ποίηση-ποιήματα-κατοχή-εισβολή-Ανδρέας Πετρίδης

ΣΧΟΛΙΑ ( «Αργοί Σταλακτίτες» 1991 )

Α.
Κωφεύεις
στη φωνή της μοίρας
όσο τ’ αντέχεις
σιγά-σιγά,

και μια μέρα
ούτε που ξέρεις
ποιο δρόμο να πάρεις
κι εύκολα ξεχνάς –

πού είναι η πλώρη
πού είναι η πρύμνη,
σ’ ένα νησί με πολλά ακρωτήρια
πολλούς δείχτες στη θάλασσα.

B.
Μ’ ανήσυχο του ματιού τον βολβό
λίγο πιο πάνω
απ’ το μοιρασμένο
μιας πόλης σχήμα,
στέκει του βουνού το σκοτεινό φρύδι.

Αποστρεφόμενο τον πέτρινο ύπνο του
και τ’ ανοιξιάτικο ξεδίπλωμα των πλαγιών του,
ποτέ-ποτέ δεν ένοιωσε
φτερούγα φόβου στο βλέμμα
μήτε ανάγκη κάποτε
το πενταδάκτυλο
χέρι να χαμηλώσει-

καθώς περνούν ξυστά λεπίδια
και του φουσκώνει
η φλέβα που έχει στο λαιμό,
σ’ ένα κατάμαυρο ουρανό
που λες θα ρίξει
στ’ άδικο χέρι τις βροντές του.

Γ.
Κι αν κάπως συχνότερα μιλάμε
για τον Πενταδάκτυλο
είναι γιατί
μοιάζει χτυπημένο πουλί
με δυο φτερούγες
καρφωμένες στο χώμα.

Θά’ ταν πιστεύω ένας αετός περήφανος
με καταγωγή ίσως
τον βράχο με την αιμάτινη μνήμη
μέρη Καυκάσου –
ένας αετός μάρτυρας
της σταύρωσης και της οδύνης,

που πέταξε μακρυά χαμηλώνοντας
για να κτίσει τελικά τη φωλιά του
σ’ ένα νησί-χλωρό κλαρί
αντίξοης μοίρας

Ποιήματα εισβολής και κατοχής

– Ποιήματα του ΑΝΔΡΕΑ ΠΕΤΡΙΔΗ για την εισβολή και κατοχή ( 1974 )

Εισβολή

Απότομος χειμώνας μπήκε
στον ουρανό μας φέτος ξαφνικά,
προτού προλάβει να πατήσει η φτέρνα
του ανέτοιμου ποδιού
πάνω από φύλλα σκόρπια
φθινοπωρινά.

Ευαίσθητη η ψυχή
και θέλει χρόνο,
λίγο προαύλι
ανάμεσα στο πέταγμα και τη φωλιά,
για να μπορέσει δίχως φόβο να περάσει
από το ένα στο άλλο κλαρί.

Παράξενος αλήθεια φέτος
αυτός ο χειμώνας
που ενέσκηψε στις ακτές,
πίσω του αφήνοντας νεκρούς τους γλάρους
και στης λευκότητας τη δαντέλα
το μελάνι από χίλιες σουπιές.

Σχόλια

α.

Κωφεύεις
στη φωνή της μοίρας
όσο τ’ αντέχεις
σιγά – σιγά,

και μια μέρα
ούτε που ξέρεις
ποιο δρόμο να πάρεις
κι εύκολα ξεχνάς
πού είναι η πλώρη
πού είναι η πρύμνη,

σ’ ένα νησί με πολλά ακρωτήρια
πολλούς δείκτες στη θάλασσα.

β΄

Κι αν κάπως συχνότερα μιλάμε
για τον Πενταδάκτυλο
είναι γιατί
μοιάζει χτυπημένο πουλί
με δυο φτερούγες
καρφωμένες στο χώμα.

Θά’ ταν πιστεύω ένας αετός περήφανος
με καταγωγή ίσως
τον βράχο με την αιμάτινη μνήμη
μέρη Καυκάσου –
ένας αετός μάρτυρας
της σταύρωσης και της οδύνης,

που πέταξε μακριά χαμηλώνοντας
για να κτίσει τελικά τη φωλιά του
σ’ ένα νησί-χλωρό κλαρί
αντίξοης μοίρας.

Μνήμη

Γυναίκες – μορφές ανάμεσα
στο χρώμα της νύχτας και της μέρας
σκιές του σπιτιού καρτερικές
τ’ αγρού σκληρές κυρτές Αμαζόνες,
το έπος τους εξιστορούν
με διαπεραστικό τραγούδι θλιμμένο:

Ξέπλυνε πρώτη βροχή
το κάρβουνο, το αίμα.
Ξέπλυνε και τη συνήθεια
του πόνου και του χαμού-
πέπλος κρυφός που κάθεται
στη ψυχή μου ανεπαίσθητα
σαν αόρατη άμμος.

Προσμονή

Κρυφή μου στέρνα της ψυχής
γέμισε χόρτο
το σώμα σου πυκνό,
μα δεν φυτρώνει λησμοσύνη.

Βάτος- θεριό τα γένια μου
άδεια σπηλιά το βλέμμα μου,
και περπατώ σαν μούλα
στον ίδιο κύκλο πού’ θρεψε
η προσμονή- ξερό πηγάδι.

Χρόνους οχτώ παιδεύομαι
κι αναζητώ σαν τη γοργόνα,
τα κύματα ξαναρωτώντας
που πέρασαν απ’ την Κερύνεια
και του Πενταδάκτυλου τα πουλιά
που πετούν προς το νότο…

Αν είδαν τον χαμένο γιο
να περπατά τη νύχτα
να κρύβεται τη μέρα,
νά’ χει θητεία στον θάνατο
χρόνους οχτώ.

Ναυάγιο «Κερύνεια»

Δεν είναι λίγο
στης θάλασσας τ’ ανήλιαγα βάθη
τόσο χρόνο ν’ αντέξεις,
μόνο και μόνο γιατί γνωρίζεις
στην αγκαλιά σου πως κρατείς
πήλινα αγγεία.

Ήξερες πως θ’ αντικρύσεις
μια μέρα το φως του ήλιου,
όλα πως θά’ ναι ύστερα σαν ψέμα:
Το ναυάγιο στη θαλασσοταραχή,
οι νέες φυλές
οι σκυθρωποί αιώνες…

Κρατώντας λοιπόν την ανάσα
στον σκοτεινό βυθό,
ακολούθησες τη μοίρα
που σε πήρε απ’ το χέρι
και βγήκες στον κόσμο
να δώσεις έγκυρη μαρτυρία-
κατάθεση σε δίσεκτο καιρό
και σε όψιμους λογχοφόρους,
που ψάχνουν ανήσυχα το ξύλο
για δικά τους σημάδια

και γράμματα βρίσκουνε μόνο
που δεν μπορούν να διαβάσουν
πάνω στ’ αγγεία.

Φάρος

Έχεις ένα μάτι νυσταγμένο
κι ένα βλέφαρο ολοένα πιο βαρύ,
ωσάν η συνήθεια να σού’ γινε δέρμα
και πιο πολύ ακόμα, ίσως ψυχή.
Τα καράβια – τα παιδιά σου σκόρπισαν
σ’ άλλες ρότες, ενηλικιώθηκαν πια
κι εσύ ακόμα τους κουνάς μαντήλι.

Μα πώς ν’ αλλάξει τη ζωή του τώρα
ένας φάρος ή ο,τιδήποτε άλλο,
ακολουθώντας τον ρυθμό του αιώνα!
Στέκει σαν Κύκλωπας στην Κάτω Πάφο
δήθεν κοιτάζοντας τη θάλασσα,
με τεντωμένα κρυφά τ’ αυτιά
στο άλλο τοπίο την άλλη ώρα.
Γιατί με το σούρουπο δειλά – δειλά
μες στο μισόφωτο τ’ αρχαία χαλάσματα,
στα επιστρώματα της σιωπής ανοίγεται
η πρώτη ραγισματιά.
Κι αφού η πόλη κοιμάται
η πόλη που ξοδεύεται τόσο εφήμερα,
αυτός κοιτάζει μην τον βλέπει κανένας
και κλείνει με νόημα το μάτι
στον κήρυκα και τον ιερέα –

και το πλήθος ξάφνου κινείται
στου αρχαίου Ωδείου την κερκίδα,
όπου παίζεται το αιώνιο δράμα
της πατρίδας ξανά και ξανά.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

“Ο Πενταδάκτυλος” του ποιητή Ανδρέα πετρίδη

 

Κι αν κάπως συχνότερα μιλάμε
για τον Πενταδάκτυλο
είναι γιατί
μοιάζει χτυπημένο πουλί
με δυο φτερούγες
καρφωμένες στο χώμα.

Θά’ ταν πιστεύω ένας αετός περήφανος
με καταγωγή ίσως
τον βράχο με την αιμάτινη μνήμη
μέρη Καυκάσου –
ένας αετός μάρτυρας
της σταύρωσης και της οδύνης,

που πέταξε μακρυά χαμηλώνοντας
για να κτίσει τελικά τη φωλιά του
σ’ ένα νησί-χλωρό κλαρί
αντίξοης μοίρας.