδείχτηκε τελικά – στο ειδικό αισθητικό του βάρος – δικαίως προφητικός. Γιατί όχι μόνο όταν εκδόθηκε έκανε αίσθηση στη λογοτεχνική κριτική, αλλά και σήμερα, που το καλύπτει αδικαιολόγητα μια ανεξήγητη λήθη, εξακολουθεί να είναι δείκτης και κανόνας μιας άρτιας και υποδειγματικής ποιητικής σύνθεσης.

Είναι γεγονός ότι βλέπουμε καλά ποιήματα σε πολλών το ποιητικό έργο, πραγματικά όμως συνθετικές δημιουργίες με όλη τη σημασία της λέξης, σπάνια βρίσκουμε. Επειδή κάτι τέτοιο προϋποθέτει ικανότητα ολικής σύλληψης του βασικού θεματικού και μορφολογικού πυρήνα. Προϋποθέτει, ακριβέστερα, μια διαισθητική, έστω αρχικά ακαθόριστη στις λεπτομέρειές της, μορφική προλάξευση, που θα υποδεχτεί οργανικά την έμπνοη ύλη. Τουλάχιστον έτσι περίπου αντιλήφθηκα και μια περιθωριακή πληροφορία που μου έδωσε ο ίδιος ο ποιητής, σε χαλαρή συζήτηση που είχαμε κάποτε. Είχε λέει – το μεταφέρω με δικά μου λόγια – περίπου έτοιμο στο μυαλό του το μορφικό εκμαγείο και τις ράγες, όπου θα έμπαινε μέσα και θα ζωντάνευε με ρυθμό και κίνηση η συσσωρευμένη μέσα του βιωματική ύλη. Και κάτι ακόμη εκπληκτικότερο: Υπήρχε, κατά τα λεγόμενά του, ανοιχτή μπροστά του κι η επιλογή, να γεμίσει τους αδειανούς τούτους χώρους της μορφοπλαστικής φαντασίας όχι αποκλειστικά μ’ ένα προκαθορισμένο θεματικό κύκλο.

Εμείς φυσικά χαιρόμαστε ιδιαίτερα που η έμπνευσή του οδηγήθηκε θεματικά στο δράμα του ’74, από το οποίο αιμοδοτήθηκε τόσο γόνιμα και αποτελεσματικά. Η ποιητική σύνθεση, που ερμηνευτικά και μικροδομικά διανοίγουμε, εκτυλίσσεται σχεδόν προγραμματικά με εναρκτήριο ερέθισμα μικρές, χαρακτηριστικές χειρονομίες. Παρατηρείται μια γλωσσικά απέριττη και ιερατικού ύφους εκφραστική, που κρατεί τον αναγνώστη σε συγκέντρωση κι επιφυλακή, υποσχόμενη μια αδιάλειπτα ενδιαφέρουσα εξέλιξη. Η εκάστοτε επίκληση, μια τελετουργική σχεδόν συνομιλία σε δεύτερο πρόσωπο, διανοίγει ανάλογη τοπογραφική και ιστορική θέαση. Στήνει βαθμιαία το θαμβωτικό, και για την ώρα αδιατάραχτο σκηνικό, μιας συγκρατημένα διαχρονικής οδοιπορίας.

Ανοίγεις το πόδι σου
ελαφρά
κι ο δρόμος του Αγίου μικραίνει
κι ο δρόμος στενεύει
ίδιος η ακρότατη άκρα της γενειάδας του
πολιά αρχαία θαλασσινή ποσειδώνια
όπως βρέχεται σε μια θάλασσα στητή
όλη μανία και αφρό…

Παρακολουθούμε με προσοχή το κλιμακωτό ξετύλιγμα μιας ένυλης, συνάμα όμως και ενορατικής ανθρωπογεωγραφίας, με τη γενειάδα του Αγίου να υπερβαίνει τη βυζαντινή της αταραξία… Να διαχρονίζει τους χρόνους και να διατοπίζει τους τόπους, έτσι όπως παγανιστικά καταβρέχεται από μια θάλασσα ζώσα. Ο πρώτος βηματισμός έχει θαυμαστικά συντελεστεί, σειρά έχει τώρα η επόμενη κίνηση:

Τεντώνεις τα δάχτυλα
του πιο αδύνατου χεριού σου
και προφτάνεις την Αχώρα
και την μακρινήν Αφέντρικα
να ξαναπαρθενεύουν

αίγες της Μεσογείου
που τες φύτεψαν ξαφνικά
σε βραχόκλειστες παραλίες

Σε αποκαλυπτική σχεδόν ατμόσφαιρα, αλλά αξεχώριστα από το πρωτογενές υλικό τους βάρος, προβάλλουν στα μάτια του αναγνώστη αυθεντικές, σχεδόν αρχαϊκές εικόνες του γενέθλιου τόπου… Οικισμοί που διστάζεις να καταχωρήσεις απόλυτα στο μακρινό χτες ή στο εφήμερο σήμερα, μια ευδαιμονική εντέλει ενατένιση μέσα από έρωτα ψυχής και ηδύφθογγο λόγο. Έχουμε ακόμη στο οπτικό μας πεδίο τον συνεπαρμένο προσκυνητή, που θα μπορούσε να είμαστε κι εμείς οι ίδιοι, αφού ο ποιητής απευθυνόμενος άμεσα στο δεύτερο πρόσωπο, συνδιαλέγεται εξίσου με το συλλογικό υποσυνείδητο.

Σηκώνεσαι ελάχιστα
και βλέπεις στον άλλο Πενταδάκτυλο
Φλαμούδι Δαυλό ιερή Ακαθθού

μικρές πατρίδες της μέλισσας
που δεν τες τρυγάει κανείς
ξεροί βολβοί κυκλάμινων
που δεν τους χωρά η γη
σημεία των πολυβολείων
τώρα ν’ αδιαφορούν

λιοχώρια των αιώνων
ν’ αποστρέφονται τον άνεμο
και τη μάνα του
και τη γενιά του
καρτζί στην άλλη θάλασσα

Η κεκαλυμμένη με απέριττο γλωσσικό ένδυμα αποστροφή και μεταποίηση του επίκαιρου, συνεχίζεται με ανασήκωμα στις μύτες των ποδιών κι αποκάλυψη κάποια στιγμή της μαγευτικής άλλης πλευράς του Πενταδάκτυλου, ταυτόχρονα με το πρώτο επώδυνο τσίμπημα απ’ τη βίαιη μετάλλαξη πανάρχαιων κοιτίδων.
Εξιδανικεύοντας οπτικά και αναδημιουργώντας διορατικά τους τόπους του μαρτυρίου, ο ποιητής φτάνει προς τη δύση του ηλίου σε γνώριμα μέρη, που φαντάζουν να έ-μειναν απαράλλακτα ίδια… Η Ταύρου και η Βοκολίδα με τα αρχαϊκά γιορτινά παιγνίδια τους, σε μια ονοματολογι-κή παιγνιδιάρικη ιεροτελεστία, ακόμη και τώρα που οι Βοκολιδιάτες «αδάκρυτοι γλυκοί πρώην» στέκουν στην άκρη σκεπτικοί και περίλυποι.

Ο ποιητής, συνεπής στη σφιχτοδεμένη αρχιτεκτονική του γραμμή, μετακινεί στη συνέχεια το σκηνικό σ’ εποπτικότερο σημείο, ανεβαίνοντας αυτή τη φορά την ελικοειδή σκάλα του μιναρέ τ’ Άη Θεοδώρου. Εδώ η καλλιτεχνική του φύση, βαθιά ανθρωπιστική, οδηγεί σε αυτο-αναφορική ενδοσκόπηση και υπέρβαση της καθιερωμένης συμβατικής αντίληψης:

…σκάλα ενός άλλου ουρανού σχεδόν δικού σου
θαυμαστή αν τη θαυμάζει

κι όλο ανεβαίνει ο μιναρές
τ’ Άη Θεόδωρου
μικρός θηλυκός Ελικών
σε σημείο ψηλότερο

Η σκληρή όμως πραγματικότητα προσγειώνει. «Υψώνοντας λίγο τη φωνή» γίνεται αναφορά στην αντίστροφη υστερομυκηναϊκή προσφυγιά, παραπέμποντας με νόημα στον εποικισμό και τη δημογραφική αλλοίωση. Με ιστορικές πάλι παραπομπές στα θαμμένα και παροπλισμένα των Αχαιών βασίλεια, γίνονται νύξεις για τη συγκαιρινή αγωνιστική ανεπάρκεια, με στίχους γεμάτους αιχμηρή σημασιολογία:

άνακτες που αγνόησαν οι χιλιετηρίδες
μέσα στους χωματόλοφους
αναίμονες από αιώνων ανώνυμοι οριστικά
σχεδόν απρόσωποι
με χείλη από χρυσάφι ενωμένα
να μη μιλούν να μην ακούν
να τους βαριούνται τ’ άλογα στους τάφους τους
ασήμαντ’ άλογα
για όσους ξέρουν ότι πέρασαν μια ζωή
ακαβαλλίκευτα
σέρνοντας αργυρόηλ’ αμαξάκια σε τελετές
κέρατο βερνικωμένο οι οπλές τους
στες τελετές

Μπαίνουμε έτσι στο δεύτερο μέρος της σωματοκεντρικής αυτής αφηγηματικής γραμμής. Η αυλαία ανοίγει με απρόσμενη τραχύτητα, ώστε να μπορεί να εκφράσει τη συγκλονιστική αλλαγή που έχει επισυμβεί. Η εισβολή είναι γεγονός, όπως κι η εγκατάλειψη της Αμμοχώστου κι οι χιλιάδες αγνοούμενοι του προδομένου πολέμου. Η μορφολογική μεταλλαγή καθίσταται επειγόντως αναγκαία, με τη χρήση από δω και πέρα μιας βαναυσότερης εικονοποιίας.

Ξεδιπλώνεις τα έντερά σου
κι έχεις να περιζώνεις
άνετα
τα όρια του αποδημούντος Δήμου
όπως ανοίγουν
λεκάνη νέας λεχώνας
δεμένη στο πλέξιμο των καλαμιώνων
να ορίζει το άπλωμα της υγρασίας
και της πορτοκαλιάς…

Ο Πολύβιος Νικολάου μπορεί να μας καθηλώνει σε κάθε σημείο του λόγου του, αφήνοντας ανοιχτό κι ελκτικό τον αναγνωστικό δρόμο για περαιτέρω κλιμάκωση. Ο εκάστοτε νέος ποιητικός ελιγμός προσλαμβάνεται κατά περίεργο τρόπο ως αναμενόμενος, ενώ ο καταληκτικός στίχος της κάθε ενότητας μας προετοιμάζει για κάτι εξίσου σπουδαίο που ακολουθεί.

Κάνεις μικρή σχισμή
στη μέση του μετώπου σου
και βγαίν’ η άγγελος νέο πουλί
περιπολάρχης
ένοπλη εκ γενετής γνωστική
να σου πει πού στέκεσαι αν στέκεσαι
να σου πει τίνος είσαι
και πόσος έμεινες
μέσα στην καλοκαιρινή πλημμύρα
των ανθρώπων
ανθισμένη ρίζα που αναδρομίζεις στάζοντας αγωνία
καθώς μετράς τα παιδιά σου

τους γονιούς σου
τους αδερφούς σου
μετράς και ξαναμετράς δεκατέσσερις δεκαπέντε
δεκαέξι Αυγούστου…

Οι στίχοι αυτοί αποτελούν και την πρώτη κορυφαία στιγμή της ποιητικής σύνθεσης. Γεγονότα νωπά κι επίκαιρα δεν εμποδίζουν τον εμπνευσμένο τεχνίτη να εξατμίσει την πεζότητά τους, να τα μεταπλάσει ποιητικά και να τα αναγάγει σε σύμβολα με πολυσήμαντη δυναμική. Έχω τη βάσιμη άποψη πως τούτη η καυτή και τραυματική επικαιρότητα λειτούργησε μάλλον προστατευτικά για τον Πολύβιο Νικολάου. Γνωρίζοντας την αισθητική του ιδιοσυστασία, θα διέτρεχε – υπό άλλες συνθήκες – τον κίνδυνο εκφραστικών πειραματισμών και κάποιας ίσως γλωσσικής μανιέρας. Η ποιητική όμως ανάγνωση μας σπρώχνει ξανά στην επόμενη σωματολογική κίνηση, που ανεβάζει τη σύνθεση σε περαιτέρω λυρικο-δραματική κορύφωση:

…κάνεις μικρές κινήσεις μαζεύεσαι
μα δε γλυτώνεις
το ανακάλημα των γυναικών τους
όπως σηκώνεται
ελαστική βέργα κοπετού που μαστιγώνει τον αέρα
όπως σηκώνεται
ξαφνικό πέταγμα πουλιού που το πλήγωσαν
σηκώνεται και ξανασηκώνεται
στις κοινόχρηστες αυλές του Άη Αθανάση
καθώς πιάνουν να κλαίουν
τους αντράδες τους μαζί
και χωριστά τους θέλουν
στη μοναξιά του κρεβατιού τους…

Παρατηρούμε στη συνέχεια μια παρατεταμένη και σε υψηλό επίπεδο διατηρούμενη κλιμάκωση, όπου με εντυπωσιακή ποιητική επάρκεια διοχετεύεται όλη η ψυχική ένταση και ο άπελπις θρήνος του Κυπριακού δράματος. Ως βασικά στηρίγματα της συνθετικής ανάπτυξης προβάλλουν δυο πρωτόγνωρα και συνταρακτικά λάϊτ-μοτίβ, γύρω από τα οποία περιστρέφονται και αυξητικά επανέρχονται πραγματικές σκηνές αρχαίας τραγωδίας. Είναι οι στίχοι «εμφιαλωμένα φιδάκια οι γυναίκες τους» και «μαύρες προβατίνες οι μανάδες τους». Διαβάζουμε χαρακτηριστικά αποσπάσματα:

κι ο κοπετός της μοναξιάς του κρεβατιού τους
ξετυλίγεται πρώτη κλωστή γλυφή
δακρυόεσσα
καθώς πιάνεται στες σκαλωσιές του λυγμού τους
η επιθυμία
δεύτερη κλωστή αργοβγαίνει
μεταξωτή λεπτή αδιόρατη ο ιδρώτας που πυρώνει
τη μοναξιά του κρεβατιού τους
εμφιαλωμένα φιδάκια οι γυναίκες τους
κι ο Ίμερος μεγαλόσωμος μεταξοσκώληκας
κοιτάζει μέσα τους ασταμάτητα
μια τη ζωή μια το θάνατο
ώσπου να βγει ο ήλιος

Κινδυνεύοντας να υποπέσω στην επανάληψη, επισημαίνω την πυκνή και πολυεπίπεδη δόμηση του ποιητικού λόγου, ως σύνολο αλλά και ως επιμέρους στιχουργικές μονάδες. Οι εικόνες ανοίγουν αδιάλειπτα την αυλαία σε ολοένα απρόβλεπτες και συγκλονιστικές σκηνές, όπου ο ποιητής χρονομετρεί κάθε φορά τα όρια της συναισθηματικής και αναγνωστικής αντοχής μας…Για να μας οδηγήσει τελικά σε μια καινούργια, αισθητικά δραστικότερη σπειροειδή κίνηση, με τελική εκτόνωση και καθαρτική ικανοποίηση.  Κλείνω αυτή την ενότητα περνώντας στο δεύτερο – εξίσου παραστατικό – λάιτ μοτίβ, στο οποίο αναφέρθηκα προηγουμένως:

μαύρες προβατίνες οι μανάδες τους
τρεις τρεις τέσσερις τέσσερις
δεξιότερα να ξεχωρίζουν
όρθιες κυρίες που μιλούν πολύ
κουδουνίζοντας λυπητερό ασήμι και ψηφίσματα

μαύρες προβατίνες οι μανάδες τους
μπροστά στους κεροστάτες των Δυνάμεων
τρεις τρεις τέσσερις τέσσερις
μ’ ένα χέρι όλο θυμό
να προεχτείνεται
μ’ ένα χέρι εισαγγελέας σηκωμένος
να προεχτείνεται
κι όπως τελειώνει χάρτινο καρφί
ο μικρός στρατιώτης
γυρεύει τον αίτιο
ο αίτιος
ιδού ο δύσπαρις ου πολέμου ιδού
μολυβένος
ηπεροπεύεται στη μεγάλη στολή του…

Ο κύκλος της τραγωδίας ποιητικά πάει να κλείσει, όπως και το υπερτέντωμα της δημιουργικής φαντασίας του Πολύβιου Νικολάου, που δεν βιάζεται όμως να κλείσει απότομα την αυλαία. Πάνω απ’ τα ερείπια της ψυχής και του τόπου του, δεν αποτραβιέται στην εγκλείστρα της ποιητικής του σιωπής. Στριφογυρίζει ακόμα στο κρανίο του και του τρυπά τα μυαλά το γιατί και το πώς. Αγανακτεί κι εξάπτεται, σπάζοντας αντίστοιχα την αρμονία του λόγου του, που κολλώντας στερεότυπα στις παραλλαγές μιας ένοχης λέξης, ακούεται ασυνήθιστα παραληρηματικός και μονότονος:

ενώ ευωχείται και εφάλλεται ο υπεραίτιος
ο υπαίτιος ο προαίτιος ο προσαίτιος ο διαίτιος
ο εναίτιος ο εξαίτιος ο συναίτιος ο μεταίτιος ο παραίτιος
ο καταίτιος
πλήρως αναίτιος
μέσα στη μεγάλη ασύρματη κοιλιά του
ερπετό που διανοείται με ωριμότητα

Η γλωσσική τούτη αποδιοργάνωση προκύπτει από θυμό και απόγνωση. Προκύπτει ακόμα απ’ την αδιέξοδη έγνοια και την επίγνωση της ευθύνης για την ανασύσταση της ζωής και την ιστορική επιβίωση, κάνοντας μια νέα αρχή πάνω στα ερείπια. Οι αναφορές στην αδικοχαμένη γενέθλια πόλη της Αμμοχώστου αποπνέουν ασίγαστο πόνο ψυχής, που δυσχεραίνει τη ροή της ομιλίας του· μιας ομιλίας που αποδιοργανώνεται πλήρως, πνιγμένη τελικά μέσα στον εσωτερικό της λυγμό:

ελευθερίαν ποίει κι όλες τες τέχνες
με τραγούδια τεχνοοικονομικά
και ποιήματ’ αναπτύξεως
να εμποδίσεις το αρμύρισμα των νερών
μην τύχει και ξεραθούν οι πορτοκαλιές
μην τύχει και ξεραθούν οι ψυχές
μην τύχει και η πόλη
μην τύχει και
μην τύχει καιμηντύχεικαιμηντύχεικαιμηντύχεικαιμην
τύχεικαιμηντύχεικαιμηντύχεικαιμηντύχεικαιμηντύχ

Η ποιητική σύνθεση κλείνει με μια ενδοστρεφή ευχετική επίκληση στον Θεό του φωτός, παίρνοντας σχεδόν αυτούσια θραύσματα του Ομηρικού λόγου. Ο προσκυνητής – οδοιπόρος απαθανάτισε με τα μάτια του νου και της ψυχής τις χαμένες μικρές πατρίδες, αφού τις αναβάπτισε πρώτα εικονιστικά με την τέχνη του.

Συνοψίζοντας σε μια φράση τις ερμηνευτικές και αισθητικές μου παρατηρήσεις, μπορώ τεκμηριωμένα να ισχυριστώ το εξής: Μ’ ένα κράμα καλοδουλεμένου λυρικού και δραματικού λόγου, με ανάπτυξη ενιαία και οργανική, ο Πολύβιος Νικολάου έχει δώσει με την Προδιαγραφή συνάμα και τις προδιαγραφές μιας υποδειγματικής ποιητικής σύνθεσης.

“Η πέτρα” του Σοφοκλή Λαζάρου – σχολιάζει ο Ανδρέας Πετρίδης

Σοφοκλή Λαζάρου” Η  πέτρα
( Ενδοσκόπιο, 1961 )

-σχολιάζει ο Ανδρέας Πετρίδης

«Κανένας, ακόμα και από τους μεγάλους ποιητές του καιρού μας, δεν άφησε περισσότερα από έξη μέχρι οκτώ τελειωμένα ποιήματα. Τα υπόλοιπα μπορεί να είναι ενδιαφέροντα από τη σκοπιά της βιογραφίας και εξέλιξης του συγγραφέα, όμως καθαυτά, αυτόφωτα, πλήρη διαρκούς γοητείας είναι μόνο εκείνα τα λίγα. Γι’ αυτά λοιπόν τα έξη ποιήματα τριάντα με πενήντα χρόνια άσκηση, αγώνας και οδύνη». (Gοttfried Benn)

Πρέπει να ομολογήσω πως διαχρονικά με απασχόλησε πολύ το ειδικό βάρος του ποιήματος «Η πέτρα», γραμμένο πριν από σαράντα πέντε τόσα χρόνια από τον γνωστό Πάφιο ποιητή – και καθηγητή μου κάποτε- Σοφοκλή Λαζάρου. Μια ενδότερη πιεστική ανάγκη μ’ έσπρωχνε να μοιραστώ το αισθητικό φορτίο μιας γραφής που μ’ αιχμαλώτιζε πραγματικά. Έτσι, όσο κι αν άλλαξαν στο μεταξύ πολλά πράγματα, όσο κι αν ο ίδιος ο δημιουργός ταλαιπωρήθηκε κι αναλώθηκε στη συνέχεια σε μύριες τόσες υπαρξιακές αναζητήσεις, πιστεύω ακόμη και σήμερα πως το ποίημά του «Η πέτρα», της πρώτης εκείνης αισθητηριακής και πηγαίας πρόσληψης του κόσμου, είναι από τα καλύτερα που έχουν γραφεί στη σύγχρονη ποίηση του τόπου μας. Ας αρχίσουμε λοιπόν σιγά-σιγά την ερμηνευτική κι αισθητική του προσέγγιση.

Η πέτρα

Η γυμνή πέτρα ασπράδι ματιού που ξέχασε
Να δει τα μυστικά του κάμπου την αυγή
Σκοτώνει την επιθυμία να γιατρευτείς από τον τόπο σου.
Το φως, έπεσε απάνω της βαρύ.
Δεν το σκοτώνεις με χιλιάδες μαχαιριές
Δεν το σηκώνεις με χιλιάδες χέρια.

Στέρεος κι αρμονικός ο βηματισμός των στίχων στο αρχικό τούτο απόσπασμα. Καμιά έννοια και κανένας υψιπετής στοχασμός δεν μας παίρνει απ’ ευθείας από το χέρι, χωρίς να γίνει πρώτα εικόνα, μεταφορά και γενικότερα αίσθηση ζωής. Η λιτότητα δεν συγχέεται με την απλοϊκότητα, η ελλειπτικότητα δεν αναιρεί την εκφραστική καθαρότητα και ο ένας στίχος διαδέχεται τον άλλο υποβλητικά, ως μια συστοιχία κιόνων με στήριγμα στη γη και τάνυσμα στο αιώνιο υπαρξιακό δράμα. Αυτή η πέτρα δεν είναι τυχαίο σύμβολο μες στον δικό μας ανατολικο-μεσογειακό χώρο, με τη διαιώνια αμετακίνητη παρουσία της, την ανεξάντλητη στην κάψα του ήλιου αντοχή της και τη γύμνια της που δεν υπόσχεται. Στέκει στη μέση του κάμπου αντίθετα με την κίνηση και την αλλαγή, ως διαχρονική σκληρή μοίρα. Ο σπαρακτικά τραγικός στίχος «σκοτώνει την επιθυμία να γιατρευτείς από τον τόπο σου», σ’ αυτή τη μοίρα αναφέρεται. Συνειρμικά μας πάει στο «Μυθιστόρημα Ι» του Γιώργου Σεφέρη, όπου συναντούμε ένα ανάλογο κλίμα:

…Ο τόπος μας είναι κλειστός, όλο βουνά
που έχουν σκεπή τον χαμηλό ουρανό μέρα και νύχτα.

Δεν πρόκειται φυσικά για την ίδια ποιητική, αφού ο λόγος του Σεφέρη είναι στοχαστικότερος και πιο άμεσος, ενώ στον Σ. Λαζάρου – μέσω μιας κρυπτικής εικονοποιίας – διανοίγονται δρόμοι ερμηνείας αρχετυπικότεροι. Το ασπράδι ματιού, που κατακλύζεται εξουθενωτικά από το βαρύ φως της ηλιοφάνειας και του καθημερινού βιοτικού άλγους, εμποδίζεται στην ευδαίμονα και αποκαλυπτική θέαση του περιβάλλοντος κόσμου. Αυτή λοιπόν η καθηλωμένη μέσα στον κάμπο κι εγκλωβισμένη στη μοίρα της πέτρα αντιπροσωπεύει δίχως άλλο το πρόσωπο το καρτερικό και βασανισμένο του γενέθλιου χώρου, που κρατά ο ποιητής ως φυλακτό μέσα στο άσπιλο αρχειο-φυλάκιο της παιδικής μνήμης.
Προχωρούμε όμως παρακάτω, ακολουθώντας την ισορροπημένη εναλλαγή σκηνικού ενός ποιήματος με αρμονική αρχιτεκτονική ανάπτυξη. Γιατί ο Σ. Λαζάρου, πρέπει να παρατηρήσουμε, έχει επαρκή την αίσθηση των διακειμενικών αναλογιών και της συνολικής ενορχήστρωσης των επιμέρους. Έτσι, μετά από την πρώτη πυκνή και πολύσημη λυρική διατύπωση, γίνεται αναλυτικότερος στην επόμενη φάση, εγείροντας έστω κάποια ερωτηματικά και αμφιβολίες στον παρατηρητικό τεχνοκρίτη, αλλά δίνοντας ταυτόχρονα και την ευκαιρία στον αναγνώστη να χαλαρώσει μέσα από νοσταλγικές εικόνες αυθεντικής φυσιολατρείας. Εδώ, με κεντρικό άξονα τον ήλιο και τη διαλεκτική αντιθετική πρόσληψη της ενέργειας που εκπέμπει, απολαμβάνουμε ωραίους και σφριγηλούς στίχους από μορφές ζωής μιας αλησμόνητης εποχής. Παραθέτω ένα δείγμα:

Βγάζει χιλιάδες κόκκινα βελόνια που κεντούνε
Το ιδρωμένο μέτωπο του χωρικού
Στραγγίζει το σάλιο του διψασμένου λαρυγγιού
Πήζει το αίμα των πληγών που χάσκουν σαν τα νεροπήγαδα
Στα κορμιά που δουλεύουν μεροκάματο να ξεχρεώσουν.

Η επίμοχθη καθημερινότητα του κόσμου της Κύπρου, όπως τη θυμόμαστε ακόμα οι πιο παλιοί, στήνεται από τον ποιητή με εκφραστική δεξιοτεχνία και πειστικότητα. Όμως ο Σ. Λαζάρου στοχεύει πολύ πιο πέρα από ωραιόλογες ηθογραφικές αναπαραστάσεις. Είναι αλήθεια ότι η μεταφορά και η εικόνα του χαρακτηρίζονται από καιριότητα και ενάργεια, τα στοιχεία όμως αυτά είναι μόνο τα μέσα της καθόλου ενορχηστρωτικής του προσπάθειας. Το περαιτέρω ξετύλιγμα του νήματος μας επαναφέρει στο αρχικό σύμβολο της γυμνής πέτρας, υπερβαίνοντας συνειδητά τον απλώς αντικειμενικό προσδιορισμό της και εστιάζοντας κυρίως την προσοχή στη σχέση της με την ανθρώπινη παρουσία και την υπαρξιακή περιπέτεια.

Η γυμνή πέτρα
Που δεν τη νοιάζει να κοιτάξει στον ορίζοντα τη μπόρα
Και το πουλί στη ράχη της κυνηγημένο ζητώντας ένα φόρεμα
Ταρακουνάει την ουρά του τρομαγμένο
Γύμνωσε τη ψυχή μας από περιττά στολίδια.

Αποτελεί μια δυνατή κορύφωση το πιο πάνω κομμάτι, γιατί οδηγεί τη σύνθεση σε μια πύκνωση με ιδιαίτερο βάθος και αισθητική δυναμική. Το οντολογικό δέος, που νιώθουμε προς στιγμή να μας προκαλεί, εκτονώνεται λυτρωτικά μέσω της ποιητικής μαγείας. Με τον κομβικό στίχο «Γύμνωσε τη ψυχή μας από περιττά στολίδια», ξαλαφραίνουμε έστω παροδικά από ένα απροσδιόριστο άλγος. Μας διαπερνά η διάθεση ν’ αντικρύσουμε με διαφορετική ματιά τις αγωνίες μας, για να μπορέσουμε να επαναπροσδιορίσουμε την ύπαρξή μας. Και στο μέτρο της θνητότητας να ευδαιμονήσουμε. Κι αν τούτο στις συγκαιρινές συνθήκες φαντάζει λιγάκι δύσκολο, ο ποιητής υπερβαίνοντας το φράγμα του χρόνου ανασύρει απ’ τη μνήμη τη μυθική σχεδόν εποχή, όπου κατά τον Σεφέρη «ανοίγουν τα επουράνια κι ειν’ όλα μπορετά». Ας δούμε όμως τους σχετικούς με την περίπτωση στίχους του ποιητή της «Πέτρας», που αποτελούν την επόμενη και προτελευταία κίνηση στην ανάπτυξη της σπουδαίας αυτής λυρικής σύνθεσης.

Το ποτάμι που ακινητεί στην όχθη με τα βούρλα
Περιμένοντας τη νύχτα να κοιμηθεί αγκαλιά με τ’ άστρα
Περιμένοντας τη νύχτα να παίξει έρωτα με τις νεράιδες
Που θα ‘ρτουν αγκαλιά με το φεγγάρι
Το ποτάμι που κυλώντας στα βότσαλα
Γαρ-γαρ-γαρ τραγουδάει το γέλιο των ανθρώπων
Ήταν μια περιπέτεια κι ένα στολίδι της έφηβης ψυχής μας.

Αυτή τη συναρπαστική «περιπέτεια της έφηβης ψυχής μας» αναπολεί και νοσταλγεί ο δημιουργός. Κι επειδή ακριβώς ξέρει πως ό,τι πέρασε δεν επιστρέφει πια, το αναπαριστά με την τέχνη του, δίνοντάς του καλλιτεχνική μορφή και παραδίνοντάς το στην αθανασία. Στο καταληκτικό μέρος του ποιήματος η ατμόσφαιρα γίνεται στοχαστικότερη, με τον ίδιο τον ποιητή να κάνει τον τελικό απολογισμό:

Δεν είναι τούτος λόγος να σε πούνε τόπακα ή κλειστομάτη
Όταν παίρνεις το χρέος της πέτρας
Όταν η πέτρα είναι η μοίρα σου
Κι ο ήλιος σε κάνει να ξεχνάς την πλερωμή του κάμπου:
Είναι μέρες, που ο Θεός σπέρνει σε μας τον ήλιο
Όπως ο σποριάς σπέρνει το ξανθό σιτάρι.
Ένα κομμάτι φως το τρως με βουλιμία.

Έχοντας πια κατακτήσει τη σοφία της γνώσης και της εμπειρίας, ο Σοφοκλής Λαζάρου δηλώνει καταφατικά την ταύτιση με τον τόπο του και την κοινή που τους ενώνει μοίρα. Έμπλεος πίστης και γαλήνης εκφράζει κλείνοντας, με αδρές και μεστές εικόνες, την εσωτερική του πληρότητα και ικανοποίηση για τα δώρα της ζωής που γενναιόδωρα μοιράζει η θεϊκή χάρις. Η ποιητική πράξη μπόρεσε τελικά αισίως να πραγματωθεί.