Για την ποίηση της Μόνας Σαββίδου – Θεοδούλου

 

 

Ο κρυπτικός λυρισμός της Μόνας Σαββίδου-
Θεοδούλου – Γράφει ο Ανδρέας Πετρίδης

Το κύριο χαρακτηριστικό στην ποιητική γραφή της Μόνας Σαββίδου-Θεοδούλου είναι η σχεδόν επιγραμματική λιτότητα και μια μυθιστορική συμβολιστική, που κινδυνεύει κάποτε να εκληφθεί ως εγκεφαλική δημιουργία. Διαβάζοντας όμως προσεκτικά πίσω απ’ τις λέξεις, τις παύσεις ή και τα χάσματα, ανιχνεύει κανείς διόδους που οδηγούν σε χώρους μιας κρυπτικής, συγκρατημένα εκδηλούμενης ευαισθησίας. Γενικά πρόκειται για ποιήτρια γλωσσικής κι εκφραστικής εγκράτειας, που δεν παρασύρεται εύκολα από συναισθηματική υπερχείλιση και ρητορική μεγαληγορία. Ασκεί έτσι δημιουργικό έλεγχο στην έμπνευσή της, δοσολογώντας έντεχνα το λεκτικό υλικό και τις ποικίλες του εκφραστικές συναρμόσεις. Μιλάμε τελικά για απαιτητική γραφή, απευθυνόμενη σε ενήμερους και υποψιασμένους αναγνώστες.
Όλες οι πιο πάνω ιδιότητες που επεσήμανα ανευρίσκονται ήδη στη δεύτερη εκδοτική της εμφάνιση, την Ενεστίαση (1979), ένδειξη μιας προκαταβολικά συγκροτημένης ιδιοσυγκρασίας. Πρόκειται για πολυπρόσωπη και πολυφωνική σύνθεση, με ψηλά τοποθετημένο τον πήχυ. Διακρίνεται από έντονη λυρικο-δραματική χροιά, που προδιαγράφει νωρίς την εξέλιξή της σε ακάματο βάρδο του διαχρονικού φυλετικού άλγους. Στην αναμέτρησή της με μια ομολογουμένως δύσκολη κι ακαταστάλακτη θεματική, η ποιήτρια κερδίζει το στοίχημα με βεβαιότητα. Πότε αλαφροπετώντας με χάρη και λυρισμό, πότε δραματοποιώντας υποβλητικά και δίνοντας ουσιαστικά μια λυτρωτική προοπτική, καταφέρνει να ενορχηστρώσει και να φωτίσει πολύπλευρα την πιο πρόσφατη περιπέ-
τεια της πατρίδας μας. Αντλεί δυνάμεις από το κλεινό παρελθόν, αιμοδοτώντας το καχεκτικό παρόν κι οραματιζόμενη τη μελλοντική Ανάσταση. Ήρωες του ποιητικού της δράματος είναι οι μορφές της Κυπρίας, του Ποιητή, του Εγκλείστου, του Δασκάλου, της Ξορκίστρας. Σ’ επίπεδο τώρα ποιητικής πραγμάτωσης, η Μόνα Σαββίδου κατορθώνει στην Ενεστίαση να δώσει σχεδόν αδιάλειπτα δεκάδες αισθητικά καταξιωμένους στίχους ή ενότητες στίχων, σε μια συμπαγή σύνθεση πολυεπίπεδης δομής και ανάπτυξης. Σοφός, πυκνός και παρηγορητικός ακούγεται ο λόγος της σε κάθε σελίδα:
Κυπρία

Και σηκώνω τη γης
να ξεθάψω τα κουκούλια
να γητέψω τις όχεντρες
———————
Σύντροφος μόνος
η αυτάρκειά σου
κι ο μεταξοσκώληκας

Δάσκαλος

Τα τείχη που έκτισες
να μην τα κουβαλάς στον ώμο.
Κι ό,τι είν’ ταμένο της παράδοσης
υφαίνει τις ψυχές.

Ξορκίστρα

Της Αμαθούντας οι βοσκοί

ραψωδούσαν σκοπούς
και ριγούσαν τα κυκλάμινα
στις σκοτεινές εισόδους
των γυμνών τάφων.

Τα μεμονωμένα αυτά λήμματα απ’ την Ενεστίαση είναι από καλλιτεχνική άποψη μια αυθαίρετη πράξη, αφού ξεκόβουν από το λοιπό ποιητικό σώμα, χάνοντας σ’ ένα βαθμό την αισθητική δυναμική από την ένταξή τους στο Όλον.
Δεν ξέρω πόσο προσέχτηκε η ποίηση τούτη όταν εκδόθηκε πριν από 30 περίπου χρόνια. Προσωπικά ομολογώ πως με εξέπληξε η πρώιμη συνθετική ωριμότητα, ο εμπνευσμένος διαστρωματικός φωτισμός, όπως κι η καλή ισορροπία του αυθεντικά λυρικού με τη στέρεη δωρικότητα του δραματικού ή κι επικού στοιχείου. Κι όσο και αν έδωσε η ποιήτρια στη συνέχεια αρκετές ποιητικές συλλογές και δεκάδες αξιόλογα ποιήματα, που την καθιέρωσαν ως μια σημαντική ποιητική παρουσία, επιστρέφω κάθε τόσο στο σεπτό εικονοστάσι της Ενεστίασης, για να ευφρανθεί η ψυχή και το πνεύμα μου στα λυρικά νάματα μιας εμπνευσμένης δημιουργίας. Ν’ ακούσω πάλι ως λαμπριάτικους ψάλτες της Ανάστασης τον Δάσκαλο, τον Έγκλειστο, τον Ποιητή, την Ξορκίστρα, σ’ ένα λόγο εξαγνιστικό και σωτήριο.

Ποιητής, Έγκλειστος, Δάσκαλος

Πες
πως βαφτίστηκες ξανά
κι είσαι πια
έτοιμη Μαινάδα
για να ξεσχίζεις τους Ορφείς

που πλάθουν
και γητεύουν
Ευριδίκες.

Έγκλειστος

Χαϊδολογούν οι πευκοβελόνες τον ουρανό
σαν γυρίζει η γη
ανυποψίαστη και μοιρασμένη
Και τα ξύλινα μάνταλα
θα χτυπήσουν
ζωντανεύοντας την ανάληψη
από τον Άδη

Ποιητής

Κυνηγώ τον ήλιο
ξεφεύγω του σκοταδιού
κι ας λυώσω και καταποντιστώ
από ήλιο
κι ας γίνω Ηριδανός. Μνήμη της θάλασσας.

Συγκινημένος κλείνω αργά και προσεκτικά την τελευταία σελίδα, λες και μπορεί να τσαλακωθούν οι ποιητικές άγιες μορφές, που θα ξαναρχίσουν λυτρωτικά να κανοναρχούν σ’ ένα επόμενο άνοιγμα του βιβλίου.

Υστερογράφως:
Παρακάμπτοντας για την ώρα τη μετέπειτα αδιάλειπτη και πλούσια ποιητική κατάθεση της Μόνας Σαββίδου (από το Ένας Αργοναύτης ανάμεσα στις Συμπληγάδες,1986 – μέχρι και το τελευταίο και όγδοο στη σειρά – με τον τίτλο Το δέντρο στο σπίτι, 2007 ), θα σχολιάσω στη συνέχεια ένα μικρό ποίημα από την πιο πρόσφατη, ανέκδοτη
ακόμα δημιουργία της. Είναι αρκετά ενδιαφέρον να παρακολουθήσει κανείς κάποιες νέες τάσεις ή καινούργια στοιχεία που εισάγει στην ποιητική της. Προσλαμβάνω για την ακρίβεια με «αισθητική» ευαρέσκεια ένα διακριτά υπερβατικότερο κλίμα στο υπόστρωμα των στίχων της, κάτι που τους προσδίδει επιπρόσθετο βάθος. Κι επειδή τίποτε δεν φυτρώνει στο κενό, βάσιμα μπορεί να το αναγάγει κανείς και στη συγκλονιστική εμπειρία της απώλειας του αγαπημένου συντρόφου. Εδώ το φόντο του φυλετικού άλγους και της ιστορικής περιπέτειας – κυρίαρχο σε μεγάλο μέρος του έργου της – μπαίνει σε δεύτερη μοίρα, για ν’ αναμετρηθεί ως άνθρωπος με υπαρξιακά διλήμματα και μια προσωπικότερη προβληματική. Καθώς φυσικά οι στίχοι ηλεκτρίζονται από γνήσια κι αυθεντική έμπνευση, ξεφεύγουν ανεπαίσθητα από τη στενή επικράτεια του ατομικού βιώματος, μεταδίδοντας μια καθολικότερη αίσθηση. Καταθέτω και σχολιάζω το ποίημα που τιτλοφορείται «Η γέφυρα»:

Η γέφυρα

Για να περάσεις τη ξύλινη γέφυρα
πάνω απ’ τα σμαραγδιά νερά
πρέπει να γίνεις θεατής
του χορού του θανάτου –
μιας πυρπολημένης απεικόνισης
αναγεννημένης από την τέφρα της,
εκεί που τελειώνει το ποτάμι
κι αρχίζει η λίμνη.
Αν φτάσεις ως την έξοδο,
θα συνεχίσεις να παίζεις
με τη ζωή.

Η δομή του ποιήματος είναι πυκνή και αρμονικά τελειωμένη. Οι πρώτοι τέσσερις στίχοι διακρίνονται από μια υποβλητικά παράξενη κι εξωλογική συμβολιστική. Εκλύουν μεταφυσική αχλύ, που διαπερνά ριγηλά κι ευδαιμονικά τον αναγνώστη, αφού η συναίσθηση της κοινής αρχέγονης μοίρας είναι φυλογενετικά ενοποιητική, κι ενδόμυχα μας ανακουφίζει. Τα «σμαραγδιά νερά» κάτω απ’ την αινιγματική ξύλινη γέφυρα, που οδηγεί απέναντι, εκπέμπουν μοναχά μια αίσθηση υπερβατικής υφής, αξεχώριστη από τη διαλεκτική συζυγία ζωής και θανάτου. Ούτε επιδέχονται εύκολα ορθολογική εξήγηση, που θα εξανέμιζε δίχως άλλο την ποιητική ουσία. Το καταληκτικό πάλι τρίστιχο ενέχει κίνηση βαθιάς ανακουφιστικής ανάσας. Ως να πέρασε κάποιος σε τεντωμένο σχοινί πάνω απ’ την άβυσσο κρατώντας την αναπνοή του, κι έφτασε αισίως στην άλλη όχθη. Τί ευφορία ψυχική, προπάντων όμως αισθητική!

 

Ο Ποιητής Γιώργος Μολέσκης ( από Ανδρέα Πετρίδη )

Ο ποιητικός κόσμος του Γιώργου Μολέσκη
Ιχνηλατώντας τα υψίπεδα της ποιητικής του δημιουργίας

Στις καλύτερές του στιγμές ο Γιώργος Μολέσκης κρατά ψηλά τη συγκινησιακή ένταση των στίχων του. Κι αυτή με τη σειρά της μετριάζει τη ροπή του στον αναλυτικό στοχασμό, εκμαιεύοντας ένα λόγο απλό και ουσιαστικό.

Ξύπνα και σε φωνάζουν, μα μην πάς.
Ακόμα δεν ξημέρωσε καλά.
Χτυπούν την πόρτα με σίδερα βαριά.
Χτυπούν…Χτυπά κι ο ήλιος
της παγωμένης γης την κρούστα,
χτυπά και το νερό
βαθιά μέσα στις φλέβες της…
Ω! πώς παγώνει μέσα μου το αίμα!
Μέσ’ από δρόμους θα σε παν
από καιρό κλειστούς,
μέσ’ από πόρτες σκοτεινές θα σε περάσουν.
Αυτοί που σε καλούν είναι εκείνοι…

«Κραυγή γυναίκας» ( Μεγάλο που ήταν το φεγγάρι )

Οι στίχοι που διαβάσαμε έχουν μια αφοπλιστική αμεσότητα, κι η γλωσσική τους επιφάνεια είναι σχεδόν συνηθισμένη. Η δύναμή τους όμως έγκειται αλλού: Στο υψηλό επίπεδο συγκινησιακής εκκίνησης- και στην θαυμαστικής εμπνοής θέαση των πραγμάτων τριγύρω. Εκπέμπεται με πειστικότητα μια βιωματική εμπειρία, χωρίς εκφραστικές ή άλλες εκζητήσεις. Κι επειδή κατά τεκμήριον είναι πολυγράφος ποιητής (πάνω από δέκα ποιητικά βιβλία), δεν πρέπει να προσεγγίζεται με σχολαστικά εργαστηριακή μεθοδολογία. Αλλιώς ο κριτικός του θα υποπέσει στο λάθος, να προσηλωθεί υπέρμετρα στο επιμέρους – αισθητικά όχι πάντα ομοιογενές- και να παραβλέψει το εκτόπισμα της συνολικής προσφοράς του. Διότι πρέπει να αναγνωρίσουμε, ότι ο Γιώργος Μολέσκης δεν κατέθεσε ως τώρα μιαν πενιχρή και δύστοκη καρποφορία, αλλά δημιούργησε αντιθέτως έναν αυτοτελή, δικό του ποιητικό κόσμο. Κι αυτό αποτελεί αξιοπρόσεχτο επίτευγμα. Κατόρθωσε κάτι τέτοιο, έχοντας όπλα του την αυθεντικότητα, μα και την ανεξάντλητη αφοσίωση στην τέχνη της ποίησης.
Ας δούμε τώρα ένα σύντομο ποίημα ποιητικής, όπως συνηθίσαμε να λέμε, με τον τίτλο «Ο ποιητής»:

Ο ποιητής πάντα γυρίζει.
Ζωντανό νερό κυλά κάτω απ’ τους πάγους,
την Άνοιξη τους σπάζει και ξανοίγεται
πλατιά μέσα στους κάμπους…
Ξεπλένει τις ντροπές, ξεπλένει το αίμα,
τα ερείπια καθαρίζει από τη σκόνη…

Ο ποιητής πάντα γυρίζει
κι όπου συναντήσει ένα παιδί
ξαναγεννιέται.
«Τα δέντρα στο Βορρά» (Κρυφό Τετράδιο, 1981)

Είναι ένα αρμονικά ισοζυγισμένο μικρό ποίημα, κλασικό στη δομή του, υπό την έννοια της άρτιας μορφικής επεξεργασίας. Με εικονοπλαστική ευρηματικότητα και βαθιά ανθρωπιστικό πυρήνα, διαμορφώνεται παραστατικά το πορτρέτο του ποιητή. Αν ρίξουμε μια ματιά προς τα μέσα, ανιχνεύοντας την καλά κρυμμένη προεργασία, θα εντοπίσουμε, στην κίνηση και στους αρμούς των στίχων, μια εντυπωσιακά λιτή και συμπαγή αρχιτεκτονική.

Το επόμενο ποίημα, με τον τίτλο « Νανούρισμα », κράτησα για χρόνια στη μνήμη. Όχι πως το αποστήθισα, θυμάμαι εκτός βιβλίου μόνο τους δυο πρώτους στίχους: «Ωχ και νά’ ξερα ποιος φέρνει / το κλάμα μες στον ύπνο σου ! ». Πιότερο όμως κι από αυτούς με διαπερνά η ριγηλά στοργική μελωδία τους, που τη νοιώθω να ρέει μέσα στο σώμα μου, όπως ακριβώς διαποτίζει με την έντασή της ολόκληρο το ποίημα ( ή τουλάχιστον μέχρι το τελευταίο τρίστιχο, όπου γλιστρά ανεπαίσθητα προς ηθικοδιδακτική μεριά ).

Το κλίμα στο ποίημα που ακολουθεί είναι διαφορετικό. Τιτλοφορείται «Όταν έρχεται η ποίηση », και διακρίνεται από ένα αυστηρό λυρικό τόνο. Παρά τους εύκολα ανιχνεύσιμους Σεφερικούς απόηχους του ενδιάμεσου μέρους, το θεωρούσα ανέκαθεν ως μια από τις καλύτερες δημιουργίες του Γιώργου Μολέσκη. Διάβασα και ξαναδιάβασα κατά καιρούς τούτο το κομμάτι, γιατί μου επιβαλλόταν με την αρχαιοπρεπή και καλοπελεκημένη δομή του. Ο πρώτος στίχος « Πονεί η μνήμη στο κάθε σου άγγιγμα» έχει ένα υπόστρωμα τελετουργικό, που με ξεσηκώνει. Αλλά και το καταληκτικό μέρος, ακούεται σαν κομιστής του θελήματος μιας άγνωστης, σκληρής μοίρας.

…Και δεν υπάρχει πια φυγή
όπως όταν ο κόμπος φτάσει στο χτένι
και πάνω στη φωτιά το λάδι εχύθη.
Περαστική Άνοιξη, 1984

«Ο αγνοούμενος» ανήκει επίσης στις πιο άρτια δομημένες συνθέσεις. Παρά τη θεματική του επικαιρικότητα, ο τόνος του στιγμές- στιγμές φτάνει σε δραματικές εκρήξεις, με εναλλασσόμενες υπερβατικές εικόνες και υποβλητικούς οραματικούς διαλόγους. Έτσι αρχίζει:

Ήτανε τέτοιος σαν αυτό το κυπαρίσσι,
ξανθά είχε τα μαλλιά του και τα μάτια θαλασσιά,
φορούσε κι ένα πουκάμισο λαδί,
μήπως τον είδατε;
Μην έπιασε φωτιά;
Περαστική Άνοιξη, 1984

Επιστρέφω σ’ ένα ακόμα πολύ σύντομο ποίημα ποιητικής, που συνδυάζει εκφραστική οικονομία και πυκνό συμβολισμό:

Η σιωπή

Η σιωπή στο σπίτι του ποιητή γυρίζει
ξυπόλυτη. Στέκει πλάϊ στην καρέκλα,
δίπλα στο κρεβάτι,
μπαίνει στη κουζίνα…

Πιστή παραδουλεύτρα, σκλάβα,
όλο δουλεύει καθαρίζοντας μια λέξη.

Περαστική Άνοιξη, 1984

Δίνοντας τώρα ένα γρηγορότερο ρυθμό στην περιδιάβασή μου μέσα από το έργο του Γιώργου Μολέσκη, αφήνω για την ώρα κατά μέρος τον σχολιασμό μεμονωμένων τίτλων, και καταθέτω προς ανάγνωση μερικές αρκετά αξιόλογες κι αισθητικά ισοδύναμες δημιουργίες. Τα παρακάτω ποιήματα είναι ενδεικτικά μιας ώριμης γραφής. Κατορθώνονται μόνο όταν το συναίσθημα εκφραστικά τιθασσεύεται, κι η στοχαστικότητα μεταβολίζεται σε βαθύτερη αίσθηση. Διαβάζουμε:

Παραισθήσεις

Οι νύχτες έχουν μια τέτοια σιωπή, μια τέτοια
επιθυμία,
που είν’ έτοιμες να φέρουν πίσω τον ξενιτεμένο,
να φέρουν τον αγνοούμενο απ’ τη φυλακή ή τον τάφο.

Βήματα ακούγονται στο δρόμο,
χτύποι στην πόρτα…
Μα είναι τα δέντρα,
είναι η θάλασσα,
είναι το σκοτάδι πνιγμένο μές στη σκοτεινιά του,
είν’ ο αγέρας φιμωμένος από τη φωνή του.

Γύμνια

Από το πρώτο κι όλας βράδυ
φύγανε όλα τα σπίτια με τον άνεμο.
Φύγανε και τα δέντρα και μείναμε
κάτω από έναν ουρανό στεγνό κι αδιάφορο,
ούτε λάμψη, ούτε φως, ούτε υπόσχεση.

Όλοι και όλα εξισωμένα,
δίχως ρίζα, δίχως πέτρα, δίχως τάφο.
Κι αλίμονο του που έχει τέτοια ανάγκη.

Απολιθωμένος χρόνος

Ο περασμένος χρόνος απολιθωμένος
σε μορφή ψωμιού, κομμένος σε πέτρινο σταυρό,
σε στάμνα από νερό κάτω απ’ το δέντρο,
όγκος από φως είτε σκοτάδι…

Ο περασμένος χρόνος απολιθωμένος
μέσα στο λόγο μου
σε λέξεις που είναι πια κι αυτές
ψωμιά, νερό και πέτρες,
τις αγγίζω με τα δάχτυλα και ζωντανεύουν.

Περαστική Άνοιξη, 1984

Στις «παραισθήσεις», η μυστηριακά προσωποποιημένη νύχτα μας αγγίζει βαθιά, με τη σφοδρή επιθυμία της να παρέμβει για την επιστροφή του αγνοούμενου από τη φυλακή ή τον τάφο. Από ένα σχεδόν ενορατικό κλίμα, στη δημιουργία του οποίου συμβάλλει η προσμονή και ο αβάσταχτος πόνος, το ποίημα μας περνά σε μια ψευδαισθησιακή εναλλαγή σκηνικού, με την ελπίδα να σηκώνει κεφάλι…Μα δεν είναι να μπει στο σπίτι κανένας, αφού πρόκειται απλά για φαντασιακό κτύπημα στην πόρτα.

Στο δεύτερο ποίημα με τον τίτλο «Γύμνια», διαχέεται ένα έντονο, καταθλιπτικό άρωμα καταστροφής και ερήμωσης, σε τόπο που απογυμνώθηκε κι ορφάνεψε από τα πιο ζωτικά του στοιχεία…Όλα τα σπίτια κι όλα τα δέντρα που μας έδεναν μαζί του, πια δεν υπάρχουν. Απόμεινε η ολόμαυρη ράχη μιας πατρίδας «κάτω από έναν ουρανό στεγνό κι αδιάφορο»- και γύρω «ούτε λάμψη, ούτε φως, ούτε υπόσχεση» πια. Σε παρόμοια πιο «συμμαζεμένα» ποιήματα, ο ποιητής πετυχαίνει σχεδόν πάντα έναν πυκνό και υποβλητικό λόγο με πολλές προεκτάσεις. Κι εδώ είναι η πραγματική του επίδοση, όπου μπορεί να μας μεταδώσει στον μέγιστο βαθμό τη συγκινησιακή του απόσταξη.

Θα σχολιάσω όμως, για να συμπληρωθεί η τριάδα, και τον τίτλο «Απολιθωμένος χρόνος », που έχει την ίδια ποιητική με τα δυο άλλα. Πραγματεύεται την κατηγορία του χρόνου, υπαρκτή ουσιαστικά μόνο σε σχέση με την ανθρώπινη δράση. Γι’ αυτό κι ο χρόνος είναι αλληλένδετος με την παρουσία του ανθρώπου και των οικείων, κοντινών του πραγμάτων…Ενταγμένος κι απολιθωμένος στη μορφή της στάμνας, του ψωμιού, του πέτρινου σταυρού, κι άλλων τινών της βιοτικής εμπειρίας, μπορεί μέσω του λόγου να ξαναζωντανέψει ο χρόνος – και μαζί του κι οι αντίστοιχες μορφές ζωής. Ο φυσιοκεντρικός ρεαλισμός του ποιητή αναδύεται έτσι ανάγλυφος.

Αν είχα κάτι συμπερασματικό να προσθέσω μετά από τόσο δυνατά ποιήματα, είναι το εξής κριτικό συμπέρασμα : Όταν ο Γιώργος Μολέσκης εξωτερικεύει έμμεσα τον υπαρξιακό ή φιλοσοφικό στοχασμό του, συγκινεί βαθύτερα, επικοινωνεί ουσιαστικότερα και καταξιώνεται αισθητικά Εκεί αντιθέτως που αναλώνεται σε απευθείας διανοητικό προβληματισμό, όσο ευρηματικός κι αν προκύπτει, μπορεί να φαίνεται σοφός και πλούσιος σε ιδέες, συγκινησιακά εντούτοις φτωχαίνει και χάνει σε δραστικότητα. Μια τέτοια τάση θα δούμε κάπως συχνότερα σ’ ένα μέρος του κατοπινότερου έργου του…Για την ώρα όμως με σπρώχνει ήδη πιεστικά, διεκδικώντας δικαίωμα στην ανάγνωση, ένα πολύ αγαπημένο μου ποίημα: « Το όνειρο της Ελένης». Με τα δικά μου μέτρα είναι απ’ τα καλύτερα που έχει γράψει ο Μολέσκης. Και σ’ αυτό το συγκρατημένα τρυφερό κλίμα ευδοκιμεί ιδιαίτερα η πέννα του.

– Γιατί κλαίς, Ελένη;
– Κρέμασαν τα δώρα μου ψηλά και δεν τα φτάνω.
Το κουνελάκι έφερε τη σκάλα. Μα ήρθε ο κακός
και φοβήθηκα.
– Πώς ήταν ο κακός;
– Δεν τον είδα. Έκλεισα την πόρτα.
(Διάλογος της Ελένης με τη μάνα της )

Κοιμήσου. Ήρθε η μαύρη πεταλούδα
και μπήκε απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο,
άπλωσε τα βελούδινα φτερά της
και σκέπασε όλο τον κόσμο.
Ό,τι θέλει τώρα να υπάρξει
γράφεται με φως χρυσό,
στα ανοιχτά φτερά της…

Κοιμήσου. Όλα τα δώρα είναι δικά σου,
Όσο ψηλά κι αν τα κρεμάσουν θα τα φτάσεις,
μόνο μη φοβάσαι. Είμαστε όλοι μαζί σου.
Να, το κουνελάκι βγαίνει από την τρύπα του,
ο λύκος έρχεται απ’ το δάσος του,
η αλεπού κατεβαίνει από το φράχτη της,
ως κι εκείνο το πουλί, η καρακάξα,
που σ’ ενοχλούσε μες στο στόμα
όταν φυτρώνανε τα δόντια σου
πηδά απ’ το ξερό κλαδί της κι έρχεται…

όλα τα δώρα είναι δικά σου.
Μην κλαίς. Ανέβα τη σκάλα
κι όταν δεις τον κακό
κλείσε την πόρτα.
Το σπίτι και ο χρόνος, 1990

Είναι ένα εξαιρετικό ποίημα, γιατί μας παίρνει ίσαμε τις ρίζες της πρωταρχικής αθωότητας, πριν την έκπτωσή μας από τον παιδικό παράδεισο. Διανύουμε τη ζωή μας, ξοδεύοντας χρόνια σε ποικίλους περισπασμούς κι ανούσιες ρότες, για ν’ αυξηθεί μέσα μας ακόμα περισσότερο ο καημός της επιστροφής στον μαγικό κόσμο των πρώτων χρόνων…Όπου ξανασμίγει κανείς σε σφιχτή αγκαλιά με τη φύση, τα δέντρα και τα ζώα της…Όπου αγγίζεται για λίγο το αιώνιο και ξεχνιέται η θνητότητα. Γι’ αυτό μας σαγηνεύουν τα παραμύθια…Για τον ίδιο λόγο μας αρέσει κι η παρέα με τα μικρά παιδιά, επειδή νοιώθουν εκεί μέσα σαν στο σπίτι τους. Κι αν μας φωνάξουν κάποτε, πως κάτι τους στέκεται εμπόδιο, βρίσκουμε αφορμή να τρέξουμε σαν μεγάλα παιδιά να τα βοηθήσουμε. Να εξορκίσουμε τους φόβους των και να καθυστερήσουμε την έξοδό τους από την παραμυθένια φάση της ύπαρξης. Ο Γιώργος Μολέσκης ευτύχησε σε τούτο το ποίημα, να επενεργεί στη ψυχή του αναγνώστη ως εκτονωτική βαλβίδα. Παρόμοια με τη μικρή Ελένη ποθούμε να σηκώσει κι εμάς στα βελούδινα φτερά του ο ύπνος. Από κει και πέρα, όπως τόσο εύστοχα δηλώνει ο ποιητής:

Ό,τι θέλει τώρα να υπάρξει
γράφεται με φως χρυσό
στα ανοιχτά φτερά της…

Με «Το όνειρο της Ελένης», κλείνουμε δειγματολογικά ένα μεγάλο κεφάλαιο, όχι μόνο του πρώτου, αλλά και του Μολέσκη της μακράς ενδιάμεσης πορείας. Ήταν μια γόνιμη πορεία με θεματολογικό εύρος, συναισθηματικό βάθος και πλούτο βιωματικής ουσίας Υπήρξε μια αληθινή στράτευσή του στον μαγικό κόσμο της ποίησης, τον οποίο κι υπηρέτησε πιστά και χωρίς διακοπή. Φυλλομετρώντας τις σελίδες των βιβλίων του, δέχεσαι την ευχάριστη αύρα μιας κρυπτο-επικής καλλιτεχνικής ανάσας, που νοιώθει να της έπεσε ο κλήρος «ν’ απολιθώσει» σε λέξεις και στίχους την πάνσεπτη και διαχρονική του τόπου τοιχογραφία. Το αισθητικό αποτέλεσμα της ποιητικής αυτής ανθοφορίας προεικάζεται σ’ ένα βαθμό κι από το εύρος της προσπάθειας. Το αναγνωρίσιμα προσωπικό του ύφος είναι αδιάσπαστο κι αφήνει παντού την αμεσότητα και ζεστασιά της σφραγίδας του. Η έμπνευσή του αντλεί από φυσικά νερά κι από στρώματα, που του είναι γνωστά και οικεία. Oρισμένες φυσικά φορές δίνεται η εντύπωση, πως του ξεφεύγει μια επαρκέστερη μορφική πύκνωση. Αυτό όμως παρατηρείται συνήθως σε αυτοβιογραφικές ή τοποκεντρικές διαχύσεις, εν αντιθέσει με άλλες ποιοτικότερες επιτεύξεις, όπου εκρέει ένας αποσταγματικός και πολυσήμαντος λόγος…Ένας λόγος περασμένος τόσο έντονα από τις ψηλές θερμοκρασίες μιας δυνατής εμπνοής, που δύσκολα αφήνει περιθώριο να διαφανεί το σκαρί της τεχνικής του. Μια καλή γεύση τέτοιων στίχων πήραμε από τα ποιήματα, που σχολιάσαμε ήδη.

Προτού όμως παρακολουθήσουμε τον Γιώργο Μολέσκη και στις πιο πρόσφατες πνευματικές και καλλιτεχνικές του αναζητήσεις, δεν αντέχω ν’ αφήσω ασχολίαστο άλλο ένα πολύ καλό ποίημα, που φέρει τον τίτλο «Πρόσκαιρη βροχή», από τη συλλογή Το νερό της μνήμης,1998. Ας το δούμε λοιπόν καλύτερα:

Πρόσκαιρη βροχή

Είναι φιλιά που απόμειναν μοναδικά
χαμόγελα που δεν επαναλήφθηκαν.
Η μνήμη τους ένα αόριστο χάδι στα χείλη,
ήλιος που φώτισε για μια στιγμή
κι έπαψε να ζεσταίνει. Απόμειναν
σαν τα λουλούδια που αγγίξαμε περνώντας
με τα δάχτυλά μας κι ύστερα χάθηκαν…
Ξεχνιέται η γεύση, το άρωμα,
οι γραμμές των χειλιών, το χρώμα των ματιών…
Απομένουν μόνο
το πάρκο, το παγκάκι, γυμνά κλαδιά, κίτρινα φύλλα,
όψιμα φθινοπωρινά λουλούδια, δυο περαστικοί
κι οι χοντρές στάλες από μια πρόσκαιρη βροχή.

Αντέχει σε πολλαπλές αναγνώσεις ένα τέτοιο ποίημα. Η βασική στιχουργική γραμμή εκτυλίσσεται καίρια και επιγραμματικά, με εναλλασσόμενο ρυθμό και εικόνες, και μια προσέγγιση των πραγμάτων βαθιά ανθρώπινη και διαλεκτική. Εκπέμπεται μια υπόγεια ζωηφόρα αύρα, που μας κατακλύζει με την αλήθεια και τη δροσιά της…Όλα κυλάν και φεύγουν, όλα δεν μένουν ποτέ τα ίδια, εξόν απ’ τη μνήμη που τα ανακαλεί και τα φορτίζει με συγκινησιακή δύναμη.

Η ποιητική συλλογή Από το ελάχιστο, έκδοση 2001, σηματοδοτεί για τον Γιώργο Μολέσκη, κατά τη γνώμη μου, ένα νέο ποιητικό κεφάλαιο. Ευκρινέστερα πλέον και με επαρκές δείγμα, συστηματοποιεί έναν κύρια στοχαστικό λόγο κι αποστασιοποιείται σ’ ένα βαθμό από τα γνώριμα διακριτικά στοιχεία μιας κοινωνικής και αυτοβιογραφικής θεματικής. Αυτή μου η επισήμανση δεν έχει καταρχήν αξιολογικό χαρακτήρα, δίνει όμως τη μετατόπιση του κέντρου βάρους των πνευματικών και καλλιτεχνικών αναζητήσεων του ποιητή. Προσωπικά συμπαθώ περισσότερο τους ποιητικούς τρόπους του πρώτου Μολέσκη, γιατί βρίσκω εκεί κάτι αυθεντικότερο και συγκινησιακά δραστικότερο, που πραγματικά με συνεπαίρνει. Ανεξάρτητα όμως από αυτές τις διαπιστώσεις, βρίσκουμε πάντοτε εξαιρετικά ποιήματα σε κάθε δημιουργική του περίοδο. Όσον αφορά τώρα την αισθητική πλευρά του βιβλίου «Από το ελάχιστο», θα δοκιμάσω να βγάλω μερικά πιο συγκεκριμένα κριτικά συμπεράσματα:

Ο Γιώργος Μολέσκης κάνει σ’ αυτό μια μεγάλη αφαιρετική προσπάθεια, ανοίγοντας δρόμους προς τα πάνω και προς τα μέσα των ψυχοπνευματικών του οριζόντων. Σε λογοτεχνικό πεδίο, που μας ενδιαφέρει κυρίως, διεξάγει ενίοτε έναν αμφίρροπο αγώνα. Στις ογδόντα τόσες σελίδες της ποιητικής συλλογής, η έκβαση της αισθητικής αναμέτρησης κινείται σε ευρύ φάσμα της αξιολογικής κλίμακας. Στις ατυχέστερές του στιγμές η πλάστιγγα κλίνει προς τον άμεσο διαλεκτικό λογισμό, με δομές πειστικές μεν αλλά χωρίς ικανοποιητική συνειρμική δυναμική. Στις καλύτερές του πάλι επιτεύξεις ορθώνει ένα υποβλητικό ποιητικό λόγο γεμάτο αρμονία, ικανό ν’ αγγίξει και να διεγείρει τα έγκατα της ύπαρξής μας. Γενικά όλες οι στιχουργικές του ενότητες φαντάζουν ως μέρη μιας ενιαίας σύνθεσης, με κοινή λυρικο-επική υπόκρουση. Αυτό φυσικά που θα ενδιέφερε, στην προκείμενη περίπτωση τον αναγνώστη, είναι ο εντοπισμός κι η ανάδειξη υποδειγματικών πραγματώσεων του ποιητή…Μια ιχνηλάτηση κορυφώσεων του πρόσφατου έργου του, και όχι μια ανούσια γενίκευση εφ’όλης της ύλης. Από τις ευάριθμες αυτές αισθητικές επιδόσεις, καταθέτω και σχολιάζω με τη σειρά κάποια εξαίρετα δείγματα:

Ωριμότητα

Τώρα ξέρω καλά τί πλήρωσα για όλα.
Μήτε χρησμός μήτε παλάμη καθαρή και φύλλο λευκό,
όλα ήταν βουβά στην αδιέξοδή μου μέρα
και ό’τι χρεώθηκα αυξάνει διαρκώς την οφειλή μου.

Εδώ που όλα προμελετούνται και προδιαγράφονται,
ξόδεψα στα τυφλά τις τρεις ευχές της μοίρας μου
και τώρα σκάβω με τα χέρια για το μαγικό νερό,
καίω στον άνεμο του χρόνου την καρδιά μου.

Μόνο μου κέρδος η γνώση από την απώλεια
κι η λάμψη του χρυσού μέσα στη λάσπη.

Τέτοιοι στίχοι διαπερνούν όλους τους ιστούς της ύπαρξής μας, από τους πιο σωματικούς ως τους πνευματικότερους που διαθέτουμε. Ένα άρωμα σοφής ενατένισης της αινιγματικής καμπύλης του βίου, μεταπλάθεται παραστατικά και με υποβλητικότητα, διαχέοντας στη ψυχή μας την παράξενη αίσθηση της ματαιότητας και του πεπερασμένου των ανθρωπίνων. Αλλά μήπως δεν διανοίγονται ακόμα βαθύτεροι διαλογισμοί από τους ακόλουθους, άτιτλους στίχους ;

Κάποτε είναι μια λάμψη χρυσή πίσω από μαύρα σύννεφα
είτε πίσω απ΄ τον ορίζοντα που δεν τη βλέπεις
αλλά τη νιώθεις, μια μουσική πίσω απ’ τη σιωπή
που είναι έτοιμη να αποκαλυφθεί μα όλο φέγγει.
Αυτοί που ασκήθηκαν πολύ βλέπουν κι ακούνε-
είτε έτσι νομίζουν.
Σιγά-σιγά όλα απολιθώνονται μέσα μου
όπως μέσα στα επίπεδα των πετρωμάτων
είτε όπως στις κυκλικές ραβδώσεις γέρικων κορμών
διαστρωματώνεται ο χρόνος.

Όλα είναι εκεί κι αν ασκηθείς πολύ
ίσως και κάτι να μπορέσεις να διαβάσεις.
Με λίγη τρέλα ίσως και να ξαναζήσεις κάτι ακόμη.

Τώρα είμαι βέβαιος πια, ότι ο Γιώργος Μολέσκης, παρά τις αισθητικές διακυμάνσεις του σύνολου έργου του, έχει δώσει ποιητικές καταθέσεις από τις γνησιότερες και αυθεντικότερες της ποίησής μας. Σηκώνοντας το βλέμμα πάνω από τη μακρά λογοτεχνική διαδρομή του, βρίσκεται κανείς αντιμέτωπος με την πανοραμική θέα μιας πλούσιας δημιουργίας. Κλείνω τον σχολιασμό αυτού του βιβλίου μ’ ένα επίσης πολύ αξιόλογο ποίημα, που φέρει τον τίτλο «Είμαι κερί»:

Είμαι κερί.
Μ’ άναψε μια στιγμή
το πάθος του έρωτα
που παρεμβλήθηκε στο χρόνο,
με θρέφει και με εξαντλεί
ο άνεμος της ζωής.

Καίγομαι και φωτίζω,
καίγομαι και εξαντλούμαι
καθημερινά προχωρώντας στο σκοτάδι
που όλο μετατοπίζεται
και δεν εξαντλείται.

Μα πού πηγαίνει αυτή η αύρα;
Πού επενδύεται;
Το καθημερινό τι θα απογίνει;
Και είναι τούτο αρκετό;

Τα αιώνια και αναπάντητα ερωτηματικά της τελευταίας στροφής, μας καθηλώνουν και μας συγκλονίζουν. Η ύπαρξή μας εξαντλείται ολοένα και μεταβολίζεται σ’ επίμονη φλόγα, που ανοίγει με κόπο φωτεινό δρόμο μές στο σκοτάδι. Κι αν «είναι τούτο αρκετό», όπως απορητικά υποβάλλεται στον τελευταίο στίχο, θα παραμείνει ένα αγωνιώδες υπαρξιακό ερώτημα. Το σίγουρο όμως είναι, ότι το λυρικό απόσταγμα που κερδίσαμε ήταν αρκετό, αφού ο Γιώργος Μολέσκης κατάφερε «από το ελάχιστο» να μας δώσει πολλές φορές το μέγιστο σε ποίηση.