Ποίηση Ανδρέα Πετρίδη

 

 

 

ΑΝΔΡΕΑ  ΠΕΤΡΙΔΗ

Εντόπιο Ρίγος
αναγραφή τελευταία

 

…Ω, τί χαρά, ω, τί γιορτή

     στα μάτια συνωστίζονται,

     στην ακοή

     και στο αθόρυβο δέρμα

     τα ρίγη, οι εικόνες, οι ήχοι !

 

  α.  Ξημέρωμα

Μικρός  αυλός στο στόμα

του πρώτου τσοπάνη χαιρετά

την έλευση καινούργιας μέρας.

Ο δίσκος του ήλιου κοντοστέκει

για να πατήσει στον ρυθμό του,

κι ύστερα ανεβαίνει τα σκαλιά…

 

Φωτίζει μ’ ένα βλέμμα τις βουνοπλαγιές

έν’ άλλο βλέμμα ρίχνει στις κοιλάδες,

κι αρχινάει μετά να ψάχνει

σκοτάδι που απόμεινε στις γωνιές

ή κάτω απ’ τα βλέφαρα κουρνιασμένο-

έτοιμο να χυθεί ν’ απλώσει

όπως μελάνι στο σεντόνι της μέρας.

 

Ήδη στο θρόνο του ο βασιλιάς

του φωτός έχει καθήσει

μ’ ένα βουητό ζωής

το πήγαινε – έλα  μυριάδων ακτίνων,

που ξύπνησαν το καθετί

που μοίρασαν το χρώμα,

έτσι όπως πάντοτε

δουλειά γνωστή τους.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

β.  Βιότοπος

 

Σκληρό τοπίο αιώνιο

σε δειλινό περίβλημα φωτός,

ψηφία φωσφορίζοντας στον αιθέρα

που πρωτονόμασαν τη βροχή,

το σύννεφο, το νερό.

 

Βράδυασε. Γυρνούν στα σπίτια

μαζί με τις μέλισσες των θρουμπιών,

τα βήματα που άνοιξαν τα μονοπάτια

τα χέρια που τρύγησαν τους ελαιώνες

και το δέρμα που δέχτηκε

το ρίγος του πρωινού

και του μεσημεριού τις βελόνες.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

γ.   Μές στο νερό

 

Απλώνεις έτσι το κορμί στο νερό

σαν πράσινι φύκι κι αισθάνεσαι

το άλλο άγγιγμα, την πρώτη μήτρα.

Μα το δειλινό το δειλινό

που οι πρώτες σκιές καλούν εις οίκον –

σπεύδεις αντίθετα με των ψαριών τη

γραμμή

κρυφοκοιτάζοντας

παράξενα θλιμμένα πίσω .

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

δ.   Νόστος

 

Του ποταμιού που αγάπησα, μια στάλα-

σώμα σουπιάς- χρωμάτιζε το νερό

στη θάλασσα δίνοντας δικό του χρώμα.

Άσπρο χαρτί τα χιονισμένα βράδυα

νοσταλγικά παράδερνε ζητώντας

μ’ άγρυπνο βλέμμα τον χαμένο στίχο.

Σαν χελιδόνι σπάθιζε

τον ουρανό και τον χρόνο

ακροπατώντας στα κοιμισμένα

κεφάλια των γνώριμων βουνών…

 

Μπροστά μου τότε η ξερολιθιά,

τα κυκλάμινα στα φυτεμένα βράχια

κι η μούλα που γέμιζε με κλειστά μάτια

νερό τ’ αυλάκι.

 

Ώσπου όλα θολώνουν και πάλι

από ένα δάκρυ όλο αλμυράδα,

σε μια σοφίτα ξενική κάπου

μ’ εύθυμα φώτα στων σπιτιών τα

παράθυρα

και γελαστούς ανθώνες στους δρόμους.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ε.   Κοιτίδα μνήμης

 

 

Βάζεις το πόδι στο λιγοστό

νερό που βγαίνει απ’ το χώμα

αφήνοντάς το να το γαργαλά

παράξενα- σχεδόν μεταφυσικά,

μ’ αυτί ολάνοιχτο σ’ όλους τους ήχους

με μάτι δεκτικό σε κάθε χρώμα.

Κι εκεί ανάμεσα

στη σαύρα που σέρνεται στη γη

και το φτερό που χάνεται σ’ αβέβαιη

πτήση,

στα σύνορα πάντα

αυτού που θά’ θελες

κι αυτού που πρέπει,

περνά ένα παράπονο το σώμα

ένα παράπονο στα χείλη σαν έτοιμη

να πέσει σταγόνα:

 

Ποιός κόβει των παιδικών

χρόνων τα δέντρα μας,

διώχνει με φώτα εκτυφλωτικά

τ’ αγαπημένα φαντάσματα

και κλέβει το νερό και στερεύει το ρέμα

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

στ.    Γεράκι

 

Γεράκι που ζυγιάζεσαι ψηλά

ακροκτυπώντας που και που τις φτερούγες,

χαμήλωσε λιγάκι- στα μάτια σου

να μελετήσω τις αδρές εικόνες

που δέχτηκες μέσ’ τον Ακάμα…

Όταν μετέωρο προσηλώνεσαι

πάνω στην πεύκη, την αγριελιά

και τον Αόρατο που παντού βλαστάνει,

κι όταν κτυπώντας δυνατά τα φτερά

στον φωτερόν αιθέρα παίρνεις ύψος

πάνσκοπη πρόθεση και στάση

ν’ απαθανατίσεις

την τραχειά σιλουέτα του-

από του Αρναούτη τη ριζωμένη

μέσα στη θάλασσα σφήνα,

ως την πατρίδα της αργής χελώνας

με χαλί από θάμνα.

 

Γεράκι, που κρατάς στο βλέμμα

την πορφυρή του δειλινού δαντέλα,

πάνω απ’ τα θεικά λουτρά

μ’ ένα πλατάγισμα φτερών στη μνήμη-

τον κόσμο της Ρήγαινας ξυπνάς

κι από τα δίκτυα του πάλι ξεφεύγεις

με μια βουτιά στον αέρα.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

                              ζ.   Λουτρά

 

Όταν χρόνο με χρόνο βλέπεις

στην αιωνόβια θύμησή σου,

άδικον ουρανό σ’ άλλη χώρα

τις βροντές του να σπαταλά

σε γλεντοκόπια πλημμύρας-

 

κι εσέ ν’ αποξεχνά

μικρό νησί του νότου

ράχη στο κορμί του Ακάμα…

Στης ξηρασίας το σώμα τότε σκάβεις

μια γούβα και μαζεύεις το δάκρυ

πάνωθε απλώνοντας την κόμη

βοστρύχους πράσινους μιας συκιάς-

πηγή ακριβή των σπλάχνων σου

που συντηρείς στο λιοπύρι,

εκείνο που τσουρουφλίζει τα μέτωπα

και το άλλο της νωπής σκλαβιάς.

 

Μα εσύ όπως καθωσπρέπει Μάνα

στραγγίζεις τη φλέβα και δίνεις

το αίμα ν’ αντέξει η ζωή

μέχρι να ροδίσει το χάραμα.

Στραγγίζεις τη λίγη υγρασία

από τον κόνιζο και τ’ άγριο θρουμπί

και ταπεινά δοξάζεις

μια στρογγυλή γούβα νερού –

του τόπου γνήσιο αγίασμα

και της Θεάς οπωσδήποτε

ιερά λουτρά .

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

η.   Κατάνυξη

 

Περπατώντας ξανά

στο δρόμο του Αγίου με τα γέρικα πεύκα

χωρίς κάποια πρόθεση-αντίθετα ίσως,

 

ξυπνά μια κατάνυξη από ένα

σαπισμένο που πέφτει καρύδι

μια κατάνυξη τόσο χειροπιαστή,

που επικάθεται σαν ρίγος στο δέρμα

και χνούδι υγρασίας στο γνώριμο

της μνήμης θρουμπί.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

                                                                                                                                                                        

                              θ.  Εγκλείστρα

 

 

Κομμένη στα πλευρά του βουνού

κάθετη κώχη

κάτω από γκρίζες χαρουπιές

που γονατίζουν…

Εδώ μπορείς με τον σουγιά να σκάψεις

κρύπτες βαθειές μέσα στον βράχο,

μπορείς με τ’ αδύναμο κορμί σου

ν’ ανέβεις πέτρινα σκαλιά κατακόρυφα,

για νά’ σαι μόνος

και πιο κοντά Του .

Μα μόνο αν μέσα σου

άναψε φλόγα δυνατή

που πυρώνει τα σπλάχνα,

και πια δεν υπάρχει αναπαμός.

Μόνο αν είδες μια μέρα

τα δυο καματερά μπροστά απ’ το αλέτρι

στη μέση τ’ αγρού

να σταματάν λυπημένα…

 

Δεν έχεις τότε εκλογή.

Παίρνεις όπως εκείνος τον ίσιο δρόμο

παράλληλα στην ακροθαλασσιά

και φτάνεις στην Πάφο,

αφήνοντας πίσω σου νοικοκυριό

και στέφανα μιας μέρας.

Κοιτάζεις ύστερα τα κοντινά βουνά

και το πράσινο σούρσιμο της ποταμιάς

που φέρνει κοντά τους.

Και τέλος-τέλος εκεί

στον κόρφο του Μελισσόβουνου

κρυμμένο στα δέντρα,

καθώς ο παράξενος εκείνος διαβάτης

που λεγόταν Νεόφυτος-

μπορείς κι εσύ να λαξέψεις

την κρύπτη σου

ή την πίστη σου,

και να τη δοξάσεις.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

  Διαλογισμοί

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Τρεις νύξεις για τη ζωή

 

α.

 

Γέννηση μικρού παιδιού

σε κλίνη με ρούχινο θόλο,

κάπνισμα γύρω ελιόφυλλου

και φως αυγερινό στον φεγγίτη…

 

Τώρα ανοιχτός κι ολόφωτος

ο ναός της ζωής

κι ο νεωκόρος ανάβει λαμπάδες,

ο κτύπος της καρδιάς

τα σκαλοπάτια ν’ ανέβει.

Τώρα κι οι μοίρες βγαίνουν

από το γνώριμο παραμύθι

με καλάθια στα χέρια,

τα δέντρα κι ο ήλιος παραπίσω

το μερτικό του διαχωρίζουν…

 

Και λίγο πιο πέρα

απ’ τα’ ανοιχτό παράθυρο στο βάθος,

αλόγου οπλές να σβήνουν –

και σκιά φευγαλέα που μόλις

παίρνει το μάτι

να χάνεται, βέβαιη πως

θα ξαναγυρίσει.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

β.

 

Ώρα μεσημεριού ο ήλιος

στη μέση τα’ ουρανού

ζυγιάζει το βάρος της γης.

Δεξιά η δύση, ζερβά η ανατολή –

μισά ελιόδεντρα στη μια

μισά στην άλλη,

τόσα πρόβατα απ’ εδώ τόσα απ’ εκεί…

Μα πιο χαμηλά

άλλοι τον κόσμο διαφεντεύουν νόμοι

κι αλλιώτικα μοιράζουν τη σοδειά τους,

τον βίο μετρώντας μ’ άπληστο μάτι.

 

Στο φαράγγι μόνο πιο κάτω

σαν κατεβαίνουνε καμιά φορά

-μ’ άγγιγμα ξάφνου ριγηλό στο δέρμα-

παίρνει το μάτι τους σπηλιές στον βράχο

κι από βαριές άχρονες στάλες

μισοφαγωμένα οστά…

Ανεβαίνουν τότε μουδιασμένοι

στη γνώριμη ρουτίνα επάνω

που τώρα τρέχει βιαστικά-

με του ήλιου ξέφρενο να φεύγει τον δίσκο

τα δέντρα με καρπούς μόλις ανθίσουν,

και το χνούδι να γίνεται

ως το πρωί γενειάδα.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

γ.

 

Φυσάει ένας αγέρας

στην αυλή απόψε

πεισματικά την πόρτα σειώντας,

αποτραβιέται και πάλι ορμά

φοβερίζοντας στον γυάλινο φεγγίτη

αναλαμπές από χλωμό λυχνάρι…

 

Νύχτα βαθειά – κανένας

δεν ανοίγει στ’ ακρινά σπίτια,

δεν ξέρεις τί φέρνει τέτοια ώρα

δίχως ξύλα στη φωτιά

χωρίς ένα σκύλο

να τρέξει να ψάξει.

 

Ας μείνει τραβηγμένος λοιπόν ο σύρτης

ως αύριο που θα χαράξει η μέρα.

Εκεί τουλάχιστον μέσα στο φως

στο βέβαιο περίγραμμα των πραγμάτων,

άς έλθει οποιοσδήποτε

κι ό,τι θέλει άς ζητήσει –

όχι εν λευκώ,

μα εκεί μπροστά στα μάτια

των ανθισμένων μυγδαλιών,

που μόνο αν είναι δίκαιο

θα συγκατανεύσουν.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Άλγος Εσπέρας

 

α.

 

Φωτεινή μια γραμμή

εμπρός του αχνοτρέμει,

με το ρώτημα αν είναι

κι αυτή οπτασία.

Απάντηση μόνη

το πιο ταχύ βήμα,

κι η ανάγκη που νιώθει

πιο καλά να προσέξει

τ’ αγριολούλουδα στου δρόμου την άκρη,

τον χρόνο στα χέρια

βιαστικής κλεψύδρας.

 

Μα κάπου όταν σκύβοντας

τους ιμάντες να δέσει

-πολύ ακόμα, πολύ

ο κύκλος πριν κλείσει-

βλέπει τη σκόνη να επικάθεται

υγρή κι αμετακίνητη στο δέρμα,

 

«όχι, ακόμα» αναφωνεί

με υπόκωφη φωνή πρωτόγνωρη

τινάζοντας μακριά του το χώμα.

 

Είναι απόγεμα και παντού

τη γύρω γνωστή επιφάνεια

η πορφύρα του ήλιου βαραίνει.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

β.

 

Πάνω σε πέτρα κάθησες

να πάρεις ανάσα καθώς είπες.

Ω, τι παράξενη ψυχή,

δεν πρόλαβε στον ίσκιο

το κεφάλι να γείρει

και το βλέμμα πώς αλλάζει τα χρώματα

μές στην αδύνατη στιγμή !

 

Τώρα μια διάθεση αόριστη

τον πρότερο μόχθο αραιώνει,

του ύπνου στρώνει την κλίνη

το πέλμα του πονεί.                                           .

 

Μ’ αυτός είναι ο δρόμος του. Δεν θλίβεται

στα ενδιάμεσα κάποτε

η έφεσή του σαν λυγίζει,

μια παύση άς είναι ένα ξεδίψασμα

ως το πρωϊ.                                                        .

 

Άς χαίρει λοιπόν κι άς ονειρεύεται

των αχναριών τη συνέχεια,

σε ό,τι κι αν τύχει, σε ό,τι συμβεί.

Τ’ αγριόχορτα κοίτα- προς το μέρος του,

δεμένα σ’ ανένδοτες ρίζες

γέρνουν το σώμα με κάποιο φθόνο

σε μάταιη κίνηση φυγής.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Ένυλη εμβίωση

 

Ναοί αδειανοί, βουβά κωδωνοστάσια

αλλοτινής λατρείας-

τώρα σημάδια

εμπύρετου μόνο περάσματος.

Οι προσευχές σου εσπερινά πουλιά

με κέρινα φτερά, σωριάστηκαν

στο πρώτο άγγιγμα των ακτίνων

κι η βασιλεία των ουρανών

άδειος πια θρόνος…

 

Τώρα εκεί θα καθήσει

με πόδια τις ρίζες των βουνών

με μάτια τις ατάραχες λίμνες,

ο κόσμος που ξυπνά το πρωί

και με τη δύση του ήλιου πάει για ύπνο.

Τίποτε άλλο τώρα εμπρός σου

απ’ ό,τι φωτίζεται κάθε αυγή

κι ό,τι ακούς στις φυλλωσιές των δέντρων

ή με τ’ αυτί κολλημένο στο χώμα.

Τίποτε άλλο εκτός

απ’ τα αιώνια των γενιών μονοπάτια

τ’ ακρογιάλια όπου σπάει το κύμα

και το ρίγος της πηγής πάνω στο δέρμα.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Όστρακο

 

Ξάφνου δεν είσαι πια ευτυχής,

ξάφνου αμφιβάλλεις

για τον βοριά για τον νοτιά

που χαϊδεύει τα μαλλιά σου,

και για το χρώμα του γιαλού

που όσο ρουφάει το φως αλλάζει.

 

Μονάχα λίγο πίσω ακροκοιτάζεις

αγαπημένα πριν χαθούν αχνάρια,

κι είδωλα μέχρι τα γόνατα στην άμμο…

Ώσπου τ’ αφήνεις στην πρώτη στροφή-

ρούχο φιδιού στο μονοπάτι,

χωρίς διόλου να λυπάσαι…

Καθώς το όστρακό σου ανοίγει πάλι

μπάζοντας φως χάνοντας αίμα,

σε μια ζωή που όλο κι αλλάζει

το πρόσωπό της κάθε μέρα.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Ταξίδι εντός μας

 

Μοίρα μας να ταξιδεύουμε

σαν δέντρα με βαθιές ρίζες

σε υπόγεια νερά…Ίδια όπως

με το λυχνάρι μια ζωή

ή κάτω απ’ την ηλεκτρική λάμπα,

σαλπάρουμε κι εμείς

σε θάλασσα άσπρο χαρτί

γράφοντας πάντα μια νωπή ρότα.

 

Ταξίδι – εμπύρετη έφεση

ψυχών που άλλα γυρεύουν,

έσχατη επιθυμία της φτέρνας

που αισθάνεται ν’ αγγίζει το τέρμα…

Μ’ αφού οι δρόμοι είναι κλειστοί

κι ο περίπλους φέρνει στο ίδιο σημείο,

 

δέχεται η ψυχή

την περίκλειστη μοίρα της

απαλύνοντάς την

στο κύμα στον άνεμο

ρίχνοντας σπόρους,

παρόμοια όπως

δέντρο φυτεύεις σαν κουραστείς,

κι ο ποιητής ετοιμάζεται

για τον επόμενο στίχο.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Μαύρο πουλί

 

Το μαύρο που πια μάθαμε πουλί

που είδαμε τόσες φορές να διασχίζει

το διάστημα των ημερών μας,

κράτα το ζωή λιγάκι

κλεισμένο στο κλουβί.

 

Να τρέξουμε να τραγουδήσουμε

μακάριοι μέσα στην αχλύ της άγνοιας,

κάτω από δέντρα να ξαπλώσουμε

χωρίς την έγνοια της βαριάς σκιάς του…

Γιατί συνέχεια μάς ξαφνιάζει. Έρχεται

μέσα στην κάψα του καλοκαιριού

ανέμελοι σαν σκύβουμε πάνω απ’ την πηγή,

ή μέσα στ’ όνειρο τις νύχτες του χειμώνα

τρυπώνει πάλι και μας βρίσκει

τάχα γαλήνιους τάχα δυνατούς –

κι ας μας περνά ένα ρίγος στο πλατάγισμά του.

 

Το ξέρουμε ζωή, μ’ αυτό

το μαύρο πουλί πρέπει

να τα βγάλουμε πέρα,

με ό,τι μπορεί να βοηθήσει –

αστεία κάνοντας για σιγουριά,

δέντρα φυτεύοντας όπου λάχει,

μάρμαρα ψάχνοντας μέσα στη γη

και το χαρτί γεμίζοντας με μανία.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Από μια κλωστή

 

Από μια κλωστή ίσως κρέμεται

η χαρά μας κι η λύπη-

αισθήματα σαν δέντρα τριγύρω μας

φαινομενικά αειθαλή.

 

Ανέμισμα φτερούγας κάποτε

πάνω απ’ τον ύπνο μας περνά,

ρίχνοντας ίσκιο βαρύ.

 

Μη σκιάζεσαι τότε μην  απελπίζεσαι

γιατί δεν θέλει πολύ να ξέρεις

κι απ’ τον ελάχιστο πηλό ακόμα

που σχηματίζει το δάκρυ στο χώμα,

για να προβάλουν σαν τ’ άστρα στον ουρανό

πίσω απ’ των λυγμών τα βήματα

τ’ άνθη εκείνα τα χρυσά που ονόμασες

δάκρυα της Παναγίας…

 

Κι αν από μια κλωστή τελικά κρέμεται

το σχήμα των χειλιών και το χρώμα

της επόμενης μέρας,

την ελπίδα σώζει το ατάραχο βλέμμα

και τη γύρη ο βόμβος των μελισσών

πάνω από κάθε τέφρα.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Τελική ευθεία

 

Ας  διαπλεύσει το κορμί

των εκβολών το δέλτα,

μες στην αγρύπνια ας κρατηθεί

προτού λυγίσει

κατά το τέρμα.

 

Με πέντε αισθήσεις στήθηκε

η καθημερινή πανδαισία-

ω, τί χαρά, ω, τί γιορτή,

στα μάτια συνωστίζονται, στην ακοή

και στο αθόρυβο δέρμα

τα ρίγη, οι εικόνες, οι ήχοι!

 

Αργά – αργά περιστρέφεται

η σφαίρα της γης,

ίδια παιδικό παιγνίδι…

Κι άτακτα δεξιά ζερβά

μυρίζοντας το καθετί

ανήσυχα εντοπίζεις,

τον χρόνο να τραβά τα λουριά

στα δάκτυλα ξάφνου να μετριούνται οι γύροι.

 

Τότε μπορείς να βυθιστείς

στο δάκρυ που διστάζει ακόμα,

και τη φθορά ν’ αντικρύσεις-

καθώς η κίνηση σχεδόν σταματά

κι εξέρχεσαι ευπρεπής και πλήρης,

κάνοντας τόπο σε μικρά παιδιά…

 

Κι η μνήμη αρχίζει…

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Ένα νησί

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Επεισόδιο

 

Απότομος χειμώνας μπήκε

στον ουρανό μας φέτος ξαφνικά,

προτού προλάβει να πατήσει η φτέρνα

του ανέτοιμου ποδιού

πάνω από φύλλα σκόρπια

φθινοπωρινά.

 

Ευαίσθητη η ψυχή

και θέλει χρόνο,

λίγο προαύλι

ανάμεσα στο πέταγμα και τη φωλιά,

για να μπορέσει δίχως φόβο να περάσει

από το ένα στο άλλο κλαρί.

 

Παράξενος αλήθεια φέτος

αυτός ο χειμώνας

που ενέσκηψε στις ακτές,

πίσω του αφήνοντας νεκρούς τους γλάρους

και στης λευκότητας τη δαντέλα

το μελάνι από χίλιες σουπιές.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Σχόλια

 

 

 

α.

 

Κωφεύεις

στη φωνή της μοίρας

όσο τ’ αντέχεις

σιγά – σιγά,

 

και μια μέρα

ούτε που ξέρεις

ποιο δρόμο να πάρεις

κι εύκολα ξεχνάς

πού είναι η πλώρη

πού είναι η πρύμνη,

 

σ’ ένα νησί με πολλά ακρωτήρια

πολλούς δείκτες στη θάλασσα.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

β΄

 

Κι αν κάπως συχνότερα μιλάμε

για τον Πενταδάκτυλο

είναι γιατί

μοιάζει χτυπημένο πουλί

με δυο φτερούγες

καρφωμένες στο χώμα.

 

Θά’ ταν πιστεύω ένας αετός περήφανος

με καταγωγή ίσως

τον βράχο με την αιμάτινη μνήμη

μέρη Καυκάσου –

ένας αετός μάρτυρας

της σταύρωσης και της οδύνης,

 

που πέταξε μακριά χαμηλώνοντας

για να κτίσει τελικά τη φωλιά του

σ’ ένα νησί-χλωρό κλαρί

αντίξοης μοίρας.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Μνήμη

 

Γυναίκες – μορφές  ανάμεσα

στο χρώμα της νύχτας και της μέρας

σκιές του σπιτιού καρτερικές

τ’ αγρού σκληρές κυρτές Αμαζόνες,

το έπος τους εξιστορούν

με διαπεραστικό τραγούδι θλιμμένο:

 

Ξέπλυνε πρώτη βροχή

το κάρβουνο, το αίμα.

Ξέπλυνε και τη συνήθεια

του πόνου και του χαμού-

πέπλος κρυφός που κάθεται

στη ψυχή μου ανεπαίσθητα

σαν αόρατη άμμος.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Προσμονή

 

Κρυφή μου στέρνα  της ψυχής

γέμισε χόρτο

το σώμα σου πυκνό,

μα δεν φυτρώνει λησμοσύνη.

 

Βάτος- θεριό τα γένια μου

άδεια σπηλιά το βλέμμα μου,

και περπατώ σαν μούλα

στον ίδιο κύκλο πού’ θρεψε

η προσμονή- ξερό πηγάδι.

 

Χρόνους οχτώ παιδεύομαι

κι αναζητώ σαν τη γοργόνα,

τα κύματα ξαναρωτώντας

που πέρασαν απ’ την Κερύνεια

και του Πενταδάκτυλου τα πουλιά

που πετούν προς το νότο…

 

Αν είδαν τον χαμένο γιο

να περπατά τη νύχτα

να κρύβεται τη μέρα,

νά’ χει θητεία στον θάνατο

χρόνους οχτώ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Ναυάγιο «Κερύνεια»

 

Δεν είναι λίγο

στης θάλασσας τ’ ανήλιαγα βάθη

τόσο χρόνο ν’ αντέξεις,

μόνο και μόνο γιατί γνωρίζεις

στην αγκαλιά σου πως κρατείς

πήλινα αγγεία.

 

Ήξερες πως θ’ αντικρύσεις

μια μέρα το φως του ήλιου,

όλα πως θά’ ναι ύστερα σαν ψέμα:

Το ναυάγιο στη θαλασσοταραχή,

οι νέες φυλές

οι σκυθρωποί αιώνες…

 

Κρατώντας λοιπόν την ανάσα

στον σκοτεινό βυθό,

ακολούθησες τη μοίρα

που σε πήρε απ’ το χέρι

και βγήκες στον κόσμο

να δώσεις έγκυρη μαρτυρία-

κατάθεση σε δίσεκτο καιρό

και σε όψιμους λογχοφόρους,

που ψάχνουν ανήσυχα το ξύλο

για δικά τους σημάδια

 

και γράμματα βρίσκουνε μόνο

που δεν μπορούν να διαβάσουν

πάνω στ’ αγγεία.

 

 

1982

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Φάρος

 

Έχεις ένα μάτι νυσταγμένο

κι ένα βλέφαρο ολοένα πιο βαρύ,

ωσάν η συνήθεια να σού’ γινε δέρμα

και πιο πολύ ακόμα, ίσως ψυχή.

Τα καράβια – τα παιδιά σου σκόρπισαν

σ’ άλλες ρότες, ενηλικιώθηκαν πια

κι εσύ ακόμα τους κουνάς μαντήλι.

 

Μα πώς ν’ αλλάξει τη ζωή του τώρα

ένας φάρος ή ο,τιδήποτε άλλο,

ακολουθώντας τον ρυθμό του αιώνα!

Στέκει σαν Κύκλωπας στην Κάτω Πάφο

δήθεν κοιτάζοντας τη θάλασσα,

με τεντωμένα κρυφά τ’ αυτιά

στο άλλο τοπίο την άλλη ώρα.

Γιατί με το σούρουπο δειλά – δειλά

μες στο μισόφωτο τ’ αρχαία χαλάσματα,

στα επιστρώματα της σιωπής ανοίγεται

η πρώτη ραγισματιά.

Κι αφού η πόλη κοιμάται

η πόλη που ξοδεύεται τόσο εφήμερα,

αυτός κοιτάζει μην τον βλέπει κανένας

και κλείνει με νόημα το μάτι

στον κήρυκα και τον ιερέα –

 

και το πλήθος ξάφνου κινείται

στου αρχαίου Ωδείου την κερκίδα,

όπου παίζεται το αιώνιο δράμα

της πατρίδας ξανά και ξανά.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΑΝΔΡΕΑ  ΠΕΤΡΙΔΗ

 

 

                                                                       

                   

 

 

 

Εντόπιο Ρίγος    

  

     αναγραφή τελευταία

 

 

 

 

 

 

  

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 …Ω, τί χαρά, ω, τί γιορτή

     στα μάτια συνωστίζονται,

     στην ακοή

     και στο αθόρυβο δέρμα

     τα ρίγη, οι εικόνες, οι ήχοι !

 

 

                             α.  Ξημέρωμα

 

 

Μικρός  αυλός στο στόμα

του πρώτου τσοπάνη χαιρετά

την έλευση καινούργιας μέρας.

Ο δίσκος του ήλιου κοντοστέκει

για να πατήσει στον ρυθμό του,

κι ύστερα ανεβαίνει τα σκαλιά…

 

Φωτίζει μ’ ένα βλέμμα τις βουνοπλαγιές

έν’ άλλο βλέμμα ρίχνει στις κοιλάδες,

κι αρχινάει μετά να ψάχνει

σκοτάδι που απόμεινε στις γωνιές

ή κάτω απ’ τα βλέφαρα κουρνιασμένο-

έτοιμο να χυθεί ν’ απλώσει

όπως μελάνι στο σεντόνι της μέρας.

 

Ήδη στο θρόνο του ο βασιλιάς

του φωτός έχει καθήσει

μ’ ένα βουητό ζωής

το πήγαινε – έλα  μυριάδων ακτίνων,

που ξύπνησαν το καθετί

που μοίρασαν το χρώμα,

έτσι όπως πάντοτε

δουλειά γνωστή τους.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

β.  Βιότοπος

 

Σκληρό τοπίο αιώνιο

σε δειλινό περίβλημα φωτός,

ψηφία φωσφορίζοντας στον αιθέρα

που πρωτονόμασαν τη βροχή,

το σύννεφο, το νερό.

 

Βράδυασε. Γυρνούν στα σπίτια

μαζί με τις μέλισσες των θρουμπιών,

τα βήματα που άνοιξαν τα μονοπάτια

τα χέρια που τρύγησαν τους ελαιώνες

και το δέρμα που δέχτηκε

το ρίγος του πρωινού

και του μεσημεριού τις βελόνες.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

γ.   Μές στο νερό

 

Απλώνεις έτσι το κορμί στο νερό

σαν πράσινι φύκι κι αισθάνεσαι

το άλλο άγγιγμα, την πρώτη μήτρα.

Μα το δειλινό το δειλινό

που οι πρώτες σκιές καλούν εις οίκον –

σπεύδεις αντίθετα με των ψαριών τη

γραμμή

κρυφοκοιτάζοντας

παράξενα θλιμμένα πίσω .

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

δ.   Νόστος

 

Του ποταμιού που αγάπησα, μια στάλα-

σώμα σουπιάς- χρωμάτιζε το νερό

στη θάλασσα δίνοντας δικό του χρώμα.

Άσπρο χαρτί τα χιονισμένα βράδυα

νοσταλγικά παράδερνε ζητώντας

μ’ άγρυπνο βλέμμα τον χαμένο στίχο.

Σαν χελιδόνι σπάθιζε

τον ουρανό και τον χρόνο

ακροπατώντας στα κοιμισμένα

κεφάλια των γνώριμων βουνών…

 

Μπροστά μου τότε η ξερολιθιά,

τα κυκλάμινα στα φυτεμένα βράχια

κι η μούλα που γέμιζε με κλειστά μάτια

νερό τ’ αυλάκι.

 

Ώσπου όλα θολώνουν και πάλι

από ένα δάκρυ όλο αλμυράδα,

σε μια σοφίτα ξενική κάπου

μ’ εύθυμα φώτα στων σπιτιών τα

παράθυρα

και γελαστούς ανθώνες στους δρόμους.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ε.   Κοιτίδα μνήμης

 

 

Βάζεις το πόδι στο λιγοστό

νερό που βγαίνει απ’ το χώμα

αφήνοντάς το να το γαργαλά

παράξενα- σχεδόν μεταφυσικά,

μ’ αυτί ολάνοιχτο σ’ όλους τους ήχους

με μάτι δεκτικό σε κάθε χρώμα.

Κι εκεί ανάμεσα

στη σαύρα που σέρνεται στη γη

και το φτερό που χάνεται σ’ αβέβαιη

πτήση,

στα σύνορα πάντα

αυτού που θά’ θελες

κι αυτού που πρέπει,

περνά ένα παράπονο το σώμα

ένα παράπονο στα χείλη σαν έτοιμη

να πέσει σταγόνα:

 

Ποιός κόβει των παιδικών

χρόνων τα δέντρα μας,

διώχνει με φώτα εκτυφλωτικά

τ’ αγαπημένα φαντάσματα

και κλέβει το νερό και στερεύει το ρέμα

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

στ.    Γεράκι

 

Γεράκι που ζυγιάζεσαι ψηλά

ακροκτυπώντας που και που τις φτερούγες,

χαμήλωσε λιγάκι- στα μάτια σου

να μελετήσω τις αδρές εικόνες

που δέχτηκες μέσ’ τον Ακάμα…

Όταν μετέωρο προσηλώνεσαι

πάνω στην πεύκη, την αγριελιά

και τον Αόρατο που παντού βλαστάνει,

κι όταν κτυπώντας δυνατά τα φτερά

στον φωτερόν αιθέρα παίρνεις ύψος

πάνσκοπη πρόθεση και στάση

ν’ απαθανατίσεις

την τραχειά σιλουέτα του-

από του Αρναούτη τη ριζωμένη

μέσα στη θάλασσα σφήνα,

ως την πατρίδα της αργής χελώνας

με χαλί από θάμνα.

 

Γεράκι, που κρατάς στο βλέμμα

την πορφυρή του δειλινού δαντέλα,

πάνω απ’ τα θεικά λουτρά

μ’ ένα πλατάγισμα φτερών στη μνήμη-

τον κόσμο της Ρήγαινας ξυπνάς

κι από τα δίκτυα του πάλι ξεφεύγεις

με μια βουτιά στον αέρα.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

                              ζ.   Λουτρά

 

Όταν χρόνο με χρόνο βλέπεις

στην αιωνόβια θύμησή σου,

άδικον ουρανό σ’ άλλη χώρα

τις βροντές του να σπαταλά

σε γλεντοκόπια πλημμύρας-

 

κι εσέ ν’ αποξεχνά

μικρό νησί του νότου

ράχη στο κορμί του Ακάμα…

Στης ξηρασίας το σώμα τότε σκάβεις

μια γούβα και μαζεύεις το δάκρυ

πάνωθε απλώνοντας την κόμη

βοστρύχους πράσινους μιας συκιάς-

πηγή ακριβή των σπλάχνων σου

που συντηρείς στο λιοπύρι,

εκείνο που τσουρουφλίζει τα μέτωπα

και το άλλο της νωπής σκλαβιάς.

 

Μα εσύ όπως καθωσπρέπει Μάνα

στραγγίζεις τη φλέβα και δίνεις

το αίμα ν’ αντέξει η ζωή

μέχρι να ροδίσει το χάραμα.

Στραγγίζεις τη λίγη υγρασία

από τον κόνιζο και τ’ άγριο θρουμπί

και ταπεινά δοξάζεις

μια στρογγυλή γούβα νερού –

του τόπου γνήσιο αγίασμα

και της Θεάς οπωσδήποτε

ιερά λουτρά .

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

η.   Κατάνυξη

 

Περπατώντας ξανά

στο δρόμο του Αγίου με τα γέρικα πεύκα

χωρίς κάποια πρόθεση-αντίθετα ίσως,

 

ξυπνά μια κατάνυξη από ένα

σαπισμένο που πέφτει καρύδι

μια κατάνυξη τόσο χειροπιαστή,

που επικάθεται σαν ρίγος στο δέρμα

και χνούδι υγρασίας στο γνώριμο

της μνήμης θρουμπί.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

                                                                                                                                                                        

                              θ.  Εγκλείστρα

 

 

Κομμένη στα πλευρά του βουνού

κάθετη κώχη

κάτω από γκρίζες χαρουπιές

που γονατίζουν…

Εδώ μπορείς με τον σουγιά να σκάψεις

κρύπτες βαθειές μέσα στον βράχο,

μπορείς με τ’ αδύναμο κορμί σου

ν’ ανέβεις πέτρινα σκαλιά κατακόρυφα,

για νά’ σαι μόνος

και πιο κοντά Του .

Μα μόνο αν μέσα σου

άναψε φλόγα δυνατή

που πυρώνει τα σπλάχνα,

και πια δεν υπάρχει αναπαμός.

Μόνο αν είδες μια μέρα

τα δυο καματερά μπροστά απ’ το αλέτρι

στη μέση τ’ αγρού

να σταματάν λυπημένα…

 

Δεν έχεις τότε εκλογή.

Παίρνεις όπως εκείνος τον ίσιο δρόμο

παράλληλα στην ακροθαλασσιά

και φτάνεις στην Πάφο,

αφήνοντας πίσω σου νοικοκυριό

και στέφανα μιας μέρας.

Κοιτάζεις ύστερα τα κοντινά βουνά

και το πράσινο σούρσιμο της ποταμιάς

που φέρνει κοντά τους.

Και τέλος-τέλος εκεί

στον κόρφο του Μελισσόβουνου

κρυμμένο στα δέντρα,

καθώς ο παράξενος εκείνος διαβάτης

που λεγόταν Νεόφυτος-

μπορείς κι εσύ να λαξέψεις

την κρύπτη σου

ή την πίστη σου,

και να τη δοξάσεις.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

  Διαλογισμοί

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Τρεις νύξεις για τη ζωή

 

α.

 

Γέννηση μικρού παιδιού

σε κλίνη με ρούχινο θόλο,

κάπνισμα γύρω ελιόφυλλου

και φως αυγερινό στον φεγγίτη…

 

Τώρα ανοιχτός κι ολόφωτος

ο ναός της ζωής

κι ο νεωκόρος ανάβει λαμπάδες,

ο κτύπος της καρδιάς

τα σκαλοπάτια ν’ ανέβει.

Τώρα κι οι μοίρες βγαίνουν

από το γνώριμο παραμύθι

με καλάθια στα χέρια,

τα δέντρα κι ο ήλιος παραπίσω

το μερτικό του διαχωρίζουν…

 

Και λίγο πιο πέρα

απ’ τα’ ανοιχτό παράθυρο στο βάθος,

αλόγου οπλές να σβήνουν –

και σκιά φευγαλέα που μόλις

παίρνει το μάτι

να χάνεται, βέβαιη πως

θα ξαναγυρίσει.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

β.

 

Ώρα μεσημεριού ο ήλιος

στη μέση τα’ ουρανού

ζυγιάζει το βάρος της γης.

Δεξιά η δύση, ζερβά η ανατολή –

μισά ελιόδεντρα στη μια

μισά στην άλλη,

τόσα πρόβατα απ’ εδώ τόσα απ’ εκεί…

Μα πιο χαμηλά

άλλοι τον κόσμο διαφεντεύουν νόμοι

κι αλλιώτικα μοιράζουν τη σοδειά τους,

τον βίο μετρώντας μ’ άπληστο μάτι.

 

Στο φαράγγι μόνο πιο κάτω

σαν κατεβαίνουνε καμιά φορά

-μ’ άγγιγμα ξάφνου ριγηλό στο δέρμα-

παίρνει το μάτι τους σπηλιές στον βράχο

κι από βαριές άχρονες στάλες

μισοφαγωμένα οστά…

Ανεβαίνουν τότε μουδιασμένοι

στη γνώριμη ρουτίνα επάνω

που τώρα τρέχει βιαστικά-

με του ήλιου ξέφρενο να φεύγει τον δίσκο

τα δέντρα με καρπούς μόλις ανθίσουν,

και το χνούδι να γίνεται

ως το πρωί γενειάδα.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

γ.

 

Φυσάει ένας αγέρας

στην αυλή απόψε

πεισματικά την πόρτα σειώντας,

αποτραβιέται και πάλι ορμά

φοβερίζοντας στον γυάλινο φεγγίτη

αναλαμπές από χλωμό λυχνάρι…

 

Νύχτα βαθειά – κανένας

δεν ανοίγει στ’ ακρινά σπίτια,

δεν ξέρεις τί φέρνει τέτοια ώρα

δίχως ξύλα στη φωτιά

χωρίς ένα σκύλο

να τρέξει να ψάξει.

 

Ας μείνει τραβηγμένος λοιπόν ο σύρτης

ως αύριο που θα χαράξει η μέρα.

Εκεί τουλάχιστον μέσα στο φως

στο βέβαιο περίγραμμα των πραγμάτων,

άς έλθει οποιοσδήποτε

κι ό,τι θέλει άς ζητήσει –

όχι εν λευκώ,

μα εκεί μπροστά στα μάτια

των ανθισμένων μυγδαλιών,

που μόνο αν είναι δίκαιο

θα συγκατανεύσουν.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Άλγος Εσπέρας

 

α.

 

Φωτεινή μια γραμμή

εμπρός του αχνοτρέμει,

με το ρώτημα αν είναι

κι αυτή οπτασία.

Απάντηση μόνη

το πιο ταχύ βήμα,

κι η ανάγκη που νιώθει

πιο καλά να προσέξει

τ’ αγριολούλουδα στου δρόμου την άκρη,

τον χρόνο στα χέρια

βιαστικής κλεψύδρας.

 

Μα κάπου όταν σκύβοντας

τους ιμάντες να δέσει

-πολύ ακόμα, πολύ

ο κύκλος πριν κλείσει-

βλέπει τη σκόνη να επικάθεται

υγρή κι αμετακίνητη στο δέρμα,

 

«όχι, ακόμα» αναφωνεί

με υπόκωφη φωνή πρωτόγνωρη

τινάζοντας μακριά του το χώμα.

 

Είναι απόγεμα και παντού

τη γύρω γνωστή επιφάνεια

η πορφύρα του ήλιου βαραίνει.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

β.

 

Πάνω σε πέτρα κάθησες

να πάρεις ανάσα καθώς είπες.

Ω, τι παράξενη ψυχή,

δεν πρόλαβε στον ίσκιο

το κεφάλι να γείρει

και το βλέμμα πώς αλλάζει τα χρώματα

μές στην αδύνατη στιγμή !

 

Τώρα μια διάθεση αόριστη

τον πρότερο μόχθο αραιώνει,

του ύπνου στρώνει την κλίνη

το πέλμα του πονεί.                                           .

 

Μ’ αυτός είναι ο δρόμος του. Δεν θλίβεται

στα ενδιάμεσα κάποτε

η έφεσή του σαν λυγίζει,

μια παύση άς είναι ένα ξεδίψασμα

ως το πρωϊ.                                                        .

 

Άς χαίρει λοιπόν κι άς ονειρεύεται

των αχναριών τη συνέχεια,

σε ό,τι κι αν τύχει, σε ό,τι συμβεί.

Τ’ αγριόχορτα κοίτα- προς το μέρος του,

δεμένα σ’ ανένδοτες ρίζες

γέρνουν το σώμα με κάποιο φθόνο

σε μάταιη κίνηση φυγής.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Ένυλη εμβίωση

 

Ναοί αδειανοί, βουβά κωδωνοστάσια

αλλοτινής λατρείας-

τώρα σημάδια

εμπύρετου μόνο περάσματος.

Οι προσευχές σου εσπερινά πουλιά

με κέρινα φτερά, σωριάστηκαν

στο πρώτο άγγιγμα των ακτίνων

κι η βασιλεία των ουρανών

άδειος πια θρόνος…

 

Τώρα εκεί θα καθήσει

με πόδια τις ρίζες των βουνών

με μάτια τις ατάραχες λίμνες,

ο κόσμος που ξυπνά το πρωί

και με τη δύση του ήλιου πάει για ύπνο.

Τίποτε άλλο τώρα εμπρός σου

απ’ ό,τι φωτίζεται κάθε αυγή

κι ό,τι ακούς στις φυλλωσιές των δέντρων

ή με τ’ αυτί κολλημένο στο χώμα.

Τίποτε άλλο εκτός

απ’ τα αιώνια των γενιών μονοπάτια

τ’ ακρογιάλια όπου σπάει το κύμα

και το ρίγος της πηγής πάνω στο δέρμα.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Όστρακο

 

Ξάφνου δεν είσαι πια ευτυχής,

ξάφνου αμφιβάλλεις

για τον βοριά για τον νοτιά

που χαϊδεύει τα μαλλιά σου,

και για το χρώμα του γιαλού

που όσο ρουφάει το φως αλλάζει.

 

Μονάχα λίγο πίσω ακροκοιτάζεις

αγαπημένα πριν χαθούν αχνάρια,

κι είδωλα μέχρι τα γόνατα στην άμμο…

Ώσπου τ’ αφήνεις στην πρώτη στροφή-

ρούχο φιδιού στο μονοπάτι,

χωρίς διόλου να λυπάσαι…

Καθώς το όστρακό σου ανοίγει πάλι

μπάζοντας φως χάνοντας αίμα,

σε μια ζωή που όλο κι αλλάζει

το πρόσωπό της κάθε μέρα.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Ταξίδι εντός μας

 

Μοίρα μας να ταξιδεύουμε

σαν δέντρα με βαθιές ρίζες

σε υπόγεια νερά…Ίδια όπως

με το λυχνάρι μια ζωή

ή κάτω απ’ την ηλεκτρική λάμπα,

σαλπάρουμε κι εμείς

σε θάλασσα άσπρο χαρτί

γράφοντας πάντα μια νωπή ρότα.

 

Ταξίδι – εμπύρετη έφεση

ψυχών που άλλα γυρεύουν,

έσχατη επιθυμία της φτέρνας

που αισθάνεται ν’ αγγίζει το τέρμα…

Μ’ αφού οι δρόμοι είναι κλειστοί

κι ο περίπλους φέρνει στο ίδιο σημείο,

 

δέχεται η ψυχή

την περίκλειστη μοίρα της

απαλύνοντάς την

στο κύμα στον άνεμο

ρίχνοντας σπόρους,

παρόμοια όπως

δέντρο φυτεύεις σαν κουραστείς,

κι ο ποιητής ετοιμάζεται

για τον επόμενο στίχο.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Μαύρο πουλί

 

Το μαύρο που πια μάθαμε πουλί

που είδαμε τόσες φορές να διασχίζει

το διάστημα των ημερών μας,

κράτα το ζωή λιγάκι

κλεισμένο στο κλουβί.

 

Να τρέξουμε να τραγουδήσουμε

μακάριοι μέσα στην αχλύ της άγνοιας,

κάτω από δέντρα να ξαπλώσουμε

χωρίς την έγνοια της βαριάς σκιάς του…

Γιατί συνέχεια μάς ξαφνιάζει. Έρχεται

μέσα στην κάψα του καλοκαιριού

ανέμελοι σαν σκύβουμε πάνω απ’ την πηγή,

ή μέσα στ’ όνειρο τις νύχτες του χειμώνα

τρυπώνει πάλι και μας βρίσκει

τάχα γαλήνιους τάχα δυνατούς –

κι ας μας περνά ένα ρίγος στο πλατάγισμά του.

 

Το ξέρουμε ζωή, μ’ αυτό

το μαύρο πουλί πρέπει

να τα βγάλουμε πέρα,

με ό,τι μπορεί να βοηθήσει –

αστεία κάνοντας για σιγουριά,

δέντρα φυτεύοντας όπου λάχει,

μάρμαρα ψάχνοντας μέσα στη γη

και το χαρτί γεμίζοντας με μανία.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Από μια κλωστή

 

Από μια κλωστή ίσως κρέμεται

η χαρά μας κι η λύπη-

αισθήματα σαν δέντρα τριγύρω μας

φαινομενικά αειθαλή.

 

Ανέμισμα φτερούγας κάποτε

πάνω απ’ τον ύπνο μας περνά,

ρίχνοντας ίσκιο βαρύ.

 

Μη σκιάζεσαι τότε μην  απελπίζεσαι

γιατί δεν θέλει πολύ να ξέρεις

κι απ’ τον ελάχιστο πηλό ακόμα

που σχηματίζει το δάκρυ στο χώμα,

για να προβάλουν σαν τ’ άστρα στον ουρανό

πίσω απ’ των λυγμών τα βήματα

τ’ άνθη εκείνα τα χρυσά που ονόμασες

δάκρυα της Παναγίας…

 

Κι αν από μια κλωστή τελικά κρέμεται

το σχήμα των χειλιών και το χρώμα

της επόμενης μέρας,

την ελπίδα σώζει το ατάραχο βλέμμα

και τη γύρη ο βόμβος των μελισσών

πάνω από κάθε τέφρα.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Τελική ευθεία

 

Ας  διαπλεύσει το κορμί

των εκβολών το δέλτα,

μες στην αγρύπνια ας κρατηθεί

προτού λυγίσει

κατά το τέρμα.

 

Με πέντε αισθήσεις στήθηκε

η καθημερινή πανδαισία-

ω, τί χαρά, ω, τί γιορτή,

στα μάτια συνωστίζονται, στην ακοή

και στο αθόρυβο δέρμα

τα ρίγη, οι εικόνες, οι ήχοι!

 

Αργά – αργά περιστρέφεται

η σφαίρα της γης,

ίδια παιδικό παιγνίδι…

Κι άτακτα δεξιά ζερβά

μυρίζοντας το καθετί

ανήσυχα εντοπίζεις,

τον χρόνο να τραβά τα λουριά

στα δάκτυλα ξάφνου να μετριούνται οι γύροι.

 

Τότε μπορείς να βυθιστείς

στο δάκρυ που διστάζει ακόμα,

και τη φθορά ν’ αντικρύσεις-

καθώς η κίνηση σχεδόν σταματά

κι εξέρχεσαι ευπρεπής και πλήρης,

κάνοντας τόπο σε μικρά παιδιά…

 

Κι η μνήμη αρχίζει…

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Ένα νησί

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Επεισόδιο

 

Απότομος χειμώνας μπήκε

στον ουρανό μας φέτος ξαφνικά,

προτού προλάβει να πατήσει η φτέρνα

του ανέτοιμου ποδιού

πάνω από φύλλα σκόρπια

φθινοπωρινά.

 

Ευαίσθητη η ψυχή

και θέλει χρόνο,

λίγο προαύλι

ανάμεσα στο πέταγμα και τη φωλιά,

για να μπορέσει δίχως φόβο να περάσει

από το ένα στο άλλο κλαρί.

 

Παράξενος αλήθεια φέτος

αυτός ο χειμώνας

που ενέσκηψε στις ακτές,

πίσω του αφήνοντας νεκρούς τους γλάρους

και στης λευκότητας τη δαντέλα

το μελάνι από χίλιες σουπιές.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Σχόλια

 

 

 

α.

 

Κωφεύεις

στη φωνή της μοίρας

όσο τ’ αντέχεις

σιγά – σιγά,

 

και μια μέρα

ούτε που ξέρεις

ποιο δρόμο να πάρεις

κι εύκολα ξεχνάς

πού είναι η πλώρη

πού είναι η πρύμνη,

 

σ’ ένα νησί με πολλά ακρωτήρια

πολλούς δείκτες στη θάλασσα.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

β΄

 

Κι αν κάπως συχνότερα μιλάμε

για τον Πενταδάκτυλο

είναι γιατί

μοιάζει χτυπημένο πουλί

με δυο φτερούγες

καρφωμένες στο χώμα.

 

Θά’ ταν πιστεύω ένας αετός περήφανος

με καταγωγή ίσως

τον βράχο με την αιμάτινη μνήμη

μέρη Καυκάσου –

ένας αετός μάρτυρας

της σταύρωσης και της οδύνης,

 

που πέταξε μακριά χαμηλώνοντας

για να κτίσει τελικά τη φωλιά του

σ’ ένα νησί-χλωρό κλαρί

αντίξοης μοίρας.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Μνήμη

 

Γυναίκες – μορφές  ανάμεσα

στο χρώμα της νύχτας και της μέρας

σκιές του σπιτιού καρτερικές

τ’ αγρού σκληρές κυρτές Αμαζόνες,

το έπος τους εξιστορούν

με διαπεραστικό τραγούδι θλιμμένο:

 

Ξέπλυνε πρώτη βροχή

το κάρβουνο, το αίμα.

Ξέπλυνε και τη συνήθεια

του πόνου και του χαμού-

πέπλος κρυφός που κάθεται

στη ψυχή μου ανεπαίσθητα

σαν αόρατη άμμος.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Προσμονή

 

Κρυφή μου στέρνα  της ψυχής

γέμισε χόρτο

το σώμα σου πυκνό,

μα δεν φυτρώνει λησμοσύνη.

 

Βάτος- θεριό τα γένια μου

άδεια σπηλιά το βλέμμα μου,

και περπατώ σαν μούλα

στον ίδιο κύκλο πού’ θρεψε

η προσμονή- ξερό πηγάδι.

 

Χρόνους οχτώ παιδεύομαι

κι αναζητώ σαν τη γοργόνα,

τα κύματα ξαναρωτώντας

που πέρασαν απ’ την Κερύνεια

και του Πενταδάκτυλου τα πουλιά

που πετούν προς το νότο…

 

Αν είδαν τον χαμένο γιο

να περπατά τη νύχτα

να κρύβεται τη μέρα,

νά’ χει θητεία στον θάνατο

χρόνους οχτώ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Ναυάγιο «Κερύνεια»

 

Δεν είναι λίγο

στης θάλασσας τ’ ανήλιαγα βάθη

τόσο χρόνο ν’ αντέξεις,

μόνο και μόνο γιατί γνωρίζεις

στην αγκαλιά σου πως κρατείς

πήλινα αγγεία.

 

Ήξερες πως θ’ αντικρύσεις

μια μέρα το φως του ήλιου,

όλα πως θά’ ναι ύστερα σαν ψέμα:

Το ναυάγιο στη θαλασσοταραχή,

οι νέες φυλές

οι σκυθρωποί αιώνες…

 

Κρατώντας λοιπόν την ανάσα

στον σκοτεινό βυθό,

ακολούθησες τη μοίρα

που σε πήρε απ’ το χέρι

και βγήκες στον κόσμο

να δώσεις έγκυρη μαρτυρία-

κατάθεση σε δίσεκτο καιρό

και σε όψιμους λογχοφόρους,

που ψάχνουν ανήσυχα το ξύλο

για δικά τους σημάδια

 

και γράμματα βρίσκουνε μόνο

που δεν μπορούν να διαβάσουν

πάνω στ’ αγγεία.

 

 

1982

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Φάρος

 

Έχεις ένα μάτι νυσταγμένο

κι ένα βλέφαρο ολοένα πιο βαρύ,

ωσάν η συνήθεια να σού’ γινε δέρμα

και πιο πολύ ακόμα, ίσως ψυχή.

Τα καράβια – τα παιδιά σου σκόρπισαν

σ’ άλλες ρότες, ενηλικιώθηκαν πια

κι εσύ ακόμα τους κουνάς μαντήλι.

 

Μα πώς ν’ αλλάξει τη ζωή του τώρα

ένας φάρος ή ο,τιδήποτε άλλο,

ακολουθώντας τον ρυθμό του αιώνα!

Στέκει σαν Κύκλωπας στην Κάτω Πάφο

δήθεν κοιτάζοντας τη θάλασσα,

με τεντωμένα κρυφά τ’ αυτιά

στο άλλο τοπίο την άλλη ώρα.

Γιατί με το σούρουπο δειλά – δειλά

μες στο μισόφωτο τ’ αρχαία χαλάσματα,

στα επιστρώματα της σιωπής ανοίγεται

η πρώτη ραγισματιά.

Κι αφού η πόλη κοιμάται

η πόλη που ξοδεύεται τόσο εφήμερα,

αυτός κοιτάζει μην τον βλέπει κανένας

και κλείνει με νόημα το μάτι

στον κήρυκα και τον ιερέα –

 

και το πλήθος ξάφνου κινείται

στου αρχαίου Ωδείου την κερκίδα,

όπου παίζεται το αιώνιο δράμα

της πατρίδας ξανά και ξανά.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Ποίηση Ανδρέα Πετρίδη, ο ποιητής Ανδρέας Πετρίδης

Τρίτη, 18 Αυγούστου 2015

ΑΝΔΡΕΑΣ ΠΕΤΡΙΔΗΣ

 

ΕΝΤΟΠΙΟ ΡΙΓΟΣ  (2013)

ΤΟ ΘΑΜΒΟΣ ΤΡΙΓΥΡΩ

…Ω, τι χαρά, ω, τί γιορτή

στα μάτια συνωστίζονται

στην ακοή

και στο αθόρυβο δέρματα ρίγη, οι εικόνες, οι ήχοι !

α. ΞΗΜΕΡΩΜΑ

Μικρός αυλός στο στόμα

του πρώτου τσοπάνη χαιρετά

την έλευση καινούργιας μέρας.

Ο δίσκος του ήλιου κοντοστέκει

για να πατήσει στον ρυθμό του,

κι ύστερα ανεβαίνει τα σκαλιά…

Φωτίζει μ’ ένα βλέμμα τις βουνοπλαγιές

έν’ άλλο βλέμμα ρίχνει στις κοιλάδες,

κι αρχινάει μετά να ψάχνει

σκοτάδι που απόμεινε στις γωνιές

ή κάτω απ’ τα βλέφαρα κουρνιασμένο –

έτοιμο να χυθεί ν’ απλώσει

όπως μελάνι στο σεντόνι της μέρας.

Ήδη στον θρόνο του ο βασιλιάς

τού φωτός έχει καθήσει

μ’ ένα βουητό ζωής

το πήγαινε-έλα μυριάδων ακτίνων,

που ξύπνησαν το καθετί

που μοίρασαν το χρώμα –

έτσι όπως πάντοτε,

δουλειά γνωστή τους.

δ. ΝΟΣΤΟΣ

 

Του ποτάμιου που αγάπησα, μια στάλα-

σώμα σουπιάς χρωμάτιζε το νερό

στη θάλασσα δίνοντας δικό του χρώμα.

Άσπρο χαρτί τα χιονισμένα βράδια

νοσταλγικά παράδερνε ζητώντας

μ’ άγρυπνο βλέμμα τον χαμένο στίχο.

Σαν χελιδόνι σπάθιζε

τον ουρανό και τον χρόνο

ακροπατώντας στα κοιμισμένα

κεφάλια των γνώριμων βουνών…

Μπροστά μου τότε η ξερολιθιά,

τα κυκλάμινα στα φυτεμένα βράχια

κι η μούλα που γέμιζε με κλειστά μάτια

νερό τ’ αυλάκι.

Ώσπου όλα θολώνουν και πάλι

από ένα δάκρυ όλο αλμυράδα,

σε μια σοφίτα ξενική κάπου

μ’ εύθυμα φώτα στων σπιτιών τα παράθυρα

και γελαστούς ανθώνες στους δρόμους.

 ε. ΚΟΙΤΙΔΑ ΜΝΗΜΗΣ

Βάζεις το πόδι στο λιγοστό

νερό που βγαίνει απ’ το χώμα

αφήνοντάς το να το γαργαλά

παράξενα – σχεδόν μεταφυσικά,

μ’ αυτί ολάνοιχτο σ’ όλους τους ήχους

με μάτι δεκτικό σε κάθε χρώμα.

Κι εκεί ανάμεσα

στη σαύρα που σέρνεται στη γη

και στο φτερό που χάνεται σ’ αβέβαιη πτήση,

στα σύνορα πάντα

αυτού που θά’ θελες

κι αυτού που πρέπει,

περνά ένα παράπονο το σώμα

ένα παράπονο στα χείλη σαν έτοιμη

να πέσει σταγόνα:

Ποιός κόβει των παιδικών

χρόνων τα δέντρα μας,

διώχνει με φώτα εκτυφλωτικά

τ’ αγαπημένα φαντάσματα

και κλέβει το νερό και στερεύει το ρέμα

 

στ. ΓΕΡΑΚΙ

Γεράκι που ζυγιάζεσαι ψηλά

ακροκτυπώντας που και που τις φτερούγες,

χαμήλωσε λιγάκι- στα μάτια σου

να μελετήσω τις αδρές εικόνες

που δέχτηκες μέσ’ τον Ακάμα…

Όταν μετέωρο προσηλώνεσαι

πάνω στην πεύκη, την αγριελιά

και τον Αόρατο που παντού βλαστάνει,

κι όταν κτυπώντας δυνατά τα φτερά

στον φωτερόν αιθέρα παίρνεις ύψος –

πάνσκοπη πρόθεση και στάση

ν’ απαθανατίσεις

την τραχειά σιλουέτα του:

από του Αρναούτη τη ριζωμένη

μέσα στη θάλασσα σφήνα,

ως την πατρίδα της αργής χελώνας

με χαλί από θάμνα.

Γεράκι, που κρατάς στο βλέμμα

την πορφυρή του δειλινού δαντέλα,

πάνω απ’ τα θεϊκά λουτρά

μ’ ένα πλατάγισμα φτερών στη μνήμη –

τον κόσμο της Ρήγαινας ξυπνάς

κι από τα δίκτυα του πάλι ξεφεύγεις

με μια βουτιά στον αέρα.

 

 

η. ΚΑΤΑΝΥΞΗ

(Μονή Αγίου Νεοφύτου)

Περπατώντας ξανά

στο δρόμο του Αγίου με τα γέρικα πεύκα

χωρίς κάποια πρόθεση – αντίθετα ίσως,

ξυπνά μια κατάνυξη από ένα

σαπισμένο που πέφτει καρύδι

μια κατάνυξη τόσο χειροπιαστή,

που επικάθεται σαν ρίγος στο δέρμα

και χνούδι υγρασίας στο γνώριμο

της μνήμης θρουμπί.

 

ΔΙΑΛΟΓΙΣΜΟΙ

Τρεις νύξεις για τη ζωή

 α.

Γέννηση μικρού παιδιού

σε κλίνη με ρούχινο θόλο,

κάπνισμα γύρω ελιόφυλλου

και φως αυγερινό στον φεγγίτη…

Τώρα ανοιχτός κι ολόφωτος

ο ναός της ζωής

κι ο νεωκόρος ανάβει λαμπάδες,

ο κτύπος της καρδιάς

τα σκαλοπάτια ν’ ανέβει.

Τώρα κι οι μοίρες βγαίνουν

από το γνώριμο παραμύθι

με καλάθια στα χέρια.,

τα δέντρα κι ο ήλιος παραπίσω

το μερτικό του διαχωρίζουν…

Και λίγο πιο πέρα

απ’ το ανοιχτό παράθυρο στο βάθος,

αλόγου οπλές να σβήνουν –

και σκιά φευγαλέα που μόλις

παίρνει το μάτι

να χάνεται, βέβαιη πως

θα ξαναγυρίσει…

 

β.

Ώρα μεσημεριού ο ήλιος

στη μέση τ’ ουρανού

ζυγιάζει το βάρος της γης.

Δεξιά η δύση, ζερβά η ανατολή

μισά ελιόδεντρα στη μια

μισά στην άλλη,

τόσα πρόβατα απ’ εδώ τόσα απ’ εκεί…

Μα πιο χαμηλά

άλλοι τον κόσμο διαφεντεύουν νόμοι

κι αλλιώτικα μοιράζουν τη σοδειά τους,

τον βίο μετρώντας μ’ άπληστο μάτι.

Στο φαράγγι μόνο πιο κάτω

σαν κατεβαίνουνε καμιά φορά

– μ’ άγγιγμα ξάφνου ριγηλό στο δέρμα –

παίρνει το μάτι τους σπηλιές στον βράχο

κι από βαριές άχρονες στάλες

μισοφαγωμένα οστά…

Ανεβαίνουν τότε μουδιασμένοι

στη γνώριμη ρουτίνα επάνω

που τώρα τρέχει βιαστικά –

με του ήλιου ξέφρενο να φεύγει τον δίσκο

τα δέντρα με καρπούς μόλις ανθίσουν,

και το χνούδι να γίνεται

ως το πρωί γενειάδα.

  γ.

Φυσάει ένας αγέρας

στην αυλή απόψε

πεισματικά την πόρτα σειώντας,

αποτραβιέται και πάλι ορμά

φοβερίζοντας στον γυάλινο φεγγίτη

αναλαμπές από χλωμό λυχνάρι…

Νύχτα βαθειά – κανένας

δεν ανοίγει στ’ ακρινά σπίτια,

δεν ξέρεις τί φέρνει τέτοια ώρα

δίχως ξύλα στη φωτιά

χωρίς ένα σκύλο

να τρέξει να ψάξει.

Ας μείνει τραβηγμένος λοιπόν ο σύρτης

ως αύριο που θα χαράξει η μέρα.

Εκεί τουλάχιστον μέσα στο φως

στο βέβαιο περίγραμμα των πραγμάτων,

άς έλθει οποιοσδήποτε

κι ό,τι θέλει άς ζητήσει –

όχι εν λευκώ,

μα εκεί μπροστά στα μάτια

των ανθισμένων μυγδαλιών,

που μόνο αν είναι δίκαιο

θα συγκατανεύσουν.

 

 

ΕΝΥΛΗ ΕΜΒΙΩΣΗ

Ναοί αδειανοί, βουβά κωδωνοστάσια

αλλοτινής λατρείας

τώρα σημάδια

εμπύρετου μόνο περάσματος.

Οι προσευχές σου εσπερινά πουλιά

με κέρινα φτερά σωριάστηκαν

στο πρώτο άγγιγμα των ακτίνων,

κι η βασιλεία των ουρανών

άδειος πια θρόνος…

Τώρα εκεί θα καθήσει

με πόδια τις ρίζες των βουνών

με μάτια τις ατάραχες λίμνες,

ο κόσμος που ξυπνά το πρωί

και με τη δύση του ήλιου πάει για ύπνο.

Τίποτε άλλο εμπρός σου

απ’ ό,τι φωτίζεται κάθε αυγή

κι ό,τι ακούς στις φυλλωσιές των δέντρων

ή με τ’ αυτί κολλημένο στο χώμα.

Τίποτε άλλο εκτός

απ’ τα αιώνια των γενιών μονοπάτια

τ’ ακρογιάλια όπου σπάει το κύμα

και το ρίγος της πηγής πάνω στο δέρμα.

 

ΟΣΤΡΑΚΟ

Όστρακο – ντύμα σκληρό

μιας έγκλειστης ζωής

δεν μπόρεσες πολύ ν’ αντέξεις…

Με υπομονή με επιμονή

σαν τη σταγόνα που τρώει την πέτρα,

η γνώση λύγισε – σώμα καυτό

την άτεγκτη σκληρότητα σου.

Τώρα δεν είσαι πια ευτυχής

τώρα αμφιβάλλεις

για τον βοριά για τον νοτιά

που χαϊδεύει τα μαλλιά σου,

και για το χρώμα του γιαλού

που όσο ρουφάει το φως αλλάζει.

Μονάχα λίγο πίσω ακροκοιτάζεις

αγαπημένα πριν χαθούν αχνάρια

κι είδωλα μέχρι τα γόνατα στην άμμο

Ώσπου τ αφήνεις στην πρώτη στροφή

ρούχο φιδιού στο μονοπάτι,

χωρίς διόλου να λυπάσαι…

Καθώς το όστρακο σου ανοίγει πάλι

μπάζοντας φως χάνοντας αίμα

σε μια ζωή που όλο κι αλλάζει

το πρόσωπο της κάθε μέρα.

 

 

ΜΑΥΡΟ ΠΟΥΛΙ

Το μαύρο που πια μάθαμε πουλί

που είδαμε τόσες φορές να διασχίζει

το διάστημα των ημερών μας,

κράτα το ζωή λιγάκι

κλεισμένο στο κλουβί.

Να τρέξουμε να τραγουδήσουμε

μακάριοι μέσα στην αχλύ της άγνοιας,

κάτω από δέντρα να ξαπλώσουμε

χωρίς την έγνοια της βαρειάς σκιάς του…

Γιατί συνέχεια μας ξαφνιάζει. Έρχεται

μέσα στην κάψα του καλοκαιριού

ανέμελοι σαν σκύβουμε πάνω απ’ την πηγή,

ή μέσα στ’ όνειρο τις νύχτες του χειμώνα

τρυπώνει πάλι και μας βρίσκει

τάχα γαλήνιους, τάχα δυνατούς –

κι ας μας περνά ένα ρίγος στο πλατάγισμά του.

Το ξέρουμε ζωή, μ’ αυτό

το μαύρο πουλί πρέπει

να τα βγάλουμε πέρα,

με ό,τι μπορεί να βοηθήσει –

αστεία κάνοντας για σιγουριά

δέντρα φυτεύοντας όπου λάχει,

μάρμαρα ψάχνοντας μέσα στη γη

και το χαρτί γεμίζοντας με μανία.

 

 

ΕΝΑ ΝΗΣΙ

Επεισόδιο (1974)

Απότομος χειμώνας μπήκε

στον ουρανό μας φέτος ξαφνικά,

προτού προλάβει να πατήσει η φτέρνα

του ανέτοιμου ποδιού

πάνω από φύλλα σκόρπια

φθινοπωρινά.

Ευαίσθητη η ψυχή

και θέλει χρόνο,

λίγο προαύλι

ανάμεσα στο πέταγμα και τη φωλιά,

για να μπορέσει δίχως φόβο να περάσει

από το ένα στο άλλο κλαρί.

Παράξενος αλήθεια φέτος

αυτός ο χειμώνας

που ενέσκηψε στις ακτές,

πίσω του αφήνοντας νεκρούς τους γλάρους

και στης λευκότητας τη δαντέλα

το μελάνι από χίλιες σουπιές.

 

 

Σχόλια

α.

Κωφεύεις

στη φωνή της μοίρας

όσο τ’ αντέχεις

σιγά – σιγά,

και μια μέρα

ούτε που ξέρεις

ποιό δρόμο να πάρεις,

κι εύκολα ξεχνάς

πού είναι η πλώρη

πού είναι η πρύμνη,

σ’ ένα νησί με πολλά ακρωτήρια

πολλούς δείκτες στη θάλασσα.

β.

Κι αν κάπως συχνότερα μιλάμε

για τον Πενταδάκτυλο

είναι γιατί

μοιάζει χτυπημένο πουλί

με δυο φτερούγες

καρφωμένες στο χώμα.

Θά’ ταν πιστεύω ένας αετός περήφανος

με καταγωγή ίσως

τον βράχο με την αιμάτινη μνήμη

μέρη Καυκάσου,

ένας αετός μάρτυρας

της σταύρωσης και της οδύνης,

που πέταξε μακριά χαμηλώνοντας

για να κτίσει τελικά τη φωλιά του

σ’ ένα νησί – χλωρό κλαρί

αντίξοης μοίρας.

Οδύνη

Γυναίκες – μορφές ανάμεσα

στο χρώμα της νύχτας και της μέρας

σκιές του σπιτιού καρτερικές

τ’ αγρού σκληρές κυρτές Αμαζόνες,

το έπος τους εξιστορούν

με διαπεραστικό τραγούδι θλιμμένο:

Ξέπλυνε πρώτη βροχή

το κάρβουνο, το αίμα.

Ξέπλυνε και τη συνήθεια

του πόνου και του χαμού-

πέπλος κρυφός που κάθεται

στη ψυχή μου ανεπαίσθητα

σαν αόρατη άμμος.

1974

 

Ναυάγιο «Κερύνεια»

Δεν είναι λίγο

στης θάλασσας τ’ ανήλιαγα βάθη

τόσο χρόνο ν’ αντέξεις,

μόνο και μόνο γιατί γνωρίζεις

στην αγκαλιά σου πως κρατείς

πήλινα αγγεία.

Ήξερες πως θ’ αντικρύσεις

μια μέρα το φως του ήλιου,

όλα πως θά’ ναι ύστερα σαν ψέμα:

Το ναυάγιο στη θαλασσοταραχή,

οι νέες φυλές

οι σκυθρωποί αιώνες…

Κρατώντας λοιπόν την ανάσα

στον σκοτεινό βυθό,

ακολούθησες τη μοίρα

που σε πήρε απ’ το χέρι

και βγήκες στον κόσμο

να δώσεις έγκυρη μαρτυρία –

κατάθεση σε δίσεκτο καιρό

και σε όψιμους λογχοφόρους,

που ψάχνουν ανήσυχα το ξύλο

για δικά τους σημάδια

και γράμματα βρίσκουνε μόνο

που δεν μπορούν να διαβάσουν

πάνω στ’ αγγεία.

 Ο ΠΑΝΘΗΡΑΣ  (2015)

 

ΣΕ ΑΝΟΙΚΤΟ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΙΚΟ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙ

 Ράϊνερ Μαρία Ρίλκε

Περνώ τη ζωή μου

Περνώ τη ζωή μου

σε κύκλους που ολοένα ανοίγουν,

και πάνω απ’ τα πράγματα ξεμακραίνουν.

Τον τελευταίο ίσως να μην τον κλείσω,

μα να πασκίσω οι λογισμοί μου κραίνουν.

Γύρω απ’ τον Θεό περιστρέφομαι,

τον πανάρχαιο τούτο πύργο,

χιλιάδες χρόνια τώρα γυρίζω –

κι αν είμαι γεράκι, θύελλα ή άσμα βουερό,

ακόμα αυτό δεν το γνωρίζω.

(I, 253,1899)

Μέσα απ’ τον Λόγο σου το διαβάζω

Μέσα απ’ τον Λόγο σου το διαβάζω,

κι απ’ τις κινήσεις των χεριών σου,

που πλαστουργώντας

τρυφερά στρογγυλεύαν-

περίγραμμα στο καθετί,

ζεστά, μα και γεμάτα σοφία.

«Ζωή» έκραξες, και ψιθύρισες «θάνατος»

κι είχες στα χείλη τη Λέξη «υπάρχω».

Μα ο φόνος πρόλαβε τον πρώτο θάνατο.

Σχισμή τότε πέρασε

τους ώριμους κύκλους σου,

και κραυγή εσηκώθη

τις φωνές υφαρπάζοντας,

πού είχανε μόλις συναχθεί

ολόγυρά σου να μιλήσουν,

ολόγυρά σου να κρατήσουν

τη γέφυρα όλου του χάους.

Κι ό,τι έκτοτε ακούς να τραυλίζουν,

θρύψαλα είναι

του παλαιού σου Ονόματος.

(I, 257,1899)

 

Πιστεύω σε ό,τι ακόμα δεν έχει ειπωθεί.

Πιστεύω σε ό,τι ακόμα δεν έχει ειπωθεί.

Να Λευτερώσω θέλω

τα πιο ευσεβή μου αισθήματα.

Ό,τι κανείς δεν τόλμησε ακόμα να ποθεί,

ακούσια ξάφνου μου οδηγεί τα βήματα.

Αν τούτο είναι ασέβεια, συγχώρεσέ με Θεέ μου.

Όμως αυτό θέλω μονάχα να σου πω:

Τη δύναμή μου την πιο ακριβή,

όπως αρχέγονη ορμή τη θέλω νά ‘ναι,

έτσι χωρίς θυμό και δείλιασμα κανένα,

όπως κι η αγάπη των παιδιών για σένα.

Με τούτο το πλημμύρισμα να γιγαντώνει,

μ’ αγκάλες διάπλατες

στο πέλαγος εκβάλλοντας το ανοιχτό,

μ’ αυτό τον γυρισμό που όλο φουντώνει,

να σε πρεσβεύω και να σε δοξάζω ποθώ

όσο ποτέ άλλος κανένας.

Κι υπεροψία αν φαίνεται,

σ’ αυτήν άφησέ με

την προσευχή μου να κάνω,

που βλοσυρή στέκει και μόνη

προ του μετώπου Σου, που νέφος ζώνει.

(I, 259,1899)

 

ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΝΥΧΤΑ

Οι νύχτες δεν γίνηκαν για το πλήθος.

Από τον γείτονα σου η νύχτα σε χωρίζει,

να τον ζητάς γι’ αυτό δεν πρέπει.

Κι αν νύχτα φως στην κάμαρά σου ανάψεις,

ανθρώπους καταπρόσωπο για να κοιτάξεις,

έτσι και ποιον θα δεις, στοχάσου.

Παραμορφώθηκαν οι άνθρωποι τρομερά

από το φως που απ’ τα πρόσωπά τους στάζει,

κι αν νύχτα όλοι τους μαζί βρεθούνε,

έναν κόσμο κλονισμένο θα κοιτούσες

σ’ άτακτο πυκνό μπουλούκι.

Στα μέτωπά τους χλωμή λάμψη

έχει εκτοπίσει κάθε σκέψη,

στα βλέμματά τους το κρασί αχνοτρέμει,

κι από τα χέρια τους κρέμεται η βαριά

χειρονομία, που τους επιτρέπει

στις συνομιλίες να καταλαβαίνονται.

Και λεν ολοένα: Εγώ κι εγώ

Κι εννοούν: τον καθένα.

(I, 392,1899)

ΤΑΝΑΓΡΑ

Ένα κομμάτι γης καμένης,

σαν από ήλιο δυνατό πυρπολημένης.

Ωσάν η κίνηση χεριού κοπέλλας

μετέωρη να ‘μενε ξάφνου για πάντα –

δίχως ν’ απλώνεται κάπου,

σε κάποιο ολόγυρά του πράγμα

οδηγημένη απ’ το αίσθημά της,

τον εαυτό της μόνο συγκινώντας,

σαν χέρι που στο πηγούνι ακουμπά.

Σηκώνουμε και περιστρέφουμε

τη μια μορφή μετά την άλλη,

πάμε σχεδόν να καταλάβουμε

γιατί ποτέ δεν χάνονται,-

όμως βαθύτερα και πιο θαυμαστά

νά ‘μαστέ πρέπει δεμένοι

με ό,τι έχει υπάρξει,

και να μειδιούμε: καθαρότερα ίσως

απ’ τη χρονιά την περασμένη.

(I, 515,1906)

  

ΝΥΧΤΑ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΗ

Το γκρίζο του βραδιού στη γη πυκνώνει,

κι είναι πια νύχτα ό,τι σαν πέπλος

κρύος τις Λατέρνες ζώνει.

Μ’ απροσδιόριστα ξάφνου, Λίγο ψηλότερα,

ο άδειος κι ανάλαφρος πύρινος τοίχος

οπίσθιου δώματος,

στριμώχνεται στη φρίκη μιας νύχτας

γεμάτης πανσέληνο,

φεγγάρι μόνο και τίποτε άλλο…

Ψηλά τότε μια απλωσιά

γλυστρά παραπέρα,

αλώβητη- καλά φυλαγμένη,

και τα παράθυρα παντού στα πλευρά

ακατοίκητα φαίνονται και λευκά.

(II, 35,1908/9)

…Ω κόσμε σε έγερση, γεμάτε άρνηση

(αποσπασματικό)

…Ω κόσμε σε έγερση, γεμάτε άρνηση.

Τον χώρο λοιπόν ανασάνετε, όπου πλανιώνται

τ’ αστέρια.

Ετούτο δες, που χωρίς ανάγκη καμιά θα μπορούσε,

τυφλά ξεμακραίνοντας,

στην απεραντωσύνη να χαθεί, μακριά μας…

Και τώρα ευφραίνεται και μας αγγίζει το πρόσωπο,

όπως της αγαπημένης το βλέμμα.

Διανοίγεται απέναντι μας και κατασκορπά

σε μας ίσως την ύπαρξη του. Και δεν τ’ αξίζουμε…

Κάποια δύναμη ίσως απ’ τους αγγέλους θα παίρνει,

ώστε ο έναστρος ουρανός να ενδίδει

κατά το μέρος μας

και στη θολή μέσα να μας κλείνει μοίρα.

Μάταια όμως. Γιατί ποιος το προσέχει;

κι όπου σε κάποιον αισθητό γίνεται,

ποιος δικαιούται ακόμα

το μέτωπο του στον χώρο της νύχτας

σαν στο παράθυρο του ν’ ακουμπήσει;

Ποιος δεν τ’ αρνήθηκε; Στο έμφυτο τούτο στοιχείο,

πλαστές, κίβδηλες κι απαίσιες νύχτες

ποιος δεν έμπασε μέσα,

ικανοποίηση βρίσκοντας σε κάτι τέτοιο;

Τους Θεούς αφήνουμε στη σαπίλα τριγύρω,

γιατί δεν δελεάζουν οι Θεοί. Απλώς υπάρχουν,

και μόνο υπάρχουν, ύπαρξης πλησμονή,

δίχως νεύμα καθόλου, δίχως οσμή.

Τίποτε πιο βουβό απ’ του Θεού το στόμα,

ωραίο σαν κύκνος

στης αιωνιότητας την απύθμενη έκταση:

Έτσι πορεύεται ο Θεός,

και κρύβει και προστατεύει τη Λευκότητα του.

Όλα Λοιπόν στην πλάνη. Και το πουλάκι ακόμα

μέσ’ απ’ το φύλλωμα το καθαρό μας βαραίνει,

το λουλούδι στενάχωρο απλώνει πιο πέρα.

Τί ζητά ο άνεμος λοιπόν; Ο Θεός μονάχα,

σαν κολώνα να περάσει αφήνει –

μοιράζοντας από ψηλά όπου στέκει

και στις δυο πλευρές τον ανάλαφρο θόλο

της μακαριότητάς του.

(Από τα «ποιήματα στη νύχτα», II, 52,1913)

 

Πλημμυρισμένοι ουρανοί

Πλημμυρισμένοι ουρανοί σπαταλημένων άστρων

θριαμβικά απλώνονται πάνω απ’ τη θλίψη.

Σκυφτός αντί να κλαις στο προσκεφάλι,

ψηλά σήκωσε τον θρήνο. Να,

στον οδυρόμενο κι όλας, στην όψη που σβήνει,

τριγύρω απλώνοντας το συναρπαστικό

σύμπαν αρχίζει. Ποιος διακόπτει

στην κίνηση σου προς τα εκεί τούτο το ρέμα;

Κανείς. Εκτός κι αν ξάφνου αντιπαλεύεις

τον χείμαρρο των αστεριών που πλησιάζει.

Ανάσανε. Το σκοτάδι της γης ανάσανε

και ψηλά πάλι κοίτα! Ξανά.

Ελαφρύ κι απρόσωπο το βάθος

από ψηλά επάνω σου γέρνει.

Το σβησμένο – γεμάτο νύχτα πρόσωπο –

και τον δικό σου χώρο του προσφέρει.

(Από «τα τραγούδια της νύχτας» II, 54,1913)

ΓΙΑ ΤΗ ΜΟΥΣΙΚΗ

Μουσική: Των αγαλμάτων ανάσα. Ίσως

των εικόνων σιωπή. Γλώσσα εσύ, όπου

οι γλώσσες τελειώνουν. Εσύ χρόνος

που κάθετα στέκει

προς το μέρος καρδιών που σβήνουν.

Αισθήματα, για ποιον; Ω εσύ,

των αισθημάτων αλλαγή, σε τί;

Σε τοπίο ακοής.

Ξένη, εσύ: Μουσική.

Άνοιγμα

του χώρου της καρδιάς μας,

εαυτός μας πιο βαθύς,

που πέρα από μας

σπρώχνει να βγει,-

αποδημία ιερή:

αφού μας περιβάλλει ό,τι ενδότερο

σαν η πιο δοκιμασμένη

απώτερη φύση, ως άλλη

πλευρά του αιθέρα: καθαρή

απέραντη,

όχι πια κατοικήσιμη.

(II, 111,1918)

ΝΥΧΤΕΡΙΝΟΣ ΟΥΡΑΝΟΣ ΚΑΙ ΠΕΦΤΑΣΤΕΡΙΑ

Ο ουρανός απέραντος, γεμάτος αρμονία,

χώρου απόθεμα και Χτίσης πλησμονή.

Κι εμείς πολύ μακριά απ’ την κοσμογονία,

και τόσο κοντά για την επιστροφή.

Εν’ άστρο πέφτει, να! Με βλέμμα σαστισμένο,

ταχιά προσμένουμε να πει μια γνώμη:

Τί άρχισε λοιπόν, και τί ‘ναι περασμένο;

Τί είναι ένοχο; Και τί πήρε συγγνώμη;

(II, 175,1924)

 

(Από τον κύκλο: «Νύχτες»)

Αστερισμοί της νύχτας που άγρυπνος κοιτώ,

την όψη μου την τωρινή μόνο διαστέλλουν;

ή μήπως και την όψη μου όλων των χρόνων-

αυτές οι γέφυρες που ακουμπούν

σε στήλες φωτός;

Ποιος θέλει εκείνα πορευτεί;

Για ποιον άβυσσος είμαι και ρύακα κοίτη,

ώστε μακριά να οδηγεί τα βήματά του,

εύκολα να με προσπερνά,

σαν το πιόνι να με παίρνει στο ζατρίκι

και νά ‘βγει επιμένει νικητής;

(II, 177,1924)

Όταν ζυγώνει η βροχή

Όταν ζυγώνει η βροχή, ο κήπος σκοτεινιάζει

σχεδόν τρυφερά,

κήπος που κάτω

από νωθρό χέρι ησυχάζει.

Λες και στοχάζονται μες στις πρασιές τα Είδη:

πώς έγινε, αλήθεια πώς

τα πρωτονόμασε ο κηπουρός!

Γιατί πάντα τον σκέφτονται – έχοντας σμίξει

με την ιλαρή απολύτρωση,

απόμεινε το κουρασμένο πνεύμα του,

και η παραίτηση του, ίσως κι αυτή…

Για μας παράξενη στ’ αλήθεια διδαχή,

να έχουν και τούτα μια διττή φύση:

ακόμα και το πιο ελαφρύ

προβάλλει αντίρροπο βάρος.

(II, 187,1926)

ΡΟΔΟ

Ρόδο, ω άδολη αντίθεση,

χαρά: να μην είσαι

ο ύπνος κανενός

κάτω από τόσα βλέφαρα.

1925

Επεξηγηματικό σημείωμα 

Οι ρωμαϊκοί και αραβικοί αριθμοί σε παρένθεση στο τέλος εκάστου ποιήματος,
αντιστοιχούν στον τόμο, τη σελίδα και τον χρόνο γραφής του.
Αναρτήθηκε από Ανδρέας Καρακόκκινος στις 9:01 π.μ. Δεν υπάρχουν σχόλια:

Αποστολή με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου BlogThis!Μοιραστείτε το στο TwitterΜοιραστείτε το στο FacebookΚοινοποίηση στο Pinterest

Ετικέτες ΑΝΔΡΕΑΣ ΠΕΤΡΙΔΗΣ

Νεότερες αναρτήσεις Παλαιότερες αναρτήσεις Αρχική σελίδα

Εγγραφή σε: Αναρτήσεις (Atom)

Ετικέτες

Πληροφορίες

Ανδρέας Καρακόκκινος
Προβολή πλήρους προφίλ

Αρχειοθήκη ιστολογίου

Πληροφορίες

Ανδρέας Καρακόκκινος
Προβολή πλήρους προφίλ

Αρχειοθήκη ιστολογίου

Κυριάκος Χαραλαμπίδης –

Κυριάκος Χαραλαμπίδης –
Ανοίγοντας Όστρακα της Ποίησής του

Από καιρό ωρίμαζε μέσα μου ένα κείμενο για τον ποιητή Κυριάκο Χαραλαμπίδη. Ένα κείμενο με εμπειρική, κατά κύριο λόγο μορφοκεντρική προσέγγιση, χωρίς φιλολογικές ή άλλες εξωποιητικές διανοίξεις. Στόχος μου ν’ αγγίξω με τη δική μου ευαισθησία τον καθ’ αυτό πυρήνα μερικών ποιημάτων απ’ την εκτεταμένη ποιητική του δημιουργία… Να φωτίσω την αισθητική τους δυναμική, που έγκειται πιστεύω όχι μόνο στην ιδιοτυπία του γλωσσικού του οργάνου, αλλά και στον ουσιαστικό τρόπο που στις εύκρατές του στιγμές το χρησιμοποιεί.
Πρόθεσή μου φυσικά δεν είναι να θεωρητικολογήσω γενικά και αόριστα, αλλά ν’ αρχίσω μια διερευνητική περιδιάβαση μ’ εφόδια έναν πρακτικό ερμηνευτικό τρόπο προσέγγισης συγκεκριμένων ποιημάτων. Διάλεξα την πρώτη κυρίως δημιουργική περίοδο του Κυριάκου Χαραλαμπίδη, επειδή με διευκόλυναν οι σχετικά βατοί και ομοιογενείς ποιητικοί τρόποι της, προτού ο ποιητής περάσει σε εκτενέστερους και αφηγηματικότερους θεματικούς κύκλους. Έβαλα κάτω από το αισθητικό νυστέρι έναν αναγκαστικά περιορισμένο αριθμό ευσύνοπτων και αντιπροσωπευτικών λημμάτων, αρχίζοντας με το ποίημα «Οι Χορηγοί» ( Άγνοια του Νερού, 1967) :

Ο ήχος έτρεξε κυνηγημένος
και με το φως του βραδιού
στο αίμα μου μπήκε.
Αυτό με ξύπνησε. Παλαιό, είπα,
ρολόι, φοβερό που θα ήταν,
Ο Κύριος να είχε το ξυπνητήρι
των ψυχών χαλασμένο.
Σκύβοντας να φορέσω τις παντόφλες μου,
ξαφνικά είδα, για πρώτη φορά τότε,
τα λουλούδια – κεντήματα του υποποδίου.

Θα περιορίσω τα σχόλιά μου, όσο είναι δυνατόν, στη δυναμική της ποιητικής δομής και στις αντίστοιχες διακυμάνσεις του αισθητικού εκκρεμούς που φυσιολογικά προκύπτουν. Αυτή είναι και η θεμελιακή βάση οποιουδήποτε λογοτεχνικού έργου, που το κάνει να ξεχωρίζει από τον συνηθισμένο συμβατικό λόγο (τα εις βάθος και ύψος νοήματα ενισχύουν απλώς το γνωσιολογικό, υπαρξιακό ή φιλοσοφικό εκτόπισμα του ποιητή, ποτέ όμως δεν διασώζουν ένα πιθανό έλλειμμα ποιητικής μετάπλασης).
Στο ποίημα «Οι Χορηγοί» διακρίνουμε τρεις βασικές κινήσεις, που συνδέονται με διαφορετικό τρόπο – και με εναλλαγή ψυχικής διάθεσης – μεταξύ τους. Μπαίνουμε στο αινιγματικό κλίμα του πρώτου τρίστιχου, με τον εγερτήριο ήχο ν’ ανοίγει στη συνέχεια ένα υπαινικτικά εσχατολογικό σκηνικό. Αγωνιώδης και μυστηριακή αναδύεται η μεταφυσική απορία « …φοβερό που θα ήταν / ο Κύριος να είχε το ξυπνητήρι/ των ψυχών χαλασμένο».
Με το πέρασμα από το πρώτο, σχετικά περιγραφικό, στο δεύτερο, υπαρξιακά δραματικότερο μέρος, η συναισθηματική ένταση αυξάνεται απότομα, με αποτέλεσμα μιαν ανεξήγητα γλυκιά ταραχή. Ένα πρώτο κύμα αισθητικής ηδονής νιώθουμε ήδη να εκλύεται μέσα μας, με συνειρμούς ταυτόχρονα μεταφυσικής υφής. Το καταληκτικό πάλι τρίστιχο κατεβάζει ανακουφιστικά την προηγούμενη ψυχική έξαρση, με τον απρόβλεπτο εντοπισμό μιας διακόσμησης λουλουδιών κάτω στο πάτωμα ως «κεντήματα του υποποδίου». Η συμβολιστική των λουλουδιών παραπέμπει αυτονόητα σε ο,τιδήποτε ενέχει μια υπέρτερη αξία, η οποία δεν είναι σοφό να αναζητείται ματαιόδοξα στα φώτα των προβολέων και στα υψηλά δώματα. Η εκπληκτική τούτη φανέρωση, μέσα από μια απλή και συνηθισμένη κίνηση («σκύβοντας να φορέσω τις παντόφλες μου»), δίνει μια δυνατή ώθηση στο νοητό αισθητικό εκκρεμές, με αποτέλεσμα ένα πιο έντονο κύμα ποιητικής δραστικότητας. Ο δημιουργός μίλησε τελικά με σοφία και καλλιτεχνική αρτιότητα.
Έρχομαι τώρα στο επόμενο, επίσης σύντομο, αλλά εξίσου δυνατό ποίημα, με τον κάπως μακρύ τίτλο «Κάθε φορά που γίνεται αδικία στη γη» (κι αυτό απ’ τη συλλογή Η Άγνοια του Νερού).

Κάθε φορά που γίνεται αδικία στη Γη,
στους Ουρανούς ο θόρυβος είναι μεγάλος.
Εκεί χαμογελώντας ερωτά ο Αρχάγγελος
προς τί το ξάφνιασμα. Του απαντούν απ’ το τάγμα:
«Τα τύμπανά μας υποφέρουν, δε μπορούν
το θόρυβο ν’ αντέξουν…» «Ω παιδιά»,
η φωνή τους λέει του Αρχάγγελου,
«θα ήταν άδικο να φράζαμε το δρόμο
σ’ αυτά που υπάρχουν. Έτσι πρέπει, αλίμονο».

Έχουμε να κάνουμε εδώ με μια μορφολογικά απέριττη ποιητική πραγμάτωση, όπου με τεχνική μαεστρία προβάλλεται πειστικά η διαλεκτική αντιμαχία που κυβερνά και διέπει τον κόσμο. Ο αναγνώστης βγαίνει σοφότερος μέσα από τους στίχους και παύει να εξάπτεται άγονα από την εκάστοτε παραβίαση της ηθικής τάξης. Αυτό δεν συνιστά έμμεσα μια πρόταση αποδοχής του κακού, ή συμβιβασμό στον αγώνα της τελείωσης, αλλά κάτι πολύ διαφορετικό. Διευρύνει τα ψυχικά όρια της ανεκτικότητας ενός κόσμου σύνθετου και συχνά αντιθετικού, μέσα στον οποίο δοκιμάζονται οι αντοχές και του δικού μας βίου. Κι αυτό φέρνει γαλήνη στην ψυχή κι ευδαιμονική γνώση. Με ποια όμως ποιητική δραστικότητα υποβάλλονται όλα τούτα από τον Κυριάκο Χαραλαμπίδη; Και με πόση σοφά φορτιζόμενη ένταση αποκτούν αισθητική δυναμική μέ-σα από τον λόγο του;
Εκπληκτική στην παραστατικότητά της είναι η εικόνα του τάγματος των αγγέλων, που βιώνουν μ’ επώδυνο τρόπο όποια αδικία συμβαίνει κάτω στη γη. Η απορητική αμφισβήτηση του ξαφνιάσματός τους εκ μέρους του Αρχάγγελου, είναι ένα βήμα ανακοπής του εκνευρισμού και της λιποψυχίας τους. Κι αυτό προσλαμβάνεται με αισθητή ευαρέσκεια. Στη συνέχεια προκύπτει μια φάση ενεργοποίησης του θυμικού και της περιέργειας για την περαιτέρω εξέλιξη. Ο ποιητής προβαίνει μέσω του Αρχάγγελου σε μια καταλυτική στην απλότητα και τον οντολογικό πραγματισμό της δήλωση: «θα ήταν άδικο να φράζαμε το δρόμο / σ’ αυτά που υπάρχουν. Έτσι πρέπει, αλίμονο». Οι στίχοι τούτοι μας κατακλύζουν καταπραϋντικά, κτυπώντας καίρια τις χορδές της υπαρξιακής μας συνειδητοποίησης. Όλη αυτή η εκφραστική κινητική, με την αντίστοιχα βαθύτερη συγκινησιακή διακύμανση, εκκρίνουν μοναδική στην ποιότητά της αισθητική ουσία, που είναι και το κύριο ζητούμενο.
Αν ποιητική σύνθεση είναι η ανάπτυξη σε διάφορα δομι-κά και σημασιολογικά επίπεδα ενός θεματικού ή θυμικού πυρήνα – και όχι απλώς η αισθητοποίηση μιας στιγμιαίας εντύπωσης – τότε όλα αυτά τα μικρά έστω ποιή-ματα που αναλύουμε είναι συνθέματα με προφανή πυκνότητα και μικροδομική ανέλιξη. Προχωρούμε στο επόμενο δείγμα:

Του απογεύματος

Πουλούσε σκόρδα, ποντικοπαγίδες και λουλούδια,
όλα στον ώμο του κι έστριβε τη γωνιά.
Τον κοίταξα κι έμοιαζε με τον ίσκιο,
που μέσα στο μυαλό μου καθιερώθη.
Είδα τον Υμηττό πίσω του κουρασμένο
να πέφτει από τον ουρανό κι άναψα φως.
Στη σκέψη μου έφερα τα χρόνια που έρχονται.
Θυμήθηκα το άσπρο άλογο μπροστά στο δράκο.

       Η Άγνοια του Νερού, 1967

Αρχίζω απ’ ευθείας με τη μορφική διαστρωμάτωση. Στην αρχική στροφή διακρίνουμε δυο επίπεδα: Μια εξωτερική εικόνα γραφικής λαϊκής φιγούρας, φορτωμένης την πιο αυθεντική και οπτικά αντιθετική πραμάτεια. Ως αντανά-κλαση αυτής της συγκεκριμένης σκηνής, αφυπνίζεται συνειρμικά στη μνήμη του ποιητή ένα αμυδρό παρόμοιο περίγραμμα, που την ύπαρξή του ανέκαθεν διαισθανόταν. Οι στίχοι όμως «τον κοίταξα κι έμοιαζε με τον ίσκιο / που μέσα στο μυαλό μου καθιερώθη» έρχονται τη στιγμή ακριβώς που ο αινιγματικός πλανοδιοπώλης έστριβε τη γωνιά και χανόταν. Ο υποψιασμένος πια από το παράξενο κλίμα αναγνώστης προεκτείνει αθέλητα τους συνειρμούς του σε άλλες απίθανες σφαίρες: Ο ίσκιος που «καθιερώθη», μπορεί να ’ναι μια απλή ανάμνηση της καθημερινότητας, ίσως και η συμβολική ανάδυση μιας persona του υποσυνείδητου. Περνά όμως απ’ τη σκέψη μας κι η περίπτωση φευγαλέας φανέρωσης της σκιάς του θανά-του, ή μιας άλλης «καθιερωμένης» πανάγιας μορφής. Και γιατί όχι; Η «καθιέρωση» ενός ίσκιου, που γίνεται ορατή προς στιγμήν και μετά χάνεται, δεν μπορεί να μην έχει μια πολυδιάστατη σημαντική; Ούτε δεσμεύουν ποσώς οι προθέσεις και οι πρωταρχικές αφετηρίες της έμπνευσης του ποιητή. Εξάλλου εδώ δοκιμάζεται και η πραγματικά αληθινή ποίηση· στη δυνατότητά της δηλαδή να ερμηνεύεται απεριόριστα και σε αλληλεξάρτηση με την ιδιοσυγκρασία και το βιωματικό αποθησαύρισμα ενός εκάστου.
Ενισχυτικοί της παραπάνω αλυσίδας διαισθητικών ερμηνειών είναι και οι στίχοι στη δεύτερη στροφή. Παρατηρείται αποδέσμευση από το προηγούμενο συμβάν, όχι όμως και από την μεταφυσική αχλύ της εικονοποιίας, που τώρα γίνεται εντονότερη. Ακόμα κι αν ο δημιουργός ισχυριζόταν το αντίθετο – ότι δηλαδή πρόκειται για απλώς για μουντή εικόνα του χώρου και της περίστασης- δεν βγαίνει απ’ το μυαλό μου το εξής: Οι στίχοι «είδα τον Υμηττό πίσω του κουρασμένο / να πέφτει από τον ουρα-νό κι άναψα φως», μιλούν περισσότερο για ένα μεταφυ-σικό φυσιοκεντρικό μούχρωμα, μια έμμεση συμμετοχή του φυσικού τοπίου σε κάτι στιγμιαία υπερφυσικό που διαδραματίστηκε. Το καταληκτικό φυσικά δίστιχο προσγειώνει σ’ ένα βαθμό την αλαφροΐσκιωτη φαντασία, αλλά και πάλι όχι εντελώς. Με αναφορά στη μελλοντική προοπτική εισβάλλει ξανά στο ποίημα, κλείνοντάς το, ο χριστιανικός λαϊκο-θεολογικός μύθος τ’ Άη Γιώργη πάνω στο άλογο, που σκοτώνει τον δράκο. Στη διελκυστίνδα με το λογοκρατικό στοιχείο το αποτέλεσμα γέρνει ευτυχώς προς τον πάντα ριγηλότερο υπερβατικό λόγο.
Είτε το δέχεται κανείς, είτε όχι, όλα τούτα τα νοούμενα και υπονοούμενα δεν είναι καθαρά γεννήματα ενός ευφάνταστου αναγνώστη.Το σπερματικό τουλάχιστον λάκτισμα της συνειρμικής αλυσίδας ευρίσκεται μέσα στη γλώσσα του ποιητή, ειδικότερα στη χροιά των λέξεων, τη σχέση μεταξύ τους και γενικότερα στην ποιότητα της μορφής. Κι αυτό είναι το μυστικό του καλού ποιήματος, να δίνει ερεθίσματα υψηλής αισθητικής στάθμης και πολυεπίπεδης ερμηνευτικής δυναμικής.
Θα μπορούσα να συνεχίσω για πολύ, πρέπει να περάσω όμως και σε μερικά άλλα, εξίσου ενδιαφέροντα, ή και καλύτερα δημιουργήματα. Παρακάμπτω τη «Στιγμή του κήπου» ( Αγγείο με τα σχήματα, 1973 ), το οποίο διάβασα με πολλή αγάπη τόσες φορές, και σκύβω με προσοχή πάνω από το πολύ πιο δύσκολο ποίημα «Πρωί στο περιβόλι» από την ίδια συλλογή, που συνιστά για μένα μια μεγαλύτερη ερμηνευτική πρόκληση. Το καταγράφω ολόκληρο για σκοπούς εργασίας:

Πρωί στο περιβόλι
Στο Σταμάτη Φιλιππίδη

Το πρωινό δε θα ξεχάσω εκείνο,
που μού ‘φερες την είδηση πως ο ήλιος έβγηκε.
Ήρθα να ιδώ μαζί σου αυτό το θάμα.
Τα σκαλιστά σου λόγια στήσανε κορμό
στη θόλο των Δελφών, άκρη του φύλλου ελιάς.
Ήταν ωραίο, γλυκό το φως, που η κάπα τ΄ ουρανού
άφηνε να γλιστρά στο πρόσωπό σου.
Κι αν αύριο θα πεθάνουμε, θα μείνει
το περιβόλι του θανάτου ολάνθιστο.
Αν το χλωμό σε θλίβει φως στο μάγουλο,
το μέτωπό σου κι ο οφθαλμός υπάρχουν.
Πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, του ανθρώπου
βρίσκει ρυθμό η τιμή να μεγαλώνει.
Έτσι μονάχοι εμείς στον καθαρό ουρανό,
έξω απ’ τη γη, απ’ τον Άδη, απ’ όλα ετούτα,
είναι η στιγμή να πούμε «χαίρετε»
1970

Οι πρώτοι τρεις στίχοι είναι εντυπωσιακοί στην απλότητα και την αφέλεια της διατύπωσής τους. Είναι συνάμα και συγκλονιστικοί, που με τέτοιο ανυποψίαστο τρόπο αποκαλύπτουν το μεγαλείο μιας στιγμής, που αφήνουμε συνήθως να περάσει απαρατήρητη. Με τους στίχους του αυτούς ο ποιητής μάς κάνει κοινωνούς του θαύματος που συμβαίνει καθημερινά και τόσο δίπλα μας, όταν εμείς περί άλλα τυρβάζουμε. Οπλισμένος ο ίδιος με την ευαισθησία του εκφράζει έμμεσα ευγνωμοσύνη στο πρόσωπο που του άνοιξε τα μάτια, να ιδεί «μαζί του αυτό το θαύμα». Η ανατολή του ηλίου – σ’ αυτήν αναφέρεται το ποίημα – λαμβάνει χώραν στο Ιερό των Δελφών, κάτι που προσδίδει στη γενικότερη ατμόσφαιρα ένα πνευματικότερο άρωμα. Ήδη από το εντυπωσιακό γεγονός του ανατέλλοντος ηλίου – αφού έτσι το κάνει να φαίνεται ο ποιητής- ο χαρισματικός αγγελιαφόρος δέχεται στο πρόσωπο τη φωτεινή σκόνη μιας ένυλης εικονοποιίας: «Ήταν ωραίο, γλυκό το φως, που η κάπα τ’ ουρανού / άφηνε να γλιστρά στο πρόσωπό σου». Η αμέσως επόμενη δομική φάση υπερβαίνει το θαυμαστικό επεισόδιο και αφήνει στις μορφές μια βαθύτερα υπαρξιακή ανταύγεια («Κι αν αύριο θα πεθάνουμε, θα μείνει / το περιβόλι του θανάτου ολάνθιστο»). Ο υπόγειος καθοδηγητικός μίτος εξακολουθεί εν τω μεταξύ να σπρώχνει ελικοειδώς τη σύνθεση σ’ ένα υψηλότερο διαλογισμό: «Έτσι μονάχοι εμείς στον καθαρό ουρανό,/ έξω απ’ τη γη, απ’ τον Άδη, απ’ όλα ετούτα /είναι η στιγμή να πούμε “χαίρετε”». Η τελευταία λέξη απελευθερώνει μέσα μας ένα θριαμβικό αίσθημα λυτρωτικής επίγνωσης της θέσης μας σ’ αυτόν τον κόσμο, έξω από τις περιοριστικές συμβάσεις του πάσης φύσεως εποικοδομήματος. Έρχεται η στιγμή ταυτόχρονα να πούμε κι εμείς το δικό μας ευχαριστηριακό «χαίρετε» στον ποιητή, που μας έκανε κατ’ αίσθησιν κοινωνούς μιας σύμμεικτα υλικής και πνευματικής πραγματικότητας.
Η διαισθητική εργαστηριακή λαβίδα φέρνει κοντά μου τώρα ένα δείγμα από τη συλλογή Αχαιών Ακτή, 1977. Έ-χει τον τίτλο «Τομή πατρίδας» και είναι ένα ποίημα άκρως «πολιτικό». Μην ξεχνάμε πως έχει προηγηθεί το τραυματικό ορόσημο του 1974 και ο Κυριάκος Χαραλαμπίδης, θεματικά και στο γενικότερο ποιητικό κλίμα, δεν θα είναι ποτέ όπως πριν. Η χαρακτηριστική του εσωτερικότητα και η μεταφυσική προβληματική θα μπολιαστούν έντονα από τις συγκλονιστικές αλλαγές που έχουν επισυμβεί. Ανοίγω πάλι την αναγνωστική αυλαία, επιλέγοντας μια τμηματική προσέγγιση. «Τομή Πατρίδας», λοιπόν:

Πατρίδα μου, ελάφι τρομαγμένο,
απίστευτα χλομό.
Έπεσε φθόνος πάνω στο κεφάλι σου,
μαράθηκε η ψυχή σου. Άσκημο ουρλιαχτό.
Κάτω από τους τροχούς της προδοσίας
έγειρε το αίμα σου φευγάτο, εγκόσμιο.

Σπάνια στίχοι με τόσο προφανή πολιτική χροιά διακρίνονται από παρόμοια τρυφερότητα και στοργή. Η παρομοίωση της πατρίδας με «ελάφι τρομαγμένο» είναι καίρια, γιατί προδίδει φόβο και ξάφνιασμα μαζί. Ο φόβος είναι αυτονόητος, το «άσκημο ουρλιαχτό» είναι εκεί, η έκπληξη όμως στα μάτια πώς εξηγείται; Και φυσικά έχει την εξήγησή της, αφού παρουσιάζονται ξάφνου αγνώριστα τα παιδιά της, να «προσφέρουν το μελανό» και να ρίχνουν νερό στον μύλο της καταστροφικής αντιμαχίας.
Η κορυφαία όμως στιγμή του ποιήματος, ως μορφικό ένδυμα και περιεχόμενο μαζί, είναι η τρίτη στροφή. Κι απ’ την τρίτη τούτη στροφή το τελευταίο δίστιχο ανεβάζει την ψυχική ένταση και τον ποιητικό κραδασμό σε α-προσδιόριστα ύψη: «Καθένας έχει κάποιο φυλαχτό / απ’ τη γλυκιά πατρίδα πιο ακριβό». Είναι μια σπαρακτικά συγκλονιστική διατύπωση, που έρχεται ύστερα από τον νηφάλιο σχολιασμό για την δυσάρεστη μετάλλαξη αν-θρώπων, με θετικά πριν εύσημα ήθους. Προσωπικά μένω για λίγο άναυδος κάθε φορά που διαβάζοντας την «Τομή Πατρίδας», φτάνω σ’ αυτούς τους δυο στίχους. Ό,τι στη συνέχεια ακολουθεί είναι η καλογραμμένη καταληκτική καμπύλη που στρογγυλεύει επιγραμματικά ένα πολύ δυνατό ποίημα:

Κι εσύ ποτήρι του χεριού μου,
πατριδοκάπηλη έγνοια του αδερφού μου,
προσφυγηθέν αλλ’ ου ποιηθέν δάκρυ,
είσαι της λησμονιάς μου η λησμονιά.

Δεν ξέρω πόσο κουραστικός έχω γίνει, μου απομένουν όμως – προγραμματισμένα – ακόμα δυο τρία παρόμοια ποιήματα. Να, όμως που αλλάζω ξαφνικά γνώμη, διαπιστώνοντας πως γι’ αυτή την κατηγορία ποίησης του Κυριάκου Χαραλαμπίδη, είπα ήδη αρκετά. Μπορεί και υποσυνείδητα να ένιωσα την ανάγκη γι’ αλλαγή πορείας, προτού αρχίσω να γίνομαι ανιαρός και μονότονος. Κάνω λοιπόν ένα αναγνωστικό μακροβούτι στα βαθιά νερά της εκτεταμένης ποιητικής του δημιουργίας και βγαίνοντας έχω μπροστά μου Το Κυδώνιον Μήλον, έκδοση 2006. Η σελίδα που ανοίγω έχει τον παράξενο τίτλο «Η Υαλουργία των Σουλτάνων». Και οι στίχοι που κάπου στη μέση με σταματούν, ακούονται ως εξής:

Οι Έλληνες που δεν καταλαβαίνουν
από θυσίες γυαλιού κι υπέρογκα έργα
τον παρεξήγησαν καθ’ ύβριν, καθ’ υπέρβασιν
του τραγικού τους μέτρου. Και διετείνοντο
στα κοίλα των θεάτρων τους πως τάχα
εμείς ( νογώ τους Έλληνες ) δεν είμαστε
υποταγμένοι δούλοι κανενός.
Καθένας από μας και μια ιστορία.
Δυο να μονιάσουν δεν μπορούν, καν τρεις να
μπολιαστούνε
απ’ το μελίσσι τ’ ουρανού, γιατί εμάς
τους Έλληνες μας έκαμεν ο Ζεύς
ελεύθερους – καθένας και μια πόλη.

Μ’ εντυπωσίασε σίγουρα αυτό το ποίημα, ιδιαίτερα το ενδιάμεσο μέρος του, που δίνει το στίγμα της κλασικής ελληνικής ιδιοσυστασίας. Σε αντιδιαστολή με την ασιατι-κή νοοτροπία, ο ελληνικός πολιτισμός μεγαλούργησε έχοντας ως επίκεντρο το άτομο, τον ελεύθερο πολίτη. Τον δρώντα εντός του τραγικού μέτρου. Πόσο παραστατικά κι επιγραμματικά στήνει την ελληνική ταυτότητα ο Κυριάκος Χαραλαμπίδης! Οι στίχοι του, κοφτοί και σύντομοι, έχουν μια σπαρταριστή στην μέχρι τα άκρα απολυτοποίησή τους, που όμως μας επιβάλλεται και μας αιχμαλωτίζει. Όπως εκφράζονται ποιητικά δεν επιδέχονται εξάλλου καμιά αμφισβήτηση: «Τους Έλληνες μας έκαμεν ο Ζεύς / ελεύθερους – καθένας και μια πόλη».
Ο ποιητής συνόψισε και τακτοποίησε διάχυτες γνώμες, διάσπαρτες αντιλήψεις, πολλαπλά ιστορικά συμπεράσματα. Όλα τούτα, όσο και να τα είχαμε πάνω-κάτω υπόψη, τα βρήκαμε ξαφνικά ενοποιημένα κι ενταγμένα σε μια λιτή κι ευπρόσληπτη επιγραμματική φράση, που μας ανακούφισε. Κάποιος, ο δημιουργός, δούλεψε για μας αφαιρετικά, απελευθερώνοντας το μυαλό μας από την επιβάρυνση μιας αναλυτικής, ενεργοβόρας και φυγόκεντρης πολλαπλότητας. Εξοικονομώντας μας αυτήν την ενέργεια, μας έκανε να νιώσουμε ευεξία, ένα αίσθημα ανιδιοτελές και ταυτόσημο με το αίσθημα της καθ’ αυτό αισθητικής απόλαυσης. Έτσι γίνεται η ποίηση, της οποίας η δραστικότητα πάντοτε επαυξάνεται με την κατάλληλα δοσολογημένη εναλλακτικότητα ρυθμών και πυκνώσεων. Το πρώτο μέρος για παράδειγμα του ποιήματος αναφέρεται σε έκταση και αναλυτικότερα στον Πέρση Βασιλέα. Ξεδιπλώνει χαλαρά και αποστασιοποιημένα τον δεσποτικό ανελεύθερο κόσμο του, με τη χλιδή και τη λατρεία της πολυτέλειας.

Ο οίστρος του χρυσού περικαλύπτει
τον ήλιο του Μεγάλου Βασιλέως
αρίφνητων λαών της αχανούς
Ψυχής, από το Νείλο, τον Ινδό

και τις ακτές του Αιγαίου, της Αραβίας
κι Ευξείνου κι Ελλησπόντου.
Θάλαττα !

Η τελευταία λέξη όμως τι σημαίνει; Γιατί ρίχτηκε το «Θάλαττα» στο τέλος των πιο πάνω στίχων; Ο καθένας μπορεί να το προσλάβει με τον δικό του τρόπο. Έχω την εντύπωση ότι παραπέμπει συνειρμικά στην καθ’ ύβριν αλυσόδεση του Ελλησπόντου. Προσλαμβάνεται όμως προφανώς και ως απόηχος της ιστορικής κραυγής στη θέα της θάλασσας του Πόντου. Ομολογώ ότι ως πιθανότητα με απασχολεί και μια καθαρά διαισθητική εκδοχή, που η συγκεκριμένη λέξη στη συγκεκριμένη θέση, εκφωνημένη με την ανάλογη ένταση, εκφράζει μιαν αυθόρμητη αντίθεση στην αμετροέπεια και την υπερβολή, όπως περίπου το νόημα των λέξεων «φτάνει πια, έλεος».
Το τελευταίο μέρος του ποιήματος επανέρχεται στα των Περσών και τη διαρκή γκρίνια τους για την έπαρση των Ελλήνων. Ξαναθυμίζουμε τον λόγο αυτής της έπαρσης, προτού ακουστεί καταληκτικά κι ο αντίλογος του άλλου σκέλους της προαιώνιας αυτής διελκυστίνδας:

Δοιάκι μας κι οδηγός μας πάντα το άτομο
που μέσα μας φωλιάζει. Κι οι χοροί μας
γεννιούνται από το φρόνημα της αρετής, που λέγει
το πρέπον καθενός ξεχωριστά.

Ο Κυριάκος Χαραλαμπίδης, αφήνοντας τους Πέρσες να κλείσουν το ποίημα με μια ματαιόδοξη υλιστική καυχησιολογία, αποκαλύπτει τη μειονεκτικότητα του πολιτισμού τους κι αναδεικνύει, εμμέσως πλην σαφώς, την ανωτερότητα του ελληνικού πνεύματος:

(Οι Έλληνες) Δεν κοιτάνε το διάκοσμο,
τη διαγράμμιση και τις επιχρυσώσεις,
τα πτυελοδοχεία για την απόχρεμψη,
το χρώμα τελοσπάντων του γυαλιού
και την κομψότητα του σχήματός του –
σύντηξη και περίχυση κι οξείδιο του αργύρου,
σπειροειδείς νευρώσεις και χυτεύσεις
σε μήτρα που απορρόφησε τα μυστικά
τεχνογνωσίας αιώνων – δεν κοιτάνε οι Έλληνες
τη διαμόρφωση της υαλόμαζας
και σίγουροι, όπως πάντα, κατακρίνουν.

Αντιλαμβάνεται κανείς εύκολα ότι στο τελευταίο τούτο ποίημα δεν πρόκειται για τον Χαραλαμπίδη της πρώτης, μέχρι και την Αχαιών Ακτή, περιόδου. Το γλωσσικό όργανο είναι αναλλοίωτα προσωπικό και πρωτότυπο, η όλη όμως αρχιτεκτονική δομή και τα ποιητικά μέσα του είναι πολύ διαφορετικά. Μια συγκριτική αισθητική αποτίμηση δεν είναι προτεραιότητα για την ώρα. Ο αναγνώστης μπορεί να κάνει τις προτιμήσεις του σύμφωνα με το γούστο και την καλλιτεχνική του ιδιοσυγκρασία.
Το σύντομο αυτό κείμενο δίνει μια εντελώς δική μου αναγνωστική και αισθητική γεύση, μέσα από τον ερμηνευτικό και αναλυτικό φωτισμό ενός μικρού αριθμού ποιημάτων. Το έργο όμως του ποιητή είναι τεράστιο και απαιτεί πολλές και ποικίλες προσεγγίσεις. Για να στηριχτώ σ’ ένα προστατευτικά ευσύνοπτο πλαίσιο έβαλα τον υπότιτλο: «Ανοίγοντας Όστρακα της Ποίησής του». Ελπίζω να βοήθησα τελικά τον αναγνώστη, ώστε να μπορέσει κι ο ίδιος ν’ ανοίξει περισσότερα ποιητικά όστρακα του πολύ σημαντικού αυτού ποιητή μας.

Πρόσθετο σχόλιο:
Το τελευταίο ποιητικό βιβλίο του Κυριάκου Χαραλαμπίδη με τον τίτλο Στη γλώσσα της υφαντικής (2013), το ανέμενα με μια θετική προδιάθεση. Κι αυτό επηρεασμένος ίσως σ’ ένα βαθμό από τον κομψά διατυπωμένο του τίτλο, περισσότερο όμως από το γεγονός, πως το εκλάμβανα διαισθητικά ως εσώτερη ανάγκη του δημιουργού να στηρίξει (ή και να υπερβεί) τον ποιητικά δυσχερή, κατά τη γνώμη μου, ΙΜΕΡΟ (2012). Παρόλο που χρειάζεται περισσότερος χρόνος για να καταλήξει κανείς αντικειμενικά και τελεσίδικα, μπορώ καταρχήν να πω,
ότι η συλλογή αυτή ενθυμίζει μερικώς την Ποιητική του παλιού, κλασικού Χαραλαμπίδη. Ποιήματα ιδιαίτερα χωρίς φόρτο μυθολογικών και ιστορικών αναφορών, μας κατακλύζουν με το άρωμα ενός σαγηνευτικού και πολύσημου ποιητικού λόγου.

Σύγχρονη Κυπριακή ποίηση, ποιητές

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΑΝΔΡΕΑ  ΠΕΤΡΙΔΗ

 

 

 

Εξ  Αφορμής

Αισθητικές Προσεγγίσεις

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΛΕΥΚΩΣΙΑ 2014

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Σχέδιο εξωφύλλου :  Δημήτρης Κατσώνης

Logo του συγγραφέα:  Zeno Tonnis

 

 

Copyright – Ανδρέας Πετρίδης

e-mail : petri@cytanet.com.cy

Τηλ.  99675888

Διεύθυνση συγγραφέα:

Βασ. Κων/νου 8Α,  8021 Πάφος

 

ISBN:  978-9963-8576-3-0

 

 

 

 

 

                                       Στη  Σύνθια

                                           και την Έμιλυ

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 Αισθητικές προσεγγίσεις

 

Ο ελλειπτικός Μάριος Αγαθοκλέους………………………………. 9

Η ιδιότυπη συμβολιστική του Ανδρέα Γεωργιάδη…………….. 19

Ποιητική εντροπία στον ώριμο Γκότση…………………………. 26

Δυο εύμορφα ποιήματα του Σοφοκλή Λαζάρου……………….. 35

Τα εύφθογγα ρήματα του Ανδρέα Μακρίδη……………………. 47

Ο ποιητικός κόσμος του  Γιώργου Μολέσκη………………….. 56

Η προδιαγραφή… του Πολύβιου Νικολάου……………………. 70

Μυριάνθη Παναγιώτου- Παπαονησιφόρου……………………… 81

Η ποιητική κατάθεση του Ανδρέα Παστελλά………………….. 90

Η  ποιητική Οδύσσεια του Μιχάλη Πιερή………………………. 99

Η ένυλη μεταφυσική του Αντώνη Πιλλά………………………. 109

Η επίμοχθη απόσταξη του Γιάννη Ποδιναρά…………………. 118

H κρυπτική Μόνα  Σαββίδου – Θεοδούλου…………………… 129

Η ιδιότυπη λυρική φωνή της Έλενας Τουμαζή-

Ρεμπελίνας………… 137

Κυριάκος Χαραλαμπίδης – Ανοίγοντας όστρακα

της ποίησής του……….. 150

Η  δυσχερής ποίηση του  Κυριάκου Χατζηλουκά…………… 165

Άλλες ποιητικές συναντήσεις…………………………………….. 173

 

Επίμετρο…………………………………………………………… 206

 

 

 

ΠΡΟΛΟΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

 

Το βιβλίο αυτό με τις Αισθητικές Προσεγγίσεις έργων μιας πλειάδας σύγχρονων Κυπρίων ποιητών,* έχει ως  προτεραιότητα τον αισθητικό φωτισμό συγκεκριμένων ποιητικών επιτεύξεων, μέσω μιας κατά κύριον λόγο μορφοκεντρικής προσέγγισης. Στη βάση μιας τέτοιας θεώρησης (ίδε Επίμετρο στο τέλος του βιβλίου) γίνεται προσπάθεια δομικής κι ερμηνευτικής θεμελίωσης του αισθητικού φαινομένου στην ποίηση γενικότερα.

Με δεδομένη την πιο πάνω βασική στοχοθέτηση, οι επιλογές που έγιναν δεν έχουν κατά κανόνα αξιολογικό χαρακτήρα. Προέκυψαν, πρέπει να ομολογήσω, περισσότερο από συγκυριακές αναγνωστικές γνωριμίες ή και προκλήσεις, που αντιμετώπισα στη διαδρομή μιας στενής κι αγαπητικής σχέσης με σημαντικό μέρος της σύγχρονης ποιητικής δημιουργίας. Διαμόρφωσα έτσι αργά μα σταθερά κρίσεις και συναισθήσεις  σε κείμενα, αντλώντας κι αιμοδοτούμενος κάθε φορά από τις έμμορφες, πολύτροπες και πολύσημες εκφάνσεις του έργου ενός εκάστου. Και μπορώ να πω ότι ευδαιμονούσα πραγματικά, όχι ισορροπώντας μετέωρος σε θεωρητική  γνωσιολογική σφαίρα, αλλά μετέχοντας κατά δύναμιν στην πρωταρχική και ριγηλή ανάπτυξη της δημιουργικής διαδικασίας.

 

Στις προθέσεις μου φυσικά δεν είναι ν’ αναλύσω ναρκισσιστικά τη δική μου μεθοδολογία, αφού το ζητούμενο δεν είναι η εστίαση σε μια ετερόφωτη  και δευτερογενή εργασία (όση δόση κριτικής και λογοτεχνικής αλήθειας κι αν ενέχει). Κύρια επιδίωξή μου αντίθετα, αν ευδοκιμήσει τελικά, είναι η διάνοιξη επικοινωνίας του αναγνώστη με την βαθύτερη καλλιτεχνική αλήθεια των ποιητών και της συγκεκριμένης δημιουργίας των.

 

 

* Μέρος αυτών των  δοκιμιακών εργασιών έχουν προδημοσιευτεί σε προηγούμενό μου βιβλίο (2010), με τον τίτλο ΠΟΙΗΤΕΣ ΚΑΙ ΠΟΙΗΜΑΤΑΜια Εμπειρική Αισθητική. Η επαναφορά τους γίνεται μετά από περαιτέρω κριτική επεξεργασία και επιμέρους αλλαγές που έχουν προκύψει.

 

 

Ανδρέας  Πετρίδης

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

                                

 

 

 

 

 

 

 

 

 


Ο ελλειπτικός Μάριος Αγαθοκλέους

Από τον Ηδονοβλεψία στη Γυναίκα με τα μαύρα

 

Α.

Με τη δεύτερή του ποιητική συλλογή Ηδονοβλεψίαs, εκδομένη το 1988 – η πρώτη με τον τίτλο  Εολίθια εκδόθηκε το 1983 – ο Μάριος Αγαθοκλέους όχι μόνο βελτιώνει τη χαρακτηριστικά λιτή και στρωτή τεχνική του, αλλά της προσδίδει  μια πιο σύνθετη και πιο πλούσια συμβολιστική. Με έντονη ακόμη την ερωτική διάθεση και θεματική, απαλλάσσεται ως ένα βαθμό από το προηγούμενο αισθητικά αμφίβολο στίγμα μιας ερωτικά «σωματικής» εκφραστικής και περνά στην πολυσήμαντη ανάπτυξη του ποιήματος. Η ροή των εικόνων και ο πάντα απρόβλεπτος μεταφορικός του λόγος ξετυλίγονται σχεδόν επεισοδιακά, με εύγλωττες σιωπές και σκόπιμα χάσματα. Καταθέτω κάτι χαρακτηριστικό:

 

Έγκλειστος

 

Αυτά  θα τα κρατήσω για μένα.

Σ’ ανθρώπου μάτι δε θα εκτεθούν

μα προπαντός σ’ ανθρώπου λογική.

 

Γι’ αυτό και δε με βλέπουν που τ’ απλώνω,

τις νύκτες χωρίς φεγγάρι,

στο σκοτεινό μου δωμάτιο.

 

Κανένας άλλος ας μην πληρώσει

γι’ αυτά που έφταιξα, πάρεξ εγώ.                            

Διπλοκλειδώνω λοιπόν από μέσα

κι ανοίγω στον τοίχο τα μάτια μου.

 

 

Ο αναγνώστης εξέρχεται του ποιήματος έχοντας τη βέβαιη αίσθηση, ότι ο ποιητής έχει κατορθώσει να «διπλοκλειδώσει» εξίσου μια συμπαγή στην εναλλακτικότητά της καλλιτεχνική μορφή, η οποία κρατά τις κεραίες μας σε διαρκή εγρήγορση. Δεν πρόκειται εδώ για κοινότοπη ψυχογραφία ή ένα ανιαρό εξομολογητικό μονόλογο, από αυτούς που τόσο συχνά διαβάζουμε. Η κίνηση των στίχων είναι συνήθως σύντομη κι ελλειπτική, άλλοτε πάλι γίνεται πιο σύνθετη κι ελικοειδής, οδηγώντας σε τελικές επιγραμματικές συμπυκνώσεις. Μια τέτοια αρμονικά δομημένη ταλάντωση της κειμενικής μορφής και ιδιαίτερα η ταυτόχρονη συνάρθρωση του συγκεκριμένου και του υπονοουμένου, διαχέουν εντός μας μια ουσία αποσταγματική, που ευφραντικά μας κατακλύζει.

 

Περνώ τώρα στο ποίημα «Ηδονοβλεψίας», που δίνει και τον τίτλο στη συλλογή. Καταθέτω δύο ενδεικτικά αποσπάσματα. Το πρώτο είναι πολύ σύντομο, μονάχα τρεις στίχοι· προσέξτε όμως την πυκνότητα και τον πολυδύναμο συμβολισμό τους.

 

Πάντα μια ένωση μπροστά στα μάτια μου

φασματοποιεί τα αντικείμενα που αγαπώ,

αποκαθηλώνει τα εξαίσια τους χρώματα.

 

Είναι απαράμιλλα διαυγείς, συγχρόνως όμως και κρυπτικοί στίχοι, με φυσική κι αβίαστα αναδυόμενη υποβλητικότητα. Μπορούμε να τους διαβάζουμε και να τους ξαναδιαβάζουμε, χωρίς να νιώθουμε να μειώνεται το σημασιολογικό και συγκινησιακό τους φορτίο. Κι αυτό, γιατί υπερβαίνουν το λογικό και το αυτονόητο, λειτουργώντας ως εφαλτήριο προς αποκαλυπτικότερες των πραγμάτων θεάσεις. Το δεύτερο απόσπασμα από τον Ηδονοβλεψία

 

μου χρησιμεύει για να καταδείξω και την καθαρά λυρική εκφραστική ικανότητα του δημιουργού, εκεί που οι ανάγκες του ποιήματος υποβάλλουν μια χαλάρωση από τη στοχαστική πολλαπλότητα. Διαβάζουμε:

 

Εκεί που ήμουνα έτοιμος να ξανοιχτώ

σε ουράνια ρεύματα,

παρασυρόμενος για πάντα μακριά,

ατμοσφαιρικές ιδιοτροπίες

μου συμπυκνώνουν τα συναισθήματα,

μου στερεοποιούν τις εκλάμψεις,

και σαν ανύμφευτη νιφάδα ξαπλώνω

στα κατάλευκα στήθη των σκοτεινών ορέων.

 

Ακόμη και σ’ αυτούς τους σχετικά ανάλαφρους στίχους δεν έχουμε καθόλου την αίσθηση του εξωτερικού απλώς λυρισμού, αφού τους διατρέχει μια υπόγεια υπαινικτικότερη αύρα. Τελικά, αφού μας οδηγήσει σε επώδυνες προσγειώσεις «από απόκρημνα συναισθήματα πόθου», το εντυπωσιακό τούτο ποίημα κλείνει την κυκλική του διαδρομή με επαναφορά της αρχικής εικόνας του «ήρεμου ποταμού», που επιστρέφει με θαυμαστό τρόπο στην αγκαλιά της θάλασσας. Πόσο πρωτότυπη και παρθενική νιώθουμε μια τέτοια εικόνα, ικανή κατά τον ποιητή να «φασματοποιεί» τα αντικείμενα της αγάπης του και να «αποκαθηλώνει τα εξαίσιά τους χρώματα»! Έτσι το ζητούμενο της ποίησης κατορθώνεται με επάρκεια  και ο δημιουργός δικαιώνεται στην επίμοχθή του προσπάθεια. Υποκύπτω στον πειρασμό ν’ αναφερθώ κάπως εκτενέστερα και στο ποίημα «Η αδελφή μου», το οποίο αξιολογώ ως ένα από τα καλύτερα του Μάριου Αγαθοκλέους. Ο διάχυτος ερωτισμός του εξιδανικεύεται από ένα κλίμα πρωτογενούς νεανικού αρώματος, που μετατρέπει κάθε

 

αισθησιακή πτυχή σε βαθιά ανθρώπινη και συμπαθητική φανέρωση. Οι εικόνες σταδιακά μεταλλάσσονται από το γήινο και υλικό στο αιθέριο και πνευματικό. Ας τον παρακολουθήσουμε:

 

Ακόμα δεν την έχω συνηθίσει.

Τις χαϊδεύω τις ξυρισμένες της γάμπες

και στα μαλλιά της ανάβουν

οι λάμπες τις χριστουγεννιάτικης θλίψης.

Όλοι έχουν φύγει για τα βουνά.

 

Οι «λάμπες της Χριστουγεννιάτικης θλίψης», που ανάβουν στα μαλλιά της αγαπημένης παιδικής φίλης μετά από μια εικόνα διακριτά «σαρκική», δίνουν ισχυρή παλμική κίνηση στις αισθητικές μας κεραίες, με αποτέλεσμα την έντονη ψυχική συγκίνηση. Επιπρόσθετα ο στίχος «όλοι έχουν φύγει για τα βουνά», αφήνει ακαριαία την εντύπωση μιας υπαρξιακής μοναξιάς, που επιτείνει τη μοναδικότητα της ερωτικής συνεύρεσης. Μιας συνεύρεσης που δεν συμβαίνει βεβιασμένα και παρορμητικά, αλλά απαιτεί τον δικό της χρόνο μετάβασης από το πρώτο νεανικό σκίρτημα στη σύντονη αμοιβαιότητα της τελικής ολοκλήρωσης. Να, πώς εκφράζεται ποιητικά η σχετική μ’ αυτό δυστοκία:

 

Στο μέτωπο τη φιλώ

και αδέξια της ψιθυρίζω, «αδελφή μου».

 

Δυσφορεί που οι λέξεις παίζουν ακόμα

τον ρόλο του παγωμένου Χειμώνα.

 

Μπορεί οι λέξεις του έφηβου διστακτικού νέου να συγκρατούν ακόμη με τη χαμηλή τους θερμοκρασία τον θρίαμβο της ερωτικής πληρότητας, οι ίδιες όμως αυτές

 

λέξεις λειτουργούν με πληρότητα ως προς την ποιητική δραστικότητα (να σημειώσω, εν παρενθέσει, την πτώση της ποιητικότητας στους τελευταίους μονοσήμαντους και επεξηγηματικούς στίχους).

 

Β.

Η τελευταία ποιητική συλλογή του Μάριου Αγαθοκλέους, εκδομένη το 2003, με τον διττό αινιγματικό τίτλο Λαϊκό Ανάγνωσμα, η Γυναίκα με τα μαύρα, αποτελεί επιβεβαίωση της γνώριμης και καλοδουλεμένης ποιητικής του, έτσι όπως τη γνωρίσαμε στο προηγούμενό του βιβλίο με τον τίτλο Ηδονοβλεψίας.

Το ποιητικό βιβλίο Η γυναίκα με τα μαύρα, με επτά ποιήματα όλα κι όλα, μου φαντάζει κατά παράδοξο τρόπο ως μια ερωτική αυτοβιογραφία. Κι αυτό λόγω της έντασης και του βάθους που μπόρεσε ο δημιουργός να δώσει σε κάποια έστω από αυτά τα ποιήματα. Το επίτευγμα τούτο αλλού το προσλαμβάνουμε συνολικά χωρίς αισθητικές ανισότητες, κι αλλού πάλι το ξεχωρίζουμε μέσα στο ποίημα αποσπασματικά, όπου το νιώθουμε να μας ανεβάζει ακαριαία σε μιαν ευδαιμονικότερη κατάσταση. Να, ένα παράδειγμα από το ποίημα με τον τίτλο «Ο Θησέας και η Αριάδνη»:

 

Όμως

ένα αγκάθι

ξεφουσκώνει τον ουράνιο θόλο

και βρίσκομαι ακάλυπτος

στο άγνωστο και σκοτεινό Σύμπαν.

Ας με οδηγήσει λοιπόν κοντά σου

η μαγική σειρά των λέξεων.

 

 

Ανεξάρτητα από πού ο ποιητής εκκινεί, οι παραπάνω στίχοι του αποτελούν δυνατές εκτινάξεις σε χώρους μιας άλλης οντολογικής και υπαρξιακής εμπειρίας. Κι έχει σίγουρα τον λόγο του ο Μάριος Αγαθοκλέους, όταν κάπου στην αρχή του βιβλίου χαρακτηρίζει επώδυνη τη λιγοστή έστω αυτή συγκομιδή, αφού περί επώδυνου αποστάγματος πρόκειται εντέλει. Έτσι, εκκινώντας από συνήθη περιστατικά και αφορμές έμπνευσης, υπερβαίνει συχνά τη στενά ερωτισμική του ροπή, ξαφνιάζοντας τον αναγνώστη με απίθανους συνειρμούς μιας ιδιότυπης αισθαντικότητας.

 

Δεν θα αναφερθώ περισσότερο, γενικά ή ειδικότερα, σ’ άλλα ποιήματα και στίχους της συλλογής Η γυναίκα με τα μαύρα. Θα μιλήσω όμως με ιδιαίτερη έμφαση κι αναλυτικότερα για το ομώνυμο ποίημα, που είναι πιστεύω μια κορυφαία στιγμή της καθόλου ποιητικής προσπάθειας του Μάριου Αγαθοκλέους. Συνδυάζει συνθετική τελειότητα και βάθος. Και όλα αυτά με φόντο ένα διλημματικό δραματικό υπόστρωμα, που οδηγείται με τόλμη σε αινιγματική και απρόσμενη έκβαση. Ενδιαφέρον όμως είναι να πάμε πίσω στην αρχή του ωραίου αυτού ποιήματος. Να παρακολουθήσουμε εργαστηριακά την ανάπτυξή του και να φωτίσουμε τα διάφορα επίπεδα, τις παρένθετες παύσεις και τη δραματικά κορυφούμενη κίνηση προς μια αδιέξοδη, κατά τα φαινόμενα, πορεία. Προσέξτε λοιπόν το άνοιγμα της αυλαίας:

 

Όλα λοιπόν μπορούν να συμβούν.

Και να ‘μαι που την συνοδεύω

τη γυναίκα που έχω ποθήσει πιο πολύ

στο σκοτεινό δωμάτιο.

 

 

Με τον πρώτο στίχο «Όλα λοιπόν μπορεί να συμβούν», προετοιμάζεται ο αναγνώστης για κάτι απρόβλεπτο και σπεύδει με τεντωμένες τις προσληπτικές του κεραίες να δει τι περαιτέρω θα του αποκαλυφθεί. Μια αινιγματική ατμόσφαιρα διαχέεται κιόλας στους επόμενους στίχους, με τον ποιητή σε πρώτο πρόσωπο να συνοδεύει την ποθητή γυναίκα στο σκοτεινό δωμάτιο. Οι συνειρμοί γίνονται ακόμα σκοτεινότεροι, όταν το ποθούμενο πρόσωπο περιγράφεται με τους παρακάτω στίχους, ως εξής:

 

Μαύρο πέπλο της καλύπτει το πρόσωπο

και μαύρο φόρεμα το κορμί.

 

Είναι η χήρα των απόντων.

 

Τώρα υποψιαζόμαστε πια ότι πρόκειται για μια μοιραία όσο και τραγική μορφή, που μας παραπέμπει σε πρώτο επίπεδο στη μαυροφορεμένη γυναίκα του συμβατικού πένθους· σ’ ένα δεύτερο εντούτοις συμβολικότερο επίπεδο, ο στίχος «είναι η χήρα των απόντων» υπονοεί την έκταση της απώλειας για εκείνους που δεν καταξιώθηκαν μια τέτοια συγκλονιστική εμπειρία. Ανήκει στο καλλιτεχνικό αισθητήριο του δημιουργού η επιλογή του πληθυντικού «χήρα των απόντων», αφού οι παραστάσεις που δημιουργεί αποκτούν ένα απροσδιόριστο εύρος, κάτι που αφήνει πιο ανοιχτό το πεδίο στη δημιουργική φαντασία. Ο ποιητής αλλάζει γρήγορα ατμόσφαιρα με τους στίχους που ακολουθούν, επιδιώκοντας να στηρίξει και να αιτιολογήσει την αιρετικότητα και την τόλμη της καθόλου συναισθηματικής του επιλογής.

 

Τι θα ήμουν κι εγώ αν δεν τη γνώριζα

παρά ένας απών των αισθημάτων μου


ανυποψίαστος την απουσία μου

 

Ο ποιητής κατορθώνει περίτεχνα, απέναντι στον συμβατικό ηθικοκοινωνικό κώδικα, να ορθώσει πειστικά τη συνέπεια σε μια άλλη, βασικότερη αρχή. Το αντίθετο θα αναιρούσε τη βαθύτερη φύση του και θα συνιστούσε υπαρξιακή φυγομαχία. Θα ήταν τότε, καθώς λέει και ο ίδιος, «ένας απών των αισθημάτων», και ως εκ τούτου απών μιας μοναδικής στιγμής της ύπαρξής του.

Αν ξανοίχτηκα σε λεπτομέρειες στην αισθητική μου ανάλυση, δεν είναι τόσο για να ερμηνεύσω και να προβάλω την καθαυτό ψυχοσυγκρουσιακή ιδεολογία των λεγομένων, αλλά για να αναδείξω προπάντων το σκηνογραφικό υπόστρωμα και τις λεπτές αναλογίες, από τη δομική διαλεκτικότητα των οποίων εκπέμπεται η αισθητική ηδονή. Καταθέτω όμως και το καταληκτικό δίστιχο, που προσφέρει λυτρωτική λύση στην εσωτερική του αντιμαχία:

 

Στο αύταρκες Ένα κατατείνω.

Ούτε Κερύνεια, ούτε Αμμόχωστος.

 

«Στο αύταρκες ένα κατατείνω» διαβάζουμε ξανά και ξανά, νιώθοντας μια παράξενη ευφορία. Το «αύταρκες Ένα», αν και νοηματικά δεν καθορίζεται, υπονοείται χωρίς αμφιβολία ως μια θεμελιακότερη κατάσταση, υπερβαίνουσα και συμφιλιώνουσα τα επιμέρους. Στη δική της επικράτεια, που θεωρείται κατάκτηση να φτάσει κανείς, κάθε συγκρουσιακή σχέση περιττεύει, αφού όλα κατατείνουν στην ενότητα του συνόλου των εκφάνσεων του ανθρώπινου βίου. Μ’ αυτό το κλείσιμο γαληνεύει και ο αναγνώστης, αφού εκτονώνεται η ψυχοπνευματική του υπερένταση, πολύ περισσότερο όμως γιατί ικανοποιείται επαρκώς και η καλλιτεχνική προσδοκία του.



Συμπληρωματικό:  2  ποιήματα από την Άπτερο λύπη (2012), τελευταία ποιητική συλλογή του Μάριου Αγαθοκλέους:

 

Ηλίας Κωνσταντίνου

 

Από μια αναχώρηση

ο καθένας χάνει

τυλιγμένο σε άσπρο σεντόνι

αυτό που του αναλογεί.

 

Με τη δική του

ανεπανόρθωτα αφήνει ελλειπή

τον καλύτερό μας εαυτό.

 

Φυσικά

εξακολουθούμε

να φαινόμαστε αρτιμελείς,

και να νομίζουμε.

 

Αν είναι αυτό τυχαίο

ή αν δεν είναι

η σκέψη του ποιητή

πάντοτε

θα χαϊδεύει το απαλό χορτάρι

του Φεβρουαρίου

 

και τα ευαίσθητα μάτια

των κηπουρών

θα φροντίζουν τα χρώματα.

 

Το τελευταίο μάθημα  (ή παιγνίδια του μυαλού)



Θα πηδούσε σκεφτόμενος

«τετέλεσται»,

υπογράφοντας με βεβαιότητα πια

«ματαιότης ματαιοτήτων».

 

Κι ενώ

είχε το’ να πόδι στο κενό

και τ’ άλλο στο περβάζι

με χέρια σε διάσταση

και μάτι να εικονογραφεί το άπειρο,

αιωρούμενος

στην πρώτη μονάδα χρόνου

μετά το όριο

που η αλάνθαστη βαρύτητα

θα τον αγκάλιαζε διαπαντός,

 

είδε μια λάμψη.

Και καθώς τα αντικείμενα μεγάλωναν

ιλιγγιωδώς,

το μυαλό του έτρεχε να προλάβει

τη χαρτογράφηση μιας διαδικασίας

υλιστικής…                                               

 

Αν μπορούσε να την σκεφτεί

θα’ ταν απόδειξη πως υπάρχει ο τρόπος,

και με βεβαιότητα κάποιος άλλος

με άνεση χρόνου

οδηγούμενος

από τη μαγική σειρά των πραγμάτων,  

 

θα έδινε και στον ίδιο

τον αμετακλήτως μελλοθάνατο

μια δεύτερη ευκαιρία,

μαζί με την αιωνιότητα.

 


 

 

Η ιδιότυπη συμβολιστική

του Ανδρέα  Γεωργιάδη

 

Η σπαρακτική στο είδος της ποιητική ενεργοποίηση στοιχείων και φαινομένων των θετικών επιστημών, κάνει τον Ανδρέα Γεωργιάδη να είναι και να φαίνεται ως ο πλέον ιδιότυπος – και ας τον γνωρίζουν ελάχιστοι – ποιητής του χώρου μας.

Η προσπάθειά του, τηρουμένων των αναλογιών, παραπέμπει στον κόσμο των πολλαπλών προσωπείων του Καβάφη, με μια βασική ωστόσο διαφορά. Ο Καβάφης χρησιμοποιεί προσωπεία και σύμβολα από τον ευκολότερα αναγνωρίσιμο χώρο της ιστορίας, κάτι που μειώνει σημαντικά τον βαθμό διακινδύνευσης της επικοινωνίας του με τον αναγνώστη. Ο Ανδρέας Γεωργιάδης κάνει τα πάνω κάτω και κόβει ολότελα τις γέφυρες με τη γνωστή και δοκιμασμένη συμβολιστική, αντλώντας το υλικό του σχεδόν αποκλειστικά από τον απάτητο ποιητικά κόσμο της Βιολογίας, της Φυσικής ή της Χημείας. Αναμετράται έτσι δημιουργικά με την ψυχρή και συναισθηματικά ανύπαρκτη επιφάνειά τους, μπαίνοντας σε ανάλογη καλλιτεχνική διακινδύνευση. Θέτει συχνά ενώπιον του ιδιόμορφες καλλιτεχνικές προκλήσεις, προκαλώντας με τη σειρά του κι εμάς να σκύψουμε χωρίς προκατάληψη πάνω απ’ τις δύσβατες εκφραστικές του αναζητήσεις. Κινείται έτσι διαρκώς σε τεντωμένο σχοινί, με υπαρκτό ρίσκο να διαταράξει λεπτές ισορροπίες και να περιπέσει στο πνευματικό ευφυολόγημα ή την ευρηματική ατάκα.

Η δυσκολία για τον αναγνώστη έγκειται σχεδόν αποκλειστικά στην ειδική γνωσιολογική προπαίδεια, μια βασική προϋπόθεση για την άμεση και ακριβή πρόσληψη των νύξεων και υπονοουμένων των στίχων του.

 

Η προσεκτική όμως ανάγνωση ανταμείβει τελικά τον αναγνώστη, αφού τον φέρνει σε επαφή μ’ ένα πρωτόγνωρο αισθητικό κλίμα, σπάνιο στο είδος του. Και δεν είναι λίγες οι στιγμές που πραγματώνεται μ’ εκπληκτικό τρόπο μια σύμπνοια μορφής και ουσίας, όπου πνευματικές αγωνίες και ανθρώπινα πεπρωμένα αναδύονται δειλά – δειλά μέσα από απίθανα προσωπεία φυσικοχημικών και βιολογικών φαινομένων. Κι ενώ τούτο σε πρώτο πλάνο αιφνιδιάζει και προσλαμβάνεται καταρχήν ως διανοητικό παιγνίδι, εμβαθύνοντας στην ανάγνωση οδηγούμαστε στην εμβίωση μιας κρυπτικής κι επτασφράγιστης αισθαντικότητας.

Πρόκειται σίγουρα για μια ανοίκεια και διαφορετική φωνή με αναγνωρίσιμο ύφος, που διεκδικεί – παρά την ολιγογραφία και τις όποιες ουσιαστικές αντιρρήσεις- τον ελάχιστο χώρο της στο μωσαϊκό της νεότερης Κυπριακής ποίησης. Η επάνοδος εξάλλου του ποιητή, κάθε φορά με βελτιωμένους και εμπλουτισμένους ποιητικούς τρόπους, μας υποχρεώνει να του δώσουμε περισσότερη προσοχή κι ετοιμότητα αποδοχής αυτού που δεν συνηθίσαμε. Ακόμα κι αν δεν είναι πάντοτε βέβαιο, ότι κινείται εντός των ορίων της ποιητικής επικράτειας.

 

Δείγματα  γραφής του Ανδρέα Γεωργιάδη:

 

 Άκρατος έρως         

 

Δε βιαστήκανε.

Αφήσανε τον έρωτα

να πάρει τον καιρό του,

να υποστεί τη ζύμωση.

Τώρα ακράτητοι

τον γεύονται άκρατο.


Ήρθες για να δεις              

 

Ήρθες για να δεις

τα βαλσαμωμένα πουλιά.

Σε άγγιξα δοκιμαστικά

και μου απάντησες θετικά.

Σ’ έφερα στην αγκαλιά μου

και τα χείλη μου συνάντησαν

την παρειά σου.

 

Πού ήσουνα ταριχευτή

να βαλσαμώσεις τη στιγμή;

 

 

Το άνοιγμα του διακόπτη

 

Αποδεδειγμένα

το άγγιγμά τους

άνοιξε τον διακόπτη.        

Κι άρχισαν να φωτοβολούν!  

 

Αυτή η φωτοβολία τους

θα διαρκέσει πολύ.

Η ερωτική φόρτιση         

είχε κρατήσει χρόνια.

 

 

Σύναψη                 

 

Από καιρό υπήρχε

μια αμοιβαία έλξις.

                  

Μα εκείνο το απόγευμα


που βρέθηκαν τυχαία

-ήταν τυχαία η συνάντηση;-

είχαν πολλή δουλειά

να κάνουν οι συνάψεις.

Οι νευροδιαβιβαστές

ελευθερώνονταν κρουνηδόν·

άναψαν οι συνάψεις.

 

Αναπόφευκτα                 

συνήψαν σχέσεις.

 

Μετάλλαξη 

 

Η ακτινοβολία σου

προκάλεσε μετάλλαξη*

στο γονίδιο του έρωτα.

Τον έκανε παράφορο.

 

Πόσο αισθάνομαι ευτυχής!

Μ’ αλοίμονο, το ξέρω:

μεταλλαγμένος                       

θα ’ναι θνησιγενής.

 

*Μετάλλαξη: αιφνίδια, τυχαία αλλαγή του γενετικού υλικού

με δυσμενή συνήθως αποτελέσματα.

 

Η διαδρομή ενός έρωτα

 

Από τον Ενεστώτα

φτάσαμε στον Παρατατικό.

Σιγά σιγά εγίναμε

και Αορίστου χρόνου.

Εν τέλει

καταλήξαμε στον Παρα – κείμενο          

με το επιτύμβιον

«ενθάδε κείται»….


Ο γονότυπος του έρωτά μας

 

Ο έρως ο εφήμερος

ελέγχεται από υποτελές.

Ο έρως ο αιώνιος

ελέγχεται από επικρατές.

 

Εμείς φέρομε το επικρατές

σε ομόζυγη*  κατάσταση. 

 

*Ομοζυγία:  Γονιδιακή κατάσταση μεγαλύτερης

βιολογικής δυναμικής

 

Η καταστροφή της βιβλιοθήκης

 

΄Ενας ειδωλολάτρης:

 

Και να το ξέρεις Θεοδόσιε.*

Η φωτιά που άναψες

θα μας φέρει το σκότος.

Και νυν και αεί

και εις τους αιώνας

των αιώνων.

 

* Ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος έδωσε την άδειά του στον Πατριάρχη Αλεξανδρείας για πράξεις θρησκευτικού φανατισμού, που οδήγησαν τελικά και στην καταστροφή της Μεγάλης Βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας, όπου εφυλάττετο η σοφία των αρχαίων.

 

Άγνοια

 

Μ’ έκοψαν

με κομμάτιασαν.



Αγνοούσαν

πως είμαι Ύδρα.

 

Στην ηλεκτρόλυση του ύδατος που ακολουθεί, περιγράφεται  δήθεν η χημική διάσπαση του νερού, όπως τη μάθαμε, σε υδρογόνο και οξυγόνο, με τη βοήθεια του ηλεκτρισμού και διαφόρων ηλεκτρολυτών… Που φυσικά δεν είναι άλλοι από τους σύγχρονους ψυχρούς συντελεστές της αποξένωσης και διάσπασης της ανθρώπινης ύπαρξης, στη συγκεκριμένη περίπτωση του ίδιου του ποιητή. Το ποίημα αναπτύσσεται με μια επιφανειακά παγερή πιστότητα στη χημική διαδικασία της ηλεκτρόλυσης του νερού, που συμβολίζει στην προκειμένη περίπτωση την ίδια την ψυχή και το σώμα του δημιουργού.

 

Η ηλεκτρόλυση του ύδατος

 

Από καιρό καραδοκούσαν

να με ηλεκτρολύσουν.

Με είχαν στο βολτάμετρο*

με είχαν εις την πρίζα·

τους έλειπαν οι ηλεκτρολύτες.

 

Μα πάντα υπάρχουν καλοθελητές

-και δη συγγενείς εξ αίματος-.

Η μία πρόσφερε οξύ

η άλλη πρόσφερε τη βάση

και με διέσπασαν.

Το οξυγόνο εις την άνοδο

το υδρογόνο εις την κάθοδο.

 

Εν ολίγοις

με έκαμαν αέρια.

 


Μην καρτεράς να επανέλθεις

στην προτέρα σου κατάσταση.

Ποιος να σου δώσει ευδιόμετρο;

Ποιος να σου δώσει ρεύμα;

 

* Βολτάμετρο, ηλεκτρολύτες: αναγκαία για την

ηλεκτρόλυση (διάσπαση) του νερού.

Ευδιόμετρο: συσκευή για την (ανα)σύνθεση του

νερού.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 


Ποιητική εντροπία στον ώριμο Γκότση

Από την πολυμέρεια στους λυρικούς πυρήνες

 

Ο Δημήτρης Γκότσης είναι φυσιογνωμία ποιητική ιδιόμορφη στο είδος της. Κατέχει ένα θησαυρό εκφραστικών μέσων και δυνατοτήτων, που χειρίζεται μ’ ένα δικό του προσωπικό τρόπο για να εκφράσει τις όποιες καλλιτεχνικές του ανησυχίες. Έχει δώσει ως σήμερα ικανό λογοτεχνικό έργο, άξιο να προσεχτεί και να μελετηθεί περισσότερο. Εντύπωσή μου είναι ωστόσο ότι πολλοί στάθηκαν – και στέκονται ακόμα- επιφυλακτικοί στο να καταθέσουν μια τελική και ξεκάθαρη κρίση. Κάτι τους κρατά στην αναμονή και την αμφιβολία, νιώθοντας ίσως ότι ο λόγος

 

του ποιητικά ακόμα δεν αποκρυσταλλώθηκε. Σ’ αυτούς συγκαταλέγομαι κι εγώ κατά κάποιον τρόπο, αφού ανέμενα τον Δημήτρη Γκότση ως την κρίσιμη εκείνη καμπή, που θα σηματοδοτούσε το πέρασμά του από την πολλαπλότητα και διασπορά στο πιο ώριμο και καθοριστικό στάδιο ενός λιτότερου και πυκνότερου ποιητικού λόγου.

Κοντολογίς, από το βιβλίο του Της Ευφρόνης και μετά αρχίζει ν’ αποβάλλει σ’ ένα βαθμό προηγούμενές του αδυναμίες φυγόκεντρων ενατενίσεων κι επιτυγχάνει μια πιο καίρια και πιο εύστοχη συμβολιστική. Ξεφεύγει από τον εγκλωβισμό του υποκειμενικού και συμπίπτει ευκρινέστερα με το συλλογικά αναγνωρίσιμο. Από δω και πέρα, και προπάντων στο ποιητικά ομοιογενές Ομόκεντρον σε τρία πρόσωπα, ανευρίσκουμε συχνά μια ιδιαίτερα αποσταγματική και οντολογικά διεισδυτική ποίηση. Παραθέτω ένα πρώτο δείγμα:

 

 

 


Ελευθερία

 

Λευκή μέρα απέραντη

ένας ψηλός ουρανός

που με συνθλίβει,

κι όμως η θύελλα με κινεί

κι είμαι ελεύθερος,

ελεύθερος όπως οι χιονονιφάδες

χιλιάδες στόματα που τραγουδούν

σε ακατανόητο χαμόγελο

σε ανάκουστο τραγούδι

 

Χαμογελούν τα παιδιά

που έγιναν δικά μου

καθώς παίζουν ανάμεσα στα δέντρα

μές στο νυχτιάτικο δάσος της ψυχής μου,

αυτής της πανάρχαιας, πάντα που ρωτά, Σφίγγας.

 

Τί χαρακτηρίζει ιδιαίτερα μια τέτοια ποίηση; Μα η λυρική απόσταξη θα έλεγα και η συμπύκνωση μέχρι την αρχική, ριγηλά αναγνωρίσιμη ρίζα. Οι στίχοι ή μικρές ομάδες στίχων προβάλλουν με κρυστάλλινη διαύγεια και κινούνται τελετουργικά με φόντο ένα υπαρξιακά δραματικό κλίμα. Αρμονικές εναλλαγές ρυθμού και εικόνων διαπερνούν την αυστηρή γλωσσική επιφάνεια κι αγγίζουν τη ψυχή του αναγνώστη με τη ζεστασιά μιας εκλεκτικής ανθρώπινης ανάσας. Ας δούμε άλλο ένα ποίημα:

 

Το κυπαρίσσι

 

Καρδιά μου εξαγνίσου

μέσα σε λευκόν ήχο

ζήσε τον χειμώνα σου,

καθώς πετάς ξωπίσω



απ’ τα τελευταία πουλιά,

 

όλη τη γκρίζα ομίχλη

χειμώνων περασμένων

που ανίδεη πλανιόταν,

την έχεις εξαντλήσει.

 

Τώρα, λοιπόν, τραγούδα

τον ψίθυρο του μυστικού σου

μέσα στο αυτί των Θεών

και χλιαρές φέρε τις κρεμαστές βροχές

του χρόνου μου που θρηνεί,

αργά οδήγησέ τες

και τρυφερά

πάνω απ’ το κυπαρίσσι εκείνο,

που μπόρεσε μονάχο να σταθεί

στην κοιλάδα του κόσμου:

 

ρυτίδα σκοτεινή

           του τραγουδιού.

 

Τα ποιήματα αυτά του Δημήτρη Γκότση δεν θυμίζουν πλέον τις δύσβατες κι αισθητικά δυσχερείς διανοίξεις  της πρώτης του δημιουργικής περιόδου. Έχοντας αποβάλει τη λεκτική εκζήτηση και την πολυμέρεια που τον χαρακτήριζε, κέρδισε την οικονομία του στίχου και μια αίσθηση ιερατική, απορρέουσα από τα ενδότερα της ύπαρξης. Διαπιστώνουμε την απογύμνωση από το περιττό, όχι μόνο στην έκφραση αλλά και στις ψυχοπνευματικές κινήσεις, που προβάλλουν πια καθαρότερα, καθώς ο αναγνώστης εγκύπτει απερίσπαστος πάνω από τα λεκτικά όστρακα των περίτεχνα επεξεργασμένων στιχουργικών μονάδων του. Καταθέτω ένα ακόμη λήμμα:


Ω, εσύ, παγωμένη εικόνα

του αισθήματος της γυναίκας

 

μέσα στο κόκκινο της δύσης,

μέσα σ’ αυτό το τελευταίο σούρουπο

της αγάπης!

Την ομορφιά σου

δεν μπορεί αυτός να στερηθεί,

παφλάζει ακόμα

με μαργωμένη χαρά

πάνω στον βράχινο γκρεμό

της ακτής σου.

 

Μια φεγγαρίσια ψύχρα

πάνω σε ασημένια κύματα

μια παλίρροια που κράζει βουβά

είναι η θάλασσα της ψυχής της,

που μέσα της αυτός ξαπλώνει

παγωμένος ακόμη,

 

ένα αλλοτινό ψάρι

            αρπαχτικό.

 

Μ’ αυτήν την ποιητική και μέσα από μια εντρόπια θα έλεγα σύμπτυξη, ο ποιητής κωδικοποιεί λυρικά ό,τι βαθύτερο τον απασχολεί, προσφέροντας ως πηγή συγκίνησης την πρωταρχική του συλλογικού βιώματος μήτρα. Τέτοια «εντροπία», δηλαδή προς τα έσω απόσυρση κι ελαχιστοποίηση μέχρι τα όρια κεκαθαρμένων πυρήνων, χρήζει αργής και προσεκτικής ανάγνωσης, για να κατορθωθεί η αποκωδικοποίηση της  πυκνής γλωσσικής μορφοποίησης.

 

Θετική συμβολή στην πρόσληψη και συναίσθηση του δύσβατου τούτου δρόμου, αποτελεί κι η εκτενής δοκιμι-

 

ακή εργασία για την ποίηση του Γκότση, του γνωστού φιλόλογου και μελετητή Ζήνωνα Ζαννέτου, με τον τίτλο Ορεινού κήπου Σπορεύς ( ΑΚΤΗ, 2012 ). Καταθέτω χαρακτηριστικά μικρά αποσπάσματα, με αναφορές καταρχήν στην ποίηση της Ευφρόνης ( έκδοση 2001 ):

 

…Τα παρόχθια λευκά λουλούδια, γλώσσα μιας Άνοιξης παιδικής, τα μαυροπούλια, φτερωτά μηνύματα θανάτου, προσγειωμένα πάντοτε στο λευκό της Άνοιξης, η μυστική ανάσα των φύλλων – θύμηση του Έρωτα – η Αγάπη, παλάμη που υποδέχεται, και η αδυναμία της γνώσης και της απάντησης, πότε η ψυχή αφήνει το φως και τον τόπο της για να ενοικήσει στον μικρό χώρο του σώματος, αποτελούν το ποιητικό τοπίο της Ευφρόνης. Μια τέτοια ποίηση δεν πτερυγεί παιγνιδιάρικα σαν ανέγνοιαστη λιμπελούλα, όπως επιτάσσει ο εφήμερος συρμός του «ποιητισμού», αλλά θεωρεί τον κόσμο και στοχάζεται. Συχνά, η ερμητική αυτή ποίηση του υπαρξιακού στοχασμού και της αινικτής συναισθηματικής της ατμόσφαιρας, γίνεται τραγούδι καθαρού λυρισμού, ευνόητη οδύνη της ιστορίας και ευκολοκατάληπτος πόνος της ανθρώπινης μοίρας, μέσα από την ποιητική διαπορία της Ζωής και του Θανάτου και το συναίσθητο εκστασιακό θάμβος της ύπαρξης…

 

Για το επίσης αξιόλογο ποιητικό βιβλίο με τον τίτλο Ομόκεντρον σε τρία Πρόσωπα, καταγράφει ο Ζήνων Ζαννέτος μεταξύ άλλων τα ακόλουθα:

 

Όλη η ποιητική δημιουργία του Γκότση στο Ομόκεντρον έχει ως σκηνικό τοπίο τη νύχτα και τις λειτουργικές της σιωπηλές φωνές. Τα ποιήματα αυτά είναι μικρές δοκιμές στα βασανιστικά ερωτήματα της Ζωής, στις απορημένες και ανεξήγητες επαφές του πνεύματος με κάποιες αναδύσεις του μυστηρίου ή με τις διαρκείς καταδύσεις του ποιητικού εγώ στα τοπία της νύχτας και τους τόπους του άχρονου και άχρωμου (λευκού) βυθού του Όντος. Στο Ομόκεντρον, ο ποιητής αυτοπαρατηρεί

 

ται, αυτοτεμαχίζεται, πλουτίζοντας τους ποιητικούς εστιακούς του τόπους, για να καταλάβει ουσιαστικότερα τον κόσμο που του δόθηκε μέσα στην πνευματική του ανησυχία.

 

Ο Δημήτρης Γκότσης, εξοπλισμένος εντέλει με τις λογοτεχνικές εμπειρίες της Ελληνικής, αλλά και Γερμανικής ποίησης, εμποτίζει τον πλούσιο λόγο του μ’ ένα αιθέριο αλλά και βαθύρριζο υπερβατικό κλίμα. Πού να στοχεύει όμως με τη μορφολογική συμπύκνωση που εντοπίσαμε παραπάνω; Μα στην επιστροφή βέβαια στο λυρικό βάθος και τη χαμένη ποιητικότητα, που κι άλλοι προσπάθησαν να επαναφέρουν στη σύγχρονη ποίηση.

 

Αντιπροσωπευτικά λήμματα από το βιβλίο Της Ευφρόνης, 2001:

 

Άνεμος βλάστησης

 

Κλαδιά στον άνεμο που έγιναν χέρια…

 

Βγήκαν από τη λίμνη την ακίνητη

βοήθεια ζητώντας.

Κι ήρθε πνοή ανέμου πρωτοθώρητου,

το μούδιασμα του ζωντανού μέσα στον έρωτα

φύσημα χλιαρό στη χλόη

πιο πριν απ’ το άνοιγμα των πρώτων φύλλων

κάτω από νέον ουρανό, παλμών τον ήλιο.

Ποιος κρούει έτσι βήματα χαράς,

μια μουσική απλή για το ισχνό του διάβα;

Αυτούς τους ήχους έπαλλαν τα χέρια,

σ’ αυτούς τους τόνους ανυψώθηκα

αυτούς και κατηφόρισα μαζί σου,

 

μέσα στο σώμα σου


όπου και χάραξα του ανύσματός μου

τη μικρή ροή, στη μοίρα μετρημένη

 

Αιώρηση

 

Χώρος στον ουρανό σου δεν υπάρχει

απόσταση να έχεις για τα σύννεφα,

σχήμα αστερισμών να σου χαμογελά

και να μιλάς μ’ εκείνες τις πνοές,

που σαν δικές σου επιστρέφουν.

 

Γι’ αυτό δεν ξέρεις πού οι φίλοι

που έφυγαν, αντί κοντά ν’ αράξουν

έστω με μαύρο της αγάπης το πανί.

Και μόνο αυτό λες σου απόμεινε

μαντήλι για το πρόσωπό σου,

σημάδι όλων που χάνεις σιγά-σιγά,

 

βουβή επιγραφή διαβατικών βλεμμάτων

που μια εδώ και μια εκεί πλανιούνται.

 

Και το εδώ σου βάρκα ταπεινή

λικνίζεται σε κύμα που δεν θέλεις,

μα όσο αιωρείσαι, είσαι σαν φως

που τρεμοσβήνει. Λες αστέρι

 

σε ουρανό, που ακόμη δεν υπάρχει.

 

Πρωτομαγιές

 

Έρχονται συχνά οι Πρωτομαγιές

της παιδικής σου ηλικίας

να σε ξυπνήσουν.

 

Του ποταμού ο φλοίσβος κοντινός


και η ανάσα πάλι του πατέρα, καθώς

βαδίζατε μέσα απ’ τις παπαρούνες.

 

«Βλέπεις, παιδί μου, τα πουλιά;

Αυτά ψηλά που τραγουδούν

τα χρυσαφένια μες στο ηλιόφως,

φλουριά τα λέμε. Κι εκείνο πέρα,

που κάθεται στ’ ανασκαμμένο χώμα,

είναι το μαυροπούλι. Μην το τρομάξεις!»

Και τότε λες:

«Ως σήμερα, πατέρα, προσπαθώ

εγώ να μην τρομάξω από εκείνο,

απ’ το φτερό το μαύρο που τελείωσε

τη πτήση, κι απ’ αυτό το τρομερό:

έτσι να κάθομαι κάτω απ’ τον ήλιο

και να στοχάζομαι του χρώματος τη μοίρα,

 

την Άνοιξή μου, τη γεμάτη μαυροπούλια».

 

Κήπος στη νύχτα

 

Έχεις χαρά μέσα στον κήπο,

όταν ακόμη και στη νύχτα ανασαίνει.

 

Μπορεί τα δέντρα του

να παρασταίνουν σφάλματά σου,

βαρειές σκιές, που στέλνουν τον ορίζοντα

πιο γρήγορα στο βράδυ.

Μπορεί και τα φυλλώματα

να μοιάζουν μ’ άφαντη παλάμη

για τους ανέμους ή τ’ αστέρια

                       που σε παίδεψαν.

 

Όμως αυτή η ανάσα η κλεισμένη

σε ταξιδεύει με ψιθύρους ανεπαίσθητους


και κελαρύσματα βουβά πιο πέρα

απ’ τον ορίζοντα ανέμων και καιρών.

 

Αφού η χαρά σου ήταν πάντα

ένα αστέρι, που πλανιόταν

μες στη δική του νύχτα.

 

 

Τοπίο σιωπής

 

Αυτό το ρυάκι

με τη χαρά του της καθόδου,

πώς σε πληγώνει!

Λευκάζει στην πιο απότομή του

πτώση, λευκή η άβυσσός του.

 

Όμως τον ρόχθο του δεν θέλεις.

Είναι μοναχικός, όπως κι ο βόμβος

στου Αίαντα τον κρόταφο, ναι, εκείνος.

Χαμογελούν όμως στις όχθες του

ακίνητα μές στη σιωπή αγριολούλουδα.

 

Μη κινηθείς. Τον τόπο σου θα χάσεις

μές στην απώλεια του τόπου και των άλλων.

Μη κινηθείς. Κι αφού χαμογελάσεις

λεπτά μέσα στην Άνοιξη, που μόνο

τέτοια άνθη νιώθουν, τραγούδησε

για λίγο το δικό σου ποίημα,

το λευκό στην άβυσσο ρυάκι της ψυχής,

την πιο ευλαβική αποσιώπηση

                         όσων υπάρχουν.

 

 

 

 


Δυο εύμορφα ποιήματα απ’ τα παλιά-

του Σοφοκλή Λαζάρου

                                                       ( Ενδοσκόπιο, 1961 )

Α. «Η Πέτρα»

 

«Κανένας, ακόμα και από τους μεγάλους ποιητές του καιρού μας, δεν άφησε περισσότερα από έξη μέχρι οκτώ τελειωμένα ποιήματα. Τα υπόλοιπα μπορεί να είναι ενδιαφέροντα από τη σκοπιά της βιογραφίας και εξέλιξης του συγγραφέα, όμως καθαυτά, αυτόφωτα, πλήρη διαρκούς γοητείας είναι μόνο εκείνα τα λίγα. Γι’ αυτά λοιπόν τα έξη ποιήματα τριάντα με πενήντα χρόνια άσκηση, αγώνας και οδύνη». (Gοttfried Benn)

 

Πρέπει να ομολογήσω πως διαχρονικά με απασχόλησε πολύ το ειδικό βάρος του ποιήματος «Η πέτρα», γραμμένο πριν από σαράντα πέντε τόσα χρόνια από τον γνωστό Πάφιο ποιητή – και καθηγητή μου κάποτε- Σοφοκλή Λαζάρου. Μια ενδότερη πιεστική ανάγκη μ’ έσπρωχνε να μοιραστώ το αισθητικό φορτίο μιας  γραφής που μ’ αιχμαλώτιζε πραγματικά. Έτσι, όσο κι αν άλλαξαν στο μεταξύ πολλά πράγματα, όσο κι αν ο ίδιος ο δημιουργός ταλαιπωρήθηκε κι αναλώθηκε στη συνέχεια σε μύριες τόσες υπαρξιακές αναζητήσεις, πιστεύω ακόμη και σήμερα πως το ποίημά του «Η πέτρα», της πρώτης εκείνης αισθητηριακής και πηγαίας πρόσληψης του κόσμου, είναι από τα καλύτερα που έχουν γραφεί στη σύγχρονη ποίηση του τόπου μας. Ας αρχίσουμε λοιπόν σιγά-σιγά την ερμηνευτική κι αισθητική του προσέγγιση.

 

Η πέτρα

 

Η γυμνή πέτρα ασπράδι ματιού που ξέχασε

Να δει τα μυστικά του κάμπου την αυγή



Σκοτώνει την επιθυμία να γιατρευτείς από τον τόπο σου.

Το φως, έπεσε απάνω της βαρύ.

Δεν το σκοτώνεις με χιλιάδες μαχαιριές

Δεν το σηκώνεις με χιλιάδες χέρια.

 

Στέρεος κι αρμονικός ο βηματισμός των στίχων στο αρχικό τούτο απόσπασμα. Καμιά έννοια και κανένας υψιπετής στοχασμός δεν μας παίρνει απ’ ευθείας από το χέρι, χωρίς να γίνει πρώτα εικόνα, μεταφορά και γενικότερα αίσθηση ζωής. Η λιτότητα δεν συγχέεται με την απλοϊκότητα, η ελλειπτικότητα δεν αναιρεί την εκφραστική καθαρότητα και ο ένας στίχος διαδέχεται τον άλλο υποβλητικά, ως μια συστοιχία κιόνων με στήριγμα στη γη και τάνυσμα στο αιώνιο υπαρξιακό δράμα. Αυτή η πέτρα δεν είναι τυχαίο σύμβολο μες  στον δικό μας ανατολικο-μεσογειακό χώρο, με τη διαιώνια αμετακίνητη παρουσία της, την ανεξάντλητη στην κάψα του ήλιου αντοχή της και τη γύμνια της που  δεν υπόσχεται. Στέκει στη μέση του κάμπου αντίθετα με την κίνηση και την αλλαγή, ως διαχρονική σκληρή μοίρα. Ο σπαρακτικά τραγικός στίχος «σκοτώνει την επιθυμία να γιατρευτείς από τον τόπο σου», σ’ αυτή τη μοίρα αναφέρεται. Συνειρμικά μας πάει στο «Μυθιστόρημα Ι» του Γιώργου Σεφέρη, όπου συναντούμε ένα ανάλογο κλίμα:

 

…Ο τόπος μας είναι κλειστός, όλο βουνά

που έχουν σκεπή τον χαμηλό ουρανό μέρα και νύχτα.

 

Δεν πρόκειται φυσικά για την ίδια ποιητική, αφού ο λόγος του Σεφέρη είναι στοχαστικότερος και πιο άμεσος, ενώ στον Σ. Λαζάρου – μέσω μιας κρυπτικής εικονοποιίας – διανοίγονται δρόμοι ερμηνείας αρχετυπικότεροι. Το ασπράδι ματιού, που κατακλύζεται εξουθενωτικά από το

 

βαρύ φως της ηλιοφάνειας και του καθημερινού βιοτικού άλγους, εμποδίζεται στην ευδαίμονα και αποκαλυπτική θέαση του περιβάλλοντος κόσμου. Αυτή λοιπόν η καθηλωμένη μέσα στον κάμπο κι εγκλωβισμένη στη μοίρα της πέτρα αντιπροσωπεύει δίχως άλλο το πρόσωπο το καρτερικό και βασανισμένο του γενέθλιου χώρου, που κρατά ο ποιητής ως φυλακτό μέσα στο άσπιλο αρχειοφυλάκιο της παιδικής μνήμης.

Προχωρούμε όμως παρακάτω, ακολουθώντας την ισορροπημένη εναλλαγή σκηνικού ενός ποιήματος με αρμονική αρχιτεκτονική ανάπτυξη. Γιατί ο Σ. Λαζάρου, πρέπει να παρατηρήσουμε, έχει επαρκή την αίσθηση των διακειμενικών αναλογιών και της συνολικής ενορχήστρωσης των επιμέρους. Έτσι, μετά από την πρώτη πυκνή και πολύσημη λυρική διατύπωση, γίνεται αναλυτικότερος στην επόμενη φάση, εγείροντας έστω κάποια ερωτηματικά και αμφιβολίες στον παρατηρητικό τεχνοκρίτη, αλλά δίνοντας ταυτόχρονα και την ευκαιρία στον αναγνώστη να χαλαρώσει μέσα από νοσταλγικές εικόνες αυθεντικής φυσιολατρείας. Εδώ, με κεντρικό άξονα τον ήλιο και τη διαλεκτική αντιθετική πρόσληψη της ενέργειας που εκπέμπει, απολαμβάνουμε ωραίους και σφριγηλούς στίχους από μορφές ζωής μιας αλησμόνητης εποχής. Παραθέτω ένα δείγμα:

 

Βγάζει χιλιάδες κόκκινα βελόνια που κεντούνε

Το ιδρωμένο μέτωπο του χωρικού

Στραγγίζει το σάλιο του διψασμένου λαρυγγιού

Πήζει το αίμα των πληγών που χάσκουν σαν τα νεροπήγαδα

Στα κορμιά που δουλεύουν μεροκάματο να ξεχρεώσουν.

 

Η επίμοχθη καθημερινότητα του κόσμου της Κύπρου, όπως τη θυμόμαστε ακόμα οι πιο παλιοί, στήνεται από

 

τον ποιητή με εκφραστική δεξιοτεχνία και πειστικότητα. Όμως ο Σ. Λαζάρου στοχεύει πολύ πιο πέρα από ωραιόλογες ηθογραφικές αναπαραστάσεις. Είναι αλήθεια ότι η μεταφορά και η εικόνα του χαρακτηρίζονται από καιριότητα και ενάργεια, τα στοιχεία όμως αυτά είναι μόνο τα μέσα της καθόλου ενορχηστρωτικής του προσπάθειας. Το περαιτέρω ξετύλιγμα του νήματος μας επαναφέρει στο αρχικό σύμβολο της γυμνής πέτρας, υπερβαίνοντας συνειδητά τον απλώς αντικειμενικό προσδιορισμό της και εστιάζοντας κυρίως την προσοχή στη σχέση της με την ανθρώπινη παρουσία και την υπαρξιακή περιπέτεια.

 

Η γυμνή πέτρα

Που δεν τη νοιάζει να κοιτάξει στον ορίζοντα τη μπόρα

Και το πουλί στη ράχη της κυνηγημένο ζητώντας ένα φόρεμα

Ταρακουνάει την ουρά του τρομαγμένο

Γύμνωσε τη ψυχή μας από περιττά στολίδια.

 

Αποτελεί μια δυνατή κορύφωση το πιο πάνω κομμάτι, γιατί οδηγεί τη σύνθεση σε μια πύκνωση με ιδιαίτερο βάθος και αισθητική δυναμική. Το οντολογικό δέος, που νιώθουμε προς στιγμή να μας προκαλεί, εκτονώνεται λυτρωτικά μέσω της ποιητικής μαγείας. Με τον κομβικό στίχο «Γύμνωσε τη ψυχή μας από περιττά στολίδια», ξαλαφραίνουμε έστω παροδικά από ένα απροσδιόριστο άλγος. Μας διαπερνά η διάθεση ν’ αντικρύσουμε με διαφορετική ματιά τις αγωνίες μας, για να μπορέσουμε να επαναπροσδιορίσουμε την ύπαρξή μας. Και στο μέτρο της θνητότητας να ευδαιμονήσουμε. Κι αν τούτο στις συγκαιρινές συνθήκες φαντάζει λιγάκι δύσκολο, ο ποιητής υπερβαίνοντας το φράγμα του χρόνου ανασύρει απ’ τη μνήμη τη μυθική σχεδόν εποχή, όπου κατά τον Σεφέρη «ανοίγουν τα επουράνια κι ειν’ όλα μπορετά». Ας δούμε

 

όμως τους σχετικούς με την περίπτωση στίχους του ποιητή της «Πέτρας», που αποτελούν την επόμενη και προτελευταία κίνηση στην ανάπτυξη της σπουδαίας αυτής λυρικής σύνθεσης.

 

Το ποτάμι που ακινητεί στην όχθη με τα βούρλα

Περιμένοντας τη νύχτα να κοιμηθεί αγκαλιά με τ’ άστρα

Περιμένοντας τη νύχτα να παίξει έρωτα με τις νεράιδες

Που θα ‘ρτουν αγκαλιά με το φεγγάρι

Το ποτάμι που κυλώντας στα βότσαλα

Γαρ-γαρ-γαρ τραγουδάει το γέλιο των ανθρώπων

Ήταν μια περιπέτεια κι ένα στολίδι της έφηβης ψυχής μας.

 

Αυτή τη συναρπαστική «περιπέτεια της έφηβης ψυχής μας» αναπολεί και νοσταλγεί ο δημιουργός. Κι επειδή ακριβώς ξέρει πως ό,τι πέρασε δεν επιστρέφει πια, το αναπαριστά με την τέχνη του, δίνοντάς του καλλιτεχνική μορφή και παραδίνοντάς το στην αθανασία. Στο καταληκτικό μέρος του ποιήματος η ατμόσφαιρα γίνεται στοχαστικότερη, με τον ίδιο τον ποιητή να κάνει τον τελικό απολογισμό:

 

Δεν είναι τούτος λόγος να σε πούνε τόπακα ή κλειστομάτη

Όταν παίρνεις το χρέος της πέτρας

Όταν η πέτρα είναι η μοίρα σου

Κι ο ήλιος σε κάνει να ξεχνάς την πλερωμή του κάμπου:

Είναι μέρες, που ο Θεός σπέρνει σε μας τον ήλιο

Όπως ο σποριάς σπέρνει το ξανθό σιτάρι.

Ένα κομμάτι φως το τρως με βουλιμία.

 

Έχοντας πια κατακτήσει τη σοφία της γνώσης και της εμπειρίας, ο Σοφοκλής Λαζάρου δηλώνει καταφατικά την ταύτιση με τον τόπο του και την κοινή που τους ενώνει μοίρα. Έμπλεος πίστης και γαλήνης εκφράζει κλείνοντας,

 

με αδρές και μεστές εικόνες, την εσωτερική του πληρότητα και ικανοποίηση για τα δώρα της ζωής που γενναιόδωρα μοιράζει η θεϊκή χάρις. Η ποιητική πράξη μπόρεσε τελικά αισίως να πραγματωθεί.

 

Β. Ραψωδία πικρής μνήμης

 

Πρόκειται για μια λυρικο-επική σύνθεση βιωματικής πνοής, με αφόρμηση τις μέρες πολέμου από τη σχετικά πρόσφατη ιστορία του τόπου μας. Ανήκει, κατά τη γνώμη μου, στις καλύτερες ποιητικές μονάδες του συνολικού έργου του Σοφοκλή Λαζάρου, έστω κι αν το δεύτερο μέρος του ποιήματος – επηρεασμένο από την αυτόματη γραφή – ξεφεύγει από το μέτρο και την οικονομία του λόγου που χαρακτηρίζουν τη γραφή του. Στο στήσιμο του σκηνικού χρησιμοποιεί δοκιμασμένα υλικά από τον παραδοσιακό και πρωτογενή κόσμο της Κύπρου, όπως αποτυπώθηκε στις παιδικές αναμνήσεις του.

 

Μου ζήτησε τον ήλιο η αγαπημένη μου.

Πού να τον αποθέσω που ‘ναι τρύπια η ποδιά της

                                                τρύπια η καρδιά της;

Κορίτσι που γυρίζει στα χωράφια με τριμμένο φόρεμα

Με ιδρωμένο κόρφο, πίσω από τον ζευγά, πίσω

από τον θεριστή

Κορίτσι της δουλειάς χειμωνοκαλόκαιρο.

 

Το κορίτσι που τόσο άδολα και τόσο συγκινητικά τραγουδεί με τη λύρα του ο Σοφοκλής Λαζάρου, εξυψώνοντάς το σε μια μορφή αθωότητας και μαρτυρίου, ταυτίζεται στη συνείδηση του αναγνώστη με την ίδια τη μορφή της μικρής και ανυπεράσπιστης πατρίδας. Γι’ αυτό και όταν ενσκήπτει η πολεμική καταιγίδα, νιώθουμε τη βία

 

και την καταστροφή συλλογικότερα και συμπάσχουμε εξίσου με το θύμα.

 

Ξύπνησε το πρωί και το χωριό στα πόδια του πολέμου

Ήταν τεμαχισμένη λέξη στο στόμα ενός βαρβάρου.

 

Η «τεμαχισμένη λέξη στο στόμα ενός βαρβάρου» είναι συγκλονιστικός στίχος. Δίνει σε μια σκηνή βαρβαρότητας ιδιαίτερη οξύτητα, αφού το κακό φαντάζει να ήρθε απρόβλεπτα και αδικαιολόγητα. Και το κορίτσι που έτρεχε πριν σαν ελαφίνα, που συνήθιζε να «κοιμάται με τον ήλιο αγκαλιά, με τ’ άστρα», αφήνει πεθαίνοντας το βασανιστικό κενό μιας τραγικής κι αναπάντητης απορίας. Ο Λαζάρου ξεπερνά καλλιτεχνικά το ψυχικό τούτο κενό, επικαλούμενος με σπαραγμό το βάλσαμο και την παρηγοριά της τέχνης:

 

Πότε στον άνεμο πληγώνεται το φτερό

Ρωτάει στο δρόμο το τζιτζίκι

Και πιο πουλί μπορεί πιο γρήγορα

Να φτάσει στ’ αργαστήρι του Μιχαήλ Άγγελου;

 

Το μεγάλο κακό έχει ανεπίτρεπτα συντελεσθεί κι ο ποιητής προς στιγμήν άναυδος, αναλύεται στη συνέχεια σ’ έναν παραληρηματικό θρήνο, στον οποίο η μια τραυματική εικόνα διαδέχεται πυρετικά την άλλη, σ’ ένα κλίμα πληγωμένου κι ανεστραμμένου πια κόσμου.

 

Ξύπνησε το άλλο πρωί κι ο κάμπος που τον κλείνουνε τα δυο βουνά

Και λαχταρούνε τον οι λίμνες των ματιών της πολιτείας

Κοιμόταν ανερμάτιστα στη λαβωμένη αγκαλιά του ύπνου

Με προσκεφάλι το αλέτρι πληγωμένο

Να σημαδεύει τον καιρό και τα βουνά.


Κι απορεί η αγαπημένη μου

Κι είναι η ψυχή της δυο καρτερικά μεγάλα μάτια

Ζεμένης στον κάμπο δαμάλας

Που ήρθε ο Μάης χωρίς τη θάλασσα τα στάχυα…

 

Ο προηγούμενος λυρικο-επικός βηματισμός αρχίζει σταδιακά να υποχωρεί, δίνοντας όλο και περισσότερο τη θέση του στον χορικό θρήνο. Παρόλο τούτο ο στίχος συγκρατεί ακόμα μια εκφραστική οικονομία και  καθαρή, παραστατική εικονοποιία. Στη συνέχεια ο άπελπις θρήνος δίνει την εντύπωση ότι ξεγλιστρά σαν κουβάρι από το χέρι του ποιητή και χάνεται ανεξέλεγκτα προς αποκλίνουσες κατευθύνσεις. Η φυγόκεντρη τούτη ροή αντισταθμίζεται σ’ ένα βαθμό από μια υπόγεια συνειρμική ροή, με συνδετικό στοιχείο την ψυχική αντίδραση στον παραλογισμό της καταστροφής.

 

Και θυμάται που η φραγκολίνα φώναζε:

«Εικοσιτέσσερα πεθερά», μα η υποτιθέμενη αλήθεια

Ήταν σε γυάλινο κλουβί που βούλιαξε

Με το «Σάντα Μαρία» του Κολόμβο σ’ ένα πηγάδι

της ερήμου.

Και θυμάται που η φραγκολίνα καλούσε αδιάκοπα

 στη ρεματιά των θάμνων

Κι η βοή ήταν η αιώνια συνηθισμένη πορεία

Της ανεξέλεγκτης δύναμης που ρέει σαν το ποτάμι

Στις φλέβες της γης, των δέντρων και των ανθρώπων

Η μυστική πορεία που γίνεται ρόγχος οργισμένου ρυακιού

Πίσω απ’ το κιγκλίδωμα της αμαρτημένης συνείδησης…

 

Αυτή η τελευταία στροφή του ποιήματος «Ραψωδία πικρής μνήμης» εμπερικλείει εμφανώς αρκετά στοιχεία αυτόματης γραφής, όσο κι αν στηρίζεται δομικά στο επανερχόμενο μοτίβο της μοναχικής κι αινιγματικής φρα-

 

γκολίνας, που αποτελεί σήμα κατατεθέν της πεισματικά ζωντανής παρουσίας μέσα στο άνυδρο και σκληρό γενέθλιο τοπίο. Η περαιτέρω διάχυση και απομάκρυνση από τον αρχικό θεματικό πυρήνα δικαιολογημένα προβληματίζει τον αναγνώστη. Αντικατοπτρίζει προφανώς ισχυρές λογοτεχνικές επιδράσεις της εποχής εκείνης. Ό,τι και να συμβαίνει όμως, η ποιητική αυτή σύνθεση, εκδομένη αρχές της δεκαετίας του ’60, έχει αναμφισβήτητα  χαρίσματα και διατηρεί ακόμα και σήμερα την αισθητική γοητεία της. Κλείνω το σύντομο τούτο κείμενο, διαβάζοντας τους τελευταίους στίχους της εξαίρετης λυρικής φωνής του Σοφοκλή Λαζάρου:

 

Απορεί και δεν ξέρει πώς ακλούθησε

Την κραυγή της φραγκολίνας και την ανάστροφη προς την

 πηγή πορεία

Κι ήτανε η πηγή θολή από τα σάπια φύλλα

Κι η φωνή της φραγκολίνας ήταν απάτη.   

 

 

Δείγματα γραφής του Σ. Λαζάρου μετά το Ενδοσκόπιο:

 

Ήταν μια μεγάλη έρημος

χωρίς σκεπή και μάτια

ένα μεγάλο πρόσωπο

μ’ ένα μεγάλο στόμα

εμείς γυρεύαμε ένα μάτι

κανένας δε μας κοίταξε

έτσι θα φύγουμε απαρατήρητοι

από μια έρημο

από ένα στόμα

χωρίς να μας μιλήσει

όταν μας μίλησε δεν καταλάβαμε

τα λόγια του ήταν άλλα


τα λόγια μας ήταν κούφια

έτσι θα φύγουμε

ανάλαφροι σαν τ’ όνειρο

χωρίς τη χάρη του ονείρου.

 

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ, 1981«Χαμένοι Άνθρωποι»

 

 

Εξαγνισμός

 

Μάζεψε

τα δάκρυα όλα

ξανά

στα μάτια της

έκλεισε την καρδιά της

σ’ ένα σπίτι χωρίς παράθυρα

όμως

τα σώματα δε βρίσκονται

των ναυαγών

δεν πλένονται όπως λογάριαζε

κουράστηκε

θα κοιμηθεί…

πέταξε τα ρούχα ένα ένα

ύστερα τα μαλλιά της

σαν ψεύτικα

τα βυζιά της

ξεκούμπωσε τη σάρκα της

τη δίπλωσε σαν ρόμπα

στην καρέκλα

έγινε

μια σκάλα

στον ουρανό.

                ΕΝΔΟΝ ΠΟΡΕΥΟΜΕΝΟΣ, 1988»

 

 



Εφιάλτης

          Στην τραγική γενιά του 1955

 

Καλοκαίρι

η νύχτα ρίχτηκε σαν ξύλο

μέσα στο τζάκι

έγινε κόκκινη φλόγα.

Καίει καίει

πυρπολημένος ο ουρανός

 

κι εγώ κρυώνω

μουσκεμένος το αίμα

 

σκοτεινό κόκκινο αίμα

του κρεμασμένου

του σκοτωμένου μου αδερφού

του σκοτωμένου μου ονείρου

ένας εφιάλτης.

 

ΚΑΤΑΓΡΑΦΕΣ, 1993

 

 

Κρυώνω λέγει η αιθρία

 

Κρυώνω λέγει η αιθρία

θα χωθώ στην αγκάλη σου

έστω

μέσα στη χούφτα σου

κράτησέ με πλάι στην καρδιά σου.

 

Η αντάρα στο βουνό

στάζει

μαύρη παγωμένη νύχτα

οι μέρες μου μπάζουν


 

άγριο

παγωμένο βοριά.

Κρυώνω λέγει η αιθρία.

 

 

Ο θάνατος

 

Το χιόνι θα λειώσει

το φως θα φύγει

σαν από κάποιο δείλι

κι η λέξη με παράπονο

θ’ ανθίσει

στο πικραμένο χείλι:

σε ξέρω

είσαι ο θάνατος.

 

                              ΦΥΣΑΕΙ  ΒΟΡΙΑΣ, 2000

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 


Τα εύφθογγα ρήματα του Ανδρέα Μακρίδη

 

Ο Ανδρέας Μακρίδης έχει εντρυφήσει με πάθος στη διαχρονική περιπέτεια της ελληνικής γλώσσας, καθιστώντας την επίκεντρο της έρευνας και της τέχνης του. Αντικείμενο της λατρευτικής του προσέγγισης είναι ειδικότερα οι λέξεις. Δεν χορταίνει να τις ανασύρει από το πολύμαθο και φλογερό του πνεύμα, προβάλλοντάς τες ως μοναδικό πολιτισμικό μνημείο, ή δίνοντάς τους μια ζωντανή και πρωτόγνωρη πνοή, που ευφραίνει και διεγείρει τη φαντασία. Παραθέτω χαρακτηριστικούς στίχους από το προλογικό ποίημα της συλλογής Βυθισμένες Θάλασσες, που λειτουργούν άνετα και ως προγραμματική διακήρυξη:

 

Κτίζω τους ναούς μου με λέξεις μνημεία

-Κάθε ουσιαστικό ένας ηνίοχος

-Κάθε επίθετο ένας αμφορέας

-Κάθε ρήμα ένας Παρθενών

 

Ο ποιητής διαισθάνεται και παρακολουθεί τη διαιώνια και μυστηριακή διαδρομή των λέξεων, εκστασιάζεται και παίζει ερωτικά με τις αναλλοίωτες ρίζες τους, πλάθοντας -όχι σπάνια- δικές του μορφές παράξενου κάλλους. Τις διαβάζουμε και τις ακούμε, ευδαιμονώντας με τον εσώτερο ήχο τους και με τη μουσική που αναβρύζει από τα αρχέγονα έγκατά τους. Καταγράφω αντιπροσωπευτικά δείγματα:

 

ιμεροθαλής, ειδωλόθυτο άστυ, ερωτόβρυτος, οδύσσομαι και δενδίλλω, ευνάσιμο άστρο, ευπύγιοι βωμοί, αμάραντη χλούνις

 

 

Στον Ανδρέα Μακρίδη, το εύκολα ανιχνεύσιμο σουρεαλιστικό στοιχείο δεν είναι μανιέρα ή τεχνική, αλλά προκύπτει από μια ανατρεπτική αίσθηση των πραγμάτων. Τροφοδοτείται με ένταση από την μύχια ανάγκη αναδημιουργίας του θαύματος. Κι αυτό το θαύμα συντελείται μέσα του νοερά στον χώρο και τον χρόνο της αρχαίας Ελλάδας. Λέει χαρακτηριστικά στο πρώτο ποίημα του βιβλίου με τον τίτλο «Πεζός πρόλογος ολίγον ποιητικός περί ποιήσεως»:

 

Στεριώνω τους ναούς μου πάνω στην ακρόπολη του χρόνου

-Με το αίμα της φυλής μου

-Με το πανανθρώπινο φως

-Με την πανάρχαια ψυχή μου.

Τα ποιήματα είναι εφτάψυχα και αθάνατα γιατί

μαγεύουν τον ψυχαμοιβό χάροντα, τον αποκοιμίζουν

και του κλέβουν το κοφτερό δρεπάνι.

 

Ο ποιητής επιστρέφει αδιάκοπα και με θαυμαστική διάθεση σε λέξεις – προσκυνητάρια, με αρχέγονες καταβολές κι εκπληκτική διαχρονική επιβίωση μέχρι τις μέρες μας. Μεταξύ άλλων σταματά κάθε τόσο τη χειμαρρώδη του διαδρομή κι εστιάζει το βλέμμα σχολιάζοντας:

 

Εκστατικός ψηλαφώ το εκθαμβωτικό επίθετο

των Παφίων «λυχναφής» εκ του αρχαιοτάτου

«περί λύχνων αφάς».

π.χ. Ο εραστής ήλθεν λυχναφής. Δηλαδή

την ώρα που ανάβουν οι λύχνοι. Άρα κατά το σούρουπο…

Τόση στίλβη! Τόσον κάλλος! Τόση Ελλάδα σε μια λέξη!…

Είναι σαν να σηκώνεται η θάλασσα

όρθια και σε τυλίγει στα γαλανά της σεντόνια !

 

 

Ο Ανδρέας Μακρίδης δεν είναι απλώς εξωτερικός παρατηρητής του κόσμου, που με τόση δύναμη αναπαριστά. Είναι αντιθέτως μέρος του κόσμου τούτου. Γι’ αυτό κι ο αναγνώστης τον νιώθει να διακινείται εκστασιασμένος σε μιαν αρχαία πνευματική και υλική ατμόσφαιρα. Τον βλέπει να ερωτεύεται με πάθος ονειρικές έφηβες κόρες, ή να μνημονεύει – κάποτε λατρευτικά, κάποτε παιχνιδιάρικα – τις ανεξάντλητες ψηφίδες της ελληνικής γλώσσας, απ’ την οποία παίρνει σπάνια δείγματα, τα σπέρνει πυκνά μέσα στους στίχους του και μ’ ευλάβεια τα σιγομουρμουρίζει:

 

Φως – Φάος – Σέλας – Έαρ – Αήρ – Αθήρ – Αέλιος – Ταλαπείριος – Δολιόμυθος

 

Έχουμε να κάνουμε προφανώς με μια άκρως αισθησιακή και ιδιόμορφη καλλιτεχνική δημιουργία, στην οποία – και εις βάρος της καθιερωμένης αισθητικής πρακτικής – κυριαρχούν οι προσφιλείς στον ποιητή εκτεταμένες ερωτικές και γλωσσικές διανοίξεις. Παρατηρεί κανείς ένα παιχνιδιάρικα σκηνοθετημένο διανοητικό παιχνίδι, διαποτισμένο ευφυώς με ευρηματικότητα και σπαρακτικό αυτοσαρκασμό. Σε ποιο βαθμό αυτή του η προσπάθεια ξεπερνά το πρώτο θαυμαστικό ξάφνιασμα, αποσπώντας καινούργιο έδαφος από τον χώρο του καλλιτεχνικά αδιαμόρφωτου, δεν μπορούμε ακόμα να πούμε με βεβαιότητα. Σίγουρο όμως είναι ότι ο ποιητής, με την υπέρβαση των ορίων, λογοτεχνικά ριψοκινδυνεύει.

 

Προχωρώντας στη συνέχεια σε μια κάπως αυθαίρετη κατηγοριοποίηση, θα αναφερθώ σε σημαντικά χαρακτηριστικά αυτής της ποίησης, αρχίζοντας από το κυρίαρχο στοιχείο του ερωτισμού, που κατακλύζει κυριολεκτικά

 

τους περισσότερους στίχους. Εξιδανικευμένο σύμβολο του πόθου είναι η έφηβη κόρη ή κορασίδα, όπως συνήθως την αποκαλεί. Αποτελεί πραγματική εμμονή η προσκόλλησή του στα θέλγητρα της νεανικής ωραιότητας, τα οποία κι εξυμνεί ποιητικά με μοναδικό τρόπο:

 

Θυμάσαι τότε…

που ξάπλωσε ο Μάιος πάνω στα φουντωμένα

στήθη σου και άνθισαν οι αρχαίες θάλασσες!

 

Τώρα – κάθε χαραυγή – στα εύφορα καπούλια

των αλόγων του ορίζοντα βλαστούν μωβ

 

και άχρωμα χρυσάνθεμα. Στο βάθος του μαύρου

το μέλλον αναδύεται σαν τρυφερό κορίτσι που

λούζεται γυμνό κι ερωτοτροπεί με το νερό

στους δροσερούς καταρράκτες της νεότητας

 

«Βυζαντινή μελαγχολία»

 

Αλλού πάλι απευθύνεται στην καλλίγραμμη νεανίδα τρυφερά και παιχνιδιάρικα, με φόντο ένα αρχαιοπρεπές, σταματημένο στο δικό του χρόνο τοπίο:

 

Έλα γλυκολυπάμενη και αποστεωμένη οπτασία

θα ιππεύσουμε πάνγυμνοι το γαλάζιο δελφίνι

και θα ταξιδέψουμε σ’ όλες τις αρχαίες θάλασσες.

                 Σε ικετεύω…

έλα προτού ξημερώσει και σβήσουν τα όνειρα.

 

Ο ερωτισμός δεν είναι απλή παρεμβολή στα κείμενα του Ανδρέα Μακρίδη, αλλά συνεχής ροή αίματος που κατακλύζει το σώμα της ποίησής του. Ούτε η προσέγγισή του είναι ποσώς πλατωνική, αφού ο πόθος του απευθύνεται

 

άμεσα στο υλικό κάλλος του σώματος, για το οποίο η καρδιά του – και προπάντων η λύρα του – με ένταση πάλλονται. Κι εντούτοις, παρά τα προωθημένα εκφραστικά του τολμήματα, καμιά αίσθηση του χυδαίου ή αντιαισθητικού δεν προκύπτει, αφού τα νεανικά μέλη που αναδύονται προκλητικά και λικνιστικά στην άκρη της πένας του, δίνουν στον αναγνώστη απλά την αίσθηση μιας δροσερής και παρθενικής αντίληψης του κόσμου. Επιλέγω ένα απόσπασμα αδρού αισθησιακού κάλλους και λεπτής γλωσσικής συμβολιστικής από το ποίημα «Τελετή ανακήρυξης του θηλυπρεπούς γράμματος Θ σε αμεταφυσική θεότητα»:

 

Ναι! Η ομορφιά σου αποτελείται από πέντε ζευγολάτες και

δώδεκα βόδια που μπήκαν μέσα μου και όργωσαν

τα ξεροχώραφα των ημίθραυστων ονειροπολήσεών μου.

Τώρα κυματίζουν σε όλην την επικράτειαν των

οραμάτων τα μεστωμένα στάχυα και οι χρυσόξανθες

παντιέρες των σπαρτών.

 

Αναμφιβόλως είσαι το κάλλιστον Θ του βραδυφλεγούς

Θεού. Ανήκεις στις χρυσές θάλασσες τις μικρές μαινάδες

των ανέμων.

 

Η σωματική και πνευματική έξαρση σ’ όλο αυτό το έργο επικοινωνούν ως συγκοινωνούντα δοχεία, με διαρκές το πέρασμα από το ένα στο άλλο. Είναι συνάμα ο Διόνυσος αλλά κι ο Απόλλων, που εναλλάσσονται στη σκυτάλη. Είναι ακόμα ο Παν με την απροκάλυπτή του λαγνεία, όπως κι ο ευγενικός Άδωνις που συνυπάρχουν στην εκφορά του ποιητικού λόγου. Σε τούτη ακριβώς την ισορροπία κρίνεται εντέλει και η καθαυτό αισθητική αποτίμηση των επιμέρους ποιητικών μονάδων. Μια αντικειμε-

 

νική, όσο γίνεται, αξιολόγηση του σύνολου έργου, γέρνει ποσοτικά την πλάστιγγα προς τη λεξικεντρική και ερωτισμική μεριά, όσο ευχάριστα κι αν προσλαμβάνεται ο πλούσιος και αυτοσαρκαστικός του οίστρος. Δεν είναι όμως λίγες και οι στιγμές ουσιαστικών πραγματώσεων, εκεί που εκκινεί από συγκινησιακά φορτισμένη καθολικότερη έμπνευση. Παράδειγμα οι ακόλουθοι στίχοι:

 

Στις απύθμενες στέρνες και στα πηγάδια

κρύβουμε τον φοβερό θυμό μας. Κάτω

από κάθε βράχο έχουμε θαμμένο ένα παιδί μας

κι ένα ασημένιο διαμαντοστόλιστο ΟΧΙ.

———————————————-

                   Αύριο ένα ορτύκι θα κρώζει πάνω

στον θόλο της άρνησής μας – ένα τζιτζίκι θα

τραγουδά χωμένο στα φυλλώματα ενός κιονόκρανου.

———————————————–

Στ’ ανοιχτά της θάλασσας η Παναγία

καθισμένη σ’ ένα γαλάζιο δελφίνι παίζει

μαντολίνο ενώ η μικρή Ελλάδα μαζεύει

τα ανθάκια και τα δάκρυα των κυμάτων.

 

Στις καλύτερες στιγμές του Ανδρέα Μακρίδη – μιλώ πάντα με τα δοκιμασμένα κριτήρια της αρμονικής γλωσσικής μορφοποίησης- ανήκει και το καταληκτικό μέρος του ποιήματος «Σαλαμίνα», με τον περίεργο, ως συνήθως, υπότιτλο «Η εντός διαφανούς κεχριμπαριού απολιθωμένη ζωοπανήγυρις». Τελειώνει μ’ ένα διάχυτο κλίμα υπερφυσικής μεταβολής του τοπίου, παραπέμποντας μερικώς στο ανάλογο κλίμα του αρχικού μέρους της «Έγκωμης», του Γιώργου Σεφέρη:

 

Έξοχο αυτό το κεχριμπάρι που βρήκα στην αμμουδιά

της Σαλαμίνας, συλλογιζόμουν άναυδος! Όλο αυτό


το πανηγύρι έγκλειστο στο διάφανο δάκρυ των πεύκων!…

 

Ξάφνου ακούστηκε η σφυρήχτρα. Ζωέμποροι πραματευτάδες,

οπωροπώλες  και περιδεραιοποιοί έδεσαν

τις ζώνες ασφαλείας και το τοπίο απογειώθηκε αύτανδρο!

Τώρα στη θέση της ωραίας πανήγυρις

κοιμούνται οι βουβοί αμμόλοφοι της Σαλαμίνας και

τα διάσπαρτα θραύσματα των αρχαίων αγγείων.

 

Τώρα αναδεύουν τη ψυχρή ραστώνη της  ξανθής

άμμου οι ελαφρές αύρες ενώ πιο πέρα ο ταχυ-

βάτης και πανδαμάτωρ χρόνος ισοπεδώνει τα όνειρα.

 

Εμείς…ερωτοτροπούμε θεοειδώς εις την μαγευτι-

κήν ακρογιαλιά και κοιτάζουμε κατάπληκτοι, μια

το αιματοβαμμένο σούρουπο και μια τον κατάλευκο

ιωνικό ναό που αναδύθηκεν από τη θάλασσα!

 

Με παρόμοια άρτιους και υποβλητικούς στίχους νιώθει κανείς να ανταμείβεται για την υπομονή του να διανύσει ένα, κάποτε αμφιλεγόμενο ποιητικά, αναγνωστικό δρόμο, αφού το Ελδοράδο των προσδοκιών του αποκαλύπτει ενίοτε πολύτιμα πετράδια υψηλής αισθητικής στάθμης. Όσον αφορά τώρα το ιστορικό και πολιτισμικό φόντο, στο οποίο εκτυλίσσεται η συγκεκριμένη δημιουργία, δεν θα ήταν υπερβολή να πω και κάτι που περνά ως φευγαλέα εντύπωση από τη σκέψη μου: Ότι δηλαδή ο Ανδρέας Μακρίδης είναι κάτι περισσότερο από ελληνολάτρης, αφού προσωπικά προσλαμβάνω την πολυσχιδή προσωπικότητά του ως τέτοια γνήσια κλασικού Έλληνα, που ξέκοψε παραδόξως στις μέρες μας και κινείται αναχρονιστικά ανάμεσά μας. Εκπέμπει με τη λύρα του εγερτήρια σαλπίσματα, διαλαλώντας χαρισματικά την πραμάτεια της ομορφιάς που θα σώσει τον κόσμο:


Επιτέλους ροδοχαράζει! Οι λευκές μπαλλαρίνες του φωτός

προγυμνάζονται στα πορφυρά σανίδια της ανατολής.

Νυμφοστολίζονται οι παρθένες αύρες και αναθάλλουν οι

εσταυρωμένοι ζέφυροι. Ο παγερός ζόφος της νύχτας

γίνεται κλεψύδρα από κρύσταλλο και μυρωδάτο ξύλο.

 

Σε παρόμοιες στιγμές νιώθουμε τη λεπταίσθητη βελόνα του ποιητή να πηγαινοέρχεται με ψυχική θέρμη και καθαρό καλλιτεχνικό μετάξι, εξακοντίζοντας τις αισθήσεις μας σε ριγηλά ύψη. Είναι φυσικά αλήθεια ότι στο έργο του Ανδρέα Μακρίδη βρίσκουμε αρκετές φορές κουραστικά στις λεπτομέρειές τους σημεία, αφού οι στίχοι του εκρέουν ποταμηδόν και υπερχειλίζουν τις όχθες της έμπνευσής του. Ίσως και πολλοί τίτλοι ποιημάτων να είναι αχρείαστα μακροσκελείς και υπερρεαλιστικοί. Δεν υπάρχει όμως αμφιβολία ότι ο ποιητής έχει δημιουργήσει έναν ολοδικό του κόσμο, έναν κόσμο όπου ο ίδιος ευδαιμονεί, ακόμα κι όταν με κάποιες υπερβολές μας ξαφνιάζει. Πριν κλείσω συμπερασματικά τούτο το κείμενο, καταθέτω ως τελευταία γεύση ακόμη μερικούς στίχους, γεμάτους τρυφεράδα και καλλιτεχνική ευφορία:

 

Όποιος κοιτάξει γυμνή την θεά χάνει για πάντα

το φως του. Η ποίηση κρυώνει χωρίς τους

βαμβακερούς και βελούδινους μύθους της.

Έλα…Θα σου αποκαλύψω το αόρατο

μυστήριο που αιωρείται και το σεπτό

κάλλος που θεώνεται. Κοίταξε ψηλά!…

 

Μπορώ να πω κλείνοντας, ότι ο Ανδρέας Μακρίδης δεν στοχεύει να γράψει απλώς ποίηση. Η πρωτεϊκή του ιδιοσυγκρασία πάει πιο πέρα από αυστηρά λογοτεχνικά πλαίσια, κι ο στόχος του ρήματός του είναι κατά πολύ

 

ευρύτερος της αισθητικής τέρψης. Ο λόγος του ξεχειλίζει από βιολογική ζωτικότητα. Ένας σύμμεικτα Απολλώνιος και Διονυσιακός αισθησιασμός διατρέχει ως λάβα τα κείμενά του, κατακλύζοντας καταρρακτωδώς τον αναγνώστη. Αποτελεί σίγουρα μια ενδιαφέρουσα όσο και ιδιόμορφη καλλιτεχνική περίπτωση.

 

(με αφόρμηση τη συλλογή Βυθισμένες Θάλασσες, 2005)

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 


Ο ποιητικός κόσμος του Γιώργου Μολέσκη

Ιχνηλατώντας τα υψίπεδα της ποιητικής του δημιουργίας

 

Στις καλύτερές του στιγμές ο Γιώργος Μολέσκης κρατά ψηλά τη συγκινησιακή ένταση των στίχων του. Κι αυτή με τη σειρά της μετριάζει τη ροπή του στην αναλυτικότητα και τον πλατυασμό, εκμαιεύοντας συχνά έναν απλό και ουσιαστικό λόγο.

 

Ξύπνα και σε φωνάζουν, μα μην πάς.

Ακόμα δεν ξημέρωσε καλά.

Χτυπούν την πόρτα με σίδερα βαριά.

Χτυπούν… Χτυπά κι ο ήλιος

της παγωμένης γης την κρούστα,

χτυπά και το νερό

βαθιά μέσα στις φλέβες της…

Ω! πώς παγώνει μέσα μου το αίμα!

Μέσ’ από δρόμους θα σε παν

από καιρό κλειστούς,

μέσ’ από πόρτες σκοτεινές θα σε περάσουν.

Αυτοί που σε καλούν είναι εκείνοι…           

 

«Κραυγή γυναίκας» (Μεγάλο που ήταν το φεγγάρι)

 

Οι στίχοι που διαβάσαμε έχουν μια αφοπλιστική αμεσότητα, με γλωσσική επιφάνεια κοινή και συνηθισμένη. Η δύναμή τους όμως έγκειται αλλού: Στο υψηλό επίπεδο συγκινησιακής εκκίνησης και στην θαυμαστικής εμπνοής θέαση των πραγμάτων τριγύρω. Εκπέμπεται με πειστικότητα μια βιωματική εμπειρία, χωρίς εκφραστικές ή άλλες εκζητήσεις. Κι επειδή κατά τεκμήριο είναι πολυγράφος ποιητής (πάνω από δέκα ποιητικά βιβλία), δεν πρέπει να προσεγγίζεται με σχολαστικά εργαστηριακή μεθοδολογία. Αλλιώς ο κριτικός του θα προσηλωθεί υπέρμετρα στο

 

επιμέρους – αισθητικά όχι πάντα ομοιογενές – και θα παραβλέψει το εκτόπισμα της συνολικής προσφοράς του. Διότι πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι ο Γιώργος Μολέσκης δεν κατέθεσε ως τώρα μιαν πενιχρή και δύστοκη καρποφορία, αλλά δημιούργησε αντιθέτως ένα αυτοτελή και δικό του ποιητικό κόσμο. Κι αυτό αποτελεί αξιοπρόσεκτο επίτευγμα. Κατόρθωσε κάτι τέτοιο έχοντας ως όπλα του την αυθεντικότητα, μα και τη βαθιά αφοσίωση στην τέχνη της ποίησης.

Ας δούμε όμως ένα σύντομο ποίημα ποιητικής, όπως συνηθίσαμε να λέμε, με τον τίτλο «Ο ποιητής»:

 

Ο ποιητής πάντα γυρίζει.

Ζωντανό νερό κυλά κάτω απ’ τους πάγους,

την Άνοιξη τους σπάζει και ξανοίγεται

πλατιά μέσα στους κάμπους…

Ξεπλένει τις ντροπές, ξεπλένει το αίμα,

τα ερείπια καθαρίζει από τη σκόνη…

 

Ο ποιητής πάντα γυρίζει

κι όπου συναντήσει ένα παιδί

ξαναγεννιέται.               

 

«Τα δέντρα στο Βορρά» (Κρυφό Τετράδιο, 1981)

 

Είναι ένα αρμονικά ισοζυγισμένο μικρό ποίημα, κλασικό στη δομή του, υπό την έννοια της μορφικής επεξεργασίας. Με εικονοπλαστική ευρηματικότητα και βαθιά ανθρωπιστικό πυρήνα, διαμορφώνεται παραστατικά το πορτρέτο του ποιητή. Αν ρίξουμε μια ματιά προς τα μέσα, ανιχνεύοντας την καλά κρυμμένη προεργασία, θα εντοπίσουμε στην κίνηση και στους αρμούς των στίχων μια λιτή και συμπαγή αρχιτεκτονική.

 

Το επόμενο ποίημα, με τον τίτλο «Νανούρισμα», κράτησα για χρόνια στη μνήμη. Όχι πως το αποστήθισα, θυμάμαι εκτός βιβλίου μόνο τους δυο πρώτους στίχους: «Ωχ και να ’ξερα ποιος φέρνει / το κλάμα μες στον ύπνο σου!». Πιότερο όμως κι από αυτούς με διαπερνά η ριγηλά στοργική μελωδία τους, που τη νιώθω να ρέει μέσα μου έτσι όπως ακριβώς διαποτίζει με την έντασή της ολόκληρο το ποίημα ( ή τουλάχιστον μέχρι το τελευταίο τρίστιχο, το οποίο γλιστρά ανεπαίσθητα προς ηθικοδιδακτική μεριά ).

Το κλίμα στο ποίημα που ακολουθεί είναι διαφορετικό. Τιτλοφορείται «Όταν έρχεται η ποίηση» και διακρίνεται από έναν αυστηρότερο κι επιβλητικότερο λυρικό τόνο. Παρά τους εύκολα ανιχνεύσιμους Σεφερικούς απόηχους του ενδιάμεσου μέρους, το θεωρούσα ανέκαθεν ως μια από τις καλύτερες δημιουργίες του Γιώργου Μολέσκη. Διάβασα και ξαναδιάβασα κατά καιρούς τούτο το κομμάτι, γιατί μου επιβαλλόταν με την αρχαιοπρεπή και καλοπελεκημένη δομή του. Ο πρώτος στίχος «Πονεί η μνήμη στο κάθε σου άγγιγμα» έχει ένα υπόστρωμα τελετουργικό. Αλλά και το καταληκτικό μέρος ακούεται σαν κομιστής του θελήματος μιας άγνωστης, σκληρής μοίρας:

 

…Και δεν υπάρχει πια φυγή

όπως όταν ο κόμπος φτάσει στο χτένι

και πάνω στη φωτιά το λάδι εχύθη.       

 

Περαστική Άνοιξη, 1984            

 

«Ο αγνοούμενος» ανήκει επίσης στις πιο άρτια δομημένες μικρές συνθέσεις. Παρά τη θεματική του επικαιρικότητα, ο τόνος του στιγμές-στιγμές φτάνει σε δραματική

 

έξαρση, με εναλλασσόμενες υπερβατικές εικόνες και υποβλητικούς οραματικούς διαλόγους. Έτσι αρχίζει:

 

Ήτανε τέτοιος σαν αυτό το κυπαρίσσι,

ξανθά είχε τα μαλλιά του και τα μάτια θαλασσιά,

φορούσε κι ένα πουκάμισο λαδί,

μήπως τον είδατε;

Μην έπιασε φωτιά;                         

                                                Περαστική Άνοιξη, 1984

 

 

Δίνοντας τώρα ένα γρηγορότερο ρυθμό στην περιδιάβασή μου μέσα από το έργο του Γιώργου Μολέσκη, αφήνω για την ώρα κατά μέρος τον σχολιασμό μεμονωμένων τίτλων και καταθέτω προς ανάγνωση μερικές αρκετά αξιόλογες κι αισθητικά ισοδύναμες δημιουργίες. Τα παρακάτω ποιήματα είναι ενδεικτικά μιας ώριμης γραφής. Κατορθώνονται μόνο όταν το συναίσθημα εκφραστικά τιθασεύεται και η στοχαστικότητα μεταβολίζεται σε βαθύτερη αίσθηση. Διαβάζουμε τρεις επιλογές:

 

Παραισθήσεις

 

Οι νύχτες έχουν μια τέτοια σιωπή, μια τέτοια

επιθυμία,

που είν’ έτοιμες να φέρουν πίσω τον ξενιτεμένο,

να φέρουν τον αγνοούμενο απ’ τη φυλακή ή τον τάφο.

Βήματα ακούγονται στο δρόμο,

χτύποι στην πόρτα…

Μα είναι τα δέντρα,

είναι η θάλασσα,

είναι το σκοτάδι πνιγμένο μές στη σκοτεινιά του,

είν’ ο αγέρας φιμωμένος από τη φωνή του.

 


Γύμνια

 

Από το πρώτο κι όλας βράδυ

φύγανε όλα τα σπίτια με τον άνεμο.

Φύγανε και τα δέντρα και μείναμε

κάτω από έναν ουρανό στεγνό κι αδιάφορο,

ούτε λάμψη, ούτε φως, ούτε υπόσχεση.

Όλοι και όλα εξισωμένα,

δίχως ρίζα, δίχως πέτρα, δίχως τάφο.

Κι αλίμονο του που έχει τέτοια ανάγκη.

 

Απολιθωμένος χρόνος

 

Ο περασμένος χρόνος απολιθωμένος

σε μορφή ψωμιού, κομμένος σε πέτρινο σταυρό,

σε στάμνα από νερό κάτω απ’ το δέντρο,

όγκος από φως είτε σκοτάδι…

Ο περασμένος χρόνος απολιθωμένος

μέσα στο λόγο μου

σε λέξεις που είναι πια κι αυτές

ψωμιά, νερό και πέτρες,

τις αγγίζω με τα δάχτυλα και ζωντανεύουν.           

 

Περαστική Άνοιξη, 1984

 

Στο πρώτο ποίημα, τις «Παραισθήσεις», η μυστηριακά προσωποποιημένη νύχτα μάς αγγίζει βαθιά, με τη σφοδρή επιθυμία της να παρέμβει για την επιστροφή του αγνοουμένου από τη φυλακή ή τον τάφο. Μέσα σ’ ένα σχεδόν ενορατικό κλίμα, στη δημιουργία του οποίου συμβάλλει η προσμονή και ο αβάσταχτος πόνος, το ποίημα μάς περνά σε μια ψευδαισθησιακή εναλλαγή σκηνικού, με την ελπίδα να σηκώνει κεφάλι… Μα δεν είναι να γυρίσει στο σπίτι κανένας, αφού πρόκειται απλώς για

 

φαντασιακό κτύπημα στην πόρτα. Στο δεύτερο ποίημα με τον τίτλο «Γύμνια», διαχέεται ένα έντονο καταθλιπτικό άρωμα καταστροφής και ερήμωσης σε τόπο που απογυμνώθηκε κι ορφάνεψε από τα πιο ζωτικά του στοιχεία. Όλα τα σπίτια κι όλα τα δέντρα που μας έδεναν μαζί του πια δεν υπάρχουν. Απόμεινε η ολόμαυρη ράχη μιας πατρίδας «κάτω από έναν ουρανό στεγνό κι αδιάφορο», και γύρω «ούτε λάμψη, ούτε φως ούτε υπόσχεση» πια. Σε παρόμοια πιο συμμαζεμένα ποιήματα, ο ποιητής πετυχαίνει σχεδόν πάντα ένα πυκνό και υποβλητικό λόγο με πολλές προεκτάσεις. Κι εδώ είναι η πραγματική του επίδοση, όπου μπορεί να μας μεταδώσει στον μέγιστο βαθμό τη συγκινησιακή του απόσταξη. Θα σχολιάσω όμως για να συμπληρωθεί η τριάδα και τον τίτλο «Απολιθωμένος χρόνος», που έχει την ίδια ποιητική με τα δυο άλλα. Πραγματεύεται την κατηγορία του χρόνου, υπαρκτή ουσιαστικά μόνο σε σχέση με την ανθρώπινη δράση. Γι’ αυτό κι ο χρόνος είναι αλληλένδετος με την παρουσία του ανθρώπου και των οικείων, κοντινών του πραγμάτων. Ενταγμένος κι απολιθωμένος στη μορφή της στάμνας, του ψωμιού, του πέτρινου σταυρού κι άλλων τινών της βιοτικής εμπειρίας, μπορεί μέσω του λόγου να ξαναζωντανέψει ο χρόνος – και μαζί του και οι αντίστοιχες μορφές ζωής. Ο φυσιοκεντρικός ρεαλισμός του ποιητή αναδύεται έτσι ανάγλυφος.

 

Αν είχα κάτι συμπερασματικό να προσθέσω μετά από τα πιο πάνω κατορθωμένα ποιήματα, είναι το εξής κριτικό συμπέρασμα: Όταν ο Γιώργος Μολέσκης εξωτερικεύει έμμεσα τον υπαρξιακό ή φιλοσοφικό στοχασμό του, συγκινεί βαθύτερα, επικοινωνεί ουσιαστικότερα και καταξιώνεται αισθητικά. Εκεί αντιθέτως που αναλώνεται σε

 

απευθείας διανοητικό προβληματισμό, όσο ευρηματικός κι αν προκύπτει, μπορεί να φαίνεται σοφός και πλούσιος σε ιδέες, συγκινησιακά εντούτοις φτωχαίνει και χάνει σε δραστικότητα. Μια τέτοια τάση θα δούμε κάπως συχνότερα σ’ ένα μέρος του κατοπινότερου έργου του. Για την ώρα όμως με σπρώχνει ήδη πιεστικά, διεκδικώντας δικαίωμα στην ανάγνωση, ένα πολύ αγαπημένο μου ποίημα: «Το όνειρο της Ελένης». Με τα δικά μου μέτρα είναι απ’ τα καλύτερα που έχει γράψει ο Μολέσκης. Σ’ αυτό το συγκρατημένα τρυφερό κλίμα ευδοκιμεί ιδιαίτερα η πένα του.

 

  • Γιατί κλαίς, Ελένη;
  • Κρέμασαν τα δώρα μου ψηλά και δεν τα φτάνω.

Το κουνελάκι έφερε τη σκάλα. Μα ήρθε ο κακός και φοβήθηκα.

  • Πώς ήταν ο κακός;
  • Δεν τον είδα. Έκλεισα την πόρτα.

(Διάλογος της Ελένης με τη μάνα της)

 

Κοιμήσου. Ήρθε η μαύρη πεταλούδα

και μπήκε απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο,

άπλωσε τα βελούδινα φτερά της

και σκέπασε όλο τον κόσμο.

Ό,τι θέλει τώρα να υπάρξει

γράφεται με φως χρυσό,

στα ανοιχτά φτερά της…

 

Κοιμήσου. Όλα τα δώρα είναι δικά σου,

Όσο ψηλά κι αν τα κρεμάσουν θα τα φτάσεις,

μόνο μη φοβάσαι. Είμαστε όλοι μαζί σου.

Να, το κουνελάκι βγαίνει από την τρύπα του,

ο λύκος έρχεται απ’ το δάσος του,

η αλεπού κατεβαίνει από το φράχτη της,



ως κι εκείνο το πουλί, η καρακάξα,

που σ’ ενοχλούσε μες στο στόμα

όταν φυτρώνανε τα δόντια σου

πηδά απ’ το ξερό κλαδί της κι έρχεται…

όλα τα δώρα είναι δικά σου.

 

Μην κλαίς. Ανέβα τη σκάλα

κι όταν δεις τον κακό

κλείσε την πόρτα.       

                                           Το σπίτι και ο χρόνος, 1990

 

Είναι ένα εξαιρετικό ποίημα, γιατί μας παίρνει ίσαμε τις ρίζες της πρωταρχικής αθωότητας, πριν από την έκπτωσή μας από τον παιδικό παράδεισο. Διανύουμε τη ζωή μας ξοδεύοντας χρόνια σε ποικίλους περισπασμούς κι ανούσιες ρότες, για ν’ αυξηθεί μέσα μας ακόμα περισσότερο ο καημός της επιστροφής στον μαγικό κόσμο των πρώτων χρόνων, όπου ξανασμίγει κανείς σε σφιχτή αγκαλιά με τη φύση, τα δέντρα και τα ζώα της· όπου αγγίζεται για λίγο το αιώνιο και ξεχνιέται η θνητότητα. Γι’ αυτό μας σαγηνεύουν τα παραμύθια. Για τον ίδιο λόγο μας αρέσει και η παρέα με τα μικρά παιδιά, επειδή εύκολα ταυτιζόμαστε μαζί τους. Κι αν μας φωνάξουν κάποτε πως κάτι τους στέκεται εμπόδιο, βρίσκουμε αφορμή να τρέξουμε σαν μεγάλα παιδιά να τα βοηθήσουμε. Να εξορκίσουμε τους φόβους τους και να καθυστερήσουμε την έξοδό τους από την παραμυθένια φάση της ύπαρξης. Ο Γιώργος Μολέσκης ευτύχησε σε τούτο το ποίημα να επενεργεί στην ψυχή του αναγνώστη ως εκτονωτική βαλβίδα. Παρόμοια με τη μικρή Ελένη ποθούμε να σηκώσει κι εμάς στα βελούδινα φτερά του ο ύπνος. Από κει και πέρα, όπως τόσο εύστοχα δηλώνει ο ποιητής:

 


Ό,τι  θέλει τώρα να υπάρξει

γράφεται με φως χρυσό

στα ανοιχτά φτερά της…

 

Με «Το όνειρο της Ελένης», κλείνουμε δειγματολογικά ένα μεγάλο κεφάλαιο, όχι μόνο του πρώτου, αλλά και του Μολέσκη της μακράς ενδιάμεσης πορείας. Ήταν μια γόνιμη πορεία με θεματολογικό εύρος, συναισθηματικό βάθος και πλούτο βιωματικής ουσίας. Υπήρξε μια αληθινή στράτευσή του στον μαγικό κόσμο της ποίησης, τον οποίο και υπηρέτησε πιστά και χωρίς διακοπή. Φυλλομετρώντας τις σελίδες των βιβλίων του, δέχεσαι την ευχάριστη αύρα μιας κρυπτο-επικής καλλιτεχνικής ανάσας, που νιώθει να της έπεσε ο κλήρος «ν’ απολιθώσει» σε λέξεις και στίχους την πάνσεπτη και διαχρονική του τόπου τοιχογραφία. Το αισθητικό αποτέλεσμα της ποιητικής αυτής ανθοφορίας προεικάζεται σ’ ένα βαθμό κι από το εύρος της προσπάθειας. Το αναγνωρίσιμα προσωπικό του ύφος είναι αδιάσπαστο κι αφήνει παντού την αμεσότητα και τη ζεστασιά της ανάσας του. Η έμπνευσή του αντλεί από φυσικά νερά κι από στρώματα που του είναι γνωστά και οικεία. Πολλές φορές φυσικά δίνεται δικαιολογημένα η εντύπωση πως του ξεφεύγει μια επαρκέστερη μορφική πύκνωση. Κι αυτό παρατηρείται περισσότερο σε αυτοβιογραφικές,  τοποκεντρικές και στοχαστικές διαχύσεις.

Προτού όμως παρακολουθήσουμε τον Γιώργο Μολέσκη στις πιο πρόσφατες πνευματικές και καλλιτεχνικές του αναζητήσεις, δεν αντέχω ν’ αφήσω ασχολίαστο άλλο ένα πολύ καλό ποίημα, που φέρει τον τίτλο «Πρόσκαιρη βροχή», από τη συλλογή Το νερό της μνήμης, 1998. Ας το δούμε λοιπόν καλύτερα:

 


Πρόσκαιρη βροχή

 

Είναι φιλιά που απόμειναν μοναδικά

χαμόγελα που δεν επαναλήφθηκαν.

Η μνήμη τους ένα αόριστο χάδι στα χείλη,

ήλιος που φώτισε για μια στιγμή

κι έπαψε να ζεσταίνει. Απόμειναν

σαν τα λουλούδια που αγγίξαμε περνώντας

με τα δάχτυλά μας κι ύστερα χάθηκαν…

Ξεχνιέται η γεύση, το άρωμα,

οι γραμμές των χειλιών, το χρώμα των ματιών…

Απομένουν μόνο

το πάρκο, το παγκάκι, γυμνά κλαδιά, κίτρινα φύλλα,

όψιμα φθινοπωρινά λουλούδια, δυο περαστικοί

κι οι χοντρές στάλες από μια πρόσκαιρη βροχή.

 

Αντέχει σε πολλαπλές αναγνώσεις ένα τέτοιο ποίημα. Η βασική στιχουργική γραμμή εκτυλίσσεται καίρια και επιγραμματικά, με εναλλασσόμενο ρυθμό και εικόνες και με προσέγγιση των πραγμάτων βαθιά ανθρώπινη και διαλεκτική. Εκπέμπεται μια υπόγεια ζωηφόρα αύρα, που μας κατακλύζει με την αλήθεια και τη δροσιά της. Όλα κυλούν και φεύγουν, όλα δεν μένουν ποτέ τα ίδια, εξόν απ’ τη μνήμη που τα ανακαλεί και τα φορτίζει με συγκινησιακή δύναμη.

 

Η ποιητική συλλογή Από το ελάχιστο, έκδοση 2001, σηματοδοτεί για τον Γιώργο Μολέσκη, κατά τη γνώμη μου, ένα νέο ποιητικό κεφάλαιο. Ευκρινέστερα πλέον και με επαρκές δείγμα, συστηματοποιεί έναν κύρια στοχαστικό λόγο κι αποστασιοποιείται σε μεγάλο βαθμό από τα γνώριμα διακριτικά στοιχεία μιας κοινωνικής και αυτοβιογραφικής θεματικής. Αυτή μου η επισήμανση δεν έχει καταρχήν αξιολογικό χαρακτήρα, δίνει όμως τη μετατό-

 

πιση του κέντρου βάρους των πνευματικών και καλλιτεχνικών αναζητήσεων του ποιητή. Προσωπικά συμπαθώ περισσότερο τους ποιητικούς τρόπους του πρώτου Μολέσκη, γιατί βρίσκω εκεί κάτι αυθεντικότερο και συγκινησιακά δραστικότερο. Ανεξάρτητα όμως από αυτές τις διαπιστώσεις, βρίσκουμε πάντοτε καλά ποιήματα και στις πιο πρόσφατες ποιητικές καταθέσεις του. Όσον αφορά τώρα την αισθητική πλευρά του βιβλίου Από το ελάχιστο, θα δοκιμάσω να βγάλω μερικά πιο συγκεκριμένα κριτικά συμπεράσματα: Ο Γιώργος Μολέσκης κάνει σ’ αυτό μια μεγάλη αφαιρετική προσπάθεια, ανοίγοντας δρόμους προς τα πάνω και προς τα μέσα των ψυχοπνευματικών του οριζόντων. Σε λογοτεχνικό πεδίο, που μας ενδιαφέρει κυρίως, διεξάγει ενίοτε έναν αμφίρροπο αγώνα. Στις ογδόντα τόσες σελίδες της ποιητικής συλλογής, η έκβαση της αισθητικής αναμέτρησης κινείται σε ευρύ φάσμα της αξιολογικής κλίμακας. Στις ατυχέστερές του στιγμές, η πλάστιγγα κλίνει προς τον άμεσο διαλεκτικό λογισμό, με δομές καθαρές μεν, αλλά χωρίς ικανοποιητική συνειρμική δυναμική. Στις καλύτερές του πάλι  επιτεύξεις ορθώνει έναν υποβλητικό ποιητικό λόγο. Γενικά όλα του τα ποιήματα φαντάζουν ως μέρη μιας ενιαίας σύνθεσης με κοινή λυρικο-επική υπόκρουση. Αυτό φυσικά που θα ενδιέφερε στην προκείμενη περίπτωση τον αναγνώστη, είναι ο εντοπισμός και η ανάδειξη υποδειγματικών πραγματώσεων του ποιητή. Μια ιχνηλάτηση κορυφώσεων του πρόσφατου έργου του, και όχι μια ανούσια γενίκευση εφ’ όλης της ύλης. Από τις ευάριθμες αυτές αισθητικές επιδόσεις καταθέτω και σχολιάζω με τη σειρά αξιοπρόσεκτα δείγματα:

 

 


Ωριμότητα

 

Τώρα ξέρω καλά τί πλήρωσα για όλα.

Μήτε χρησμός μήτε παλάμη καθαρή και φύλλο λευκό,

όλα ήταν βουβά στην αδιέξοδή μου μέρα

και ό,τι χρεώθηκα αυξάνει διαρκώς την οφειλή μου.

Εδώ που όλα προμελετούνται και προδιαγράφονται,

ξόδεψα στα τυφλά τις τρεις ευχές της μοίρας μου

και τώρα σκάβω με τα χέρια για το μαγικό νερό,

καίω στον άνεμο του χρόνου την καρδιά μου.

Μόνο μου κέρδος η γνώση από την απώλεια

κι η λάμψη του χρυσού μέσα στη λάσπη.

 

Ένα άρωμα σοφής ενατένισης της αινιγματικής καμπύλης του βίου μεταπλάθεται παραστατικά και με υποβλητικότητα, διαχέοντας στην ψυχή μας την παράξενη αίσθηση της ματαιότητας και του πεπερασμένου των εγκοσμίων. Αλλά μήπως δεν διανοίγονται ακόμα βαθύτεροι διαλογισμοί από τους ακόλουθους, άτιτλους στίχους;

 

Κάποτε είναι μια λάμψη χρυσή πίσω από μαύρα σύννεφα

είτε πίσω απ’ τον ορίζοντα που δεν τη βλέπεις

αλλά τη νιώθεις, μια μουσική πίσω απ’ τη σιωπή

που είναι έτοιμη να αποκαλυφθεί μα όλο φέγγει.

Αυτοί που ασκήθηκαν πολύ βλέπουν κι ακούνε-

είτε έτσι νομίζουν.

Σιγά-σιγά όλα απολιθώνονται μέσα μου

όπως μέσα στα επίπεδα των πετρωμάτων

είτε όπως στις κυκλικές ραβδώσεις γέρικων κορμών

διαστρωματώνεται ο χρόνος.

 

Όλα είναι εκεί κι αν ασκηθείς πολύ

ίσως και κάτι να μπορέσεις να διαβάσεις.

Με λίγη τρέλα ίσως και να ξαναζήσεις κάτι ακόμη.

 

 

Τώρα είμαι βέβαιος πια ότι ο Γιώργος Μολέσκης, παρά την αισθητική ανομοιογένεια του συνόλου έργου του, έχει δώσει γνήσια και αυθεντική ποίηση. Σηκώνοντας το βλέμμα πάνω από τη μακρά λογοτεχνική του διαδρομή, βρίσκεται κανείς αντιμέτωπος με την πανοραμική, έστω και ανισοϋψή θέα μιας πλούσιας δημιουργίας. Κλείνω τον σχολιασμό μου μ’ ένα επίσης αξιόλογο ποίημα, που φέρει τον τίτλο «Είμαι κερί»:

 

Είμαι κερί.

Μ’ άναψε μια στιγμή

το πάθος του έρωτα

που παρεμβλήθηκε στο χρόνο,

με θρέφει και με εξαντλεί

ο άνεμος της ζωής.

 

Καίγομαι και φωτίζω,

καίγομαι και εξαντλούμαι

καθημερινά προχωρώντας στο σκοτάδι

που όλο μετατοπίζεται

και δεν εξαντλείται.

Μα πού πηγαίνει αυτή η αύρα;

Πού επενδύεται;

Το καθημερινό τι θα απογίνει;

Και είναι τούτο αρκετό;

 

Τα αιώνια και αναπάντητα ερωτηματικά της τελευταίας στροφής μας καθηλώνουν και μας συγκλονίζουν. Η ύπαρξή μας εξαντλείται ολοένα και μεταβολίζεται σ’ επίμονη φλόγα, που ανοίγει με κόπο δρόμο φωτεινό μέσα στο σκοτάδι. Κι αν «είναι τούτο αρκετό», όπως απορητικά υποβάλλεται στον τελευταίο στίχο, θα παραμείνει ένα αγωνιώδες υπαρξιακό ερώτημα. Το σίγουρο όμως είναι ότι το λυρικό απόσταγμα που κερδίσαμε ήταν αρκετό,

 

αφού ο Γιώργος Μολέσκης κατάφερε «από το ελάχιστο» να μας δώσει αρκετές φορές το μέγιστο σε ποίηση.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 





Προδιαγραφή

για τους νέους ποιητές από την Αμμόχωστο- 

του Πολύβιου Νικολάου

 

Το ποιητικό βιβλίο Προδιαγραφή για τους νέους ποιητές από την Αμμόχωστο (1976), του Πολύβιου Νικολάου, όπως και να εννοούσε ο ίδιος αυτόν τον τίτλο, αποδείχτηκε τελικά – στο ειδικό αισθητικό του βάρος – δικαίως προφητικός. Γιατί όχι μόνο όταν εκδόθηκε έκανε αίσθηση στη λογοτεχνική κριτική, αλλά και σήμερα, που το καλύπτει αδικαιολόγητα μια ανεξήγητη λήθη, εξακολουθεί να είναι δείκτης και κανόνας μιας άρτιας και υποδειγματικής ποιητικής σύνθεσης.

 

Είναι γεγονός ότι βλέπουμε καλά ποιήματα σε πολλών το ποιητικό έργο, πραγματικά όμως συνθετικές δημιουργίες με όλη τη σημασία της λέξης, σπάνια βρίσκουμε. Επειδή κάτι τέτοιο προϋποθέτει ικανότητα ολικής σύλληψης του βασικού θεματικού και μορφολογικού πυρήνα. Προϋποθέτει, ακριβέστερα, μια διαισθητική, έστω αρχικά ακαθόριστη στις λεπτομέρειές της, μορφική προλάξευση, που θα υποδεχτεί οργανικά την έμπνοη ύλη. Τουλάχιστον έτσι περίπου αντιλήφθηκα και μια περιθωριακή πληροφορία που μου έδωσε ο ίδιος ο ποιητής, σε χαλαρή συζήτηση που είχαμε κάποτε. Είχε λέει – το μεταφέρω με δικά μου λόγια – περίπου έτοιμο στο μυαλό του το μορφικό εκμαγείο και τις ράγες, όπου θα έμπαινε μέσα και θα ζωντάνευε με ρυθμό και κίνηση η συσσωρευμένη μέσα του βιωματική ύλη. Και κάτι ακόμη εκπληκτικότερο: Υπήρχε, κατά τα λεγόμενά του, ανοιχτή μπροστά του κι η επιλογή, να γεμίσει τους αδειανούς τούτους χώρους

 

της μορφοπλαστικής φαντασίας όχι αποκλειστικά μ’ ένα προκαθορισμένο θεματικό κύκλο.

 

Εμείς φυσικά χαιρόμαστε ιδιαίτερα που η έμπνευσή του οδηγήθηκε θεματικά στο δράμα του ’74, από το οποίο αιμοδοτήθηκε τόσο γόνιμα και αποτελεσματικά. Η ποιητική σύνθεση, που ερμηνευτικά και μικροδομικά διανοίγουμε, εκτυλίσσεται σχεδόν προγραμματικά με εναρκτήριο ερέθισμα μικρές, χαρακτηριστικές χειρονομίες. Παρατηρείται μια γλωσσικά απέριττη και ιερατικού ύφους εκφραστική, που κρατεί τον αναγνώστη σε συγκέντρωση κι επιφυλακή, υποσχόμενη μια αδιάλειπτα ενδιαφέρουσα εξέλιξη. Η εκάστοτε επίκληση, μια τελετουργική σχεδόν συνομιλία σε δεύτερο πρόσωπο, διανοίγει ανάλογη τοπογραφική και ιστορική θέαση. Στήνει βαθμιαία το θαμβωτικό, και για την ώρα αδιατάραχτο σκηνικό, μιας συγκρατημένα διαχρονικής οδοιπορίας.

 

Ανοίγεις το πόδι σου

ελαφρά

κι ο δρόμος του Αγίου μικραίνει

κι ο δρόμος στενεύει

ίδιος η ακρότατη άκρα της γενειάδας του

πολιά αρχαία θαλασσινή ποσειδώνια

όπως βρέχεται σε μια θάλασσα στητή

όλη μανία και αφρό…

 

Παρακολουθούμε με προσοχή το κλιμακωτό ξετύλιγμα μιας ένυλης, συνάμα όμως και ενορατικής ανθρωπογεωγραφίας, με τη γενειάδα του Αγίου να υπερβαίνει τη βυζαντινή της αταραξία… Να διαχρονίζει τους χρόνους και να διατοπίζει τους τόπους, έτσι όπως παγανιστικά καταβρέχεται από μια θάλασσα ζώσα. Ο πρώτος βηματισμός

 

έχει θαυμαστικά συντελεστεί, σειρά έχει τώρα η επόμενη κίνηση:

 

Τεντώνεις τα δάχτυλα

του πιο αδύνατου χεριού σου

και προφτάνεις την Αχώρα

και την μακρινήν Αφέντρικα

να ξαναπαρθενεύουν

 

αίγες της Μεσογείου

που τες φύτεψαν ξαφνικά

σε βραχόκλειστες παραλίες

 

Σε αποκαλυπτική σχεδόν ατμόσφαιρα, αλλά αξεχώριστα από το πρωτογενές υλικό τους βάρος, προβάλλουν στα μάτια του αναγνώστη αυθεντικές, σχεδόν αρχαϊκές εικόνες του γενέθλιου τόπου… Οικισμοί που διστάζεις να καταχωρήσεις απόλυτα στο μακρινό χτες ή στο εφήμερο σήμερα, μια ευδαιμονική εντέλει ενατένιση μέσα από έρωτα ψυχής και ηδύφθογγο λόγο. Έχουμε ακόμη στο οπτικό μας πεδίο τον συνεπαρμένο προσκυνητή, που θα μπορούσε να είμαστε κι εμείς οι ίδιοι, αφού ο ποιητής απευθυνόμενος άμεσα στο δεύτερο πρόσωπο, συνδιαλέγεται εξίσου με το συλλογικό υποσυνείδητο.

 

Σηκώνεσαι ελάχιστα

και βλέπεις στον άλλο Πενταδάκτυλο

Φλαμούδι Δαυλό ιερή Ακαθθού

 

μικρές πατρίδες της μέλισσας

που δεν τες τρυγάει κανείς

ξεροί βολβοί κυκλάμινων

που δεν τους χωρά η γη

σημεία των πολυβολείων



τώρα ν’ αδιαφορούν

 

λιοχώρια των αιώνων

ν’ αποστρέφονται τον άνεμο

και τη μάνα του

και τη γενιά του

καρτζί στην άλλη θάλασσα

 

Η κεκαλυμμένη με απέριττο γλωσσικό ένδυμα αποστροφή και μεταποίηση του επίκαιρου, συνεχίζεται με ανασήκωμα στις μύτες των ποδιών κι αποκάλυψη κάποια στιγμή της μαγευτικής άλλης πλευράς του Πενταδάκτυλου, ταυτόχρονα με το πρώτο επώδυνο τσίμπημα απ’ τη βίαιη μετάλλαξη πανάρχαιων κοιτίδων.

Εξιδανικεύοντας οπτικά και αναδημιουργώντας διορατικά τους τόπους του μαρτυρίου, ο ποιητής φτάνει προς τη δύση του ηλίου σε γνώριμα μέρη, που φαντάζουν να έμειναν απαράλλακτα ίδια… Η Ταύρου και η Βοκολίδα με τα αρχαϊκά γιορτινά παιγνίδια τους, σε μια ονοματολογική παιγνιδιάρικη ιεροτελεστία, ακόμη και τώρα που οι Βοκολιδιάτες «αδάκρυτοι γλυκοί πρώην» στέκουν στην άκρη σκεπτικοί και περίλυποι.

 

Ο ποιητής, συνεπής στη σφιχτοδεμένη αρχιτεκτονική του γραμμή, μετακινεί στη συνέχεια το σκηνικό σ’ εποπτικότερο σημείο, ανεβαίνοντας αυτή τη φορά την ελικοειδή σκάλα του μιναρέ τ’ Άη Θεοδώρου. Εδώ η καλλιτεχνική του φύση, βαθιά ανθρωπιστική, οδηγεί σε αυτο-αναφορική ενδοσκόπηση και υπέρβαση της καθιερωμένης συμβατικής αντίληψης:

 

…σκάλα ενός άλλου ουρανού σχεδόν δικού σου

θαυμαστή αν τη θαυμάζει


κι όλο ανεβαίνει ο μιναρές

τ’ Άη Θεόδωρου

μικρός θηλυκός Ελικών

σε σημείο ψηλότερο

 

Η σκληρή όμως πραγματικότητα προσγειώνει. «Υψώνοντας λίγο τη φωνή» γίνεται αναφορά στην αντίστροφη υστερομυκηναϊκή προσφυγιά, παραπέμποντας με νόημα στον εποικισμό και τη δημογραφική αλλοίωση. Με ιστορικές πάλι παραπομπές στα θαμμένα και παροπλισμένα  των Αχαιών βασίλεια, γίνονται νύξεις για τη συγκαιρινή αγωνιστική ανεπάρκεια, με στίχους γεμάτους αιχμηρή σημασιολογία:

 

άνακτες που αγνόησαν οι χιλιετηρίδες

μέσα στους χωματόλοφους

αναίμονες από αιώνων ανώνυμοι οριστικά

σχεδόν απρόσωποι

με χείλη από χρυσάφι ενωμένα

να μη μιλούν να μην ακούν

να τους βαριούνται τ’ άλογα στους τάφους τους

ασήμαντ’ άλογα

για όσους ξέρουν ότι πέρασαν μια ζωή

ακαβαλλίκευτα

σέρνοντας αργυρόηλ’ αμαξάκια σε τελετές

κέρατο βερνικωμένο οι οπλές τους

στες τελετές

 

Μπαίνουμε έτσι στο δεύτερο μέρος της σωματοκεντρικής αυτής αφηγηματικής γραμμής. Η αυλαία ανοίγει με απρόσμενη τραχύτητα, ώστε να μπορεί να εκφράσει τη συγκλονιστική αλλαγή που έχει επισυμβεί. Η εισβολή είναι γεγονός, όπως κι η εγκατάλειψη της Αμμοχώστου κι οι χιλιάδες αγνοούμενοι του προδομένου πολέμου. Η

 

μορφολογική μεταλλαγή καθίσταται επειγόντως αναγκαία, με τη χρήση από δω και πέρα μιας βαναυσότερης εικονοποιίας.

 

Ξεδιπλώνεις τα έντερά σου

κι έχεις να περιζώνεις

άνετα

τα όρια του αποδημούντος Δήμου

όπως ανοίγουν

λεκάνη νέας λεχώνας

δεμένη στο πλέξιμο των καλαμιώνων

να ορίζει το άπλωμα της υγρασίας

και της πορτοκαλιάς…

 

Ο Πολύβιος Νικολάου μπορεί να μας καθηλώνει σε κάθε σημείο του λόγου του, αφήνοντας  ανοιχτό κι ελκτικό τον αναγνωστικό δρόμο για περαιτέρω κλιμάκωση. Ο εκάστοτε νέος ποιητικός ελιγμός προσλαμβάνεται κατά περίεργο τρόπο ως αναμενόμενος, ενώ ο καταληκτικός στίχος της κάθε ενότητας μας προετοιμάζει για κάτι εξίσου σπουδαίο που ακολουθεί.

 

Κάνεις μικρή σχισμή

στη μέση του μετώπου σου

και βγαίν’ η άγγελος νέο πουλί

περιπολάρχης

ένοπλη εκ γενετής γνωστική

να σου πει πού στέκεσαι αν στέκεσαι

να σου πει τίνος είσαι

                          και πόσος έμεινες

μέσα στην καλοκαιρινή πλημμύρα

των ανθρώπων

ανθισμένη ρίζα που αναδρομίζεις στάζοντας αγωνία

καθώς μετράς τα παιδιά σου


                       τους γονιούς σου

                       τους αδερφούς σου

μετράς και ξαναμετράς δεκατέσσερις δεκαπέντε

δεκαέξι Αυγούστου…

 

Οι στίχοι αυτοί αποτελούν και την πρώτη κορυφαία στιγμή της ποιητικής σύνθεσης. Γεγονότα νωπά κι επίκαιρα δεν εμποδίζουν τον εμπνευσμένο τεχνίτη να εξατμίσει την πεζότητά τους, να τα μεταπλάσει ποιητικά και να τα αναγάγει σε σύμβολα με πολυσήμαντη δυναμική. Έχω τη βάσιμη άποψη πως τούτη η καυτή και τραυματική επικαιρότητα λειτούργησε μάλλον προστατευτικά για τον Πολύβιο Νικολάου. Γνωρίζοντας την αισθητική του ιδιοσυστασία, θα διέτρεχε – υπό άλλες συνθήκες – τον κίνδυνο εκφραστικών πειραματισμών και κάποιας ίσως γλωσσικής μανιέρας. Η ποιητική όμως ανάγνωση μας σπρώχνει ξανά στην επόμενη σωματολογική κίνηση, που ανεβάζει τη σύνθεση σε περαιτέρω λυρικο-δραματική κορύφωση:

 

…κάνεις μικρές κινήσεις μαζεύεσαι

μα δε γλυτώνεις

το ανακάλημα των γυναικών τους

όπως σηκώνεται

ελαστική βέργα κοπετού που μαστιγώνει τον αέρα

όπως σηκώνεται

ξαφνικό πέταγμα πουλιού που το πλήγωσαν

σηκώνεται και ξανασηκώνεται

στις κοινόχρηστες αυλές του Άη Αθανάση

καθώς πιάνουν να κλαίουν

τους αντράδες τους μαζί

και χωριστά τους θέλουν

στη μοναξιά του κρεβατιού τους…


Παρατηρούμε στη συνέχεια μια παρατεταμένη και σε υψηλό επίπεδο διατηρούμενη κλιμάκωση, όπου με εντυπωσιακή ποιητική επάρκεια διοχετεύεται όλη η ψυχική ένταση και ο άπελπις θρήνος του Κυπριακού δράματος. Ως βασικά στηρίγματα της συνθετικής ανάπτυξης προβάλλουν δυο πρωτόγνωρα και συνταρακτικά λάϊτ-μοτίβ, γύρω από τα οποία περιστρέφονται και αυξητικά επανέρχονται πραγματικές σκηνές αρχαίας τραγωδίας. Είναι οι στίχοι «εμφιαλωμένα φιδάκια οι γυναίκες τους» και «μαύρες προβατίνες οι μανάδες τους». Διαβάζουμε χαρακτηριστικά αποσπάσματα:

 

κι ο κοπετός της μοναξιάς του κρεβατιού τους

ξετυλίγεται πρώτη κλωστή γλυφή

δακρυόεσσα

καθώς πιάνεται στες σκαλωσιές του λυγμού τους

η επιθυμία

δεύτερη κλωστή αργοβγαίνει

μεταξωτή λεπτή αδιόρατη ο ιδρώτας που πυρώνει

τη μοναξιά του κρεβατιού τους

εμφιαλωμένα φιδάκια οι γυναίκες τους

κι ο Ίμερος μεγαλόσωμος μεταξοσκώληκας

κοιτάζει μέσα τους ασταμάτητα

μια τη ζωή μια το θάνατο

ώσπου να βγει ο ήλιος

 

Κινδυνεύοντας να υποπέσω στην επανάληψη, επισημαίνω την πυκνή και πολυεπίπεδη δόμηση του ποιητικού λόγου, ως σύνολο αλλά και ως επιμέρους στιχουργικές μονάδες. Οι  εικόνες ανοίγουν αδιάλειπτα την αυλαία σε ολοένα απρόβλεπτες και συγκλονιστικές σκηνές, όπου ο ποιητής χρονομετρεί κάθε φορά τα όρια της συναισθηματικής και αναγνωστικής αντοχής μας…Για  να μας οδηγήσει τελικά σε μια καινούργια, αισθητικά δραστικότερη

 

σπειροειδή κίνηση, με τελική εκτόνωση και καθαρτική ικανοποίηση.

Κλείνω αυτή την ενότητα περνώντας στο δεύτερο – εξίσου παραστατικό – λάιτ μοτίβ, στο οποίο αναφέρθηκα προηγουμένως:

 

μαύρες προβατίνες οι μανάδες τους

τρεις τρεις τέσσερις τέσσερις

δεξιότερα να ξεχωρίζουν

όρθιες κυρίες που μιλούν πολύ

κουδουνίζοντας λυπητερό ασήμι και ψηφίσματα

 

μαύρες προβατίνες οι μανάδες τους

μπροστά στους κεροστάτες των Δυνάμεων

τρεις τρεις τέσσερις τέσσερις

μ’ ένα χέρι όλο θυμό

να προεχτείνεται

μ’ ένα χέρι εισαγγελέας σηκωμένος

να προεχτείνεται

κι όπως τελειώνει χάρτινο καρφί

ο μικρός στρατιώτης

γυρεύει τον αίτιο

              ο αίτιος

ιδού ο δύσπαρις ου πολέμου ιδού

μολυβένος

ηπεροπεύεται στη μεγάλη στολή του…

 

Ο κύκλος της τραγωδίας ποιητικά πάει να κλείσει, όπως και το υπερτέντωμα της δημιουργικής φαντασίας του Πολύβιου Νικολάου, που δεν βιάζεται όμως να κλείσει απότομα την αυλαία. Πάνω απ’ τα ερείπια της ψυχής και του τόπου του, δεν αποτραβιέται στην εγκλείστρα της ποιητικής του σιωπής. Στριφογυρίζει ακόμα στο κρανίο του και του τρυπά τα μυαλά το γιατί και το πώς. Αγανα-

 

κτεί κι εξάπτεται, σπάζοντας αντίστοιχα την αρμονία του λόγου του, που κολλώντας στερεότυπα στις παραλλαγές μιας ένοχης λέξης, ακούεται ασυνήθιστα παραληρηματικός και μονότονος:

 

ενώ ευωχείται και εφάλλεται ο υπεραίτιος

ο υπαίτιος ο προαίτιος ο προσαίτιος ο διαίτιος

ο εναίτιος ο εξαίτιος ο συναίτιος ο μεταίτιος ο παραίτιος

ο καταίτιος

πλήρως αναίτιος

μέσα στη μεγάλη ασύρματη κοιλιά του

ερπετό που διανοείται με ωριμότητα

 

Η γλωσσική τούτη αποδιοργάνωση προκύπτει από θυμό και απόγνωση. Προκύπτει ακόμα απ’ την αδιέξοδη έγνοια και την επίγνωση της ευθύνης για την ανασύσταση της ζωής και την ιστορική επιβίωση, κάνοντας μια νέα αρχή πάνω στα ερείπια. Οι αναφορές στην αδικοχαμένη γενέθλια πόλη της Αμμοχώστου αποπνέουν ασίγαστο πόνο ψυχής, που δυσχεραίνει τη ροή της ομιλίας του· μιας ομιλίας που αποδιοργανώνεται πλήρως, πνιγμένη τελικά μέσα στον εσωτερικό της λυγμό:

 

ελευθερίαν ποίει κι όλες τες τέχνες

με τραγούδια τεχνοοικονομικά

και ποιήματ’ αναπτύξεως

να εμποδίσεις το αρμύρισμα των νερών

μην τύχει και ξεραθούν οι πορτοκαλιές

μην τύχει και ξεραθούν οι ψυχές

μην τύχει και η πόλη

μην τύχει και

μην τύχει καιμηντύχεικαιμηντύχεικαιμηντύχεικαιμην

τύχεικαιμηντύχεικαιμηντύχεικαιμηντύχεικαιμηντύχ

 

Η ποιητική σύνθεση κλείνει με μια ενδοστρεφή ευχετική επίκληση στον Θεό του φωτός, παίρνοντας σχεδόν αυτούσια θραύσματα του Ομηρικού λόγου. Ο προσκυνητής – οδοιπόρος απαθανάτισε με τα μάτια του νου και της ψυχής τις χαμένες μικρές πατρίδες, αφού τις αναβάπτισε πρώτα εικονιστικά  με την  τέχνη του.

 

Συνοψίζοντας σε μια φράση τις ερμηνευτικές και αισθητικές μου παρατηρήσεις, μπορώ τεκμηριωμένα να ισχυριστώ το εξής: Μ’ ένα κράμα καλοδουλεμένου λυρικού και δραματικού λόγου, με  ανάπτυξη ενιαία και οργανική, ο Πολύβιος Νικολάου έχει δώσει με την Προδιαγραφή συνάμα και τις προδιαγραφές μιας υποδειγματικής ποιητικής σύνθεσης.

 

 

 

 

 

 

 

 

 


Μυριάνθη Παναγιώτου- Παπαονησιφόρου

Η αυθεντική και πολύτροπη

Στοχεύοντας να δώσω την αδρή λογοτεχνική φυσιογνωμία της Μυριάνθης Παναγιώτου-Παπαονησιφόρου, δεν έχω παρά να σχολιάσω συνοπτικά τη συλλογική της έκδοση  Ανάδρομη Πλεύση, ένα βιβλίο που διατρέχει την ποιητική της παραγωγή μισού σχεδόν αιώνα (μέχρι πίσω στο 1965). Αλλά κι αυτό σίγουρα δεν είναι πλήρες, αφού η Μυριάνθη ευδοκίμησε με βραβεία και διακρίσεις και σε άλλα είδη, όπως την παιδική λογοτεχνία και το παραμύθι. Η πρώτη εκδοτική της εμφάνιση ανάγεται στο έτος 1978, με συλλογή ποιημάτων κάτω από τον τίτλο Επιστροφή. Τα πρώτα αυτά ποιήματα διακρίνονται από διάχυτο λυρισμό και την αγάπη του τόπου και της ιστορίας του. Κάποια μάλιστα αντέχουν αισθητικά μέχρι σήμερα και δεν είναι καθόλου παράξενο, που επιλέγονται επανειλημμένα στις Ανθολογίες. Πέντε χρόνια αργότερα βλέπουν το φως της δημοσιότητας οι Ηρωικοί Απόηχοι, χωρίς ποιητικές ιδιαιτερότητες και με θεματική τον αγώνα ελευθερίας του 1955–1959, στον οποίο η ποιήτρια έλαβε ενεργά μέρος.

Η τρίτη ποιητική συλλογή της με τον τίτλο Άχρονη Φύση (1988) ήταν κάτι πολύ διαφορετικό. Εδώ δεν μιλούσε πληθωρική και κυρίαρχη η καρδιά, αλλά ο συγκινημένος υπαρξιακός στοχασμός. Ο αυθορμητισμός έδινε τη θέση του στην αφηγηματική και νηφάλια γραφή, σε μια φιλόδοξη στόχευση μιας ποιητικής κοσμογονίας. Ξεκινώντας  οριακά απ’ το χάος, η ποιήτρια διατρέχει λυρικο-επικά την ανθρώπινη εξελικτική περιπέτεια, φτάνοντας μέχρι τον κόσμο των δικών της  προσωπικών αναμνήσεων. Σ’ αυτό το βιβλίο, άνισο ως προς τις αισθητικές του πραγ-

 

ματώσεις, βρίσκουμε εντούτοις και μερικά από τα πιο κατορθωμένα ποιήματα του συνόλου έργου της.

 

Μια δεκαετία αργότερα (1997) κυκλοφορεί το λυρικο-αφηγηματικό Γράμμα στον Αγνοούμενο, μαρτυρία και γραφή οδύνης για το ξαδέρφι που δεν γύρισε ποτές πίσω. Και σε μικρή μόνο χρονική απόσταση η ποιήτρια μάς εκπλήσσει ξανά με νέα δημιουργία, που της δίνει τον τίτλο Στον κρατήρα του Ήλιου. Καμιά σχέση με τον προηγούμενο χαμηλόφωνο κι εκφραστικά συγκρατημένο εκφραστικό τόνο. Οι στίχοι λυρικά μεγαλόστομοι και κοφτοί εξακοντίζονται με ένταση και σουρεαλιστικές εξάρσεις από τα βάθη μιας ψυχής, που αναμετριέται αξιοπρεπώς στην κονίστρα των λογής υπαρξιακών προκλήσεων. Έτσι γι’ άλλη μια φορά η ποιήτρια πείθει ότι μπορεί ν’ ανανεώνει με ευχέρεια το ψυχο-πνευματικό υπέδαφος που της αρδεύει την έμπνευση, προσφέροντας κάθε φορά μια νέα ανθοφορία. Είχα γράψει κάποτε γι’ αυτό το βιβλίο το ακόλουθο χαρακτηριστικό σχόλιο:

 

…Η Μυριάνθη κατορθώνει πλέον να αισθητοποιεί τις εμπειρίες και τις ιδέες της, μεταπλάθοντάς τες σε ψηλαφητή ύλη αυθεντικών και ζωντανών εικόνων από τη φύση, της οποίας γνωρίζει καλά τα μυστικά και τη γλώσσα. Συνδυάζει επιτυχώς τη λυρική ευαισθησία που πάντα τη διέκρινε, με εκφραστική τόλμη και ρωμαλεότητα. Συνθέτει τελικά ένα ποιητικό πανόραμα ενιαίο και συμπαγές, αλλά και στα μέρη του σφριγηλό και παλλόμενο, όπως είναι κάθε σωστή και ισορροπημένη δημιουργία.

 

Το 2004, με το άνοιγμα των οδοφραγμάτων, η Μυριάνθη πάλι καινοτομεί και δίνει το λογοτεχνικό της παρόν με το

 

Οδοιπορικό Η πόρτα μου ήτανε μεράντι. Φωτίζει αθέατες πτυχές του δράματος των εκτοπισμένων, που στο πέρασμα του χρόνου υπόκεινται ψυχολογικά σε απρόβλεπτες προσαρμοστικές μεταβολές. Η ηρωίδα, μια ηλικιωμένη γυναίκα με πολλές προσδοκίες, κάνει το ταξίδι της επιστροφής στη γενέθλια γη και στο πατρικό σπίτι, όπου όμως σύντομα συνειδητοποιεί την ανατροπή των αγαπημένων παραστάσεων της μνήμης. Πίσω από την προφανή ικανοποίηση για την πραγματοποίηση του πολύχρονου πόθου της επιστροφής, το σαράκι της αποξένωσης σηκώνει ανεπαίσθητα κεφάλι… Και ταλαιπωρημένη στο τέλος της μέρας από τις έντονες συγκινήσεις, αυθόρμητα κάποια στιγμή εκδηλώνει ένοχα την πρόθεση να γυρίσει πίσω στον συνοικισμό, στο τωρινό της νέας πραγματικότητας σπίτι της.

 

Η τελευταία ποιητική συλλογή της Μυριάνθης Παναγιώτου-Παπαονησιφόρου στην Πανελλήνια δημοτική, με τον τίτλο Άριες του περασμένου Καλοκαιριού, έκδοση 2007, συνιστά το αυθεντικότερο και γνησιότερο ανάβρυσμα της λυρικής της ιδιοσυγκρασίας. Αποτελεί ένα αρτεσιανής εκροής δημιουργικό συναπάντημα πρωτογενών βιωματικών παραστάσεων, με φόντο πια τη ζωή που γέρνει στη δύση της. Οι στίχοι, με έντονους δημοτικούς απόηχους, είναι προπάντων ρυθμός και τραγούδι, είναι ανάβρυσμα ψυχής κι αξιοπρεπής στάση ζωής, γεμάτης πληρότητα και δημιουργία.

 

Για το διαλεκτικό μέρος της ποίησης της Μυριάνθης, που αξιολογείται ως σημαντικό, ο χώρος μού επιβάλλει να κάνω μόνο μια σύντομη αναφορά. Έχει εκδώσει δυο βιβλία, Τα φκιόρα της πικραθασιάς (2003), και τα Τρια-


ντάφυλλα τζ’ αγκάθκια (2009). Χωρίς την πρόθεση να μακρυγορήσω, παραθέτω μικρό μέρος από δικό μου προλογικό κείμενο, που δίνει και το στίγμα αυτής της ποίησης:

Τη διαλεκτική γλώσσα που χρησιμοποιεί στην ποίησή της η Μυριάνθη, θα τη χαρακτήριζα κατά κάποιο τρόπο ανεβασμένη κι αρχοντική, αφού αντιπροσωπεύει, πιστεύω, την παραδοσιακά πιο συνειδητοποιημένη μερίδα του λαού μας. Εξάλλου η εξεζητημένα βαριά και άκαμπτη κυπριακή διάλεκτος καταντά συχνά αντιαισθητική, καθότι φτιαχτή και άσχετη με τη γλωσσική πραγματικότητα. Κι ακόμα κάτι: Η ποίηση αυτή διακρίνεται κι από μια ευφρόσυνη διάθεση, γεμάτη πνευματικότητα και πηγαίο χιούμορ. Είναι γι’ αυτό τον λόγο που μίλησα για ένα διάχυτο κλίμα λαϊκής αρχοντιάς, όχι μόνο στη μορφή αλλά και στον βαθύτερο χυμό που τη διατρέχει. Και τούτο δεν είναι απλά υπόθεση προσωπική της ποιήτριας, αλλά στάση του κόσμου εκείνου που ζωντανεύει με την τέχνη του λόγου της.  

 

«Aνάδρομα» λήμματα από την ποίηση της Μυριάνθης Παναγιώτου-Παπαονησιφόρου:

 

Αν είσαι

 

Αν είσαι έρωτας

άσε τα βέλη στη φαρέτρα

τραύματα άλλα δεν μου πάνε πια

Αν είσαι αγάπη πάλι

άλλη δεν είναι εσθήτα να ντυθείς

θυσία δεν είναι άλλη

λύτρωση δεν είναι καμιά


μια λέξη είσαι

σε χλωμό χαρτί

Της μοίρας που με δέρνει

είσαι πλάνη.

 

Ασήμωσε κυρά

 

Νύχτα, τί να γυρεύεις στο περβάζι μου.

μουγκή, σεληνοφόρα;

Φοράς τα ξεσκισμένα σου πουκάμισα

μισά φορείς τα τρύπια σου σαντάλια

λιανίζεις τ’ όνομά μου στα νερά

Ασήμωσε κυρά μου να σου πω

πως σκούζει απόψε το πουλί

λυπητερά πως κλαίει τ’ αηδόνι

δονεί τους κάμπους και ραγίζει τα βουνά

Ασήμωσε κυρά.

 

          ΑΡΙΕΣ ΤΟΥ ΠΕΡΑΣΜΕΝΟΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ, 2007

 

Η μέρα μπήκε αστραφτερή

 

Η μέρα μπήκε αστραφτερή στην υψικάμινο

δρασκέλισε το ουράνιο τόξο με τα χρώματα

κι άχρωμη εξήλθε

στην αντίπερα όχθη του λευκού χειμώνα

Κύκλοι

επάλληλοι κύκλοι

Στα κράσπεδα των μακρινών ερήμων

αρχέγονος άνεμος ιχνογραφεί ανεξίτηλα ίχνη

Τραχύ το μάγουλο της γης

στον τελευταίο ασπασμό των παγερών ονείρων

Ριπή οφθαλμού και φεύγει το πουλί

σε σφαλιστά ματόκλαδα πατώντας

μ’ ένα σφαγμένο λούλουδο στο στόμα του.


 

Στα μάτια ενός παιδιού

 

Στα μάτια ενός παιδιού θα ξημερώσω

μιαν αειπάρθενην αυγή

μ’ ένα πετράδι αμέθυστο στην κόμη μου

κι ένα αλάνθαστο σπαθί

στο αστραφτερό θηκάρι

να ξεπληρώσω την οδύνη ενός ρηχού χαμόγελου

του μισοτέλειωτου παραμυθιού την πίκρα

να απαλύνω

Ορκίζομαι

στα μάτια ενός παιδιού θα ξημερώσω.

 

                                ΣΤΟΝ ΚΡΑΤΗΡΑ ΤΟΥ ΗΛΙΟΥ, 1999

 

 

 Φυλακισμένος Απρίλης

 

Έσκαγε ο Απρίλης

σ’ ένα τριαντάφυλλο κατακόκκινο ρόδο

σφιχτό μαστάρι της παρθένας ξέγυμνο

ασυμμάζευτο στους κόρφους της

-Κουμπώσου, μ’ ορμήνεψε

κι ας μην είχα τίποτε καλύτερο

από τ’ απριλιάτικα ρόδα

που μ’ έντυναν ολόκληρη

ένα μπαξέ καλοκρυμμένο

από τα μάτια των περαστικών

Πέρασε ύστερα ο πραματευτής

ένας πλανόδιος έρωτας

διαλαλώντας πραμάτιες κι αρώματα

-Δεν τα χρειάζεσαι, είπε

κι ας μην είχα τίποτα καλύτερο

από το παλιό μου ρούχο

Έσκαγε ο Απρίλης φυλακισμένος


στα μπουμπούκια της μηλιάς

κι όπως ο ήλιος έγνεθε

χρυσό το νήμα για τ’ ακριβά προικιά

έσκαψα ένα πηγάδι

κι ακόμα ψάχνω

μια φλέβα κρύσταλλου νερού

που λαμπυρίζει στα βάθη του.

 

                                   ΑΧΡΟΝΗ ΦΥΣΗ, 1998

 

Μέρα – Νύχτα

 

Πόσο αργά υφαίνει η μέρα το σεντόνι της

αναμετρώντας τις ατέλειωτες ώρες

στα μαλλιά τα ξέπλεκα του ήλιου

αναρριγώντας τ’ άγνωστα δευτερόλεπτα

στα ξεχασμένα στήθια του

ποδοβολώντας τη λαχτάρα της ζωής

στις σκονισμένες πατούσες του

Πόσο ταχιά ξηλώνει η νύχτα τα σκοτάδια της

Ριγμένο στη βιασύνη το φεγγάρι

μαζεύει τα χλωμά του πρόσωπα

Κι ο αυγερινός βαραίνοντας

του ύπνου τρομαγμένο βλέφαρο

να προλαλεί

με φωνή του αγουροξυπνημένου αλέκτορα

την έλευση της αγωνίας.

 

                                                    ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ, 1978

 

Οι Όμορφες

 

Να γένετουν τζιαι τα δεντρά

να ρίφκαν τους αθθούς τους


τζιαι να γεμώναν τα στενά

τζι οι κάμποι με τους μούσκους

να ρέσσουσιν οι όμορφες

ν’ αλαφροπαρπατούσιν

σαν τες τριανταφυλιές του Μά

τες κότσινες ν’ αθκιούσιν

 

Να γένετουν τζ’ η θάλασσα

κραβάτιν παμπατζένον

τζι ο ουρανός με τ’ άστρη του

σεντόνιν πλουμισμένον

να ππέφτουσιν οι όμορφες

τζιαι να με  συλλοούνται

να με θωρούν στον ύπνον τους

την νύχταν που τζοιμούνται.

 

                    ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΑ ΤΖ΄ ΑΓΚΑΘΚΙΑ, 2009

 

 

Δός μου αφορμήν να ζήσω

 

Πέ μου πού τρέχουν τα νερά

τζιαί πού κατρατζιλούσιν

αντρόσ’ιν εις το θκιάβαν τους

να βάλω να τα στήσω,

τες νιότες μου που γκρούζουσιν

μες στο λαμπρόν τζιαί λιούσιν

σαν το γλωμιάρικον τζιερίν

στο δρόσος τους να σβήσω.

 

Πέ μου πού πάσιν τα πουλιά

που φεύκουσιν αλάϊν

να ππέσω το κατόπιν τους

τζιί να τα στρέψω πίσω,

μερόνυχτον να τζιελαδούν


τούτ’ η καρκιά που ‘ράην

να  ‘βρει μιαν στάξην νεπαμόν

τζι εγιώ αφορμήν να ζήσω.

 

               ΤΑ ΦΚΙΟΡΑ ΤΗΣ ΠΙΚΡΑΘΑΣΙΑΣ, 2003

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 


Η ποιητική κατάθεση του Ανδρέα Παστελλά

 

Περιδιαβάζω με άνεση την ποιητική συλλογή Χώρος διασποράς του Ανδρέα Παστελλά, και υφίσταμαι ασμένως τις αισθητικές διακυμάνσεις των ποιημάτων του, που είναι φυσικό να υπάρχουν, έστω κι αν πρόκειται εξαρχής για ένα προσωπικό και ομοιογενές ύφος γραφής. Και όμως το ενδιαφέρον της μέχρι τέλους ανάγνωσης παραμένει αμείωτο, γιατί υπάρχει διαρκώς η αίσθηση μιας ποίησης με δύο πολύ σπουδαίες αρετές: την ουσιαστικότητα και καθαρότητα του εκφραστικού της οργάνου.

 

Εδώ που άλλοτε αντηχούσαν οι θρήνοι του τυφλωμένου

                                                                        Οιδίποδα

και η ορχήστρα γέμιζε από την απόφαση της Αντιγόνης,

βαθειές ρυτίδες έχει ανοίξει ο καιρός στη γης

κι η θάλασσα κάτω μακρυά

κρατάει γεμάτη σιωπή

τον αντίλαλο από τον πόνο της ανθρώπινης μοίρας.

 

Είναι απόσπασμα από το ποίημα «Δειλινό στο θέατρο του Κουρίου», ενδεικτικό για τη λιτή και σαν πέτρα πελεκημένη εκφραστική του. Οι λέξεις έχουν αφ’ εαυτές ένα βάρος, που τους έχει προσδώσει η σωστή καλλιτεχνική επεξεργασία. Το βάρος όμως αυτό ποτέ δεν αυτονομείται, αλλά υπάρχει μόνο σε συνάρτηση με τη γενικότερη σύλληψη και πραγμάτωση.

 

Κι ήρθαν απ’ το Βορρά κι απ’ το Νοτιά

απ’ την Ανατολή κι από τη Δύση

φρουροί του ονείρου άγνωστοι φίλοι.

Τούτες οι καμπάνες που χτυπούν

σκορπώντας στον αέρα κομμάτια μέταλλο


ποιους ζωντανούς ξυπνούν, ποιους πεθαμένους χαιρετά;

 

Ο Ανδρέας Παστελλάς, αν και ολιγογράφος, ανήκει στους δυο-τρεις σημαντικότερους βάρδους του Κυπριακού απελευθερωτικού αγώνα, ενός αγώνα που τελικά δεν ευδοκίμησε όσο αναμενόταν. Ραψωδεί συγκρατημένα, αλλά με βάθος και υποβλητικότητα, τους ήρωες και τα έργα των ημερών εκείνων. Η λύρα του δεν είναι συνήθως συναισθηματική και ρητορική, αφού ελέγχει επαρκώς το υπερχείλισμα της συγκίνησής του, διοχετεύοντάς το με καλλιτεχνικό υπολογισμό σε εύστοχη ποιητική διατύπωση. Σπανιότερα φυσικά παρασύρεται κι αυτός από την αμεσότητα του εκθειαστικού ή κατακριτικού λόγου εις βάρος της υποβολής και υπαινικτικότητας.

 

Το ποίημα «Χώρος Διασποράς», κάπου στη μέση του βιβλίου και χωρισμένο σε τρία μικρά μέρη, διακρίνεται από καλά επεξεργασμένους στίχους, με διακριτική αναφορά στα τρέχοντα πολιτικο-ιστορικά συμβάντα. Καταθέτω ένα τέτοιο δείγμα:

 

Φωνές του χτες ριπίζουν τα πεσμένα φύλλα

κίτρινα τα λόγια από την επανάληψη.

Μείναμε αλήθεια τόσο λίγοι σ’ αυτή την έρημη όχθη;

Να λέμε τα ίδια και τα ίδια πράγματα,

να ζεσταίνουμε τα παγωμένα χέρια μας,

βοσκοί της μοναξιάς

πάνω σε μια θρακιά που πάει να σβήσει;

 

Το τρίτο μέρος της συλλογής Χώρος Διασποράς, ποιητικολογικά παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, αφού διευρύνει το θεματολογικό του φάσμα κι αναπτύσσει μια συνθετότερη γραφή. Και τούτο ως προάγγελος των κατο-

 

πινών πολύστιχων συνθέσεων του Ανδρέα Παστελλά, όπως «Ο Φρύνιχος στην Αθήνα το καλοκαίρι του 1974», «Του Χρυσοσώτηρου»  και  «Τυρταίου λόγος επιμνημόσυνος». Επιλέγω από αυτόν τον κύκλο το ακόλουθο τρυφερό κομμάτι:

 

Μια κοπέλλα κλαίει απόψε στο θαμπό μου τζάμι

μια λεπτή κορδέλα γύρω στο λαιμό μου,

στην καρδιά μου αφή αγάπης που δεν ήρθε.

Άστρο της αυγής, Παναγία του Γκρέκο,

με του πόνου σου το βρέφος στην αγκάλη

έξω σε μια γλάστρα πνίγεται μια κάμπια,

των ματιών σου οι κύκλοι κοίτα πώς πλαταίνουν.

 

Πέρα απ’ τις βροχές αναδύονται ήλιοι

κι είναι οι κάμποι που προσμένουν παπαρούνες

ύφεση στον πόνο που κρατάω βαθιά μου.

 

Μια κοπέλλα κλαίει απόψε στο θαμπό μου τζάμι

δυο θολά ποτάμια πνίγουν την καρδιά μου.

 

Εκτιμώ πως είναι απ’ τους αρτιότερους στίχους του βιβλίου, ενός ποιητικού βιβλίου που δικαιολογημένα προσέχτηκε και συζητήθηκε στον καιρό του, διατηρώντας το αναγνωστικό του ενδιαφέρον μέχρι σήμερα.

 

Το δεύτερο και τελευταίο ποιητικό βιβλίο του Ανδρέα Παστελλά κυκλοφόρησε με τον τίτλο Μεταθανατίως Αποσχηματισθείς,το 1995.

Θα αναφερθώ κάπως αναλυτικότερα στα επιμέρους ποιήματα, αφού πρόκειται για συλλογή για την οποία δεν μπορεί κάποιος να μιλήσει ομοιόμορφα και ισοπεδωτικά. Τα πρώτα τρία ποιήματα είναι εξαίρετες λυρικο-δραματικές συνθέσεις, με στέρεη δομή και ισορροπημέ-

 

νη ανάπτυξη. Η γνήσια κατασταλαγμένη συγκίνηση ρίχνει επάνω στις λέξεις και εικόνες ένα τραγικό φως, που οδηγεί τον αναγνώστη με δέος και συγκλονισμό στην ψυχική κάθαρση. «Ο Φρύνιχος στην Αθήνα το καλοκαίρι του 1974» είναι ποίημα λιτού και υποβλητικού λόγου, με θαυμάσια κορυφούμενη ανέλιξη του βασικού αφηγηματικού μύθου. Που στην πραγματικότητα είναι οτιδήποτε άλλο παρά μύθος, αφού αγγίζει άμεσα τη φριχτή σύγχρονη άλωση της πατρίδας μας, κάτω από τα απαθή βλέμματα δικών και ξένων. Η τραγική εδώ persona, που συμβολίζει και το δράμα της Κύπρου, προδομένη κι εγκαταλελειμμένη από άφρονες ηγέτες του μητροπολιτικού Ελληνισμού, εμφανίζεται στο κέντρο της Αθήνας ως φιγούρα εκτός τόπου και χρόνου, γι’ αυτό και βαθιά τραγική. Ας διαβάσουμε το ποίημα ολόκληρο:

 

Ο Φρύνιχος στην Αθήνα το καλοκαίρι του 1974

                                                                «ες δάκρυε έπεσε

                                                               το θέητρον»(Ηρόδ.)

 

Καθώς βγήκε στο φως από τον Υπόγειο της Ομόνοιας

σαν από σκοτεινή καταπακτή

από ξεχασμένη γαλαρία ορυχείου

με χιλιάδες αμίλητους νεκρούς συντρόφους

να ταξιδεύουν μαζί του,

δεν είχε στο κεφάλι του στεφάνι

καμωμένο από λίγα χορτάρια

πού ‘χαν μείνει στην έρημη γη.

Με τσουρουφλισμένα βλέφαρα

μάτια θολά και κόκκινα απ’ τους καπνούς

τη στάχτη στα μαλλιά

απ’ τα καμένα δέντρα

πυρπολημένης γειτονιάς πατρίδας μακρυνής,

χωρίς ακοή απ’ τις στριγγιές φωνές



σφαγμένων αγρινών,

με χέρια απλωμένα

αόμματος επαίτης

γωνία Σταδίου και Αιόλου

στάθηκε

μπροστά στην υποχθόνια βοή που ερχόταν

κατηφορίζοντας

σαν από άλλο κόσμο χαρισάμενο στο πεζοδρόμιο.

 

– Έλληνες αδελφοί…

η φωνή χάθηκε στο βάθος ξεραμένου πηγαδιού.

 

Κάποιος περνώντας δίπλα

του ‘χωσε βιαστικά στη χούφτα

ένα τάλληρο.

 

 

Το δεύτερο εκλεκτό ποίημα της συλλογής έχει τον τίτλο «Του Χρυσοσώτηρου». Αναφέρεται στον αγνοούμενο σύζυγο γυναίκας που οπτασιάζεται κάποτε τον άντρα της να ’ρχεται όπως σε όνειρο τα βράδια, αλλά και να χάνεται πάλι μέσα απ’ τα χέρια της ως την επόμενη φορά. Τη νύχτα όμως της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος, στις 6 Αυγούστου δηλαδή, σύμφωνα με την παράδοση ανοίγουν τα επουράνια. Κι οι αγνοί στη ψυχή, σαν ξαγρυπνήσουν, θα δουν στον ουρανό «το χρυσό πλατάνι», που θα πραγματοποιήσει την όποια ευχή τους. Μια τέτοια ακριβώς νύχτα έκανε την ευχή της κι η ευσεβής σύζυγος, έτσι που ο άντρας της ως εκ θαύματος μέσα σε σύννεφο φωτός ήρθε κοντά της. Και τότε εκτυλίσσεται, με κορυφούμενη ψυχική ένταση και δραματικό ποιητικό λόγο, ένας διάλογος που μας μεταφέρει απευθείας στην καρδιά και το κλίμα της μπαλάντας «Του νεκρού αδελφού». Ώσπου το χάραμα με το πρώτο φως, η οπτασία διαλύεται κι ο α-

 

γνοούμενος Κωνσταντής γλιστρά και φεύγει με θαυμαστό τρόπο:

 

Ένα περήφανο άλογο μ’ άσπρα φτερά

κωπηλατώντας αργά στη μελανή άβυσσο

ανάλαφρα, είδε, να τον ανεβάζει στ’ αντικρυνό βουνό.

 

Κι από τότε

πάνω στην πιο ψηλή κορφή του Πενταδάκτυλου

μέσα στο πηχτό σκοτάδι

ανάβει κάθε βράδυ

ένα μικρό φως που ολοένα μεγαλώνει

και το βλέπουν μόνο όσοι δεν έχουν μάτια.

 

Δεν γράφονται καθημερινά τέτοιοι στίχοι, με τόση ενοραματική δύναμη και βάθος.

 

Έρχομαι τώρα στην τρίτη αξιόλογη σύνθεση του Ανδρέα Παστελλά, που τιτλοφορείται «Τυρταίου λόγος επιμνημόσυνος». Αφιερώνεται στους Ελλαδίτες νέους που πότισαν με το αίμα τους το δέντρο της Κυπριακής ελευθερίας, με ιδιαίτερη μνεία στους καταδρομείς που έχασαν άδικα τη ζωή τους με τον γνωστό τρόπο πάνω απ’ το αεροδρόμιο της Λευκωσίας. Με προμετωπίδα τον γνωστό στίχο του Καβάφη «Άμωμοι σεις, αν έπταισαν ο Δίαιος κι ο Κριτόλαος», ο ποιητής εξαγνίζει, από αυτονόητο καθήκον, τους αθώους και ηρωικούς τούτους νέους από οιονδήποτε περιττό συνειρμό με τα αμαρτήματα και ελλείμματα των ταγών της εποχής εκείνης. Το ποίημα ξετυλίγεται με δραματικά κλιμακούμενη εικονοποιία, δίνοντας στον αναγνώστη την αίσθηση μιας επιμνημόσυνης τελετουργίας. Η πράσινη χλόη που αγκαλιάζει τα καψαλισμένα κορμιά τους επιτείνει τον αποχωρισμό από τη ζωή σε

 

μνά και χωρίς συναισθηματική διάχυση, παρόμοια όπως συμβαίνει σε ανάλογες περιπτώσεις στο δημοτικό τραγούδι. Ας δούμε ένα απόσπασμα:

 

Δεν θα ξαναδούν ποτέ πια

τη χλόη ν’ ανηφορίζει στις πλαγιές

που σβήνεται χλωμή

προτού προλάβει να ντυθεί

το χρώμα του πράσινου.

Ξεσκλίδια τους παρασέρνει

ο άνεμος

κρεμασμένους σε πεθαμένα δέντρα

ψηλά στους βράχους της Γομαρίστρας

μπρούμυτα δαγκώνοντας

το χώμα της μάνας γης…

 

Ξεφεύγοντας τώρα από τις παραπάνω εξαίρετες ποιητικές συνθέσεις, για τις οποίες μίλησα με ανεπιφύλακτη αποδοχή, θα δώσω με σχετική συντομία τις απόψεις μου και για μερικά απ’ τα υπόλοιπα ποιήματα, μη παραλείποντας να εκφράσω και μερικές ενστάσεις μου.

Το «Μεταθανατίως αποσχηματισθείς», που δίνει και τον τίτλο της συλλογής, παρά την προφανή θολότητα και υπερβολή, αναπτύσσεται με νεύρο και ζωντανή, αποκαλυπτικής πνοής εικονοποιία, ενδυναμώνοντας συνειδητά την παράλογη αναντιστοιχία αιτίας και υποκριτικής αντίδρασης. Είναι ένας έμμεσος ψόγος της ευτελούς και χωρίς ηθικό έρεισμα κακοήθους συμπεριφοράς, με γελοία πρόφαση την παραβίαση του τυπικού κι επουσιώδους.

 

Η «Συζήτηση στρογγύλης τραπέζης ή ο μειδιών Βάτραχος» μου φαίνεται μέτριο και παρορμητικής εκτέλεσης μακρύ ποίημα, με έκδηλη την πρόθεση του ποιητή να

 

κατακρίνει συγκεκριμένες νοοτροπίες και φαινόμενα της επικαιρότητας.

 

Η «Επιστολή απαγχονισθέντων νέων στη Θεά Ελευθερία» αποτελεί νοσταλγική αναπόληση της διαδρομής όλων εκείνων των εραστών του αγώνα για την απελευθέρωση της πατρίδας μας, όσο κι αν όσα ακολούθησαν δεν δικαίωσαν τη θυσία τους.

 

Το ποίημα «Τα πάντα ροή ανέμου ή ο άρχοντας του Αννόβερου» δίνει το έναυσμα στον ποιητή να αρθρώσει ένα μεστό και φιλοσοφημένο λόγο, διαχέοντας τη συγκίνησή του στη ρευστότητα και ματαιότητα των εγκοσμίων. Παραπέμπει θεματικά, αλλά και ως γενικότερο κλίμα, στον Σεφερικό «Βασιλιά της Ασίνης».

 

Θα μιλήσω με θετικότερο τόνο για την «Επιστροφή στην τρυφερή χλόη», μια οδυνηρή αναπόληση του χαμένου παράδεισου της νεότητας και των παιδικών χρόνων. Η κιβωτός αυτή των πρώτων παρθενικών αναμνήσεων είναι για τον καθένα μας λυτρωτική καταφυγή, νοερή αναστήλωση μιας αρχέγονης αυθεντικότητας και  πρωτογενούς φυσικής ελευθερίας. Ας διαβάσουμε ένα απόσπασμα:

 

Σε μεταλλικούς ακτινοβόλους κύκλους

ξεπεταγόταν τότε ατίθαση η ήβη

απ’ τα παράθυρα κυμάτιζαν τ’ άσπρα πανιά

με το πρώτο «μήνιν άοιδε Θεά»

βογγούσαν οι σκαρμοί

στα σφιχτά τεντωμένα στους πάγκους γόνατα,

λίγο ν’ αφουγκραστείς θα τους ακούσεις.


Και το καράβι να κυλά επί «οίνοπα πόντον».


Θα ήθελα να παρατηρήσω ότι ο Ανδρέας Παστελλάς δεν είναι ποιητής της ολιγόστιχης λυρικής πινελιάς, που μεταφέρει κατά το πλείστον μονοσήμαντα βιωματικά φορτία. Όπως και στο παραπάνω σύνθεμα, δεν φωτίζεται απλώς ένα λυρικό momentum, αλλά προβάλλεται με εναλλασσόμενη ένταση η σύνθετη προβληματική ενός Οδυσσεϊκού υπαρξιακού νόστου.

 

Μέσα σε κλίμα έντονου φυλετικού άλγους κινείται και το δισέλιδο ποίημα «Στα ερείπια του Μπάαλμπεκ», επιβεβαιώνοντας κι αυτό δύο πράγματα: Τη δόκιμη και στιβαρή πια γραφή του Ανδρέα Παστελλά, καθώς και τη βαθιά -έστω τραυματική- ιστορική εμπειρία του. Καταθέτω ένα τελευταίο δείγμα:

 

«Απ’ εδώ πέρασαν…»

σηκώνοντας τις βαρειές ασπίδες τους

στις μακριές τους σάρισες ακουμπώντας.

Μήκωνες υπνοφόροι τους ξεκούρασαν,

στις ζεστές λαγόνες γυναικών

αποκοιμήθηκαν το βράδυ

αφήνοντας γλυκό αναστεναγμό

σαν τα μικρά παιδιά μέσα στον ύπνο τους, προτού

χαθούν μέσα στον κουρνιαχτό

στη σκοτεινιά του αγνώστου.

 

 



 

Η ποιητική Οδύσσεια του Μιχάλη Πιερή

 

Στο δοκίμιο Τί είναι μείζων και τι ελάσσων ποιητής, από το βιβλίο του Επτά δοκίμια για την ποίηση, ο Τ.Σ. Έλιοτ μας συμβουλεύει ν’ αποφεύγουμε για τους σύγχρονούς μας ποιητές μια τέτοια προβληματική και να διερευνούμε  μόνο αν διαθέτει κάποιος το στοιχείο της γνησιότητας. Ως ενδείξεις μάλιστα που θα ενίσχυαν αυτήν την εκτίμηση, αναφέρει το φαινόμενο να μας έρχονται επίμονα στη μνήμη φράσεις ή στίχοι, ώρες και μέρες μετά την ανάγνωση των κειμένων. Έτσι κι εγώ προσωπικά, διαβάζοντας φέτος για πρώτη φορά με κάποια συστηματικότητα το ποιητικό έργο του Μιχάλη Πιερή, έγινα κοινωνός της παραπάνω εμπειρίας. Διάφοροι στίχοι, ανεξάρτητοι ο ένας απ’ τον άλλο και διάσπαρτοι μέσα στα ποιήματά του, εισέβαλλαν απρόσκλητοι στο μυαλό μου, ως κομβικοί περίπου σηματωροί και αγγελιαφόροι ενός εκ βάθους αναδυόμενου ένσαρκου λόγου.

Ήμουν βέβαιος πια πως από τέτοια συγκινησιακά φορτισμένα κι αισθητικά αυτάρκη ερείσματα, προέκυπτε φυσιολογικά η γνησιότητα της ποιητικής φωνής του Μιχάλη Πιερή. Καταθέτω με τυχαία σειρά έναν αριθμό τέτοιων επιμόνως ηχούντων στ’ αυτιά μου λυρικών αντηχήσεων. Κι αν φανεί πως δένουν κάπως μαζί, προφανώς είναι γιατί τους συνδέει η ίδια εσωτερική διάθεση, καθώς και το ίδιο αναγνωρίσιμα προσωπικό ύφος.

 

Πάντα θα υπάρχει ένα ποίημα

να το κοιτάς να το παλεύεις.

              *

Χάραζε φως αμείλικτο

με το σπαθί στο χέρι.

              *



Χώρα της απομόνωσης

της μαύρης θλίψης.

               *

Ας γίνουν όλα αργά στην ώρα τους

με το ρολόι της φύσης

              *

Όταν ο έρωτας θα φύγει, θα είναι το κενό

χώρος που θα θυμίζει φονικό

              *

Σε ικετεύω μνήμη

μείνε απόψε δυνατή

 

Αφήνω όμως ως εδώ το καθοδηγητικό τούτο εισαγωγικό άνοιγμα και μπαίνω απευθείας στην καθαυτό κατάθεση του ποιητή. Θα προτιμήσω να δώσω πρώτα το στίγμα του συνοπτικότερα, προτού αναφερθώ σε επιμέρους πτυχές της δημιουργίας του.

Οι καλές στιγμές στην ποίηση του Μιχάλη Πιερή καλύπτουν δεκάδες τίτλους του πολυσέλιδου έργου του. Σ’ αυτές επιτυγχάνει αισθητικές πραγματώσεις που αναγνωρίζονται εύκολα από τον κριτικό ή τον επαρκή αναγνώστη. Ο ποιητής ευστοχεί ιδιαίτερα εκεί όπου με περισσότερη εκφραστική αφαίρεση και δραστικότερο μεταβολισμό των τεχνικών μέσων, προβάλλει καθαρά ένα αυθεντικότερο προσωπικό ύφος. Τέτοια αξιόλογα δείγματα ανευρίσκονται ευάριθμα σε όλο το αστυ-κεντρικό έργο του, σε μεγαλύτερη όμως πυκνότητα στα σχετικά μικρά ποιήματα της πολυφωνικής Αφήγησης, καθώς και σ’ εκείνα με τη θεματική της Γρανάδας. Ειδική μνεία ανήκει δικαίως και στο τρισέλιδο προγραμματικό τρίπτυχο Δός μου Ορισμόν (1993), μια γλωσσικά και δομικά πειραματική σύνθεση για τον έρωτα και την τέχνη γενικότερα. Τα παραπάνω αποτελούν κατά την κρίση μου τον

 

πιο ώριμο καρπό της συνολικής ποιητικής του δημιουργίας. Σ’ αυτά το σώμα της ποίησης διαμορφώνεται πιο συμπαγές, με πυκνή δομή και αρμονικά εναλλασσόμενη ανάπτυξη. Στα ποιήματα ειδικά για τη Γρανάδα, που θα χαρακτήριζα ως Ισπανική εμπειρία της ποιητικής του διαδρομής, αναδύεται συχνά ένας υποβλητικός λόγος, με άρωμα βαθιάς αισθαντικότητας και θαυμαστικής εμβίωσης του χώρου και της ιστορίας.

Στην γνωριμία μου με το ποιητικό έργο του Μιχάλη Πιερή, κάποιες ιδιαιτερότητες της ποιητολογικής μορφοποίησης μου τράβηξαν απ’ την πρώτη ανάγνωση την προσοχή. Τον κυρίαρχο στιχουργικό ρυθμό έδινε συνήθως μια σταθερή – σε παραλλαγές ιαμβικής μετρικής – αφηγηματική γραμμή, εις βάρος ενίοτε ενός πυκνότερου κι επιγραμματικότερου λόγου. Τούτο γινόταν πιο πολύ αισθητό στις πολύστιχες λυρικο-επικές συλλήψεις, όπως και σε μεμονωμένα ποιήματα χαμηλότερης πνοής.

Όπως όμως η ποιητική Οδύσσεια του δημιουργού αποτελούσε, όπως σχολιάστηκε κάπου, ένα ποίημα «εν προόδω», έτσι κι η δική μου προσέγγιση δεν μπορούσε να ’ναι κάτι στάσιμο και διαφορετικό. Εμβαθύνοντας στη μελέτη μιας ολοκληρωμένης ποιητικής διαδρομής, έκτιζα και ο ίδιος σταδιακά το δικό μου κείμενο, αλλάζοντάς το κατά τι σχεδόν κάθε μέρα. Ανέπτυσσα, επίσης «εν προόδω», τις εκτιμήσεις μου, με κάποιες λέξεις, φράσεις ή επισημάνσεις ν’ αποτελούν κάποτε κινούμενη άμμο. Για ένα πράγμα δεν είχα αμφιβολία: ότι η ποιητική προσπάθεια του Μιχάλη Πιερή, σε ένταση ψυχο-πνευματική, αλλά και σε έκταση δημιουργική, δεν μπορούσε παρά να χαρακτηριστεί εντυπωσιακή. Σε ποιο βαθμό τώρα αυτή η ανάλωση δυνάμεων και απόσβεση προσωπικής ζωής μπόρεσαν να βρουν και το ανάλογο σε ένταση ρηματικό

 

ισοδύναμο, ας το αφήσουμε κατά τον Έλιοτ στην κρίση του χρόνου. Όμως ο ποιητής, όπως δείξαμε και στην αρχή, εκπέμπει τη γνησιότητα μιας σύνθετης ευαισθησίας και πείθει δίχως άλλο πως καίει στον βωμό της τέχνης κάθε ικμάδα του. Ας τον παρακολουθήσουμε τροχάδην και ανακεφαλαιωτικά.

Στη συγκεντρωτική έκδοση Μεταμορφώσεις πόλεων, 2010, με κοσμοπολίτικη εκ πρώτης όψεως σκηνογραφία, αναζητεί βαθύτερα θύοντας στον βωμό μιας εσωτερικής περιπέτειας, όπου το τελικό ζητούμενο είναι η περιπέτεια της καθαυτό καλλιτεχνικής δημιουργίας. Οι χώροι όπου κινείται αναπλάθονται φαντασιακά με αισθητοποιημένο λόγο, αφού η ιστορία ως υπόκρουση κεντρίζει απλά τον νόστο για το ονειρικά αποκαλυπτικό. Μια ποιητική Πολυνησία συνθέτει, με το βάθος και την πολυμορφία της, ένα ποιητικό σώμα αναγνωρίσιμου ύφους και αδιάλειπτης ψυχικής ενότητας. Διαπλέοντας αναγνωστικά ένα τέτοιο τοπίο, ο αναγνώστης δέχεται ευχάριστα στο πρόσωπό του αύρες πειστικής βιωματικής εμπειρίας. Αρκετά ποιήματα αναδύονται ολόδροσα και με αξιώσεις, μα κι ούτε αλλάζει κάτι ανατρεπτικά, αν ακούονται που και που αραιότεροι κι αναλυτικότεροι στίχοι. Αντισταθμίζει η ζέση της μνημονικής συγκίνησης κι η χαρισματική ευλυγισία ενός αγαπητικά αφομοιωμένου εκφραστικού οργάνου.

 

Η ποιητική ενότητα με θεματική τη Γρανάδα άσκησε πάνω μου μιαν εντονότερη έλξη, απ’ την πρώτη φορά που τη διάβασα. Πιστεύω με κέρδισε το άρωμα μυστηριακής ατμόσφαιρας και νεοτερικότερης δόμησης του λόγου (παρά τον κάποιο πλατυασμό στην ανάπτυξη), κι αυτό ως αντίρρηση στην όποια εντύπωση για συντηρητική

 

χροιά της ποιητικής του. Για να εξηγηθώ καλύτερα, υπενθυμίζω ότι έχουμε να κάνουμε με ποιητή ευρύτερης εμβέλειας στοχεύσεων, έναν ποιητή του Όλου και του Άλλου (σύμφωνα με τον Γιατρομανωλάκη), με παλίμψηστο φωνών, ρυθμών και ιδιωμάτων από πλατιά διαχρονική κοίτη. Κι ως εκ τούτου δεν  προκύπτει συμπόρευσή του με συρμούς και μοντερνιστικά φαινόμενα, που συνηθίζονται από περιστασιακές πρωτοπορίες. Τα ποιήματα λοιπόν της Γρανάδας ως ενότητα, αντιπροσωπεύουν κάτι εκφραστικά παρθενικότερο, μ’ ένα φόντο υποβλητικά βιωματικό της ιστορίας.Καταθέτω την πρώτη στροφή από το Carmen dela Victoria:

 

Νυχτώνει στη Γρανάδα και τότε κήποι

θορυβούν. Ακούγονται οι ήχοι

της νυχτός στα δέντρα και στα άνθη

του Carmen de la Victoria. Φτάνουν

πουλιά απ’ το Βουνό σμίγουν

με τα πουλιά του κάμπου. Φτάνεις κι εσύ

την ώρα που θολώνουν τα νερά

και σιωπηλίζουν τα πουλιά στα δέντρα.

 

Κεντρική όμως θέση στη σύνολη ποιητική κατάθεση του Μιχάλη Πιερή, κατέχει η φιλόδοξη λυρικο-επική σύνθεση με τον τίτλο Αφήγηση. Πολλοί έχουν καταπιαστεί κριτικά κι ερμηνευτικά μ’ αυτό το έργο, καρπό της ωριμότητας και της αποθησαυρισμένης σοφίας του. Είναι από τα ποιητικά συνθέματα, στα οποία ισχύουν ενότητα και οργανική ανάπτυξη δομής και θεματικού πυρήνα – και που πραγματώνεται πολυφωνικά και πολύτροπα το πέρασμα από το εγώ στο εμείς, με διαχρονική ενεργοποίηση παρελθοντικών, παροντικών και μελλοντικών διακείμενων. Αποτελεί σίγουρα μια ενορχήστρωση ικανή να τέρψει

 

αισθητικά, αλλά και να ενισχύσει αρκούντως την πολιτισμική, φυλετική κι ευρύτερα ανθρώπινη αυτοσυνειδησία μας.

Φτάνοντας κάποτε στο τέλος της πολυστρωματικής του Αφήγησης, ο Μιχάλης Πιερής αποσύρεται ως αφηγητής και σπρώχνει σαν καραβάκι στ’ ανοιχτά το τελειωμένο σώμα της γραφής του. Βιάζεται να το κατευοδώσει στον μελλοντικό χρόνο και στο δικό του αναγνωστικό πεπρωμένο, τώρα που ακόμα το νιώθει σπαρταριστά ζεστό κι ολοζώντανο. Έγνοια του είναι για την ακρίβεια, μήπως δεν φτάσει έγκαιρα εκεί που πρέπει και δεν προσεχτεί στην ουσία του. Δεν είναι της περίστασης να ξανοιχτώ περισσότερο, δεν μπορώ όμως να μην καταγράψω το σπαρακτικά τρυφερό καταληκτικό τρίστιχο από τον σύντομο επίλογο, με τον τίτλο Κιτάπι, που εκφράζει ακριβώς με ποιητική ένταση αυτή την αγωνία:

 

Φιλόλογοι θα σκύψουν στο κορμάκι σου

ν’ ασχοληθούν μ’ αυτό που φαίνεται.

Όχι μ’ αυτό που μόνο εσύ γνωρίζεις.

 

Μετά απ’ όλα αυτά, τι έχει να πει κανείς; Καλοτάξιδο ας είναι το σώμα της ποίησης του Μιχάλη Πιερή, μια σημαντική σε έκταση και ένταση ευαισθησίας κατάθεση. Ακόμη κι εκεί που αθέλητα ξεπροβάλλει κάποτε το πλάτος και το βάθος της φιλολογικής του γνώσης, ο χτύπος μιας ποιητικά συγκινημένης καρδιάς ορθώνει αδιαμφισβήτητη την αυθεντικότητα της φωνής του.

 

 

 

 

 



Δείγματα ποιητικής γραφής του Μιχάλη Πιερή:

 

Δός μου Ορισμόν

 

(α)

 

 Το άκαρδον μαγνητικό σου βλέμμα

 σταυρώνει μαυρομάνικον μαχαίρι.

 Πόθος βαθύς ανάφτει και φουντώνει.

 Παίρνει τον νού και την καρκιάν πυρώνει

 πόνος βαρύς. Φωθκιά στα σωθικά μου

 

 σαν άσβεστο καίει καμίνι. Λαβώνει

 το βλέμμα σου με μαστοριά και τέχνη.

 Με ρίχνει σε σκοτάδι με πληγώνει

 με δύναμη. Και στο ζυγό με ζέχνει

 του έρωτα και των πικρών βασάνων.

 

 (β)

 

 Το δυνατό σου βλέμμα

 και η τόση σου σκληρότης

 μου δώρησαν το στέμμα

 του βασιλιά της κόλασης

 

 Με δίχως σκέψη δίχως λύπηση

 με βύθισες στο πέλαγος

 της πίκρας. Και στη θύμηση

 των ημερών που ήταν βρύση

 χαράς. Με δίχως άλγος.

 

 Και ξύπνησα με τέτοιο βάρος

 στην ψυχή μου, που έχασα ευθύς

 το θάρρος πως θα μπεις στη ζωή μου.

 

 

(από την ΑΦΗΓΗΣΗ, 2002 )

 

Ι. ε΄

 

 Αγιάζι δέρνει την ψυχή μου

 μιλώ γιατί στην ερημιά που με κυκλώνει


 μές στη σιγή που βρίσκομαι, ανατολή

 σημαίνει εντός μου. Η σκέψη σου

 χρυσώνει τον ορίζοντα των πένθιμων

 ωρών μου. Ροδίζει κάτι μές στην άβυσσο.

 

 Αύριο θα είμαι κοντά σου πάλι

 μη με ρωτήσεις πάλι αν σ’ αγαπώ

 κοίτα πώς φεύγουν οι σκιές, το ξύπνημα

 στα χέρια σου θα είναι αναστάσιμο.

 

 Θα μπω στον κόσμο το δικό σου,

 θα με δεχτείς; Τρέμοντας θα συρθώ

 στα πόδια σου υποταγμένη σε όλα

 να διδαχτώ την τέχνη της ζωής

 στην όμορφή σου γλώσσα, να φύγω

 απ’ την πατρίδα μου, να φύγω

 απ’ τη θρησκεία μου, ν’ ακολουθήσω

 ταπεινά το δρόμο της ζωής σου.

 Αγάπη θα πει υποταγή.

 

Ι. ζ΄

 

 Μη με κοιτάς απ’ το σβηστό κομμάτι

 της ζωής σου. Μη μου μιλάς για μνήμη

 την ώρα της ζωής. Αν θέλησα το χέρι σου

 είναι γιατί σε είδα άστρο δροσάτο

 της αυγής να βγαίνεις απ’ την πάχνη

 του βορρά με ρόδα στα μαλλιά σου. 

 

 Αν θέλησα το χέρι σου και στα φριχτά

 δεσμά σου γύρεψα ρωγμή στη νύχτα


να χαράξω, είναι γιατί σ’ αγάπησα

 έξω από κάθε νόμο. Τίποτα δεν είχες

 πρόστυχο για ‘με, άς ήταν η ζωή σου

 στείρα δίχως όνειρο. Ασήμι, μάλαμα


χρυσάφι καθαρό κάθε στιγμή μαζί σου.

 

III.β΄

 

Χάραζε φως αμείλικτο με το σπαθί στο χέρι.

 

Αύγουστος ήταν κι έφτασα φαντάρος

προδομένος. Είδα το στόμιο κι άνθιζε

στον τόπο της θυσίας. Το θαύμα ζωντανό

τ’ άκουγες ν’ ανασαίνει. Ήλιοι πολλοί

φωτίζανε κι έλαμπε γύρω η πλάση.

 

Και τί θα πουν οι στίχοι μου

σκεφτόμουν αν δεν με πάρει η λαύρα του

φωτιά που καίει ακόμη.

Να πάρω πράξη από την πράξη του

να σαρκωθεί στο φως ο λόγος.

 

Μα ξάφνου εκεί που κοίταζα

γυρνώντας χρόνια πίσω

είδα να βγαίνει ζωντανό φορώντας

την κορώνα μαύρο πουλί

κατάμαυρο, χαρτί στο ράμφος

κι έγραφε το τέλος της πατρίδας. 

 

 ΙΙΙ.ια΄

 

 Αλήθεια μου η τέχνη μου

 τα ψέματα που τρώνε το κορμί μου

 τα λέπια μου να πέσουνε ξυσμένα

 με μολύβι, ό,τι πετάξεις δύναμη


 

κι ό,τι κρατάς βαθιά ξεφλουδισμένο

αφήγηση ξερή, ανεξαγόραστη

τραγούδι ξεραμένο στο λαιμό

ξερολιθιά, ξερότοπος, άσπρο

της γης μου σάβανο και μαύρο

συναξάρι.    

 

 

 ΟΤΑΝ Ο ΕΡΩΤΑΣ ΘΑ ΦΥΓΕΙ

 

  Όταν ο έρωτας θα φύγει

  θα με ξεχάσεις τόσο που σχεδόν

  φοβάμαι να χαρώ αυτό που μας συμβαίνει.

  Όταν ο έρωτας θα φύγει θα είναι το κενό

  χώρος που θα  θυμίζει φονικό.

 

 

 ATHENEAN INN, 301

 

 Σε ημερεύω λήθη

 με δύναμη και προσευχή

 ν’ αποσυρθείς. Γιατί η μορφή

 που θέλω ν’ αναστήσω είναι αχνή

 και σκοτεινή. Σε ικετεύω μνήμη.

 

 Μείνε απόψε δυνατή.

 

 


 

Η ένυλη μεταφυσική του Αντώνη Πιλλά

 

Προτού αναφερθώ στο πιο πρόσφατο έργο του, ξετυλίγω το νήμα αναδρομικά και φτάνω στο έτος 1991, όταν με το βιβλίο Επιστροφή ο Αντώνης Πιλλάς άφηνε πίσω τη γνωστή παλιά γραφή του και περνούσε τελεσίδικα στην επικράτεια του σύγχρονου στίχου. Με αισθητά ακόμη τα κατάλοιπα του οικείου του παραδοσιακού λυρισμού, ο ποιητής βρισκόταν πλέον στην αντίπερα όχθη, πυκνώνοντας κι εμβαθύνοντας τον λόγο του. Παράλληλα σε θεματικό επίπεδο ενστερνιζόταν τη μεταφυσική προβληματική, που θα του γέμιζε εφεξής κυριαρχικά τον υπόλοιπο ποιητικό βίο. Για την κομβική εκείνη στροφή έκανα τότε τις κάτωθι χαρακτηριστικές επισημάνσεις:

 

Τα ποιήματα αυτά είναι ένας ασίγαστος μελαγχολικός νόστος της θείας αγκάλης, ένα τάνυσμα επίμονο της ψυχής προς την επέκεινα ουράνια γαλήνη. Κι αυτό με φόντο μια βαρύθυμη νοσταλγική διάθεση, που μορφοποιείται από το ασήκωτο βάρος της τραυματικής πραγματικότητας και την αίσθηση απώλειας μιας ονειρικής ανάμνησης βίου. Είναι ποιήματα συντριβής και ταυτόχρονα ελπίδας,, μιας ελπίδας που αχνοχαράζει παρηγορητικά κι αναδύεται ως άρωμα μέσα απ’ την τέχνη του. Διαβάζουμε συχνά δροσερούς κι αξιόλογους στίχους:

 

…Ω ν’ άδειαζα

απ’ την καρδιά μου το σκοτάδι,

τα χέρια μου απ’ το κάθε μάταιο βάρος

και σαν πουλιά ορφανά να τα ύψωνα σε Σένα!

 

Παρόμοιοι στίχοι επανέρχονται συχνά ως διάθεση, με την ίδια ένταση και το ίδιο μεταφυσικό άλγος. Συγκινούν και υποβάλλουν με το υπόγειο ρίγος και την καίρια εικονοπλασία τους,

 

επιτυγχάνοντας με θαυμαστό τρόπο την αισθητοποίηση των νοημάτων. Μόνη μου επιφύλαξη η ομοιομορφία του θεματικού πυρήνα κι η έκταση της επανάληψής του. Ας δούμε ένα ακόμη τρίστιχο:

 

πυκνώνει ο χρόνος

και τις παρουσίας σου

το δέντρο μόνο ορθρίζει.

 

Τηρουμένων των αναλογιών, ομολογώ πως μόνο στον Ρίλκε αποκόμισα σκιρτήματα αυτής της κατηγορίας. Η θρησκευτική μας ποίηση κατά κανόνα είναι εγκεφαλική στην ουσία και τη διατύπωσή της, κάτι περίπου σαν προσευχή ή απευθείας δήλωση πίστης. Στην ανάλογη ποίηση του Αντώνη Πιλλά, ίδια περίπου όπως και στον Παπαδιαμάντη, το θρησκευτικό αίσθημα εκφράζεται έμμεσο και εικονοποιημένο, παίρνει δηλαδή υπόσταση εμπράγματη. Οι κεραίες του αναγνώστη δεν παύουν να δέχονται διαρκή και έντονη τη ροή ενός απαρηγόρητου εσωτερικού θρήνου, μιας ασίγαστης έφεσης αιώνιου γυρισμού στη γαλήνη του Θείου ( ακριβέστερα στη γαλήνη των αισθητηριακά προσλήψιμων δημιουργημάτων Του). Παντού ο ίδιος διχασμός, η ζωή και ο θάνατος, το υπαρξιακό αδιέξοδο σ’ αντίθεση με το ποθούμενο ξέφωτο, όπου:

 

η κάθε αναβολή

είναι μαστίγωμα του ανέμου.

 

Η ποιητική μεταβολή στον Αντώνη Πιλλά είχε επομένως με την Επιστροφή σε σημαντικό βαθμό συντελεστεί. Από εκεί και πέρα αναμενόταν μια πορεία προς εμπέδωση και βελτίωση μιας σύγχρονης ποιητικής, υπερβαίνοντας το πρώτο ημίχρονο του κατεξοχήν παραδοσιακού λυρισμού. Με τα βιβλία που έγραψε στη συνέχεια, πραγματικά επιβεβαίωσε τις προβλέψεις. Ιδιαίτερα στο Αλάβαστρον Μύρου, έκδοση 1993, βλέπουν το φως της δημο-

 

σιότητας μερικά από τα πιο άρτια λυρικά συνθέματα του ποιητή, άξια να παραβληθούν με τα καλύτερα της σύγχρονης ποιητικής παραγωγής. Μόνον οι λίγοι που έσκυψαν προσεκτικά πάνω απ’ τα εξαίρετα αυτά κομμάτια δεν θα θεωρήσουν αυτή την εκτίμηση υπερβολική (αν φυσικά το ζητούμενο είναι -και πρέπει να είναι – όχι η «εγκυρότητα» των καθιερωμένων ονομάτων, αλλά η ανεξαρτήτως προέλευσης κατορθωμένη ποιητική μονάδα). Προς επίρρωση της συγκεκριμένης μου άποψης, καταθέτω δύο δείγματα:

 

Ωσεί χόρτος

 

Και ξάφνω μιαν αυγή κοιτώντας τα βουνά

τον μέγα ύπνο συλλογιέσαι-

χρόνια που φτερουγίσανε – πουλιά

μέσα σου αφήνοντας

την πληγωμένη εκείνη αίσθηση του απείρου,

στιγμές που κλείσαν μέσα τους

τον χρόνο και το φως

όπως μικρή σταγόνα

τον μέγαν ωκεανό.

 

Κοιτάζεις κι ασταμάτητα

χιονίζει εντός σου ο καιρός

και λές: ώρα να φύγω γέρνοντας

σιμά στο χώμα

όπως ανθός

τα πέταλά του κλείνοντας.

                                                         Αλάβαστρον Μύρου, 1993

 

Ωραίο πρωί

 


Ωραίο πρωί εσφύριζε

σαν το κοτσύφι μέσα στο φιλί σου.

Ανάλαφρα βουνά

ήσυχα μνήματα

φιλιά καθρεφτισμένα στο νερό

στα νέα τα φύλλα.

 

Ήσυχα μνήματα, στις λεύκες

αμέτρητων φιλιών ψιθυρισμοί

μές στον αγέρα.

Αλλού θ’ αράξει πάλι η μέρα.

 

                                      Αμφίβληστρον, 2004

 

Μας αγγίζουν ευδαιμονικά τέτοια ποιήματα, με στέρεη δομική οργάνωση και πολύσημη μορφοποιητική ανάπτυξη. Η εκάστοτε επιλογή του σημαίνοντος φαντάζει καίρια κι αναντικατάστατη, κάτι που εξωθεί χωρίς κορεσμό σε πολλαπλές αναγνώσεις. Ειδικά το ποίημα «Ωσεί χόρτος», το οποίο κατατάσσω στα καλύτερά του, παίζοντας με καλλιτεχνική μαεστρία σε λεπτές ισορροπίες μιας εμπράγματης βάσης, αφήνει ν’ αναδυθεί ένας εξαιρετικά αισθητοποιημένος υπερβατικός λόγος.

 

Το πιο πρόσφατο ποιητικό βιβλίο του Αντώνη Πιλλά  κυκλοφόρησε τον Οκτώβριο του 2012, με τον τίτλο Σε κήπο ξένο. Επιβεβαιώνει τη σταθεροποίηση του κατακτημένου ποιητικού εδάφους και την ικανότητα του ποιητή να αναπαράγει με ευχέρεια πια σε υψηλή αισθητική κλίμακα. Στην κλίμακα αυτή κινείται φυσικά με σκαμπανεβάσματα, όπου ως αδυναμίες προβάλλουν ο επαναλαμβανόμενος συχνά και μονότονος χαρακτήρας των θεοκεντρικών του μοτίβων. Ένα μέρος της γνώριμης εικονοποιίας του αναδίνει εξάλλου μια χροιά εξοικείωσης, ένα είδος déjà

 

vu για τον αναγνώστη, που μειώνει την αισθητικά αναγκαία εκφραστική έκπληξη. Παρόλο τούτο, αρκετά ποιήματα της συλλογής παρουσιάζονται με αξιώσεις, μερικοί δε τίτλοι ανεβάζουν τον αύξοντα αριθμό των αρτιότερων προσωπικών του επιτευγμάτων. Καταγράφω ένα τέτοιο υποδειγματικό κομμάτι:

 

Στο πένθος

 

Ο έρωτάς σου είναι στο πένθος

που γέμει αστερισμών

και ελαιώνων ίσκιους

χώρες λευκές για θερισμό

μικρά στεφάνια ουρανικά, που χέρια

βέβηλα απομακρύνουν.

Στο πένθος είναι ο έρωτάς σου

πάνω από βουλιαγμένες θάλασσες του πόνου,

ήπια λάμψη ολόγοργη

που βγάνει ανθούς και κρίνα

κάτωθε και πλησίον του σταυρού.

 

Αντιλαμβάνεται κανείς ότι ο ποιητής συνειδητά επιδιώκει να κλείσει στον μορφοποιημένο του λόγο τη μαγεία, όχι μόνο του περιβάλλοντος κόσμου, αλλά και τη συν-αίσθηση ενός πολύπτυχου εσώτερου βάθους. Ενός υπαρξιακού διαλεκτικού βάθους, που διανοίγει χώρο ενοποιητικής μέθεξης κι αποκαλυπτικής εμπειρίας. Η επιτυχία φυσικά του δημιουργού δεν έγκειται στην ορθολογική σπουδαιότητα των λεγομένων, αλλά στην πυκνότητα και ευστοχία της μορφής, που ενεργοποιεί αποτελεσματικά τη συνειρμική διαδικασία. Κλείνω τη σύντομη αυτή αποτίμηση με το καταληκτικό μέρος ενός άλλου εξαίρε-

 

του ποιήματος του Αντώνη Πιλλά, ομότιτλο με το τελευταίο βιβλίο του.

 

Σε κήπο ξένο

 

Σε ξένο κήπο ηχούν τα βήματά σου

κι ειν’ ο αχός τους κομπολόι αργό

στου χρόνου και της ξενητείας τα χέρια

κι όλο καλούν και ζωντανεύουν τη μορφή σου

πιο τρυφερή και πιο ωραία, μονάχα

μ’ έναν πικρόν ανθό της λησμονιάς στα χείλη.

 

Στους σημερινούς καιρούς  της ρηχότητας, της κακογουστιάς και του συρμού διάλυσης κάθε φόρμας, ο Αντώνης Πιλλάς επιμένει να γράφει σωστή ποίηση. Αν θέλουμε να τον κρίνουμε αντικειμενικά, πρέπει να αφαιρέσουμε από το οπτικό πεδίο την ανισότητα και την πολυγραφία της πρώτης, ανώριμης περιόδου του. Να επικεντρωθούμε πρέπει στη δεύτερη φάση της ποιητικής του διαδρομής, όπου αφομοιώνει και κατακτά μια ανανεωμένη ποιητική, με εκφραστική οικονομία, εσωτερικότητα και βάθος. Αλλά κι εδώ, για να μην τον αδικήσουμε πάλι, πρέπει ν’ αποβάλουμε κι εμείς τα δικά μας εξωποιητικά βαρίδια της ιδεολογικής προκατάληψης, ανεπηρέαστοι από τη μεταφυσική και τη χριστιανική του πίστη. Θα μπορέσουμε τότε να εντοπίσουμε και να εκτιμήσουμε σωστά ευάριθμα δείγματα πραγματικά κατορθωμένης ποίησης, γιατί ο Αντώνης Πιλλάς είναι πρώτα απ’ όλα ένας έμφυτα παγανιστής μεταφυσικός. Η έμπνευσή του πηγάζει και ισχυροποιείται από τα φυσικά πράγματα και φαινόμενα γύρω του, πραγματώνεται λογοτεχνικά με τη θαυμαστική θέαση της ένυλης δημιουργίας, μέσω της οποίας απευθύνεται στο Θείον. Έχει δηλαδή μια γνήσια καλλιτεχνική

 

ιδιοσυγκρασία. Και είναι ορθό να εστιάσουμε σ’ αυτή την προσοχή μας, αφού συμβάλλει αποφασιστικά στη γνησιότητα του ποιητικού του έργου.

 

Άλλες επιλογές από το έργο του Αντώνη Πιλλά:

 

Κάθε που πεθαίνει ένα παιδί

 

Ο Θεός προστάζει κάθε τόσο να κατέβει

στον Άδη ένα παιδί, ν’ ανάψει φως καθάριο,

να σύρει σιγαλά στο καρπερό σκοτάδι του

τη μήτρα της καρδιάς μέσ’ απ’ του κόσμου

την εξαίσιαν αδικία. Η αυγή

στα χείλη της να φέρει πτερωτή, πανάρχαια σάλπιγγα

με όσα τραγούδια δεν προφτάσαμε να πούμε,

να ιδεί μές στη ψυχή μας πόση απόμεινε

μήτρα στοργής και θέση ποια

για τ’ Όνειρο, το εκτεθειμένο δάκρυ.

 

Εσπέρα

 

Έπιασες το παλιό, αγαπημένο σου τραγούδι, εσπέρα,

σαν τότες που στο φόβο μέσα άκουγα

καθάριο του πουλιού το λάλημα,

το φως των άστρων πρωτογέννητο

πάνω στη σάρκα μου και μές

στην πρώτη αφή του χώματος,

τον ήχο του νερού,

του αδελφού μου τη φωνή,

καθώς εχιόνιζε ασταμάτητα ο καιρός

κι ανθούσε του Θεού το πρόσωπο.

 

Έπιασες το παλιό τραγούδι σου

μές στην καρδιά μου να ξαναπεθάνεις


με τόσους ήχους από ξένα βήματα,

έπιασες το παλιό, αγαπημένο σου τραγούδι εδώ

που χρόνου ρίγη πιο λευκή

του αιωνίου τη λάμψη ανακαλούνε.

 

Περιδιάβαση

 

Σαν ίσκιος άλλου κόσμου πέφτει

πάνω στα όρη η σιγή,

σαν ίσκιος περιφέροντας στην ερημιά

έως του αμίλητου ουρανού την άκρη

την παιδική φωνή σου τη χαμένη.

 

Ποια σκέψη μυστική του Θεού να ‘χεις κλεμμένη,

φτωχό πουλί που φτερουγάς εκεί

πάνω απ’ την καινούργια χλόη,

πριν φύγεις παίζοντας με τη

στερνή του ήλιου αχτίδα,

ποιο μυστικό του Θεού, κι εσύ

μές στην ιερατική γαλήνη πιο στιλπνό,

μοναχικό μου, εξαίσιο ρόδο;

 

Εμένα ο θάνατος ο θάνατος βιάζει

κι αλλού το χαμογέλιο σου,

αλλού η λάμψη σου η λιανή χαράζει.

 

 

Όταν ξυπνήσεις

 

Όταν ξυπνήσεις, τα πουλιά θα ‘χουνε φύγει.

Δεν ξέρεις πότε κι από πού

ο άνεμος φυσάει κι έρχεται

η ώρα της αναχώρησης.

Θα μείνει μόνο η ανταύγεια



απ’ τα χρυσά φτερά τους στον αγέρα

σαν μουσικής νοσταλγημένος ήχος

στους άσπρους τοίχους που η σκόνη κατακάθισε,

να συνεχίσει μέσα σου εκείνο το φτερούγισμα,

ωραίο, αστραφτερό, λιγάκι πιο βαρύ μονάχα.      

 

                                                  ΑΛΑΒΑΣΤΡΟΝ ΜΥΡΟΥ, 1993

 

Απουσία

 

Όταν νυχτώνει

αυτή η αδειανή καρέκλα βγαίνει

μονάχη στην αυλή μας. Ύστερα

ανεβαίνει στο φεγγάρι.

Κάπου βαθιά φρίσσουν φυλλώματα

σκοτεινιασμένου δάσους

δακρύζουν άστρα

έως την αυγή.

 

                                                          ΑΜΦΙΒΛΗΣΤΡΟΝ, 2004

 

 

 

 

 

 

 

 

 


Η επίμοχθη απόσταξη του Γιάννη Ποδιναρά

 

Ο Γιάννης Ποδιναράς πρωτοεμφανίστηκε εκδοτικά στην ποίηση το 1996, με την ποιητική συλλογή Ένα πράσινο θολό. Απ’ ό,τι γνωρίζω κι από τις κριτικές που έχω υπόψη, η δουλειά του κρίθηκε ως σοβαρή και ποιοτική για πρώτη εμφάνιση.

Μια δωδεκαετία αργότερα, επανήλθε ο Ποδιναράς, όχι φυσικά δριμύτερος – όπως συνηθίζουμε να λέμε – αλλά πιο έμπειρος και αποσταγματικότερος. Το νέο ποιητικό του βιβλίο έχει τον τίτλο Φαράγγια των Αγγέλων, με ό,τι θα μπορούσε συνειρμικά να σημαίνει κάτι τέτοιο. Πάνω από τα συμβολικά αυτά φαράγγια των αγγέλων σηκώνει συχνά ο ποιητής με τους στίχους του την ψυχή μας, και τη μετεωρίζει σε μια άσκηση βάθους. Τον διαβάζουμε σ’ ένα απόσπασμα από τα «Ταξίδια στο άπειρο»:

 

Υπάρχεις στο σκοτεινό ποτάμι

της μύχιας ταραχής.

Στην τεντωμένη χορδή της πλήρωσης

και της λιγοθυμιάς του ονείρου.

Γύρισε ο καιρός.

Σήκωσε το τραγούδι μας

να οριοθετήσει ταξίδια στο άπειρο.

 

Το πρώτο μέρος της συλλογής, με οκτώ σχετικά σύντομα ποιήματα, μας πείθει χωρίς αμφιβολία για την τεχνική και καλλιτεχνική ωρίμανση του ποιητή. Με πρόδηλη την ερωτική θεματική, διαβάζουμε λιτούς και άρτιους στίχους, που διανοίγουν σχεδόν πάντοτε μια  υπερβατική προοπτική:

 

Ένα κύμα στα μέλη.


Ένα μαχαίρι από ήλιο

χάραξε το γυμνό σώμα

βυθίζοντας το φως

σ’ αμμουδερά πηγάδια.

Θαλασσινά νερά

στέγνωσαν τη δίψα μας.

 

                  από το ποίημα «Στους βυθούς του ανείπωτου»

 

Στο δυνατής λυρικής έντασης ποίημα «Κραυγή της Άνοιξης», η κορύφωση επιτυγχάνεται με την κλιμακωτή επανάληψη της λέξης «λευκό», η οποία, επανερχόμενη κάθε φορά σε διαφορετικό σημασιολογικό επίπεδο, φορτίζει το ποίημα με μια ιδιαίτερη δυναμική. Μια δυναμική που οδηγεί τελικά σε λυτρωτική διέξοδο. Κι έτσι φαίνεται να δημιουργείται η καλή τέχνη, ακολουθώντας συνειδητά ή ασυνείδητα αρχετυπικά πρότυπα ρυθμών και παραστάσεων, που εμφωλεύουν βαθιά μέσα μας. Καταγράφω το ποίημα, για να μπορέσω στη συνέχεια να συμπληρώσω τον σχολιασμό μου.

 

Αγγίζω τη φωνή

κι ο νους μου σαλεύει.

Λευκό του ρίγους,

των αθώων στεναγμών.

Λευκό της πέτρας που ακινητεί προσμένοντας.

Της αέναης αφής.

Της αμφίδρομης ροής.

Της πλήρους αποδοχής και άφεσης.

Λευκό των βέβαιων χρόνων.

Άτρωτη όχθη στων ημερών την οργή.

Γυμνό βύθισμα στο γενναίο φως

που χύνεται στο λευκό χέρι

και σε παίρνει πέρα


στην ανελέητη κραυγή

της Άνοιξης.

 

Αυτό το τελευταίο, το «βύθισμα στο γενναίο φως, / που χύνεται στο λευκό χέρι / και σε παίρνει πέρα στην ανελέητη κραυγή / της Άνοιξης», είναι η εκτόνωση και η «λύση» της υπαρξιακής αγωνίας που κορυφώθηκε στους προηγούμενους στίχους, με το «λευκό» ως δυναμικό λάϊτ-μοτίβ στην ανάπτυξη του ποιήματος.

Δεν θα σταθώ αναλυτικά στα ολιγόστιχα, αλλά και τόσο πυκνά μικρότερα ποιήματα του πρώτου μέρους της συλλογής. Θέλω μόνο να γενικεύσω ότι αυτά αποτελούν συμπαγείς λυρικούς πυρήνες, με μορφική αρτιότητα και υπαινικτικό βάθος. Διαβάζω τον ολιγόστιχο τίτλο «Σημάδια»:

 

Ένα κρίνο ταράζει το αίμα.

Κρατήσαμε τη γεύση δυνατή.

Τα μάτια υγρά

στη δίνη της ομορφιάς,

ραγίζουν τη μέρα.                     

 

Εδώ η επιγραμματικότητα και η λιτότητα ανεβάζουν με κάθε στίχο το επίπεδο διέγερσης του αισθητικού εκκρεμούς εντός μας, και το επαναφέρουν χωρίς απώλειες σε μια επόμενη ή μεθεπόμενη ανάγνωση. Το καλλιτεχνικό αντικείμενο μπόρεσε, μέσω της κατορθωμένης μορφής, να παγώσει εσαεί σε μια άφθορη κατάσταση. «Ένα κρίνο ταράζει το αίμα», διαβάζουμε ξανά και ξανά, και ο στίχος αυτόνομος σχεδόν και αυτάρκης μάς γεμίζει ένα κενό, σαν να περιμέναμε τον ερχομό του.

Υποκύπτω στον πειρασμό να πω λίγα λόγια και για το τελευταίο ποίημα της πρώτης ενότητας, ένα από τα καλύ

 

τερα αυτού του βιβλίου. Έχει τον τίτλο «Ώρα καλή», που μας προϊδεάζει για ένα ζεστότερο και νοσταλγικότερο κλίμα, προκαλώντας ταυτόχρονα συνειρμικά κύματα βαθύτερου προβληματισμού για τα ανθρώπινα δρώμενα. Το καταθέτω αυτούσιο:

 

Έρχεται κάποτε η ώρα

που μιλά η αυγή

και καλπάζουμε στα λειβάδια

των τρελλών καιρών και του νοτιά.

Ανατριχίλα του κορμιού

σαν γνώση του θανάτου,

κοχλάζει το αίμα.

Ταράζει τ’ ακραίο κύτταρο.

Άνοιξε πανιά

κι έβαλε πλώρη

για ταξίδια – και την άγρα των πουλιών.

Ώρα καλή

στον ήλιο και το σκοτάδι των κοχυλιών.

Ώρα καλή

στους ανέμους που κρατάνε

της αγάπης τον λυγμό και το φανέρωμα.

 

Μια αύρα αγάπης και αισιοδοξίας αναδύεται μέσα απ’ τους πιο πάνω στίχους. Ένας μετρημένος θαυμασμός για το δώρο της ζωής και μια υπόγεια ανατριχίλα για τα πρόδηλα όρια και το πεπερασμένο της επίγειας ευτυχίας. Ο επίλογος, με το χαρακτηριστικά επαναλαμβανόμενο «Ώρα καλή», εκπέμπει μιαν ανάλαφρη τραγουδιστική αύρα, που συνεπαίρνει τον αναγνώστη με την πηγαιότητά της. Το αισθητικό αποτέλεσμα, και πιο συγκεκριμένα η αισθητική ηδονή, εκρέει απ’ το συνήθως απρόβλεπτο κυμάτισμα της μορφής, προσλαμβανόμενη σαν «πτερυγισμός και λαχτάρα στο στήθος».

 

Μπαίνω τώρα απευθείας στο δεύτερο μέρος του βιβλίου, για να δώσω ένα σύντομο στίγμα του. Στα είκοσι έξι τόσα ποιήματα αυτής της ενότητας το αισθητικό αποτέλεσμα δεν είναι παντού το ίδιο. Αλλά κι εδώ, όταν κάτι μας ικανοποιεί λιγότερο, οφείλεται προφανώς στον πειρασμό του διανοούμενου δημιουργού να διαλογιστεί καθαρότερα και να φιλοσοφήσει αμεσότερα. Πιο συγκεκριμένα -και σε συνάρτηση με τα πιο πάνω- μιλάμε για τη χρήση ενίοτε ποιητικά αδρανών αφηρημένων εκφράσεων ή καθαρά λογικών προσδιορισμών, όπως για παράδειγμα:

 

            Περαστικοί μαχόμαστε λαθραία

            την παράταιρη ιαχή του συρφετού   

ή

            Πλανιέσαι σ’ ένα πέλαγος

            αφροντισιάς και πλήρωσης.

 

Να μη μας διαφεύγει, ότι στην καλή ποίηση φτάνει κανείς μόνο όταν εκκινεί από το συγκεκριμένο και ρεαλιστικό, το οποίο εμποτίζει διακριτικά και ισορροπημένα με μια υπέρλογη αισθαντικότητα. Γενικότερα όμως βρίσκουμε και στη δεύτερη ενότητα καλά ποιήματα, ιδιαίτερα τα πιο σύντομα, στα οποία ο δημιουργός αισθητοποιεί ικανοποιητικά τις ιδέες και τα συναισθήματά του, αποφεύγοντας τους πειρασμούς των άμεσα διανοητικών ρήσεων. Σας μεταφέρω ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από το λυρικά νευρώδες ποίημα με τον τίτλο «Στα κατάρτια της άπνοιας»:

 

Νερό, νερό που σπάζει

στην άκρη της βαθιάς κουφάλας.

Νερό που αναβλύζει


τη λαχτάρα των εφησυχασμένων.

Νερό, καταφύγιο στα κατάρτια

της άπνοιας.

Νερό, να ξεπλύνουμε τη ξαβαμμένη

σκόνη

της ακμής των αετών.

Νερό, νερό

να ξεπλύνουμε τη ψυχή μας.

 

Τέτοιοι στίχοι νιώθεις πως προϋπήρχαν, γιατί έτσι έπρεπε να είναι, χωρίς ορατά τα σημάδια  επεξεργασίας από τον ποιητή, ο οποίος απλώς τους ανέσυρε στην επιφάνεια για να γίνουν αναγνωρίσιμοι και δραστικοί. Παρόμοια κατορθωμένα κομμάτια απαντούν καίρια και αφοπλιστικά στην αχρείαστη συζήτηση περί μορφής και περιεχομένου. Αφού επιβεβαιώνουν ότι η ίδια η μορφή είναι αξεχώριστη από το περιεχόμενο, το οποίο ενυπάρχει σ’ αυτήν ως βαθύτερη εμπνοή, στη σπερματική ήδη σύλληψη του ποιήματος. Για να βγουν όμως με τέτοια παρθενικότητα και πληρότητα χρειάζεται μια επώαση μακρόχρονη και οδυνηρή. Κι ο Γιάννης Ποδιναράς είναι ένας δύστοκος δημιουργός. Ρίχνει στα βάθη της ψυχής του σκληρούς σπόρους. Η σπορά του, παίρνοντας χρόνο για να ριζώσει και να πετάξει ανθούς, δείχνει κάθε φορά να τον εξαντλεί. Τι πιο φυσιολογικό όμως, από το να νιώθει ο ποιητής, ύστερα από κάθε προσπάθεια, ότι τα έδωσε όλα;

Κλείνω και τη δεύτερη αυτή ενότητα της συλλογής, δίνοντας ακόμα ένα λυρικά υποβλητικό εξάστιχο:

 

Γυρεύουμε ένα δέντρο

να κρυφτούμε.

Να λυθούν οι πλάνες

στο οξύ αγιάζι των ίσκιων.


Στο θρόισμα της σιγανής φωτιάς.

Στην αρμυρή ηδονή της θάλασσας.      

 

                                               από το ποίημα «Εδέμ»

 

Οι στίχοι μιλούν από μόνοι τους, αφού εκφράζουν με επιγραμματική υποβλητικότητα το υποστασιακό δράμα του ανθρώπινου όντος, που αναζητεί ζεστασιά και ασφάλεια στον κόρφο της μάνας φύσης. Μιας φύσης, που μόνη αυτή με την αιωνιότητά της μπορεί να σκεπάσει -έστω για λίγο- το γυμνό κορμί της θνητότητάς μας. Τι μαγική στ’ αλήθεια παραμυθία; Η ποίηση μάς βοηθά να νιώθουμε πιο ελαφρύ το διαχρονικό οντολογικό μας άλγος. Και πέραν οποιασδήποτε άλλης εξαντλήσιμης και ρηχής ηδονής, έχει απ’ τη φύση της τη δυνατότητα να προκαλεί κάθε φορά μέσα μας τη φευγαλέα έστω αίσθηση της υπέρβασης της προσωρινότητάς μας.

 

Περνώ τώρα στην τρίτη ενότητα του βιβλίου, με τον παράξενα υποβλητικό τίτλο Φαράγγια των Αγγέλων. Τίτλος, που ανεβάζει ονειρικά τον αναγνώστη πάνω σε μια ιλιγγιώδη αιώρα, όπου η ανάγνωση κάθε ποιήματος είναι και μια ριγηλή ώθηση σε μια εναλλασσόμενη ταλάντευση. Μια ταλάντευση, που έχοντας για αφετηρία το συγκεκριμένο κι επίγειο, εκτινάσσει συχνά την ψυχή και το πνεύμα σε χώρους μιας ουσιαστικότερης και βαθύτερης εμπειρίας. Καταθέτω το καταληκτικό μέρος από το ποίημα «Συνάντηση»:

 

Μαντατοφόρος η μοίρα των πουλιών

ζωγράφισε τ’ ονειρεμένο ταξίδι

απ’ τους ρόζους της γης

ως τις παρυφές του φεγγαριού.




Και το μήνυμα πήγε διάτρητο

απ’ τις πληγές των ανθρώπων-

ν’ απαλύνει το λευκό των άστρων

και ν’ αφήσει το βάρος της λάσπης

μετέωρο στους γαλαξίες.

 

Τα περισσότερα φυσικά από τα ποιήματα της τρίτης ενότητας είναι μια ακόμα οφειλόμενη σπονδή στον χαμένο χρόνο και τον χαμένο γενέθλιο τόπο της κατεχόμενης Μόρφου. Ο Γιάννης Ποδιναράς δεν ξετυλίγει καμιά μακρόπνοη ή μεγαλόπνοη Ιερεμιάδα στη μνήμη των τόπων που κρατούν στα σπλάχνα τους την κιβωτό της παιδικής του ηλικίας. Ο λόγος του ακούγεται συγκρατημένος και αξιοπρεπής, και τα δάκρυά του έχουν πια αποκρυσταλλωθεί σε δωρικούς αγαλμάτινους στίχους, όπως οι ακόλουθοι:

 

Φύλλα διάφανα

νερά της άμμου

πότισαν τη φυγή μας.

Βυθός του πράσινου κήπου

χάραξε την αφή της θάλασσας.

Πρώτο άγγιγμα

παλμοί της ζωής μας

στέρεψαν την κοίτη της λήθης.

Μόρφου, γεφύρι στην καρδιά

της ξένης γης.

Μόρφου, γεφύρι στο βαθύ πηγάδι

του νόστου.                                       

 

Σ’ ένα άλλο κάπως μεγαλύτερο ποίημα για τη Μόρφου, γραμμένο το 2005, με βαρύ και αποκαλυπτικό βηματισμό, ο οραματισμός για το πλήρωμα του χρόνου που θα

 

φέρει την πανηγυρική λύτρωση δίνει στους στίχους μια ριγηλή και τελετουργική πνοή. Ας δούμε το μέρος τούτο:

 

Μη…μου ψιθύρισες.

Μη θερμαίνεις το πεσμένο μου σώμα.

Μην ανοίγεις διάπλατα τον κλειστό δρόμο της ψυχής μου.

Μίλα μου μόνο σαν θα είσαι σίγουρος

πως τα όνειρα θα ορθώσουν επί τέλους το ανάστημά τους.

Θα περάσουν τις γραμμές και θα ενωθούν

με το μεγάλο διάφανο άστρο

σ’ ένα θρίαμβο απροσπέλαστο

που σαρώνει τους παλιούς καιρούς

και στεφανώνει την έγερση των καινούργιων ασμάτων.

 

Ακούγεται η μακρινή καμπάνα μιας Ανάστασης σε τούτο το ποίημα. Κι αν η πραγματική ανάσταση ίσως αργεί να έλθει ακόμα, ο Γιάννης Ποδιναράς μπορεί με την τέχνη του να προκαλέσει μέσα μας τα αισθήματα τέτοιας γιορτής και να μας γεμίσει κατάνυξη. Κι η καλλιτεχνικής προέλευσης κατάνυξη δεν είναι, καθώς προείπαμε, ποτέ εξαντλήσιμη, αλλά βιώνεται τελετουργικά σε κάθε ανάγνωση.

 

Τι έμεινε τώρα να σχολιάσω από το ποιητικό βιβλίο του Γιάννη Ποδιναρά; Μα φυσικά τα «Ελεγεία», και συγκεκριμένα εκείνα που αναφέρονται σε αγαπητούς λογοτέχνες, που έφυγαν αφήνοντας πίσω υποδειγματική ζωή και έργο. Τα ελεγεία αυτά μου αρέσουν, γιατί είναι συνθέσεις που αναπτύσσονται με πολλαπλές ψυχικές και πνευματικές κινήσεις, κάτι που απαιτεί ανάλογη μορφική αντιστοιχία. Δοκιμάζονται εν ολίγοις οι δυνατότητες του δημιουργού στη συνθετική δημιουργία, όπου το λυρικό διαπλέκεται με το αφηγηματικό και το δραματικό οδη-

 

γείται λυτρωτικά στη λύση του. Με τράβηξε ιδιαίτερα η αρμονική κλασική συμμετρία και η διανοητική υπαινικτικότητα του αφιερώματος στον αξέχαστο Θεοδόση Νικολάου, προπάντων η λιτή κι ελλειπτική εισαγωγή, με το ακόλουθο επιγραμματικό τετράστιχο:

 

Στην ταβέρνα, καθώς πίναμε κονιάκ,

μου είπες πως πρέπει να κλείνουμε καλά το μπουκάλι

για να μη χάνεται το άρωμα.

Φύλακας της πεμπτουσίας.

 

Κι εδώ να σταματούσε το ποίημα, θα ήταν μια πολύ δυνατή επιγραμματική προσωπογραφία. Ό,τι παρακάτω με διανοητική διεισδυτικότητα ακολουθεί, πλεονέκτημα ή μειονέκτημα δεν με απασχολεί, αναλύει κι εδραιώνει μια δυνατή σύλληψη.

 

Το δεύτερο ελεγείο στο οποίο θ’ αναφερθώ μνημονεύει τον προώρως εκδημήσαντα, αξέχαστο λογοτέχνη Θεόδωρο Στυλιανού. Η αυθεντική του προσωπικότητα ζωντανεύει παραστατικά μέσα από την επιγραμματική και συγκινημένη πένα του Γιάννη Ποδιναρά:

 

Το λεωφορείο της γραμμής,

το υπεραστικό ταξί και το τηλέφωνο

κουβάλησαν τα δώρα σου

Σεριάνισαν την αρχοντιά

των ταπεινών και των αθώων

στην άκρη της ανόθευτης ματιάς σου.

Στην άκρη της γαλήνης σου.                     

(απόσπασμα)

 

Ένιωσα πραγματική συγκίνηση, όταν διάβασα πρώτη φορά αυτό το ποίημα. Σίγουρα όχι μόνο επειδή μου θύμισε

 

το γεγονός της απουσίας ενός πολύ αγαπητού  φίλου, αλλά εξίσου και για τον τρόπο που μου τον έφερε στη μνήμη η ποίηση. Τούτο σημαίνει ότι το καλλιτεχνικό γεγονός πραγματώθηκε με επιτυχία. Κι αυτό είναι ταυτόσημο με την αισθητική καταξίωση του δημιουργού.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Ο κρυπτικός λυρισμός της Μόνας Σαββίδου-                                      

                                                          Θεοδούλου

 

Το κύριο χαρακτηριστικό στην ποιητική γραφή της Μόνας Σαββίδου-Θεοδούλου είναι η σχεδόν επιγραμματική λιτότητα και μια μυθιστορική συμβολιστική, που κινδυνεύει κάποτε να εκληφθεί ως εγκεφαλική δημιουργία. Διαβάζοντας όμως προσεκτικά πίσω απ’ τις λέξεις, τις παύσεις ή και τα χάσματα, ανιχνεύει κανείς διόδους που οδηγούν σε χώρους μιας κρυπτικής, συγκρατημένα εκδηλούμενης ευαισθησίας. Γενικά πρόκειται για ποιήτρια γλωσσικής κι εκφραστικής εγκράτειας, που δεν παρασύρεται εύκολα από συναισθηματική υπερχείλιση και ρητορική μεγαληγορία. Ασκεί έτσι δημιουργικό έλεγχο στην έμπνευσή της, δοσολογώντας έντεχνα  το λεκτικό υλικό και τις ποικίλες του εκφραστικές συναρμόσεις. Μιλάμε τελικά για απαιτητική γραφή, απευθυνόμενη σε ενήμερους και υποψιασμένους αναγνώστες.

Όλες οι πιο πάνω ιδιότητες που επεσήμανα ανευρίσκονται ήδη στη δεύτερη εκδοτική της εμφάνιση, την Ενεστίαση (1979), ένδειξη μιας προκαταβολικά συγκροτημένης ιδιοσυγκρασίας. Πρόκειται για πολυπρόσωπη και πολυφωνική σύνθεση, με ψηλά τοποθετημένο τον πήχυ. Διακρίνεται από  έντονη λυρικο-δραματική χροιά, που προδιαγράφει νωρίς την εξέλιξή της σε ακάματο βάρδο του διαχρονικού φυλετικού άλγους. Στην αναμέτρησή της με μια ομολογουμένως δύσκολη κι ακαταστάλακτη θεματική, η ποιήτρια κερδίζει το στοίχημα με βεβαιότητα. Πότε αλαφροπετώντας με χάρη και λυρισμό, πότε δραματοποιώντας υποβλητικά και δίνοντας ουσιαστικά μια λυτρωτική προοπτική, καταφέρνει να ενορχηστρώσει και να φωτίσει πολύπλευρα την πιο πρόσφατη περιπέ-

 

τεια της πατρίδας μας. Αντλεί δυνάμεις από το κλεινό παρελθόν, αιμοδοτώντας το καχεκτικό παρόν κι οραματιζόμενη τη μελλοντική Ανάσταση. Ήρωες του ποιητικού της δράματος είναι οι μορφές της Κυπρίας, του Ποιητή, του Εγκλείστου, του Δασκάλου, της Ξορκίστρας. Σ’ επίπεδο τώρα ποιητικής πραγμάτωσης, η Μόνα Σαββίδου κατορθώνει στην Ενεστίαση να δώσει σχεδόν αδιάλειπτα δεκάδες αισθητικά καταξιωμένους στίχους ή ενότητες στίχων, σε μια συμπαγή σύνθεση πολυεπίπεδης δομής και ανάπτυξης. Σοφός, πυκνός και παρηγορητικός ακούγεται ο λόγος της σε κάθε σελίδα:

 

 

Κυπρία

 

           Και σηκώνω τη γης

           να ξεθάψω τα κουκούλια

           να γητέψω τις όχεντρες

           ———————

           Σύντροφος μόνος

           η αυτάρκειά σου

           κι ο μεταξοσκώληκας

 

Δάσκαλος

 

           Τα τείχη που έκτισες

           να μην τα κουβαλάς στον ώμο.

           Κι ό,τι είν’ ταμένο της παράδοσης

           υφαίνει τις ψυχές.

 

Ξορκίστρα

 

          Της Αμαθούντας οι βοσκοί


          ραψωδούσαν σκοπούς

          και ριγούσαν τα κυκλάμινα

          στις σκοτεινές εισόδους

          των γυμνών τάφων.

 

Τα μεμονωμένα αυτά λήμματα απ’ την Ενεστίαση είναι από καλλιτεχνική άποψη μια αυθαίρετη πράξη, αφού ξεκόβουν από το λοιπό ποιητικό σώμα, χάνοντας σ’ ένα βαθμό την αισθητική δυναμική από την ένταξή τους στο Όλον.

Δεν ξέρω πόσο προσέχτηκε η ποίηση τούτη όταν εκδόθηκε πριν από 30 περίπου χρόνια. Προσωπικά ομολογώ πως με εξέπληξε η πρώιμη συνθετική ωριμότητα, ο εμπνευσμένος διαστρωματικός φωτισμός, όπως κι η καλή ισορροπία του αυθεντικά λυρικού με τη στέρεη δωρικότητα του δραματικού ή κι επικού στοιχείου. Κι όσο και αν έδωσε η ποιήτρια στη συνέχεια αρκετές ποιητικές συλλογές και δεκάδες αξιόλογα ποιήματα, που την καθιέρωσαν ως μια σημαντική ποιητική παρουσία, επιστρέφω κάθε τόσο στο σεπτό εικονοστάσι της Ενεστίασης, για να ευφρανθεί η ψυχή και το πνεύμα μου στα λυρικά νάματα μιας εμπνευσμένης δημιουργίας. Ν’ ακούσω πάλι ως λαμπριάτικους ψάλτες της Ανάστασης τον Δάσκαλο, τον Έγκλειστο, τον Ποιητή, την Ξορκίστρα, σ’ ένα λόγο εξαγνιστικό και σωτήριο.

 

Ποιητής, Έγκλειστος, Δάσκαλος

 

                    Πες

                    πως βαφτίστηκες ξανά

                    κι είσαι πια

                    έτοιμη Μαινάδα

                    για να ξεσχίζεις τους Ορφείς


                    που πλάθουν

                    και γητεύουν

                    Ευριδίκες.

 

Έγκλειστος

 

             Χαϊδολογούν οι πευκοβελόνες τον ουρανό

             σαν γυρίζει η γη

             ανυποψίαστη και μοιρασμένη

             Και τα ξύλινα μάνταλα

             θα χτυπήσουν

            ζωντανεύοντας την ανάληψη

             από τον Άδη

 

Ποιητής

 

            Κυνηγώ τον ήλιο

            ξεφεύγω του σκοταδιού

            κι ας λυώσω και καταποντιστώ

            από ήλιο

            κι ας γίνω Ηριδανός. Μνήμη της θάλασσας.

 

Συγκινημένος κλείνω αργά και προσεκτικά την τελευταία σελίδα, λες και μπορεί να τσαλακωθούν οι ποιητικές άγιες μορφές, που θα ξαναρχίσουν λυτρωτικά να κανοναρχούν σ’ ένα επόμενο άνοιγμα του βιβλίου.

 

Υστερογράφως:

Παρακάμπτοντας για την ώρα τη μετέπειτα αδιάλειπτη και πλούσια ποιητική κατάθεση της Μόνας Σαββίδου (από το Ένας Αργοναύτης ανάμεσα στις Συμπληγάδες,1986μέχρι και το τελευταίο και όγδοο στη σειρά – με τον τίτλο Το δέντρο στο σπίτι, 2007 ), θα σχολιάσω στη συνέχεια ένα μικρό ποίημα από την πιο πρόσφατη, ανέκδοτη

 

ακόμα δημιουργία της. Είναι αρκετά ενδιαφέρον να παρακολουθήσει κανείς κάποιες νέες τάσεις ή καινούργια στοιχεία που εισάγει στην ποιητική της. Προσλαμβάνω για την ακρίβεια με «αισθητική» ευαρέσκεια ένα διακριτά υπερβατικότερο κλίμα στο υπόστρωμα των στίχων της, κάτι που τους προσδίδει επιπρόσθετο βάθος. Κι επειδή τίποτε δεν φυτρώνει στο κενό, βάσιμα μπορεί να το αναγάγει κανείς και στη συγκλονιστική εμπειρία της απώλειας του αγαπημένου συντρόφου. Εδώ το φόντο του φυλετικού άλγους και της ιστορικής περιπέτειας – κυρίαρχο σε μεγάλο μέρος του έργου της – μπαίνει σε δεύτερη μοίρα, για ν’ αναμετρηθεί ως άνθρωπος με υπαρξιακά διλήμματα και μια προσωπικότερη προβληματική. Καθώς φυσικά οι στίχοι ηλεκτρίζονται από γνήσια κι αυθεντική έμπνευση, ξεφεύγουν ανεπαίσθητα από τη στενή επικράτεια του ατομικού βιώματος, μεταδίδοντας μια καθολικότερη αίσθηση. Καταθέτω και σχολιάζω το  ποίημα που τιτλοφορείται «Η γέφυρα»:

 

Η γέφυρα

 

Για να περάσεις τη ξύλινη γέφυρα

πάνω απ’ τα σμαραγδιά νερά

πρέπει να γίνεις θεατής

του χορού του θανάτου –

μιας πυρπολημένης απεικόνισης

αναγεννημένης από την τέφρα της,

εκεί που τελειώνει το ποτάμι

κι αρχίζει η λίμνη.

Αν φτάσεις ως την έξοδο,

θα συνεχίσεις να παίζεις

με τη ζωή.

 

Η δομή του ποιήματος είναι πυκνή και αρμονικά τελειωμένη. Οι πρώτοι τέσσερις στίχοι διακρίνονται από μια υποβλητικά παράξενη κι εξωλογική συμβολιστική. Εκλύουν μεταφυσική αχλύ, που διαπερνά ριγηλά κι ευδαιμονικά τον αναγνώστη, αφού η συναίσθηση της κοινής αρχέγονης μοίρας είναι φυλογενετικά ενοποιητική, κι ενδόμυχα μας ανακουφίζει. Τα «σμαραγδιά νερά» κάτω απ’ την αινιγματική ξύλινη γέφυρα, που οδηγεί απέναντι, εκπέμπουν μοναχά μια αίσθηση υπερβατικής υφής, αξεχώριστη από τη διαλεκτική συζυγία ζωής και θανάτου. Ούτε επιδέχονται εύκολα ορθολογική εξήγηση, που θα εξανέμιζε δίχως άλλο την ποιητική ουσία. Το καταληκτικό πάλι τρίστιχο ενέχει κίνηση βαθιάς ανακουφιστικής ανάσας. Ως να πέρασε κάποιος σε τεντωμένο σχοινί πάνω απ’ την άβυσσο κρατώντας την αναπνοή του, κι έφτασε αισίως στην άλλη όχθη. Τί ευφορία ψυχική, προπάντων όμως αισθητική!

 

Από την πιο πρόσφατη ποίηση της ΜΟΝΑΣ ΣΑΒΒΙΔΟΥ–ΘΕΟΔΟΥΛΟΥ:

 

Ο χορός

 

Αιχμάλωτο της πέτρινης βάρκας

που αποπλέει

στη σκοτεινή λίμνη

σε χάνω

αγνώριστο στην άλλη διάσταση

στο άκτιστο φως

μετά το χορό του θανάτου.

 

Καθηλώνομαι, αγαπημένε.

Μπροστά μου ο στρόβιλος των νερών,


ο παφλασμός των καταρρακτών

η πολύβουη ροή των ποταμών

σαν σε όνειρο.

 

Στο ενδιάμεσο η άβυσσος

τυφλώνει την ακοή μου,

καταβροχθίζει τις αισθήσεις μου,

ρίχνει δίχτυ αιχμαλωσίας

στη μνήμη.

 

Ιερή κλοπή

 

Να κλέψουμε

τους βασιλικούς

της Γλυκείας και της Καλλίστης νήσου

και να στολίσουμε την καθομοίωσή σου,

να ευωδιαστεί η μνήμη

να φουσκώσει η πίστη σαν προζύμι

και να ταραχτούν τα νερά

οι θαμμένες κοίτες

τ’ αποξεχασμένα ηφαίστεια.

 

Το ακρόπρωρο

 

Μια ζωή

σκάλιζες το ακρόπρωρο

για το δικό σου καράβι

και το δικό σου ταξίδι.

Κι από δίπλα

η Τύχη

Θεά

στ’ ανεμοδαρμένο θρονί της

να μετρά αντίστροφα

με μικρό ναυτίλο


φίλντισι στ’ αυτί

και θαλασσινό στροβίλου ήχο

να μετρά τις μονάδες του καιρού

ως το μηδέν.

 

Ή μήπως ως το άπειρο;

 

 

Με ποια αισθήματα

 

Με ποια αισθήματα

πλησιάζεις το απέραντο γαλάζιο;

Είσαι ποτέ έτοιμος;

Με ποιες πυξίδες, εξάντες, αστρολάβους

Οι κρατήρες που ξεθύμαναν

στα έργα των ημερών σου

από μπρούντζο, πέτρα, μάρμαρο

δεν απολησμονιούνται.

Γίνονται Πύλη ελεύσια

γίνονται η αλαφρόπετρα της θύμησης

που ήταν κάποτε λάβα πυριφλεγής,

κι ακόμα καίει το πέρασμά της.

 

( από την τελευταία ποιητική συλλογή: Αγαπημένε )

 

 

 

 

 

 


Η ιδιότυπη λυρική φωνή της  Έλενας Τουμαζή-                                                 

                                                              Ρεμπελίνας

 

Α. «Αυτοί οι άνθρωποι μου κλείνουν το δρόμο»

 

Την Έλενα Τουμαζή την πρωτοσυνάντησα ποιητικά πριν από πολλά χρόνια, σε έναν τόμο των εκδόσεων Χρ. Ανδρέου για την Κυπριακή Λογοτεχνία. Η εντύπωση που μου άφησε ήταν και έντονη και διαρκής. Με κατέκλυσε απ’ την πρώτη στιγμή το σαγηνευτικό άρωμα μιας αποκλίνουσας στη ψυχική και καλλιτεχνική έκφραση ιδιοσυγκρασίας, που αναπαράσταινε την καθόλου βιωματική μνήμη της στον αντίποδα της όποιας κοινότοπης και αναμενόμενης εκφραστικής. Ήταν ένα ποίημα με πρωτογενή και καθαρά προσωπικό λυρισμό, σημειολογία αινιγματική και συγκρατημένη συναισθηματική κύμανση. Η αλληλοδιάδοχη κίνηση των στίχων, η εναλλαγή των πρωτότυπων εικόνων και το επανερχόμενο σε διαφορετικά συγκινησιακά επίπεδα μοτίβο («αυτοί οι άνθρωποι»), με έπειθαν πως δεν επρόκειτο για ποιήτρια της σειράς.

 

Το ποίημα «Αυτοί οι άνθρωποι μου κλείνουν το δρόμο», από τη συλλογή O μικρός τυφλοπόντικας και ο ήλιος, έκδοση1972 (στο οποίο και αναφέρομαι ), το κράτησα στη μνήμη – έστω με κάποια εξωποιητικά ερωτηματικά – και το διάβαζα κάθε φορά που δινόταν μια ευκαιρία. Κίνητρό μου ήταν να επαναβεβαιώσω την αλήθεια, ότι την καλή ποίηση δεν τη φτιάχνει ο συναισθηματισμός κι η βαθυστόχαστη νοησιαρχία, αλλά η αυθεντικότητα της φωνής και η ποιότητα της συνειρμικής δυναμικής. Αυτή η δραστικότητα της μορφής δεν πρέπει να εκλαμβάνεται ως εξωτερικό στοιχείο, αφού ταυτίζεται και αναδεικνύει

 

το ίδιο το περιεχόμενο, από το οποίο και οργανικά προκύπτει. Θα προσεγγίσω τμηματικά το κομβικό αυτό για τη δημιουργό ποίημα, που εμπεριέχει όλα τα στοιχεία της λυρικής της ιδιοτυπίας.

 

     Αυτοί οι άνθρωποι μου κλείνουν τον δρόμο

με τους ωκεανούς των ματιών τους

και την εικόνα του παράδεισου

ζωγραφιστή στα βλέφαρα

 

Μια προφανής αντιμαχία διατρέχει εξαρχής το ποίημα. Οι επιμέρους στίχοι, όπως και η αλληλουχία των στιχουργικών μονάδων, μεταφέρουν διαλεκτικά συγκρουόμενα φορτία σε μια κρίσιμα κορυφούμενη εσωτερική διελκυστίνδα. Οι κατ’ αίσθησιν μνήμες της δημιουργού δεν διαγράφονται μονοεπίπεδα, αλλά με σύνθετη δομή κρατούνται – επώδυνα ως φαίνεται – σε αγωνιώδη ισορροπία:

«Οι ωκεανοί των ματιών» και «η εικόνα του παράδεισου» διχάζουν και βασανίζουν την ψυχή, αφού την οδηγούν σε μια γλυκιά και δύσκολα αποτινάξιμη αιχμαλωσία. Είναι το αντικείμενο του πόθου, συνάμα όμως κι ο ιστός της αράχνης που παρεμβάλλεται ως εμπόδιο σε μιαν άλλη ανάγκη, εκείνη της ελεύθερης ανοιχτής θέασης. Από τον επιτυχή διττό συμβολισμό των πρώτων τούτων εικόνων εκπηγάζει και το πρώτο ευχάριστο ξάφνιασμα του αναγνώστη. Τον κατακλύζει ένα απροσδιόριστο ρίγος, από το γεγονός ότι εκφράζεται ενοποιητικά και με αφοπλιστική υποβολή και ενάργεια μια θεμελιακή και αντίρροπη στη φύση της κατάσταση της ύπαρξης.

Το ποίημα όμως δεν είναι στατικό κι εντείνει με περαιτέρω εικονοπλαστικές εκπλήξεις το προηγούμενο διλημματικό κλίμα. Η μοιραία φαντασιακή αναπόληση γίνεται

 

στους επόμενους στίχους πολυπρόσωπη και κατακλυσμιαία, αφού σε μυριάδες εκδοχές κατεβαίνει από παντού και επαυξάνει την αμφιθυμία της ποιητικής ηρωίδας. Η φευγαλέα εντούτοις εντύπωση μιας αρνητικά προσλήψιμης εισβολής στον ψυχικό της κόσμο, αναιρείται σχεδόν ταυτόχρονα με καθαρά δεκτική κίνηση, όπως είναι και το ακόλουθο, απαράμιλλα τρυφερό τρίστιχο:

 

κι όπως η πνοή του άστρου στην άκρη κάθε κύκλου

πρασινίζει τα χόρτα

περνώντας σκύβουν και με φιλούν στο μέτωπο.

 

Το ρίγος που μας φέρνουν οι παραπάνω στίχοι δεν οφείλεται μόνο στην εξωτερική ομορφιά τους. Αναρριγούμε πιο πολύ από τη συναρπαστική λύση της έντασης και τη λυτρωτική σ’ ένα βαθμό έκβαση μιας βασανιστικής αναμέτρησης, που βλέπουμε στη συνέχεια να μετριάζεται και να κοπάζει. Η ψυχική αντιμαχία, που προαναφέραμε, βρίσκει έτσι καλλιτεχνική διέξοδο με ενδυνάμωση του αισθητικού αποτελέσματος. Όμως «αυτοί οι άνθρωποι», παρείσακτοι ή καλοδεχούμενοι μέσα στον κόσμο μας, προφανώς και τα δυο μαζί, φαίνεται πως είναι η μοίρα και το αιώνιο δράμα της υπαρξιακής ιδιοσυστασίας μας. Η διάθεση να τους συγκρατήσουμε είναι συνάμα και ροπή βαθύτερη να τους δεχτούμε και να τους αγαπήσουμε, όσο κι αν μας καταπιέζει που άραξαν τόσο άτσαλα, υπερκεράζοντας τους δισταγμούς μας. Μπορεί η έμπνευση της Έλενας Τουμαζή σ’ αυτό το ποίημα να έχει κύρια (ή αποκλειστικά) ερωτική εκκίνηση, όμως για τον αναγνώστη, κι ανάλογα με τη βιωματική φαντασία του, οι ποιητικοί συμβολισμοί διανοίγουν δρόμους πολύ πιο πέρα από συγκεκριμένα πρόσωπα ή συμβάντα. Κι αυτό, όπως όλοι γνωρίζουμε, είναι ίδιον της καλής ποίησης. Το

 

καταληκτικό μέρος του αξιόλογου τούτου και σπάνιου στο είδος του ποιήματος, με την υπέρλογη πολλές φορές εικονοπλασία, επιβεβαιώνει και ενισχύει τα προηγούμενα σχόλια. Το παραθέτω:

 

Αυτοί οι άνθρωποι έχουν όμορφα μάτια

μα το σώμα τους είναι βαρύ σαν σίδερο.

Ακόμα και το φιλί τους χαράχτηκε στο δέρμα μου

όταν με πήραν για λειβάδι.

Αναρωτιέμαι πώς θα σβήσω τις γραμμές και τα χρώματα

τώρα που φεύγουν.

 

Έτσι λοιπόν, συμφιλιωμένη με την πραγματικότητα της αποδοχής μιας κατά βάθος συγκρουσιακής ερωτικής εμπειρίας – προσωπικά θα μπορούσα να το εκλάβω και ως μια γενικότερη κατάσταση ψυχοπνευματικής δοκιμασίας – η Έλενα Τουμαζή περιγράφει με πρωτότυπους και αρχετυπικής χροιάς στίχους τον ανεξίτηλο χαρακτήρα της καταλυτικής αυτής εμβίωσης. Η λυτρωτική ανακούφιση που φυσιολογικά προκύπτει μέσω της καλλιτεχνικής μετάπλασης, μεταδίδεται επαρκώς και σε μας τους αναγνώστες, ασχέτως με το πώς εκτυλίσσεται και πού αναφέρεται η δική μας συνειρμική εμπειρία.

 

Β.  Ανθός Οδύνης

 

Με τη γραφή του πιο πάνω κειμένου έμπαινα ταυτόχρονα σε διεξοδική μελέτη, Φθινόπωρο του 2009, όλου του ποιητικού έργου της Έλενας Τουμαζή-Ρεμπελίνας, αποτελούμενου από τις εξής συλλογές: Ο μικρός τυφλοπόντικας και ο ήλιος, 1972 , Λειτουργία του νεκρού παρόντος,1974, Τα σώματα της Χρυσόθεμης μετά το δημόσιο αποκεφαλισμό της στα τέλη του 20ου αιώνα μετά Χριστόν,


1977 και την ανέκδοτη (τώρα πια εκδομένη) ποιητική συλλογή  Έρχου.

 

Προχώρησα με ενδιαφέρον σε προσεκτική ανάγνωση αυτού του έργου, με την ψυχολογία του χρυσοθήρα που οσφραίνεται φλέβα χρυσού. Μιλώ, στη συγκεκριμένη περίπτωση, για γνήσια και καθαρή φλέβα λυρικών κοιτασμάτων, παραγνωρισμένων ή υποτιμημένων ως τώρα από αχρείαστες εκ μέρους της δημιουργού προσμίξεις ψυχοτραυματικών στοιχείων, που θόλωναν τη γενικότερη ποιοτική εικόνα. Το αποτέλεσμα ήταν εντυπωσιακό. Στίχοι με έκταση δεκάδων σελίδων και εκπληκτική αποσταγματική ομοιογένεια, προσφέρονταν στον αναγνώστη προς βαθύτερη αισθητική τέρψη. Η κάθε μικρή ή μεγαλύτερη ποιητική ενότητα πρόβαλλε σαν κρυσταλλωμένος λυγμός και πικρό δάκρυ, ή γλύκαινε κι εξορκιζόταν με τον ασίγαστο ρεμβασμό  μιας χαμένης αθωότητας κι ενός αμφίστομου ερωτικού πάθους. Ας κάνουμε λοιπόν μια αδρή αναγνωριστική περιδιάβαση:

 

    Σταυρωμένε άνεμε

   πληρωμένε ληστή του Θεού,

   πόνε μου

   Πληγή που περπατάς στον ίσκιο

   Εξαρτάται από το πόσο έρημοι και γυμνοί

   θα κατέβουμε

   να ντύσουμε με τις λέξεις μας

   τον σπαραγμό της μέρας.                

 

                                 Ο μικρός τυφλοπόντικας και ο ήλιος, 1972

 

Ακόμη κι αν η σημειολογία τέτοιων στίχων δυσκολεύει τη λογική ερμηνευτική πρόσβαση, η συνειρμική λειτουργία

 

αναδύεται ενιαία και ζωντανή, διαποτίζοντας την ψυχική μας διάθεση με την αίσθηση της υπέρβασης διά της τέχνης της οδύνης και «του σπαραγμού της μέρας». Απ’ την έρημη και γεγυμνωμένη κατάβασή μας νιώθουμε να βγαίνουμε αναβαπτισμένοι και πιο δυνατοί, αφού μπορέσαμε με τις λέξεις να φορέσουμε στον πόνο λυτρωτικό ένδυμα. Κανένας υπέρμετρος κομμός και κανένας σπαρακτικός θρήνος δεν ξεχειλίζει απ’τη βιωματική κολυμβήθρα. Προκύπτει αντίθετα μια ευγενής και συγκρατημένη ποιητική διάθεση. Απ’ το ίδιο βιβλίο παίρνω κάτι ακόμα:

 

  …Να περπατήσεις

να φύγεις γυρεύοντας πιο δακρυσμένες πεδιάδες

να ψηλώσεις

να πνιγείς στο ουράνιο ποτάμι

να περπατήσεις

ξυπόλυτος να περπατήσεις χωρίς

ξεκούραση

χωρίς ξεκούραση

προς τα δάση των κομμένων χεριών

προς τις λίμνες των σκισμένων ματιών

εκεί που κυβερνούν οι άσπροι γλάροι.

 

Κι εδώ η απόπειρα μιας αναλυτικής προσέγγισης θα συνιστούσε αυθαιρεσία, όσο κι αν είναι διακριτά τα σημεία μιας σχεδόν βιβλικής εσωτερικής διάβασης. Οι στίχοι ξεδιπλώνονται με στέρεο βηματισμό και αποκαλυπτικές εικόνες μετάβασης από αλληλοδιάδοχους κύκλους δοκιμασίας, για να λυθεί τελικά η ψυχική ένταση με τη χαρμόσυνη, κατανυκτική κατακλείδα: «εκεί που κυβερνούν οι άσπροι γλάροι». Τι θαυμαστός, αλήθεια, και ανακουφιστικός στίχος! Μας ευφραίνει ανεξάντλητα με τη βε-

 

βαιότητα που μας μεταδίδει ότι κάπου, πέρα από το άλγος μιας βασανιστικής διαδρομής, εξακολουθεί να υπάρχει ένας κόσμος χαράς και ευδαιμονίας. Δεν μπορώ δυστυχώς ν’ αναφερθώ σε όλα τα ποιήματα, θέλοντας όμως να προβάλω και να σχολιάσω χαρακτηριστικά δείγματα της κάθε ξεχωριστής συλλογής, ανοίγω στη συνέχεια τη Λειτουργία του νεκρού παρόντος, έκδοση 1974, κι επιλέγω:

 

     Ωδή στις καθαρίστριες

 

     Σκυφτή γυναίκα καθαρίστρια των καφενείων

μέσα σ’ αναποδογυρισμένα τραπέζια

και σε σκόνες

Μόνη σου συντροφιά η τελευταία λάμπα

της περασμένης νύχτας

το τελευταίο αστέρι της αυγής

η ψυχή σου,

που τρεμοσβήνει

ετοιμάζοντας τις καθαρές ζωές

αυτών που έρχονται τη μέρα.

 

Αυτό είναι ένα απ’ τα λίγα, σχετικά εξωστρεφή ποιήματα της Έλενας Τουμαζή. Παρότι έχει μια καθαρά ρεαλιστική θεματική, κατορθώνει, ξεφεύγοντας από τον κοινωνικό διδακτισμό, να μεταγγίσει στους στίχους όλη την τρυφερότητα και τον πλούτο ενός βαθύτερου ανθρωπισμού. Οι εικόνες που χρησιμοποιεί συνδυάζουν τη δροσιά και την παρθενικότητα με την πειστικότητα και την αλήθεια τους. Η εύστοχη γλωσσική μορφοποίηση φαίνεται να είναι για την ποιήτρια μια οικεία και καλά αφομοιωμένη υπόθεση. Θα σχολιάσω άλλο ένα ποίημα, όπως τα περισσότερα χωρίς τίτλο, απ’ την ίδια ποιητική συλλογή:

 

     τα μάτια σου τα ταξίδια σου μέχρι τ’ άστρα

τα μάτια σου οι γεμάτες σου στέρνες

τα μάτια σου αυτές οι ταραγμένες αθωότητες

αυτά τα ζεστά ποτάμια

που μ’ άγγιζαν το δέρμα σαν παλάμες

που μ’ άγγιζαν τη ψυχή σαν λουλούδια

τα μάτια σου

γιατί συνέχισαν το ταξίδι τους στο σύμπαν

γιατί μ’ οδήγησαν στις ξερές πέτρες των νησιών

στους ανεπίστρεπτους δρόμους του παγωμένου αγέρα

 

Τα μάτια σου αγαπημένε γιατί

                                            δεν έμειναν λουλούδια 

                                            αλλά μόνον άστρα;

μια μακρυνή πηγή για να φτιάχνω στις ακτίνες της

φθαρτά φορέματα

να ντύνω πού και πού το φαγωμένο μου κορμί.

 

Εκτιμώ πως είναι απ’ τα δυνατότερα κομμάτια που βρίσκει κανείς στη Λειτουργία του νεκρού παρόντος. Υπάρχει μια εντυπωσιακή αρμονία στις κινήσεις κορύφωσης και ανάπτυξης του ποιητικού λόγου. Με βασικό καθοδηγητικό μοτίβο τρεις λέξεις (τα μάτια σου), η ποιήτρια δομεί με άνεση και μαεστρία τη μετάλλαξη του ερωτικού σκηνικού, χρησιμοποιώντας υποβλητικές εικόνες με ανάλογα συναισθηματικά φορτία. Δίνει ανάγλυφα τις στιγμές ευτυχίας και αγάπης κι αναρωτιέται για το παράλογο της ανατροπής των πραγμάτων. Η έντονη εκείνη παρουσία στη ζωή της, έγινε τώρα μια μνήμη μακρινή κι επώδυνη, με τη γεύση της στέγνιας και του παγωμένου αγέρα. Αναπολώντας τα λατρεμένα κάποτε μάτια, τα φαντάζεται σαν ένα άστρο στον ουρανό, σαν μια πηγή φωτακτίνων. Και τι όμορφα τελειώνει το ποίημα! Η πονεμένη

 

ψυχή αρκείται απλώς να δέχεται αυτές τις ακτίνες για να ζεσταίνει, έστω και πρόσκαιρα, το φαγωμένο κορμί της.

 

Το τρίτο ποιητικό βιβλίο της Έλενας Τουμαζή Ρεμπελίνας έχει τον παράξενο και μακροσκελή τίτλο: Τα σώματα της Χρυσόθεμης μετά τον δημόσιο αποκεφαλισμό της στα τέλη του εικοστού αιώνα μετά Χριστόν, 1977. Περίεργος αλήθεια τίτλος, όπως περίεργες είναι και κάποιες ιδιαιτερότητες που συναντούμε στις σελίδες του. Καταρχήν η συλλογή κοσμείται από ιδιόχειρα σχέδια της ποιήτριας, σχέδια μάλιστα γκροτέσκ στην κοινή αντίληψη. Υποθέτω ότι απέβλεπαν σε συμπληρωματική με τους στίχους λειτουργία. Στην πραγματικότητα προσλαμβάνονται από τον μέσο αναγνώστη με εμφανή δυσφορία. Δεν θα μπω στη λογική διερεύνησης και αιτιολόγησης της ανάγκης, που ώθησε τη δημιουργό να συμπεριλάβει τέτοια εικαστικά στοιχεία. Είναι βέβαιο όμως ότι τελικά ζήμιωσαν την ποιητική της εικόνα, τουλάχιστον ως πρώτη εντύπωση. Γιατί σε προσεκτικότερη ανάγνωση και αυτή η συλλογή αποκαλύπτει μια δυνατή ευαισθησία, μ’ ένα εμφανώς σκοτεινότερο λυρικο-δραματικό τόνο. Δίνω μερικά αντιπροσωπευτικά δείγματα:

 

      Αδάμ Αδάμ δεν είμαι

εκείνη που σου μάθανε δεν είμαι

η άλλη είμαι η ζωή

 

                 *

Τι κρίμα να ξυπνάμε ένα πρωί

με μια εικόνα σφαγής μέσα στο κεφάλι!

 

                 *

«Ποια είναι αυτή η γυναίκα που με διώκει αυτός


  ο  άντρας…»

την αρπάζουν την κόβουν κομμάτια

την πετάνε στο νερό στο νερό

στη θάλασσα

κι απλώνεται το κομμένο χέρι πιο κει πιο δίπλα κοντά

                                              στη βουλιαγμένη τριήρη 

     το βυθισμένο σώμα της Άνοιξης

τα δάχτυλα χαλαρώνουν στις άκρες το αγγίζουν

 

                  *

Ιώ Ιώ

μάνα μου με τα πορτοκαλιά σου αδάκρυτα

     κερατοφόρος κόρη θαμμένη μες την άμμο

μια μέρα το ταξίδι σου θα λήξη με το γαίμα

 

                 *

Τον χάιδεψα τον γέννησα τον Άδωνη

εγώ η Πιετά

εγώ η Κύπριδα

 

Έκανα μερικές χαρακτηριστικές επιλογές από την πιο «αιρετική» και πιο αμφιλεγόμενη ποιητική συλλογή της Έλενας Τουμαζή Ρεμπελίνας. Είναι μια ποίηση δύσκολη και δυσερμήνευτη με όρους της καθαρής λογικής. Η συλλογική κοινωνική και ιστορική συνείδηση προβάλλει αντιστάσεις σε κάποια απ’ τα σύμβολα και την εικονοποιία της. Για την ακρίβεια είναι οι ιδιόμορφοι συνδυασμοί τους που συνιστούν την πραγματική δυσκολία. Όμως η πραγματικά σύγχρονη ποίηση – ας μην ξεχνούμε – δεν είναι διαυγής συλλογιστική, ούτε μονοσήμαντη λεκτική διατύπωση. Γι’ αυτό και παρόμοιοι δύσβατοι στίχοι μάς συνεπαίρνουν εντέλει και μας σαγηνεύουν, επειδή αποκαλύπτουν μιαν αρχετυπικότερη τάξη, που αγγίζει τις ρίζες των φυλογενετικών καταβολών μας. Ο λυρισμός και

 

το δράμα στην πρωταρχική τους εμβίωση κρατούνται εδώ αλληλένδετα σε μια τελετουργική χορευτική κίνηση, γλωσσικά μορφοποιημένη στη διαδικασία της δημιουργίας. Το λεγόμενο «έλλογο» άλογο, ως θεμιτό πλέον εκφραστικό στοιχείο στην ποίηση, αγγίζει τα άδυτα του υποσυνείδητου και μας προκαλεί θεμελιακούς συγκινησιακούς κραδασμούς πέραν της κοινής αισθητηριακής εμπειρίας. Τα επίλεκτα λήμματα που παρουσίασα, προπάντων σ’ αυτό το βιβλίο, απομακρύνοντας ό,τι αισθητικά αχρείαστο και τραχύ, αποσκοπούσε ακριβώς στο ξεκαθάρισμα του τοπίου και στην ανάδειξη του πραγματικού επιτεύγματος της δημιουργού.

 

Η τελευταία ποιητική συλλογή της Έλενας Τουμαζή με τον τίτλο Έρχου, δημοσιεύτηκε πρόσφατα (2011), γι’ αυτό κι έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον να την προσέξουμε και να δούμε πού την οδήγησαν τα ορμέμφυτα της έμπνευσης, αλλά και η ψυχική της μεταλλαγή. Μπορώ να πω με βεβαιότητα ότι πρόκειται για μια εντυπωσιακή συγκομιδή· και αυτό όχι μόνο σε καθαρά λογοτεχνικό επίπεδο. Παρατηρεί κανείς επιπρόσθετα μιαν αλλαγή του θυμικού υποστρώματος, που εμποτίζεται τώρα από χυμούς μιας φωτεινότερης ενατένισης του βίου. Η έξοδος από τα πέτρινα χρόνια σηματοδοτεί μια νέα πορεία και στην ποίησή της. Βλέπουμε σφριγηλότερα λυρικά πετάγματα, με άρτιους και μεστούς στίχους:

 

Ευκάλυπτοι και φοίνικες

Στον άνεμο

Μιμούνται τις κινήσεις της ψυχής σου

 

     Ποιός άκουσε την κραυγή

Όταν ξεκολλούσες από την τελευταία αγκαλιά


Και ξανοιγόσουν στο πυκνό πέλαγος;

 

                   *

Ζούμε πάντα στον κόσμο του Διόνυσου

     Καθρέφτες μίμοι και σπαραγμός

     Τα κύματα λυσσομανούν

Ο αγέρας μαστιγώνει το πρόσωπο

Ριγούν οι κάμποι των λαζάρων

 

Χελιδόνι μου ακριβό

ποιόν άραγε καλείς;

 

Πρόκειται για ποιητικό λόγο απέριττο, με Σολωμική στιχουργική καθαρότητα και πλούσια υπαινικτικότητα κάτω από την στιλπνή επιφάνεια. Τα έχει όλα στις σωστές δόσεις το πιο πάνω κομμάτι. Ανάλαφρο δραματικό υπόστρωμα στην αρχή, ζωηρή ενδιάμεση εικονοπλασία και μουσικό θριαμβικό επιφώνημα. Αναρριγούμε τελειώνοντας την ανάγνωση, όπως ακριβώς μυστηριακά «ριγούν οι κάμποι των λαζάρων» μέσα στο ποίημα. Νιώθουμε να φανερώνεται ως ψηλαφητή αίσθηση κάτι απ’ την ουσία του άρρητου, κι αυτό είναι που μας συναρπάζει. Δεν σχολιάζω πλέον επιλεκτικά, απλώς ρίχνω το βλέμμα σε οποιαδήποτε σελίδα και φέρνω στίχους μπροστά μου:

 

Κάθε που με σκιάζει

Το σκοτεινό τους βλέμμα

Παμπάλαιο ελαιόδεντρο

μου τανύζει κλώνο

 

               *

Ομορφιά

Είσαι η μόνη μου πατρίδα

     Έτσι όπως τρυπώνεις αόρατη


και ριψοκίνδυνη

με τη στολή του αντάρτη

στη σχιζοειδή ρωγμή του κόσμου

Ανοίγεις

πέλαγο λευκό

για να περάσω

 

Στους σημερινούς καιρούς της ρευστότητας των πάντων και της ανασφάλειας, η τέχνη περισσότερο από ποτέ άλλοτε, αποτελεί δυνατό στήριγμα και μπορεί να σώσει από το στέγνωμα την ψυχή μας. Η ποιήτρια κατορθώνει με το έργο της να μας ρίξει ένα τέτοιο σωσίβιο, μας «τανύζει κλώνο» και «ανοίγει πέλαγο λευκό» για να περάσουμε.

 

Κλείνοντας αυτή την εισαγωγή στο ποιητικό έργο της Έλενας Τουμαζή – Ρεμπελίνας, εκτιμώ – παρά τον έντονο συχνά υποκειμενισμό της – ότι πρόκειται για μια από τις λυρικότερες και αυθεντικότερες φωνές της σύγχρονης Κυπριακής ποίησης.

 

 

 

 

 

 

 

 

 



Κυριάκος  Χαραλαμπίδης

Ανοίγοντας Όστρακα της Ποίησής του 

 

Από καιρό ωρίμαζε μέσα μου ένα κείμενο για τον ποιητή Κυριάκο Χαραλαμπίδη. Ένα κείμενο με εμπειρική, κατά κύριο λόγο μορφοκεντρική προσέγγιση, χωρίς φιλολογικές ή άλλες εξωποιητικές διανοίξεις. Στόχος μου ν’ αγγίξω με τη δική μου ευαισθησία τον καθ’ αυτό πυρήνα μερικών ποιημάτων απ’ την εκτεταμένη ποιητική του δημιουργία… Να φωτίσω την αισθητική τους δυναμική, που έγκειται πιστεύω όχι μόνο στην ιδιοτυπία του γλωσσικού του οργάνου, αλλά και στον ουσιαστικό τρόπο που στις εύκρατές του στιγμές το χρησιμοποιεί.

 

Πρόθεσή μου φυσικά δεν είναι να θεωρητικολογήσω γενικά και αόριστα, αλλά ν’ αρχίσω μια διερευνητική περιδιάβαση μ’ εφόδια έναν πρακτικό ερμηνευτικό τρόπο προσέγγισης συγκεκριμένων ποιημάτων. Διάλεξα την πρώτη κυρίως δημιουργική περίοδο του Κυριάκου Χαραλαμπίδη, επειδή με διευκόλυναν οι σχετικά βατοί και ομοιογενείς ποιητικοί τρόποι της, προτού ο ποιητής περάσει σε εκτενέστερους και αφηγηματικότερους θεματικούς κύκλους. Έβαλα κάτω από το αισθητικό νυστέρι έναν αναγκαστικά περιορισμένο αριθμό ευσύνοπτων και αντιπροσωπευτικών λημμάτων, αρχίζοντας με το ποίημα «Οι Χορηγοί» ( Άγνοια του Νερού, 1967) :

 

Ο ήχος έτρεξε κυνηγημένος

και με το φως του βραδιού

στο αίμα μου μπήκε.

Αυτό με ξύπνησε. Παλαιό, είπα,

ρολόι, φοβερό που θα ήταν,

Ο Κύριος να είχε το ξυπνητήρι


των ψυχών χαλασμένο.

 

Σκύβοντας να φορέσω τις παντόφλες μου,

ξαφνικά είδα, για πρώτη φορά τότε,

τα λουλούδια – κεντήματα του υποποδίου.

 

Θα περιορίσω τα σχόλιά μου, όσο είναι δυνατόν, στη δυναμική της ποιητικής δομής και στις αντίστοιχες διακυμάνσεις του αισθητικού εκκρεμούς που φυσιολογικά προκύπτουν. Αυτή είναι και η θεμελιακή βάση οποιουδήποτε λογοτεχνικού έργου, που το κάνει να ξεχωρίζει από τον συνηθισμένο συμβατικό λόγο (τα εις βάθος και ύψος νοήματα ενισχύουν απλώς το γνωσιολογικό, υπαρξιακό ή φιλοσοφικό εκτόπισμα του ποιητή, ποτέ όμως δεν διασώζουν ένα πιθανό έλλειμμα ποιητικής μετάπλασης).

Στο ποίημα «Οι Χορηγοί» διακρίνουμε τρεις βασικές κινήσεις, που συνδέονται με διαφορετικό τρόπο – και με εναλλαγή ψυχικής διάθεσης – μεταξύ τους. Μπαίνουμε στο αινιγματικό κλίμα του πρώτου τρίστιχου, με τον εγερτήριο ήχο ν’ ανοίγει στη συνέχεια ένα υπαινικτικά εσχατολογικό σκηνικό. Αγωνιώδης και μυστηριακή αναδύεται η μεταφυσική απορία « …φοβερό που θα ήταν / ο Κύριος να είχε το ξυπνητήρι/ των ψυχών χαλασμένο».

 

Με το πέρασμα από το πρώτο, σχετικά περιγραφικό, στο δεύτερο, υπαρξιακά δραματικότερο μέρος, η συναισθηματική ένταση αυξάνεται απότομα, με αποτέλεσμα μιαν ανεξήγητα γλυκιά ταραχή. Ένα πρώτο κύμα αισθητικής ηδονής νιώθουμε ήδη να εκλύεται μέσα μας, με συνειρμούς ταυτόχρονα μεταφυσικής υφής. Το καταληκτικό πάλι τρίστιχο κατεβάζει ανακουφιστικά την προηγούμενη ψυχική έξαρση, με τον απρόβλεπτο εντοπισμό μιας

 

διακόσμησης λουλουδιών κάτω στο πάτωμα ως «κεντήματα του υποποδίου». Η συμβολιστική των λουλουδιών παραπέμπει αυτονόητα σε ο,τιδήποτε ενέχει μια υπέρτερη αξία, η οποία δεν είναι σοφό να αναζητείται ματαιόδοξα στα φώτα των προβολέων και στα υψηλά δώματα. Η εκπληκτική τούτη φανέρωση, μέσα από μια απλή και συνηθισμένη κίνηση («σκύβοντας να φορέσω τις παντόφλες μου»), δίνει μια  δυνατή ώθηση στο νοητό αισθητικό εκκρεμές, με αποτέλεσμα ένα πιο έντονο κύμα ποιητικής δραστικότητας. Ο δημιουργός μίλησε τελικά με σοφία και καλλιτεχνική αρτιότητα.

 

Έρχομαι τώρα στο επόμενο, επίσης σύντομο, αλλά εξίσου δυνατό ποίημα, με τον κάπως μακρύ τίτλο «Κάθε φορά που γίνεται αδικία στη γη» (κι αυτό απ’ τη συλλογή  Η Άγνοια του Νερού).

 

Κάθε φορά που γίνεται αδικία στη Γη,

στους Ουρανούς ο θόρυβος είναι μεγάλος.

Εκεί χαμογελώντας ερωτά ο Αρχάγγελος

προς τί το ξάφνιασμα. Του απαντούν απ’ το τάγμα:

«Τα τύμπανά μας υποφέρουν, δε μπορούν

το θόρυβο ν’ αντέξουν…» «Ω παιδιά»,

η φωνή τους λέει του Αρχάγγελου,

«θα ήταν άδικο να φράζαμε το δρόμο

σ’ αυτά που υπάρχουν. Έτσι πρέπει, αλίμονο».

 

Έχουμε να κάνουμε εδώ με μια μορφολογικά απέριττη ποιητική πραγμάτωση, όπου με τεχνική μαεστρία προβάλλεται πειστικά η διαλεκτική αντιμαχία που κυβερνά και διέπει τον κόσμο. Ο αναγνώστης βγαίνει σοφότερος μέσα από τους στίχους και παύει να εξάπτεται άγονα από την εκάστοτε παραβίαση της ηθικής τάξης. Αυτό δεν

 

συνιστά έμμεσα μια πρόταση αποδοχής του κακού, ή συμβιβασμό στον αγώνα της τελείωσης, αλλά κάτι πολύ διαφορετικό. Διευρύνει τα ψυχικά όρια της ανεκτικότητας ενός κόσμου σύνθετου και συχνά αντιθετικού, μέσα στον οποίο δοκιμάζονται οι αντοχές και του δικού μας βίου. Κι αυτό φέρνει γαλήνη στην ψυχή κι ευδαιμονική γνώση.

Με ποια όμως ποιητική δραστικότητα υποβάλλονται όλα τούτα από τον Κυριάκο Χαραλαμπίδη; Και με πόση σοφά φορτιζόμενη ένταση αποκτούν  αισθητική δυναμική μέσα από τον λόγο του;

Εκπληκτική στην παραστατικότητά της είναι η εικόνα του τάγματος των αγγέλων, που βιώνουν μ’ επώδυνο τρόπο όποια αδικία συμβαίνει κάτω στη γη. Η απορητική αμφισβήτηση του ξαφνιάσματός τους εκ μέρους του Αρχάγγελου, είναι ένα βήμα ανακοπής του εκνευρισμού και της λιποψυχίας τους. Κι αυτό προσλαμβάνεται με αισθητή ευαρέσκεια. Στη συνέχεια προκύπτει μια φάση ενεργοποίησης του θυμικού και της περιέργειας για την περαιτέρω εξέλιξη. Ο ποιητής προβαίνει μέσω του Αρχάγγελου σε μια καταλυτική στην απλότητα και τον οντολογικό πραγματισμό της δήλωση: «θα ήταν άδικο να φράζαμε το δρόμο / σ’ αυτά που υπάρχουν. Έτσι πρέπει, αλίμονο». Οι στίχοι τούτοι μας κατακλύζουν καταπραϋντικά, κτυπώντας καίρια τις χορδές της υπαρξιακής μας συνειδητοποίησης. Όλη αυτή η εκφραστική κινητική, με την αντίστοιχα βαθύτερη συγκινησιακή διακύμανση, εκκρίνουν μοναδική στην ποιότητά της αισθητική ουσία, που είναι και το κύριο ζητούμενο.

 

Αν ποιητική σύνθεση είναι η ανάπτυξη σε διάφορα δομικά και σημασιολογικά επίπεδα ενός θεματικού ή θυμι-

 

κού πυρήνα – και όχι απλώς η αισθητοποίηση μιας στιγμιαίας εντύπωσης – τότε όλα αυτά τα μικρά έστω ποιήματα που αναλύουμε είναι συνθέματα με προφανή πυκνότητα και μικροδομική ανέλιξη. Προχωρούμε στο επόμενο δείγμα:

 

Του απογεύματος

 

Πουλούσε σκόρδα, ποντικοπαγίδες και λουλούδια,

όλα στον ώμο του κι έστριβε τη γωνιά.

Τον κοίταξα κι έμοιαζε με τον ίσκιο,

που μέσα στο μυαλό μου καθιερώθη.

 

Είδα τον Υμηττό πίσω του κουρασμένο

να πέφτει από τον ουρανό κι άναψα φως.

Στη σκέψη μου έφερα τα χρόνια που έρχονται.

Θυμήθηκα το άσπρο άλογο μπροστά στο δράκο.

 

                                                    Η Άγνοια του Νερού, 1967

 

Αρχίζω απ’ ευθείας με τη μορφική διαστρωμάτωση. Στην αρχική στροφή διακρίνουμε δυο επίπεδα: Μια εξωτερική εικόνα γραφικής λαϊκής φιγούρας, φορτωμένης την πιο αυθεντική και οπτικά αντιθετική πραμάτεια. Ως αντανάκλαση αυτής της συγκεκριμένης σκηνής, αφυπνίζεται συνειρμικά στη μνήμη του ποιητή ένα αμυδρό παρόμοιο περίγραμμα, που την ύπαρξή του ανέκαθεν διαισθανόταν. Οι στίχοι όμως «τον κοίταξα κι έμοιαζε με τον ίσκιο / που μέσα στο μυαλό μου καθιερώθη» έρχονται τη στιγμή ακριβώς που ο αινιγματικός πλανοδιοπώλης έστριβε τη γωνιά και χανόταν. Ο υποψιασμένος πια από το παράξενο κλίμα αναγνώστης προεκτείνει αθέλητα τους συνειρμούς του σε άλλες απίθανες σφαίρες: Ο ίσκιος που «κα-


θιερώθη», μπορεί να ’ναι μια απλή ανάμνηση της καθημερινότητας, ίσως και η συμβολική ανάδυση μιας persona του υποσυνείδητου. Περνά όμως απ’ τη σκέψη μας κι η περίπτωση φευγαλέας φανέρωσης της σκιάς του θανάτου, ή μιας άλλης «καθ-ιερωμένης» πανάγιας μορφής. Και γιατί όχι; Η «καθιέρωση» ενός ίσκιου, που γίνεται ορατή προς στιγμήν και μετά χάνεται, δεν μπορεί να μην έχει μια πολυδιάστατη σημαντική; Ούτε δεσμεύουν ποσώς οι προθέσεις και οι πρωταρχικές αφετηρίες της έμπνευσης του ποιητή. Εξάλλου εδώ δοκιμάζεται και η πραγματικά αληθινή ποίηση· στη δυνατότητά της δηλαδή να ερμηνεύεται απεριόριστα και σε αλληλεξάρτηση με την ιδιοσυγκρασία και το βιωματικό αποθησαύρισμα ενός εκάστου.

Ενισχυτικοί της παραπάνω αλυσίδας διαισθητικών ερμηνειών είναι και οι στίχοι στη δεύτερη στροφή. Παρατηρείται αποδέσμευση από το προηγούμενο συμβάν, όχι όμως και από την μεταφυσική αχλύ της εικονοποιίας, που τώρα γίνεται εντονότερη. Ακόμα κι αν ο δημιουργός ισχυριζόταν το αντίθετο – ότι δηλαδή πρόκειται για απλώς για  μουντή εικόνα του χώρου και της περίστασης- δεν βγαίνει απ’ το μυαλό μου το εξής: Οι στίχοι «είδα τον Υμηττό πίσω του κουρασμένο / να πέφτει από τον ουρανό κι άναψα φως», μιλούν περισσότερο για ένα μεταφυσικό φυσιοκεντρικό μούχρωμα, μια έμμεση συμμετοχή του φυσικού τοπίου σε κάτι στιγμιαία υπερφυσικό που διαδραματίστηκε. Το καταληκτικό φυσικά δίστιχο προσγειώνει σ’ ένα βαθμό την αλαφροΐσκιωτη φαντασία, αλλά και πάλι όχι εντελώς. Με αναφορά στη μελλοντική προοπτική εισβάλλει ξανά στο ποίημα, κλείνοντάς το, ο χριστιανικός λαϊκο-θεολογικός μύθος τ’ Άη Γιώργη πάνω στο άλογο, που σκοτώνει τον δράκο. Στη διελκυστίνδα με

 

το λογοκρατικό στοιχείο το αποτέλεσμα γέρνει ευτυχώς προς τον πάντα ριγηλότερο υπερβατικό λόγο.

Είτε το δέχεται κανείς, είτε όχι, όλα τούτα τα νοούμενα και υπονοούμενα δεν είναι καθαρά γεννήματα ενός ευφάνταστου αναγνώστη.Το σπερματικό τουλάχιστον λάκτισμα της συνειρμικής αλυσίδας ευρίσκεται μέσα στη γλώσσα του ποιητή, ειδικότερα στη χροιά των λέξεων, τη σχέση μεταξύ τους και γενικότερα στην ποιότητα της μορφής. Κι αυτό είναι το μυστικό του καλού ποιήματος, να δίνει ερεθίσματα υψηλής αισθητικής στάθμης και πολυεπίπεδης ερμηνευτικής δυναμικής.

Θα μπορούσα να συνεχίσω για πολύ, πρέπει να περάσω όμως και σε μερικά άλλα, εξίσου ενδιαφέροντα, ή και καλύτερα δημιουργήματα. Παρακάμπτω τη «Στιγμή του κήπου» ( Αγγείο με τα σχήματα, 1973 ), το οποίο διάβασα με πολλή αγάπη τόσες φορές, και σκύβω με προσοχή πάνω από το πολύ πιο δύσκολο ποίημα «Πρωί στο περιβόλι» από την ίδια συλλογή, που συνιστά για μένα μια μεγαλύτερη ερμηνευτική πρόκληση. Το καταγράφω ολόκληρο για σκοπούς εργασίας:

 

Πρωί στο περιβόλι

                   Στο Σταμάτη Φιλιππίδη

 

Το πρωινό δε θα ξεχάσω εκείνο,

που μού ‘φερες την είδηση πως ο ήλιος έβγηκε.

Ήρθα να ιδώ μαζί σου αυτό το θάμα.

 

Τα σκαλιστά σου λόγια στήσανε κορμό

στη θόλο των Δελφών, άκρη του φύλλου ελιάς.

Ήταν ωραίο, γλυκό το φως, που η κάπα τ΄ ουρανού

άφηνε να γλιστρά στο πρόσωπό σου.


Κι αν αύριο θα πεθάνουμε, θα μείνει

το περιβόλι του θανάτου ολάνθιστο.

 

Αν το χλωμό σε θλίβει φως στο μάγουλο,

το μέτωπό σου κι ο οφθαλμός υπάρχουν.

 

Πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, του ανθρώπου

βρίσκει ρυθμό η τιμή να μεγαλώνει.

Έτσι μονάχοι εμείς στον καθαρό ουρανό,

έξω απ’ τη γη, απ’ τον Άδη, απ’ όλα ετούτα,

είναι η στιγμή να πούμε «χαίρετε»

 

1970

 

Οι πρώτοι τρεις στίχοι είναι εντυπωσιακοί στην απλότητα και την αφέλεια της διατύπωσής τους. Είναι συνάμα και συγκλονιστικοί, που με τέτοιο ανυποψίαστο τρόπο αποκαλύπτουν το μεγαλείο μιας στιγμής, που αφήνουμε συνήθως να περάσει απαρατήρητη. Με τους στίχους του αυτούς ο ποιητής μάς κάνει κοινωνούς του θαύματος που συμβαίνει καθημερινά και τόσο δίπλα μας, όταν εμείς περί άλλα τυρβάζουμε. Οπλισμένος ο ίδιος με την ευαισθησία του εκφράζει έμμεσα ευγνωμοσύνη στο πρόσωπο που του άνοιξε τα μάτια, να ιδεί «μαζί του αυτό το θαύμα». Η ανατολή του ηλίου – σ’ αυτήν αναφέρεται το ποίημα – λαμβάνει χώραν στο Ιερό των Δελφών, κάτι που προσδίδει στη γενικότερη ατμόσφαιρα ένα πνευματικότερο άρωμα.

Ήδη από το εντυπωσιακό γεγονός του ανατέλλοντος ηλίου – αφού έτσι το κάνει να φαίνεται ο ποιητής- ο χαρισματικός αγγελιαφόρος δέχεται στο πρόσωπο τη φωτεινή σκόνη μιας ένυλης εικονοποιίας: «Ήταν ωραίο, γλυκό το φως, που η κάπα τ’ ουρανού / άφηνε να γλιστρά στο πρόσωπό σου». Η αμέσως επόμενη δομική φάση υπερ-

 

βαίνει το θαυμαστικό επεισόδιο και αφήνει στις μορφές μια βαθύτερα υπαρξιακή ανταύγεια («Κι αν αύριο θα πεθάνουμε, θα μείνει / το περιβόλι του θανάτου ολάνθιστο»). Ο υπόγειος καθοδηγητικός μίτος εξακολουθεί εν τω μεταξύ να σπρώχνει ελικοειδώς τη σύνθεση σ’ ένα υψηλότερο διαλογισμό: «Έτσι μονάχοι εμείς στον καθαρό ουρανό,/ έξω απ’ τη γη, απ’ τον Άδη, απ’ όλα ετούτα /είναι η στιγμή να πούμε “χαίρετε”». Η τελευταία λέξη απελευθερώνει μέσα μας ένα θριαμβικό αίσθημα λυτρωτικής επίγνωσης της θέσης μας σ’ αυτόν τον κόσμο, έξω από τις περιοριστικές συμβάσεις του πάσης φύσεως εποικοδομήματος. Έρχεται η στιγμή ταυτόχρονα να πούμε κι εμείς το δικό μας ευχαριστηριακό «χαίρετε» στον ποιητή, που μας έκανε κατ’ αίσθησιν κοινωνούς μιας σύμμεικτα υλικής και πνευματικής πραγματικότητας.

 

Η διαισθητική εργαστηριακή λαβίδα φέρνει κοντά μου τώρα ένα δείγμα από τη συλλογή Αχαιών Ακτή, 1977. Έχει τον τίτλο «Τομή πατρίδας»και είναι ένα ποίημα άκρως «πολιτικό». Μην ξεχνάμε πως έχει προηγηθεί το τραυματικό ορόσημο του 1974 και ο Κυριάκος Χαραλαμπίδης, θεματικά και στο γενικότερο ποιητικό κλίμα, δεν θα είναι ποτέ όπως πριν. Η χαρακτηριστική του εσωτερικότητα και η μεταφυσική προβληματική θα μπολιαστούν έντονα από τις συγκλονιστικές αλλαγές που έχουν επισυμβεί. Ανοίγω πάλι την αναγνωστική αυλαία, επιλέγοντας μια τμηματική προσέγγιση. «Τομή Πατρίδας», λοιπόν:

 

Πατρίδα μου, ελάφι τρομαγμένο,

απίστευτα χλομό.

Έπεσε φθόνος πάνω στο κεφάλι σου,

μαράθηκε η ψυχή σου. Άσκημο ουρλιαχτό.


Κάτω από τους τροχούς της προδοσίας

έγειρε το αίμα σου φευγάτο, εγκόσμιο.

 

Σπάνια στίχοι με τόσο προφανή πολιτική χροιά διακρίνονται από παρόμοια τρυφερότητα και στοργή. Η παρομοίωση της πατρίδας με «ελάφι τρομαγμένο» είναι καίρια, γιατί προδίδει φόβο και ξάφνιασμα μαζί. Ο φόβος είναι αυτονόητος, το «άσκημο ουρλιαχτό» είναι εκεί, η έκπληξη όμως στα μάτια πώς εξηγείται; Και φυσικά έχει την εξήγησή της, αφού παρουσιάζονται ξάφνου αγνώριστα τα παιδιά της, να «προσφέρουν το μελανό» και να ρίχνουν νερό στον μύλο της καταστροφικής αντιμαχίας.

Η κορυφαία όμως στιγμή του ποιήματος, ως μορφικό ένδυμα και περιεχόμενο μαζί, είναι η τρίτη στροφή. Κι απ’ την τρίτη τούτη στροφή το τελευταίο δίστιχο ανεβάζει την ψυχική ένταση και τον ποιητικό κραδασμό σε απροσδιόριστα ύψη: «Καθένας έχει κάποιο φυλαχτό / απ’ τη γλυκιά πατρίδα πιο ακριβό». Είναι μια σπαρακτικά συγκλονιστική διατύπωση, που έρχεται ύστερα από τον νηφάλιο σχολιασμό για την δυσάρεστη μετάλλαξη ανθρώπων, με θετικά πριν εύσημα ήθους. Προσωπικά μένω για λίγο άναυδος κάθε φορά που διαβάζοντας την «Τομή Πατρίδας», φτάνω σ’ αυτούς τους δυο στίχους. Ό,τι στη συνέχεια ακολουθεί είναι η καλογραμμένη καταληκτική καμπύλη που στρογγυλεύει επιγραμματικά ένα πολύ δυνατό ποίημα:

 

Κι εσύ ποτήρι του χεριού μου,

πατριδοκάπηλη έγνοια του αδερφού μου,

προσφυγηθέν  αλλ’ ου ποιηθέν δάκρυ,

είσαι της λησμονιάς μου η λησμονιά.

 

 

Δεν ξέρω πόσο κουραστικός έχω γίνει, μου απομένουν όμως – προγραμματισμένα – ακόμα δυο- τρία παρόμοια ποιήματα. Να, όμως που αλλάζω ξαφνικά γνώμη, διαπιστώνοντας πως γι’ αυτή την κατηγορία ποίησης του Κυριάκου Χαραλαμπίδη είπα ήδη αρκετά. Μπορεί και υποσυνείδητα να ένιωσα την ανάγκη γι’ αλλαγή πορείας, προτού αρχίσω να γίνομαι ανιαρός και μονότονος. Κάνω λοιπόν ένα αναγνωστικό μακροβούτι στα βαθιά νερά της εκτεταμένης ποιητικής του δημιουργίας και βγαίνοντας έχω μπροστά μου Το Κυδώνιον Μήλον, έκδοση 2006. Η σελίδα που ανοίγω έχει τον παράξενο τίτλο «Η Υαλουργία των Σουλτάνων». Και οι στίχοι που κάπου στη μέση με σταματούν ακούονται ως εξής:

 

Οι Έλληνες που δεν καταλαβαίνουν

από θυσίες γυαλιού κι υπέρογκα έργα

τον παρεξήγησαν καθ’ ύβριν, καθ’ υπέρβασιν

του τραγικού τους μέτρου. Και διετείνοντο

στα κοίλα των θεάτρων τους πως τάχα

εμείς ( νογώ τους Έλληνες ) δεν είμαστε

υποταγμένοι δούλοι κανενός.

 

Καθένας από μας και μια ιστορία.

Δυο να μονιάσουν δεν μπορούν, καν τρεις να

μπολιαστούνε

απ’ το μελίσσι τ’ ουρανού, γιατί εμάς

 

τους Έλληνες μας έκαμεν ο Ζεύς

ελεύθερους – καθένας και μια πόλη.

 

Μ’ εντυπωσίασε σίγουρα αυτό το ποίημα, ιδιαίτερα το ενδιάμεσο μέρος του, που δίνει το στίγμα της κλασικής

 

ελληνικής ιδιοσυστασίας. Σε αντιδιαστολή με την ασιατική νοοτροπία, ο ελληνικός πολιτισμός μεγαλούργησε έχοντας ως επίκεντρο το άτομο, τον ελεύθερο πολίτη. Τον δρώντα εντός του τραγικού μέτρου. Πόσο παραστατικά κι επιγραμματικά στήνει την ελληνική ταυτότητα ο Κυριάκος Χαραλαμπίδης! Οι στίχοι του, κοφτοί και σύντομοι, έχουν μια  σπαρταριστή στην μέχρι τα άκρα απολυτοποίησή τους, που όμως μας επιβάλλεται και μας αιχμαλωτίζει. Όπως εκφράζονται ποιητικά δεν επιδέχονται εξάλλου καμιά αμφισβήτηση: «Τους Έλληνες μας έκαμεν ο Ζεύς / ελεύθερους – καθένας και μια πόλη».

Ο ποιητής συνόψισε και τακτοποίησε διάχυτες γνώμες, διάσπαρτες αντιλήψεις, πολλαπλά ιστορικά συμπεράσματα. Όλα τούτα, όσο και να τα είχαμε πάνω-κάτω υπόψη, τα βρήκαμε ξαφνικά ενοποιημένα κι ενταγμένα σε μια λιτή κι ευπρόσληπτη επιγραμματική φράση, που μας ανακούφισε. Κάποιος, ο δημιουργός, δούλεψε για μας αφαιρετικά, απελευθερώνοντας το μυαλό μας από την επιβάρυνση μιας αναλυτικής, ενεργοβόρας και φυγόκεντρης πολλαπλότητας. Εξοικονομώντας μας αυτήν την ενέργεια, μας έκανε να νιώσουμε ευεξία, ένα αίσθημα ανιδιοτελές και ταυτόσημο με το αίσθημα της καθ’ αυτό αισθητικής απόλαυσης. Έτσι γίνεται η ποίηση, της οποίας η δραστικότητα πάντοτε επαυξάνεται με την κατάλληλα δοσολογημένη εναλλακτικότητα ρυθμών και πυκνώσεων. Το πρώτο μέρος για παράδειγμα του ποιήματος αναφέρεται σε έκταση και αναλυτικότερα στον Πέρση Βασιλέα. Ξεδιπλώνει χαλαρά και αποστασιοποιημένα τον δεσποτικό ανελεύθερο κόσμο του, με τη χλιδή και τη λατρεία της πολυτέλειας.

 

Ο οίστρος του χρυσού περικαλύπτει

τον ήλιο του Μεγάλου Βασιλέως


αρίφνητων λαών της αχανούς

Ψυχής, από το Νείλο, τον Ινδό

και τις ακτές του Αιγαίου, της Αραβίας

κι Ευξείνου κι Ελλησπόντου.

                                          Θάλαττα !

 

Η τελευταία λέξη όμως τι σημαίνει; Γιατί ρίχτηκε το «Θάλαττα» στο τέλος των πιο πάνω στίχων; Ο καθένας μπορεί να το προσλάβει με τον δικό του τρόπο. Έχω την εντύπωση ότι παραπέμπει συνειρμικά στην καθ’ ύβριν αλυσόδεση του Ελλησπόντου. Προσλαμβάνεται όμως προφανώς και ως απόηχος της ιστορικής κραυγής στη θέα της θάλασσας του Πόντου. Ομολογώ ότι ως πιθανότητα με απασχολεί και μια καθαρά διαισθητική εκδοχή, που η συγκεκριμένη λέξη στη συγκεκριμένη θέση, εκφωνημένη με την ανάλογη ένταση, εκφράζει μιαν αυθόρμητη αντίθεση στην αμετροέπεια και την υπερβολή, όπως περίπου το νόημα των λέξεων «φτάνει πια, έλεος».

Το τελευταίο μέρος του ποιήματος επανέρχεται στα των Περσών και τη διαρκή γκρίνια τους για την έπαρση των Ελλήνων. Ξαναθυμίζουμε τον λόγο αυτής της έπαρσης, προτού ακουστεί καταληκτικά κι ο αντίλογος του άλλου σκέλους της προαιώνιας αυτής διελκυστίνδας:

 

Δοιάκι μας κι οδηγός μας πάντα το άτομο

που μέσα μας φωλιάζει. Κι οι χοροί μας

γεννιούνται από το φρόνημα της αρετής, που λέγει

το πρέπον καθενός ξεχωριστά.

 

Ο Κυριάκος Χαραλαμπίδης, αφήνοντας τους Πέρσες να κλείσουν το ποίημα με μια ματαιόδοξη υλιστική καυχησιολογία, αποκαλύπτει τη μειονεκτικότητα του πολιτι-

 

σμού τους κι αναδεικνύει, εμμέσως πλην σαφώς, την ανωτερότητα του ελληνικού πνεύματος:

 

(Οι Έλληνες) Δεν κοιτάνε το διάκοσμο,

τη διαγράμμιση και τις επιχρυσώσεις,

τα πτυελοδοχεία για την απόχρεμψη,

το χρώμα τελοσπάντων του γυαλιού

και την κομψότητα του σχήματός του –

 

σύντηξη και περίχυση κι οξείδιο του αργύρου,

σπειροειδείς νευρώσεις και χυτεύσεις

σε μήτρα που απορρόφησε τα μυστικά

τεχνογνωσίας αιώνων – δεν κοιτάνε οι Έλληνες

τη διαμόρφωση της υαλόμαζας

και σίγουροι, όπως πάντα, κατακρίνουν.

 

Αντιλαμβάνεται κανείς εύκολα ότι στο τελευταίο τούτο ποίημα δεν πρόκειται για τον Χαραλαμπίδη της πρώτης, μέχρι και την Αχαιών Ακτή, περιόδου. Το γλωσσικό όργανο είναι αναλλοίωτα προσωπικό και πρωτότυπο, η όλη όμως αρχιτεκτονική δομή και τα ποιητικά μέσα του είναι πολύ διαφορετικά. Μια συγκριτική αισθητική αποτίμηση δεν είναι προτεραιότητα για την ώρα. Ο αναγνώστης μπορεί να κάνει τις προτιμήσεις του σύμφωνα με το γούστο και την καλλιτεχνική του ιδιοσυγκρασία.

 

Το σύντομο αυτό κείμενο δίνει μια εντελώς δική μου αναγνωστική και αισθητική γεύση, μέσα από τον ερμηνευτικό και αναλυτικό φωτισμό ενός μικρού αριθμού ποιημάτων. Το έργο όμως του ποιητή είναι τεράστιο και απαιτεί πολλές και ποικίλες προσεγγίσεις. Για να στηριχτώ σ’ ένα προστατευτικά ευσύνοπτο πλαίσιο έβαλα τον υπότιτλο: «Ανοίγοντας Όστρακα της Ποίησής του».  Ελπίζω να βοήθησα τελικά τον αναγνώστη, ώστε να μπορέσει κι

 

ο ίδιος ν’ ανοίξει περισσότερα ποιητικά όστρακα του πολύ σημαντικού αυτού ποιητή μας.

 

Πρόσθετο σχόλιο:

 

Το τελευταίο ποιητικό βιβλίο του Κυριάκου Χαραλαμπίδη με τον τίτλο Στη γλώσσα της υφαντικής (2013), το ανέμενα με μια  θετική προδιάθεση. Κι αυτό επηρεασμένος  ίσως σ’ ένα βαθμό από τον κομψά διατυπωμένο του τίτλο, περισσότερο όμως από το γεγονός, πως  το εκλάμβανα διαισθητικά ως εσώτερη ανάγκη του δημιουργού να στηρίξει (ή και να υπερβεί)  τον ποιητικά δυσχερή, κατά τη γνώμη μου, ΙΜΕΡΟ (2012).

Παρόλο που χρειάζεται περισσότερος χρόνος για να καταλήξει κανείς αντικειμενικά και τελεσίδικα, μπορώ καταρχήν να πω, ότι η συλλογή αυτή εμπλουτίζει ευχάριστα την Ποιητική του παλιού, κλασικού Χαραλαμπίδη. Ποιήματα ιδιαίτερα χωρίς  φόρτο μυθολογικών και ιστορικών αναφορών, μας κατακλύζουν με το πλούσιο άρωμα ενός σαγηνευτικού και πολύσημου ποιητικού λόγου.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 


 

 

Η δυσχερής ποίηση

του  Κυριάκου Χατζηλουκά

 

Η πρώτη μου γνωριμία με την ποίηση του Κυριάκου Χατζηλουκά ανάγεται στο έτος 2000, όταν ως ένας από τους ανθολόγους του τόμου Οργής και Οδύνης – Εκατόν Φωνές, ερχόμουν σε ουσιαστική επαφή με το έργο του. Η ενασχόληση εκείνη όχι μόνο εμπλούτισε τη γνώση και την ποιητική μου ευαισθησία, αλλά μου δώρισε κάποιες φορές την ηδονική αίσθηση της έκπληξης, και της ανατροπής ακόμη. Εννοώ φυσικά κάποια διαφοροποίηση της δικής μου αποτίμησης από την τρέχουσα αξιολογική κλίμακα.

 

Η ποίηση του Κυριάκου Χατζηλουκά ήταν μια τέτοια, δυσχερής μεν, αλλά αναγνωρίσιμα ενδιαφέρουσα περίπτωση: Καλλίφθογγος στη γλωσσική εκφορά, ιερατική στο ύφος κι αινιγματική στη χασματική της ανάπτυξη. Ως εάν να αρθρώνονταν από τον ποιητή-προφήτη, που πολλά είδε και μνημόνευσε ήδη, γριφώδη εκφωνήματα δραματικά συντελεσθέντος ιστορικού βίου. Οι τίτλοι των τεσσάρων βιβλίων του, με την ποίηση που περιέγραψα, είναι χαρακτηριστικοί της καλλιτεχνικά ομοιογενούς και μακράς αυτής διαδρομής: Αρμοί, 1993, Αρμοί πλέοντες, 1995, Αρμοί Αιχμητές, 1998, Αρμοί Σταλαγμίτες, 2004.

Επρόκειτο σίγουρα για μια αποκλίνουσα και ιδιότυπη ποιητική δημιουργία. Αποκλίνουσα στα εκφραστικά μέσα, αλλά και στην ψυχοπνευματική διάθεση, ένα κράμα κρυπτικής αγγελίας όσο και Κάλβειας εποπτικής υψιπέτειας. Η μεγαλύτερη όμως απόκλιση αφορούσε στην ίδια την ποιητική δομή και πραγμάτωση, όπου η ελλειπτικότητα και η λεκτική απογύμνωση έτειναν προς το α-

 

ρηματικό επιφώνημα, την ανολοκλήρωτη φράση ή και τη σύζευξη δυο-τριών μόνο λέξεων.

 

Οι γύροι αναρίθμητοι

Οι γραφείς με το μέγα άχθος

τα κύτταρα

οι καημοί των γενών

οι γιοι

το Γένος στο γλυκασμό των οριζόντων

 

             *

Ο χώρος πνίγει.

Ο παγιδευμένος χρόνος φρικιά στην παλαίστρα.

 

Ο ποιητής, θυμικά επαναλαμβανόμενος, ξετυλίγει χωρίς ορατό τέλος τους διακεκομμένους του στίχους, που γίνονται ανεπαίσθητα ατελείωτοι βηματισμοί κι εκ βάθους αντίλαλοι της ψυχής του. Οι στίχοι αυτοί αρθρώνονται αργά και μονότονα, χωρίς εναλλακτικότητα, σ’ ένα διαρκές τοπίο στωικής εγκαρτέρησης και πένθιμης υψηλοφροσύνης. Θέλει πολλή υπομονή και συμπάθεια για να παρακολουθήσει κανείς μέχρι τέλους τον ασθμαίνοντα και προοπτικά ατέρμονα δρόμο του Κυριάκου Χατζηλουκά. Οι περισσότεροι αναγνώστες τον εγκαταλείπουν, άλλοι στην αρχή κι άλλοι στη μέση. Ο καταιγισμός των Αρμών τούς φέρνει μια κόπωση και μια δυσφορία, αφού τους φαίνεται να μην συμπληρώνονται στοιχειωδώς στιχουργικά σύνολα, να μην προεκτείνονται στη φυσιολογική τους κορύφωση και την κάθαρση πνευματικά διλήμματα ή ψυχικά δρώμενα.

Και όμως: Παρόλο που προσωπικά δηλώνω κι ο ίδιος όχι εντελώς αμέτοχος μιας τέτοιας αναγνωστικής εμπειρίας, παρόλο που σε αρχική φάση μερικώς λιποψύχησα, μέσα

 

μου ένιωθα ότι η ποίηση αυτή κρύβει ικανοποιητικά ψήγματα πυκνών και πρωτότυπων στίχων. Στους σημερινούς καιρούς της στεγνής και άπνοης ατομοκεντρικής φλυαρίας, κάτι μ’ έσπρωχνε πεισματικά ν’ αφουγκραστώ προσεκτικότερα το απόκρυφο ανάβρυσμα ενός λυρισμού, που εξέπεμπε ένα περίεργο όσο και δύσβατο ποιητικό υπέδαφος.

 

Πλάνητα όνειρα ρήμαξαν τα άδεια καμίνια

βυθίστηκαν με τη στάχτη.

Φαρμακωμένη ελιά σκέπασε τη γενιά μου.

 

               *

Η Κόρινθος κλείνει τα μάτια.

Οι λόφοι χάνονται.

Σκάβουν πατρίκιοι.

 

              *     

Το Αιγαίον παρόν.

Στους στεναγμούς οι δόγηδες.

Άληκτο το ταξίδι.

Η Βενετιά άβαθη λίμνη.

Νόστος για αυλές.

 

Το ποιητικό φαινόμενο Κυριάκος Χατζηλουκάς μπορεί να ήταν για πολλούς μη υπαρκτό, για τον γράφοντα όμως αποτέλεσε σταθερά αντικείμενο προβληματισμού κι αισθητικών εστιάσεων επί μακρόν χρόνο. Μέσα από φιλικές συνευρέσεις και παραγωγικούς διαλόγους έβγαινα κάθε φορά κατά τι σοφότερος, με εμπειρίες και συμπεράσματα συγκρουόμενα με δεδομένες αξίες ή εντυπώσεις. Ανιδιοτελώς και για αισθητική μονάχα άσκηση και τέρψη, αναζητούσα μ’ ευδαίμονα ζήλο το πραγματικά

 

γνήσιο κι αυθεντικό, μα και πρωτόγνωρα μεταπλασμένο σε ποίηση.

Διανύαμε στο μεταξύ μια περίοδο υφέρπουσας σιωπηρής αμφισβήτησης ιερών κι υπερτιμημένων τεράτων της εγχώριας ποίησης, κι αυτό όχι χωρίς λόγο. Ο Κώστας Μόντης για παράδειγμα είχε αρχίσει να γίνεται από καιρό στεγνός κι επαναλαμβανόμενος, αφού υπεράντλησε για δεκαετίες χωρίς ανανέωση τ’ αποθέματα των Στιγμών του. Άλλοι εξίσου δόκιμοι και καταξιωμένοι είχαν ήδη καταθέσει το κύριο σώμα του πραγματικά αξιόλογου έργου τους, χωρίς να έχουν να προσθέσουν κάτι άλλο εξίσου σημαντικό.

 

Διαβάζοντας τώρα με κάποια έκπληξη τους Αρμούς ενός ελάσσονος ποιητή, ανακάλυπτα τον βιβλικό ερειπιώνα μιας σχεδόν άναυδης μνήμης. Μιας μνήμης θεμελιακά τραγικής, που με λειψές λεκτικά συναρμόσεις «επιχειρεί απεγνωσμένα να αποκαταστήσει ακέραια τη συνολική εικόνα τού εκεί και του τότε, μέσα από τον θρυμματισμό τού εδώ και την κατάτμηση του τώρα» (Χρυσόθεμις Χατζηπαναγή ). Καμιά κατηγοριοποίηση δεν είχε πια σημασία. Ήσσονες με καλή ποίηση (ή και μείζονες με αστοχήματα) ερέθιζαν εξίσου τη φαντασία για ελεύθερη έρευνα και κι απροκατάλυπτες αισθητικές καταδύσεις.

 

Μας κοίμιζαν ανεστραμμένοι μύθοι.

Εγέρσεις μ’ ασταθή βήματα.

 

                           *

Ζητάς να δέσεις αστύλωτους αρμούς

να σκεπάσεις αμαρτωλές γούβες.

 

 

Τον Κυριάκο Χατζηλουκά φυσικά κανείς δεν τον ανακήρυξε αφελώς μεγάλο ή κορυφαίο. Προσωπικά απλώς πίστεψα στην πρωτοτυπία και τη μοναδικότητα της φωνής του, που αντιστάθμιζε με βεβαιότητα τις προφανείς του αδυναμίες. Έτσι, όσο και ν’ ασχολήθηκα κατά καιρούς με πολλά και διάφορα, όσο και να προσέκρουα ενίοτε στη διαφωνία και τον αντίλογο, επανερχόμουν κάθε τόσο δριμύτερος, ως αισθησιοβόρο αρπακτικό κάνοντας κύκλους γύρω από τον σκληρό κι εύφθογγο ποιητικό του πυρήνα.

Στο μεταξύ το 2009 πρωτοδημοσιεύεται στην Ακτή ένα εξαίρετο και διεισδυτικό κείμενο του Δημήτρη Γκότση για την ποίηση του Χατζηλουκά, με τον μακρύ τίτλο Απορητική ποίηση – Μέσα από μιαν έρημο τραγικών απολιθωμάτων. Λίγοι όμως το πρόσεξαν, κι ακόμη λιγότεροι αποδέχτηκαν τα λεγόμενά του. Καταθέτω αποσπασματικά καίριες του επισημάνσεις (αναφέρεται στη συλλογή Αρμοί Σταλαγμίτες, 2004):

…Καθώς λοιπόν δεν περιγράφονται από τον ποιητή μας παροντικά γιγνόμενα ή ακόμη και συμβαίνοντα, παρά ηχούν εκ μέρους του πολύ χαμηλοφώνως και σχεδόν μονότονα τα ημιαφανή διαγράμματα και οι επιμνημόσυνες λεπτές σωρεύσεις, θαρρείς παλαιότατων γεγονότων και συμβεβηκότων, ακροαζόμαστε σαν μέσα σε μιαν αρχαιότατη πέτρα, σαν μέσα σε ένα απολίθωμα ιστορικού δράματος – αλλά και δράματος της ιστορικής συνείδησης – μιαν ομιλία που πρέπει πολύ να μοχθήσουμε για να αποτελέσουμε «όμιλο» μαζί της. Επειδή δεν θέλει οπωσδήποτε να συνομιλήσει μαζί μας, αλλά μονάχα να μας θυμίσει κάτι. Γι’ αυτό και προσπαθεί η εμπεριέχουσα αυτό το κάτι πέτρα να ανυψωθεί εμπρός μας αργά-αργά, σαν «σταλαγμίτης φέρων βάρος ιερόν».

 

Παρόμοια επίσης αγνοήθηκαν και δεν διαβάστηκαν οι εύστοχες  παρατηρήσεις για την ποίηση των Αρμών της Χρυσοθέμιδος Χατζηπαναγή (Πνευματική Κύπρος, 2005), η οποία εντοπίζει την κύρια αιτία της αναγνωστικής της δυσχέρειας στο γεγονός ότι «ο συνδετικός ιστός της συνάρθρωσης δεν ανιχνεύεται λεκτικά ή σημειολογικά, αφού ως τέτοιος λειτουργεί μόνο ένας εσώτερος διαθεσιακός πυρήνας».

 

Έτσι η σπάνια όσο κι αμφιλεγόμενη ποίηση των Αρμών εξακολουθεί μέχρι σήμερα να βρίσκεται στην αφάνεια, αφού δεν προσφέρεται στην εύκολη πρόσβαση κι αποκλίνει τόσο αποτρεπτικά από τις εξοικειωμένες δομές. «Λείπουν οι ευχερείς επιφάνειες της αμετάπλαστης διήγησης και τα εμφανέστατα σκηνογραφικά της υλικά», σύμφωνα με τον Δημήτρη Γκότση. Και όμως η ποίηση, όπως και κάθε καλλιτέχνημα, δεν πρέπει ν’ αποτιμάται μόνο με το κριτήριο της εύκολης κι άνετης μεταδοτικότητας. Γιατί ο χρόνος αθόρυβα κάνει αργά ή γρήγορα τη δουλειά του, επανεκτιμώντας όπου χρειάζεται.

 

Εκεί λοιπόν που η προσδοκία μου για μια στοιχειώδη τουλάχιστον κατανόηση του συγκεκριμένου ποιητικού έργου άρχιζε να κλονίζεται, εκδίδεται ξαφνικά από τον Κυριάκο Χατζηλουκά (2009) ένα καινούργιο, πολυσέλιδο και σε πολλά διαφορετικό ποιητικό βιβλίο, με τον τίτλο Χρωμόφως. Το αντιμετώπισα καταρχήν με σκεπτικισμό κι επιφύλαξη, όταν το πρωτοδιάβασα σε προ-εκδοτική φάση. Ήταν μια πολυφωνική σύνθεση για τον αγώνα ελευθερίας του λαού μας, συνάμα όμως και επώδυνη καταβύθιση στον καθαγιασμένο χώρο και χρόνο της ιστορίας. Δομικά περιελάμβανε αλληλοδιαδόχως πολύστιχα έντιτ-

 

λα ποιήματα και ενδιάμεσο αφηγηματικό λόγο. Τα ποιήματα της ενότητας Ετέρα Γραφή, στο δεύτερο μέρος του βιβλίου, γράφτηκαν σε καταφανώς πιο κοσμοπολίτικο πλαίσιο. Τα διέκρινε μια ευρύτερη θεματική, με πάντα αισθητό τον φιλόπατρι νόστο κι ένα διάχυτο φυλετικό άλγος.

Το ποιητικό μου αισθητήριο εντόπισε γρήγορα μια ενδιαφέρουσα εξέλιξη στη λειτουργικότητα των θραυσματικών και ιδιότυπων Αρμών. Δεν αιωρούνταν πλέον διάσπαρτες, ασύνδετες λογικά μεταξύ τους κι ελλειπτικές ως τα άκρα, οι γνωστές λεκτικές συναρθρώσεις των προηγουμένων του βιβλίων. Ενταγμένες τώρα μέσα σε καθορισμένη θεματική – και διατηρώντας την προτέρα τους ιδιομορφία – συνέβαλλαν οργανικά στην κεντρική κι ενιαία ανάπτυξη της εκάστοτε σύνθεσης.

 

Έρχονται φώτα που ξέχασες

αρώματα χαμένα σ’ ανέμους

σπιθίσματα από ταφόπετρες.

Μνημονεύονται πτωχοί γραφείς

κι αφρόντιστοι απόστολοι.

 

Στρέφεσαι στο πηδάλιο.

 

Από παλιά πρέσβεις σ’ ακτές.

Κοινωνείς νέου αίματος.

Ζητάς να ιχνεύσεις το κοίλο τ’ ουρανού.

 

Σε κινεί ζωή που δε βλέπεις.

Κρυφή αύρα υψούσα.

Σύρεσαι στη σιωπή μεγάλων στιγμών

να λυγίσεις την κίτρινη λαίλαπα.

 

Λύεις εμμονές.


Ωραιώνεις στοιχήσεις.

Απαντιέσαι με νέες πνοές.

Αναστρέφεις τα ρήγματα.

 

Έρχονται στάσεις

Θυμάσαι λευκανθούς.

Στοιχειωμένα αγάλματα θραύονται

Πέφτουν φαρέτρες από φέρετρα.

 

                                                (απόσπασμα)

 

Το πρόβλημα όμως τώρα ήταν άλλο…Στην ποιητική συλλογή συστεγάζονταν διάφορα, αισθητικά ανόμοια και ασύμβατα πράγματα. Τα πεζά παρένθετα, για παράδειγμα, ήταν εντελώς εκτός κλίματος από κάθε άποψη, κατά τη γνώμη μου πολύ κατώτερα λογοτεχνικά. Θόλωναν τη γενικότερη εικόνα κι αποσπούσαν την προσοχή από το επίτευγμα που θα τιτλοφορούσα εμφατικά: «από τα θρύμματα των Αρμών στα δύσβατα συνθέματα του Χρωμόφωτος». Η αναμενόμενη όμως υπέρβαση είχε γίνει. Κι ο κυριότερος σκόπελος της αναγνωστικής προσβασιμότητας αναιρείτο σ’ ένα βαθμό. Επρόκειτο αναμφίβολα για μια συνθετικότερη προσπάθεια.

Αν τελικά μ’ αυτούς τους διαλογισμούς και τις κρίσεις φανώ ότι σχολίασα με κάποια υπερβολή και με πάθος, ελαφρυντικό μου ας είναι η αγάπη για την ποίηση και τους τρόπους που έχει να μας ξαφνιάζει.

 

 

 



 

ΧΩΡΙΣ ΣΧΟΛΙΑ –

Άλλες 5 ποιητικές Συναντήσεις

 

 

A.

Ευφροσύνη Μαντά – Λαζάρου

Αυτή η Άγνωστη

 

ΤΟ ΜΕΣΑ ΦΟΡΕΜΑ

 

Καθόλου δεν μου μοιάζει

αυτή που συναντήσατε προχθές,

Εκείνη έφευγε.

Εγώ ερχόμουν.

Επέστρεφα με ένα χαμόγελο ασφοδέλους.

Μα δεν υπάρχει πιο εγκάρδιο χαμόγελο

από τα χείλη που πόνεσαν θανατηφόρα.

Έτσι καθώς ανοίγει η καρδιά και πάλι σαν πρώτη φορά.

 

*

Με την αναπνοή της πάλλευκης σιωπής –

στο φως ανεβαίνει το σώμα χρυσίζοντας,

ανατολή μου ρόδινη, μεταξωτό σε τυλιγάδι.

Τον κόσμο τον υφαίνουνε τα μάτια.

Σαν γάτα που κοιμάται στα λουλούδια μας

τεντώνεται, ξυπνώντας από όνειρο η ζωή.

Ο κήπος με τ’ αγάλματα γέμισε πεταλούδες.

Στο φως ανεβαίνει το σώμα χρυσίζον,

τσαμπί από μέλι

που ο έρωτας πυκνώνει στις κηρήθρες του

 

και η ψυχή ψιχίον πέφτει στο δισάκι.

Είπα το σύννεφο που διασχίζω, χρόνο.

 

*

 

Με πήραν οι λέξεις και μ’ έντυσαν

σε κήπους δροσάτους, σπίτια ζεστά.

Με πήραν οι λέξεις σε κόσμους κτισμένους,

παράθυρο μου αφήκαν λυμένους τους φθόγγους τους

να ξεκουμπώνω τα στήθη μου λευκά γιασεμιά

στο χάδι του ήλιου μιας μέρας καινούργιας.

Να μιλώ με δικές μου φωνές

στις χορδές των δικών μου των σπλάχνων,

να υψώνω πανί στο κατάρτι του γέλιου μου,

να βυθίζω τον πόνο μου σε στεναγμούς δικούς μου

κι άς κρατάει το σώμα ίδιο υλικό από κτίσεως κόσμου.

 

*

 

( Όλοι καθόντουσαν φρόνιμα

κανένας δεν ήθελε

μιαν αταξία ακόμη στο κεφάλι του.

Αρκετός μπελάς ήταν κιόλας η νύχτα).

 

Όταν ξημερώσει…

Θα περάσω στη σάλα

με όλα τα φώτα αναμμένα

λαμπεροί πολυέλαιοι κρύσταλλα λόγια.

 

Πές μου για τα πράγματα.

Όχι πώς είναι, αλλά πώς απλώνουν το χέρι τους

μές την ακίνητη ζωή μας.

 

Θα γλιστρήσω στην έναστρη νύχτα

που στρώνεις κρεβάτι

στην άφεγγη βραδιά των ματιών σου

γυναίκα ο πόθος σου

θα ξημερώσω το φως σου.

 

Πές μου για τα πράγματα.

Όχι πώς είναι, αλλά πώς νιώθεις το αίμα τους

όταν ξυπνάμε.

 

*

 

Εξοδούχος των πολέμων

και των βάναυσων ιδεών του γένους του

σαν στρατιώτης εν ώρα αναπαύσεως

είχε αποθέσει την πανοπλία του,

γυμνός πλάϊ της.

 

Η γυναίκα σηκώθηκε ανάλαφρη απ’ τα λευκά σεντόνια του έρωτά τους και γυμνή περπάτησε την πλέον πολυσύχναστη λεωφόρο της πόλης τους. Ο έρωτας είχε κηρύξει αθώα τη σάρκα της. Με τόση αθωότητα περπάτησε, που αόρατη πέρασε ανάμεσα σε στίφη βέβηλών πόθων και χυδαία βλέμματα δεν συνέλαβαν τη μορφή της. Ούτε καν τη λάμψη του περάσματός της, γιατί ήταν ολόκληρο το σύμπαν μές το φως της. Εκείνη ειρηνική, με τη σάρκα να αναπαύεται ηδονικά αξεχώριστη μέσα στο πνεύμα, το ίδιο θα μπορούσε, όπως εύκολα ζούσε μέσα στον κόσμο, να αποσυρθεί σε σκήτη ή μοναστήρι.

 

 

*

 

Στην πόλη αυτή θα ζήσουμε μοναχικά

καθένας με τους έρωτές του.

 

Καθώς τα λάβαρα και οι σημαίες αποσύρονται

δια παντός

αφήνουν τον ουρανό ελεύθερο

να κοιτάξει στα μάτια

καθένα ξεχωριστά

να σκύψει να ονοματίσει

όπως κοιτάζει η μάνα το νεογέννητο.

 

Μια νέα δόξα κυματίζει, αίφνης μεταξένια

στα σφριγηλά στήθη μιας γλυκιάς αγάπης νέας.

Μικρή μου πόλη, αγαπημένη Χώρα

δίχως συνθήματα θα ερωτευτούμε

στις στροφές των κλειστών δρόμων σου

παρατώντας ξόανα, ειδώλια, θεούς και δαίμονες

πρώτη φορά.

 

Δίχως συνθήματα θα ερωτευόμαστε εις τους αιώνας

στην πόλη την κλειστή

ώσπου ν’ ανοίξει -επιτέλους- η δειλή καρδιά μας.

 

*

 

Έφευγα

και το λικνιστικό περπάτημα της μοναξιάς σου

μπερδεύτηκε μέσα στα βήματά μου.

 

Έφευγες

και το αργό περπάτημα της λύπης μου

δρεπάνι γύριζε μέσα στα βήματά σου.

 

Σκόνταψα φεύγοντας στο αλύχτισμα μιας

σκοτεινής βεράντας

 

που με ακολούθησε στο βουερό δρόμο.

 

Παμφάγος λεωφόρος, τώρα, με καταπίνει.

 

*

 

Θα κατεβώ με το αστροπελέκι του έρωτα

από του ουρανού μου την αιώρα στη δική σου γη

Θα ξηλώσω κλωστή-κλωστή

κάθε σου ένδυμα, κάθε σου όστρακο

έτσι, καθώς τα φιλιά μου θα ξεκουμπώνουν

έναν-έναν τους λυγμούς των σιωπών

στο κλειδωμένο σου πουκάμισο.

 

Να γίνεσαι εσύ και να γεννιέσαι από δική σου ζύμη.

Ό,τι εναποθέτει η ύλη της ζωής

χαράζει σαν μαχαίρι της αλήθειες μου.

 

*

 

Όταν κλειδώνεις την καρδιά και με κρατάς απέξω

κλαίω, αγάπη μου πικρή, την ερημιά σου.

Τα βράδια την ποτίζει, φως μου, το φεγγάρι μου,

όταν κλειδώνεις την καρδιά και με κρατάς απέξω.

 

Έτσι στιλπνό που ήτανε το χάδι σου,

ήσουν καθρέφτης.

Επέστρεφες τις μορφές, που έμελλαν

μια μέρα να χαθούν μές στο κενό σου.

Κι ήταν μια μέρα που γλυστρούσε κι έφευγε.

Έγερνε το κορμί της μια απ’ εδώ και μια απ’ εκεί,

είχε τα πρωινά λυμένα τα μαλλιά στον άνεμο,

 

μάς κοίταζε με προσμονή με τα μεγάλα

δειλινά της μάτια.

 

Ώσπου τέλος

διάβηκε κι αυτή σαν και τις άλλες μέρες,

όταν κλειδώνεις την καρδιά και με κρατάς απ’ έξω.

 

*

 

Μπορεί να είναι η αγάπη σου

αυτά τα πλαγιασμένα κρίνα των λέξεών σου

αυτά τα λινά και βαμβακερά πουκαμισάκια

για το καλοκαίρι μας.

 

Μπορεί να είναι η αγάπη σου

αυτές οι ανθισμένες ομπρελίτσες

που σφυρίζεις με ανεμελιά

σκέπη τη σκέπη τους μές τη βροχή

καλά να μας φυλάξουνε στεγνούς

από το παγωμένο αιφνίδιο.

 

Θα σου χαρίσω μια σφενδόνη, αν μάθεις να κελαηδάς.

Για να μπορείς να κυνηγάς μακριά μου

τα όνειρά σου που νυκτοπορούν.

Φορούνε κίτρινες κάλτσες, πράσινα ζεστά κασκόλ,

παπούτσια γεμενιά στις σκανταλιές τους

και πολιορκούν τις τρυφερές

εκφορές της αγάπης μου.

Αλλά, αν μάθεις να κελαηδάς

τα όνειρά σου που υπνοβατούν

θα γίνουν ματοτσίνορα

στα γελαστά μου μάτια.

 

ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ

 

Κι όταν νυχτώνει όμορφα

ο ήλιος ξενυχτάει αθώρητος.

Το τρυφερό του φως στο παραθύρι μου ακουμπάει

στρογγυλό σημάδι της αγάπης μου.

 

Το ζήτημα είναι αυτό:

Να αγαπώ αθάνατα και θαμμένη στο χιόνι της ερήμου

να μπορώ ν’ αγαπώ κι εσένα κι εμένα χαρούμενα.

Το τι θα κάνεις και για ποιούς είναι η δική σου νύχτα.

 

Δεν μπορεί, κάτι θα έχει να σε ντύσει.

 

Γυμνός δεν έμεινε ποτέ κανείς

ούτε κι ο θάνατος ούτε και η αλήθεια.

 

 

                                               Το Μέσα Φόρεμα, 2011

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

B.

Φωνή που σίγησε νωρίς –

Η νεοτερική Ειρήνη Χατζηλουκά – Μαυρή

 

( ΑΝΤΙΦΩΝΗΣΕΙΣ )

 

Σπλαχνική Μητέρα

Στην ανοξείδωτη ξαγρύπνια σου

Αναγιώνεις βλαστούς

Σαν δροσάτα άστρα

Τις νύχτες που λουφάζει η Ζωή

Γαληνεμένη ξαποσταίνεις

Με αυτάρκεια

Γνώσης

Και άγνοιας…

Ωραία η σιωπή

Ενώ οι φλοίσβοι του αύριο πλαταίνουν

Εσύ φυλάς παραφυάδες

Με νυσταγμένη στοργή

Δωροφορείς το στήθος των άστρων

-Αρμονίας μέστωμα και βάλσαμο ψυχής-

Γυναίκα

Άγουσα υποσχέσεις αποκάλυψης

Ροδαλά προσωπάκια

Και ισορροπίες σήμαντρα:

“H μήτρα κυοφορεί μέσα της

Το άγγιγμα των εποχών

Η γονική άνθιση

Προορισμός

Εκ των πιο σπουδαίων…”

Μπροστά η αγάπη

Τα οικόσημα τέκνα εν τη αγκάλη Σου κοιμώμενα

 

Απορώ

Ότι πρέπει Σοι

Πάσα τιμή

Και σελαγιστή ομολογία…

-Μητέρα γλυκιά μου

Σε φιλώ.

 

*

Στρατιώτη

των ωχρών άκρων

των φευγάτων χορών

δεν πρόλαβες

να πιείς γλυκό κρασί

από τη λόγχη του όπλου σου

ή από το μαχαίρι στο θηλιόζωνό σου,

αγνόησες τις κλήσεις της ζωής-

μπροστά το ηφαίστειο

πίσω η λύρα

έπρεπε να διαλέξεις

προδομένε άγγελε

πριν δρομολατήσεις

μικρό παλληκαράκι

με τον μενεξέ στ’ αυτί

την αποκοτιά στο στέρνο,

δήλωσες απών

τις μέρες που σε ψάχναμε

εγκλιματισμένος στα υπόγεια

κράτησες ανέπαφο τον χυμό

που δοκίμαζες

προτού σφαλιστούν οι Πύλες,

ανάπαυση.

Έφυγες χθές

 

φορώντας το παράπονο

επιλέγοντας μη αναστρέψιμες λύσεις

γενόμενος αιώνιος αθάνατος

  • Ώρα καλή σου!

Η μόνωση σε προστατεύει.

 

( ΠΡΟΣΕΥΧΕΣ )

 

Πέμψε Κύριε

παρηγοριάς ευαγγέλια

και χρίσμα θείο

στ’ άτομα της μοναξιάς

που ολοένα οδεύουν σε χιαστί αδιέξοδα

παλεύοντας με την περίμετρο και το εμβαδό τους,

στερημένα «αμφί» και «προς»

από τους παράλυτους περπατητές

τους αναβάτες των ψευδαισθήσεων

τους ψυχρούς υπολογιστές του τέλους.

Αφάνισε

τα άπλυτα φαινόμενα

τ’ ατέρμονα μαρτύρια

τα θλιμμένα Σάββατα,

δικαίωσε τα φτηνά όνειρα

των οικούντων στην αμαρτία

αναμένοντας τη Σωτηρία

πρόσφερε έλεος δωρούμενο

Σώμα και Αίμα σου

σ’ ευσπλαχνικό δισκοπότηρο…

Λάφυρο

η βάπτιση των εντεταγμένων

στα σενάρια των Ουρανών,

πιστεύω.

 

( Λεπτομέρειες )

 

Η ολολυγή του φεγγαριού

στον μεσαρίτικο κάμπο

το πολύ προχωρημένο δείλι,

μαρτυρία

προαίσθημα

οιωνός

ευθεία το μετασούρουπο

η Άλωση…

-στο χέρι προγονικός φανός παμπάλαιος-

η εστία φωτός

σ’ αλλοτινούς καιρούς

σε σιτοβολώνες πυρωμένους

π’ αναγιωθήκαμε

με ψωμί και χαλούμι

με την αστροφεγγιά

τις σκιές και τα φαντάσματα,

σεκόντο

του δίχωρου της αναβροχιάς

της σπρογιασμένης καμάρας

του φούρνου

της μάντρας

των ψάθινων πανεριών…

Άπαντα

συνάμενα είδωλα

ασαφήνιστων ημερών

ξεμπρατσωμένα αλήθειες θερισμένες

και Γοργόνες ξανθές

να φονεύουν από αγάπη

για τον Αλέξανδρο

τη ρήση-απάντηση:

 

«ο Αδελφός πέθανε

έναν Ιούληαύγουστο

στο στερνογύρισμα του Ιούλη

στις δέκα και τέσσερις του Αυγούστου

περίπου…

κάπου εκεί».

Η επιλογή του τέλους;

Οι άφεγγες νύχτες

οι φερέγγυες.

 

*

 

Ο μέρμηγκας

Αγουροξυπνημένος αχθοφόρος

Πρώτο κέρασμα λυπημένης μέρας

Κινητή μαυριδερή καρφιτσούλα

Σε μια νωχελική κατωφέρεια

Ακροβάτης

Μ’ ένα λιλιπούτειο σποράκι στο στόμα

Παράκαιρη καλοκαιρινή αμοιβή

-Όλο ανομβρία τα φθινόπωρά μας

Ύπνος τοις άλλοις

Στους ξέγνιαστους άρχοντες του κάποτε-

Τιποτένιο μιντέρι

Το χαμόκλαδο

Φαντασμένος μπελάς πριν απ’ το τέρμα

Εμπόδιο απροσπέλαστο…

Ο καιροφυλάκτης κλώνος

-Αυτός ο αντίπαλος

Ο μηδαμινός

Ο πανίσχυρος-

Αρνείται

 

Την προσέγγιση

Τη συμφιλίωση

Την υποχώρηση

Ώρες σειρά…

(Η ανάγκη θέλει υπομονή να νικήσεις)

Δεσμώτης ο αεί υπό της τύχης

Χωρίς επιούσιον

Χωρίς πληρωμή

Χωρίς την καμπανοτρίγωνη κρύπτη του

Στιγματισμένος

μ’ έναν τεράστιο όσο κι η μύτη του βελονιού λίθο

Στον καταπιώνα μέσα έξω

Αλέθει ολημερίς στον ήλιο

Και σε μασκαρεμένα φεγγάρια μπροστά

Καταβυθισμένος

Σε ξεμωραμένες γητειές

Τον ίδιο μονότονο σκοπό:

“Πρόσφυγας

Πρόσφυγας

Πρόσφυγας…”

 

( από τη συλλογή   Σε –εις  και  – ες, 1997 )

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Γ.

Ποίηση Νάσας Παταπίου-

Χωρίς τα βαρίδια της Ιστορίας

 

Η ΛΕΜΠΡΙΚΑΣΤΗ

 

Ακούς το σούρσιμο της κτένας

Στα μαλλιά μου

Ήχος αρχαίος

Και από τα βάθη των αιώνων

Έρχεσαι

Πίθο βυζαντινό κομίζεις

Γεμάτο υπέρπυρα

Όμως οι μάχαιρες οξείες

Και πυκνά τα βέλη

Σαν διασχίζεις

Ένα μαύρο πετρωμένο δάσος

όπου στο ξέφωτό του

Ρέει πυρίκαυστος

Ο έρως

Από τα χέρια μου

Η κτένα τότε πέφτει

Θρόισμα φτερών

Το χώρο κατακλύζει

Με πλημμυρίζουν ρήματα αγάπης

Στάζουν χυμοί

Από κόκκινα σταφύλια

Στον ποδόγυρό μου

Τον ίππο μου πτερνίζω

Και αναχωρώ

Χωρίς να είμαι έμπειρος ιππέας

Γνωρίζω είμαι το σήμερα

 

Και είσαι το τότε

Πατρίδα, Πατρίδα

Σε τέμνουν όρη

Και βουνοκορφές

Σε διασχίζουν ποταμοί

Με διατρέχουν παραπόταμοι

Μες στα νερά μας βουλιάζουν

Τα υδρόβια

Ενδημούν τα αμφίβια

 

Μα ως πότε λάθρα

Θα βιώνουν οι αλλόφυλοι ;

Στα έγκατά μου

Στα απώτατα σπλάχνα μου

Στις εσοχές μου τις ανύποπτες

Σε περισώζω

Θα κυνηγήσω τον εχθρό

Όπως οι εφιάλτες τον ύπνο μου

Θα συναντήσω αυτόν

Από τα βάθη των αιώνων

Που έρχεται

Τον αγύρτη, τον αλάστορα,

Τον μονομάχο

Τον βλέπω να εισέρχεται

Στις νότιες ακτές

Στο Σύλαιο λέγοντας

Μεγαλόνησο σε ονοματίζω

Και δεν θα συληθείς ποτέ.

 

 

 

 

ΑΝΑΠΛΟΥΣ

 

Κλείνω τα μάτια

Και ξυπνά ένας παφλασμός κυμάτων

Κατηφορίζει από το μεγάλο ακρωτήρι

Και προσεγγίζει τον μεγάλο κόλπο

Τα τείχη χαιρετώντας

Και ύστερα τέμνει την έρημη πεδιάδα

Τις νύχτες πάλι

Κάτω από την κλίνη μου περνά

Και αίφνης τη μεταβάλλει σε μικρή σχεδία

Έξω καλπάζει το άλογο του Μυροβλύτη

Να με καλούν οσμές του παρελθόντος

Στον ουρανό να ξεδιπλώνονται παραμυθιών εικόνες

Ψίθυροι αγνώστων

Να ερμηνεύουν τις γητειές και προφητείες

Θα ταξιδεύσω

Χαρτογραφώντας τις ακτές σου

Τα ιζολάρια, οι πορτολάνοι, οι πυξίδες

Δεν με σώζουν

Οι εφιάλτες πειρατές

Με συλλαμβάνουν

Δένουν τα χέρια μου πισθάγκωνα

Με ανακρίνουν

Χιλιάδες χρόνια με ανακρίνουν

Αναγνωρίζω τη σκουριά στις αλυσίδες

Τις ρίζες μου διεκδικώ

Το χώμα που με ανέθρεψε

Δηλώνω μια αυτοφυής

Λευκή ανεμώνη

Ανάλγητοι οι πειρατές

Δεν συγκινούνται

 

Αιτούν το αίμα μου ως αντίλυτρο

Μα δεν θα λυτρωθούν

Θα λυτρωθεί μόνον αυτή

Η αλσίφυλλος

Στο ίδιο αίμα κόκκινη

Βαθυκόκκινη

Σαν θα φυτρώσει.

 

ΑΣΑΝΔΑΛΗ

 

Ποιος αέρας φυσά

Κι έρχεται

Και από πού έρχεται

Κομίζοντας τα οιστρογόνα

Του έρωτα

Παραληρώντας σε φως μέθης

Αχ, να μπορούσα

Στη δίνη του να πετάξω

Ασάνδαλη

Χωρίς υπάρχοντα

Με φωτοστέφανο μόνο τον πόθο

Μόνο με τον πόθο

Περιδέραιο στο λαιμό μου

Για ένδυμα

Γυμνή

Και με ένδυμα

Μόνο το πάθος

Ως βυσσινί βελούδο

Το πάθος

Μα τι πάθος

Ρίγη, κραυγές ερωτικές

Επιθανάτιοι ρόγχοι

 

Ν’ αντηχούν στο απαλό βελούδο

Με ποτά δυνατά κατά του ιλίγγου

Στην ανύψωση

Στη νοητή ουράνια κλίμακα

Την περιστοιχισμένη

Με ευώδη άνθη

Ακανθοφόρα

Στην εξύψωση

Και στην άκρα ταπείνωση.

 

Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΚΑΙ ΤΟ ΑΛΟΓΟ

 

Είμαι ένα καθαρόαιμο άλογο

Που τρέχει μες στη νύχτα

Και γυαλίζουν τα μάτια του

Τρέχει για να προλάβει τη μέρα

Καλπάζει να διασχίσει

Και πάλι το σκοτάδι

Μεγάλωσα πολύ

Και μού’ λειψαν τα χάδια

Κι η μητέρα μου

Μεγάλωσε ακόμα πιο πολύ

Κάθεται και ατενίζει τη δύση

Πώς λοιπόν να γείρω

Στην αγκαλιά της

Πώς να αρχίσουν

Ξανά τα παραμύθια

Έτσι μεταμορφώθηκα σε άλογο

Κι επιστρέφω πίσω

Σε σένα πατρίδα

Αναδρομικά και αιώνια

Άκουσε το χλιμίντρισμά μου

 

Την αγωνία μου αφουγκράσου

Σκέψου πως φέρω

Και των προγόνων μου τα βάρη

Επιστρέφω πίσω

Σε σένα πατρίδα

Ως ορμητίας ίππος

Και ανεμοκυκλοπόδης

Μαυρογόνατος και πετροκαταλύτης

Εγώ το άλογο

Και εσύ η γυναίκα

Έλα αναβάτης

Στην πλάτη μου πατρίδα

Μαζί να φύγουμε

Να σωθούμε μαζί

Μες στις σπηλιές των θρύλων σου

Αιλουροειδές ας ξεψυχήσω.

 

 

Φασγάνου δίχα, 2009

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Δ.

Ο υπερβατικός λόγος του Νίκου Ορφανίδη

Δέκα (10) επιλογές:

 

ΠΕΝΤΕ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

ΤΗΣ ΕΑΡΙΝΗΣ ΑΙΘΡΙΑΣ

 

Απόψε

η Περσεφόνη βουλιάζει

γυμνή

στους ιριδισμούς του θανάτου.

 

Τον άλλο χρόνο

ταξίδεψες

στη δυναστεία των ουρανών

με το κορμί ανοιγμένο

στον ορίζοντα.

Τώρα

τα βλέφαρά σου

μετρούν την απελπισία

της ξεχασμένης αφής μας.

 

Τώρα

η γη

ταξιδεύει στο κορμί

της θύμησης

και το αντικρυνό βουνό

ακίνητο

μας ευτελίζει.

Τώρα

το πρόσωπό σου

 

σεντόνι

απλωμένο

στο μοιρασμένο ουρανό

της πατρίδας μου.

 

Οι ψυχές μας

σπασμένα μάρμαρα

στη βασιλεία του ήλιου.

 

ΝΥΧΤΕΡΙΝΟ

 

Απόψε

περιφέρομαι στη βυθισμένη γειτονιά μου

σπίτια κατάκλειστα

κι η σιωπή παραμορφωμένη

εδώ

που το φεγγάρι

απομακρύνεται ολόγυμνο

κρατώντας

ένα μάτσο γιασεμιά μαδημένα.

 

                       Τα Τραγούδια της Περσεφόνης, 1979

 

Ο ΛΟΓΟΣ

 

Κοίταξα την πρωινή χλόη

ένα ουράνιο αντιφέγγισμα να την περιχύνει.

Κι ευθύς

τα πόδια του Αγίου της σκήτης να γεμίζουν πληγές

αγκάθια να περπατούν στα δάχτυλα

νέφος ακρίδες να τον σκεπάζουν.

 

 

μια φλόγα πυρός να ταξιδεύει

πίσω από τους βράχους των βουνών.

«Καιρός να σπείρουμε το λόγο σου, Κύριε», ψιθύρισε

πύρινες ανταύγειες να τον ντύνουν

μηχανές μαρτυρίου ν’ ακονίζουν το σώμα του

οιμωγές ανθρώπων ν’ ανηφορίζουν

το νυχτωμένο στερέωμα του θόλου.

Κι ο Άγιος της σκήτης

ένα δάκρυ λυτρωτικό

να του αυλακώνει το πρόσωπο

ανοιγμένες βρύσες εωθινού ύδατος

να τον περιχύνουν

κισσοί και πλατάνια να του ισκιώνουν το σώμα.

 

Κι εγώ διψασμένος γέμισα νερό τις φούχτες,

ένα σμήνος σπουργίτια

να συνοδεύουν τον όρθρο της μέρας.

 

 

ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΗΣ ΣΚΗΤΗΣ

 

Το φως

 

Βούτηξες τα δάχτυλα στο φως

και σμήνος πουλιά κατέβηκαν

στον άρτο που άπλωσε η παλάμη σου.

Ψιθυρίζοντας αίνους αγγέλων

ανηφόρισες

το ραγισμένο μου πρόσωπο.

 

Την άλλη μέρα

λευκασμένοι χιτώνες

 

ανέμιζαν στις φυλλωσιές των δέντρων

αναδυόμενα μάρμαρα

να τινάσσουν τα πόδια στον ουρανό

εωθινό άρωμα να τυλίγει το βήμα σου

κι η γη να φορτώνεται πρόωρα άνθη.

 

«Τι είναι η αγάπη;», σε ρώτησα.

Κι έδειξες το ανθισμένο σου χέρι

κατά το λεύκωμα της μέρας

πουλιά να τη ντύνουν τραγουδώντας

εωθινά άσματα.

 

«Δεν μπορώ ν’ αντέξω αυτούς τους αιώνες

να τυραννούν το σώμα μου», ψιθύριζα,

«με πόδια βυθισμένα στις ρίζες των νεκρών

να κυνηγώ σκοτεινές νεκροπόλεις

και σκορπισμένα μάρμαρα».

 

Κι ο άγιος της σκήτης

αδράχνοντας δέσμες φωτός

ένα μπουκέτο ανθισμένα γιασεμιά στα δάχτυλα

ψίθυροι να κατεβαίνουν γιορταστικοί

και ορθρινός δρόσος.

«Αυτός είναι ο αιώνας», φώναξε

«Γεννηθήτω φως».

 

Ανατολική Θάλασσα, 1989

 

ΤΗ  ΝΥΧΤΑ

 

Αργά τη νύχτα

βγαίνουν από το κύμα

όλα τα σώματα που αγάπησες

 

σου ψιθυρίζουν ξεχασμένους σκοπούς

παίρνουν γραμμή τους στενούς δρόμους

σ’ ακολουθούν

μαζί με το ματωμένο φεγγάρι

ή το άρρωστο φως

μέσα από τις χαραμάδες της πόρτας

ή τους ψηλούς φεγγίτες

κάθονται στα έρημα μπαλκόνια

λέγοντας ιστορίες ως το πρωί

κι έπειτα ανεμίζοντας τα πουκάμισά τους

χάνονται βουβοί στο μακρινό ορίζοντα.

 

ΤΑ  ΠΟΥΛΙΑ

 

Τα πουλιά που περίμενες όλο το χειμώνα

χάθηκαν

άπλωσαν τις φτερούγες τους

σε ιστούς και σε κοντάρια

παρελαύνουν αναστενάζοντας

μαζί με τους στρατιώτες που επιστρέφουν

απ’ τη σκοπιά νυσταγμένοι,

ξαγρυπνούν.

Τα πουλιά που περίμενες

ξεστράτισαν σε άρρωστους ουρανούς

κάθονται μαρμαρωμένα

σε καλώδια ηλεκτρικά

σ’ έρημες φωλιές

πάνω σε σύννεφα σκοτωμένα.

Τα πουλιά που περίμενες

τα πήρε ένας κακός καιρός

ενώ στους δρόμους

στάζει μερόνυχτα μια πένθιμη βροχή.

 

ΚΙΡΚΗ

 

Όταν σε τύλιξε το απρόσμενο σκοτάδι

όλα τα φίδια που στόλισαν κάποτε τα μαλλιά σου

ξύπνησαν μεθυσμένα

σε ανάρπασαν θυσία για τους μενεξελιούς ουρανούς

κι εσύ ταξιδεύοντας

διαμέλιζες το σώμα σου

χαμένη μέσα σε καπνούς και νυχτερινές ιαχές

ιέρεια μιας στοιχειωμένης μνήμης,

σ’ ακολουθώ εξόριστος αιώνες τώρα

σε ανατιναγμένα κρησφύγετα, ηφαίστεια, πολυβολεία

ανάπηρος

κουβαλώντας την κραυγή που διέρρηξε το στερέωμα

την ώρα που παραδόθηκες σπαράσσοντας στη σφαγή.

 

 

ΑΥΡΙΟ

 

Αύριο θα περάσει η μαύρη βροχή

τα πουλιά που μαρμάρωσαν στα σύρματα

θ’ απογειωθούν ξαφνικά

με την πρώτη αποκάλυψη του φωτός

θα γίνουν κάθετες εξορμήσεις

σκοτώνοντας όλα τα σύννεφα

κι ο άρρωστος ήλιος θ’ αποδράσει

για να γυρίσει πίσω έφιππος

να ξεπλύνει τις στέγες από τη λάσπη

τα σεντόνια θ’ ανεμίζουν ψηλά

σημαίες θα σκεπάσουν τα πρόσωπα των νεκρών,

αύριο θα περάσει επιτέλους κι αυτή η Κυριακή

 

θα βγούμε και πάλι στους δρόμους

υψώνοντας άσματα χαιρετισμού

φορτωμένοι ουρανούς χρώματα αστραπές

θα πάρουμε ξανά το πρώτο λεωφορείο

που θα διασχίζει την πόλη

κορνάροντας θριαμβευτικά

ενώ χιλιάδες παράθυρα θ’ ανοιγοκλείνουν

δαιμονισμένα.

 

Η άλλη Βιογραφία, 1999 

 

ΜΥΣΤΙΚΗ  ΕΞΟΔΟΣ

 

Έτσι είναι που κάθε βράδυ

ένας Αρχάγγελος καλπάζει στους δρόμους τ’ ουρανού

με τον άνεμο να πυρπολεί τα φυλλώματα των δέντρων

έτσι είναι που ανεβαίνει από τους τόπους της νυχτός

η Παντάνασσα, μέσα στο φως

έτσι είναι που ανασταίνονται και πάλι οι νεκροί

μέσα στο αόρατο φως που πλημμυρίζει τους δρόμους

έρχεται τότες η Λυπημένη

αιώνες λησμονημένη στα τοπία του θανάτου

με το φόρεμά της ν’ ανεμίζει με τα μαλλιά της λυτά

μαζεύει τη βροχή

μαζεύει τα πεσμένα σύννεφα

μαζεύει τα ματωμένα σινδόνια που τύλιξαν το σώμα σου

εισέρχεται ολόκληρη στο φως

μ’ όλους τους αναστημένους

κι έπειτα χάνεται μέσα στο δάσος

μέσα στα πετρωμένα κλαδιά

με τη σελήνη να αναπαύεται γυμνή

μέσα στα δωμάτια της μνήμης.

 

Ο ΥΠΝΟΣ  ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ

 

Ύπνε που παίρνεις τους καημούς

πάρε και τον πατέρα.

 

Πάρ’ τον στον άσπρο κόρφο σου

μές στις βαθιές σπηλιές σου.

 

Πάρε και τον πατέρα μας στα σύννεφα

στο άσπρο του πελάγους

ντύσε τον με το βαμβάκι της αυγής

τον ουρανό και τ’άστρα.

 

Ύπνε που παίρνεις τους λυγμούς

δέξου και τον πατέρα.

 

Στην αγκαλιά σου πάρε τον

μές στο ζεστό σου κόρφο

γίνε μητέρα και πηγή και όνειρο

για να ξεχάσει δώσε του

το ξόρκι

τη νύχτα με τα μάγια της

τις μαγεμένες βρύσες.

 

Ύπνε που παίρνεις το κακό

τύλιξε τον πατέρα

στα μαγικά σου σύννεφα

μές στην κροκάτη γάζα

στο μούχρωμα του δειλινού.

Μές στα στεφάνια κρύψε τον

στην αυγινή την ώρα.

 


« Ύπνε που παίρνεις τα παιδιά

πάρε και τον πατέρα μας»

στο σύννεφο

μές στο γαλάζιο στρώσε του

μαντήλι για να κοιμηθεί.

 

 

              Η Λυπημένη στο μαγεμένο Δάσος-

                Σύναξις κεκοιμημένων, 2008

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Ε.

Ο λυρικός ρεαλισμός

της  Αντριάνας  Ιεροδιακόνου

 

 

ΠΟΡΕΙΑ

 

Χρόνια πορευόμαστε

και θάλασσα δεν βρίσκουμε.

Τον πόνο τον κάμαμε ξημέρωμα

τον πόθο δρόμο

μα όλο πορευόμαστε

σε άσπρο χωματένιο κάμπο.

 

Τα χελιδόνια βρίσκουν μέρες πράσινες

χωρίς δισταγμό.

 

Χρόνια πορευόμαστε

και η θάλασσα μας ξέχασε

και απόγινε λέξη.

 

 

ΕΤΗΣΙΑ ΑΝΑΦΟΡΑ

 

Την Τρίτη Άνοιξη

τα δάχτυλά μας έγιναν διάφανα

και ενωθήκαν ακριβώς στις άκρες.

 

Στάθηκε αδύνατο να επιστρέψουμε.

 

Μάθαμε να πίνουμε με μικρές γουλιές τον αέρα

 

να αντέχουμε τα τραγούδια και τα ταξίδια

να αγαπούμε τους ξένους και τα πράα ζώα

να φοράμε τρύπιο δέρμα

να ρωτάμε στον ύπνο μας

να βγαίνουμε στους δρόμους κάθε μέρα.

 

ΛΑΪΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ

 

Ο ήλιος στο κατώφλι.

 

Το ξεπόρτι κοιμάται

οι γρίλιες χτενίζουν τα μαλλιά τους.

 

Τα μπαούλα κεντούν προίκα:

είσαι το μέλι των ματιών μου

η αγκάλη σου πηγάδι καθαρό.

Στον αργαλειό γυναίκα σιγοφαίνει.

 

Το παλιό σταμνί

στάζει γλυκό νερό.

 

 

ΣΩΤΗΡΙΑ

 

Φίλοι, παγώνει σήμερα η καρδιά μου.

 

Έρχεται ο Λόρκα με αγκάλες ανοιχτές

και τον ήλιο του θανάτου ανάμεσα στα δόντια

 

έρχεται ο Βαγιέχο με τα μαύρα μάτια κατάκλειστα

και το στήθος γιομάτο πέτρες

ο Χίμενεθ με το τριανταφυλλί χαμόγελο

 

έρχεται ο Νερούντα επικεφαλής

σε μεγάλη παρέλαση ανθρώπων και ιγκουάνας.

 

Φίλοι μην αφήκετε

να μου δέσουν σε μαύρο μαντήλι τα πνευμόνια

να μου πνίξουν τ’ όνομα τη Δευτέρα και τον μήνα

Ιούλιο

να περάσω ακόμα ένα τέτοιο χειμώνα.

 

Παγώνει σήμερα η καρδιά μου.

 

 

ΤΙ ΕΓΙΝΕ ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ

 

Δάκρυσε η μάνα μου

την άκουσα και δάκρυσα κι εγώ.

 

Ήταν μαύρες ώρες στες μέρες της

και το νερό στο ποτήρι μου θόλωσε

και δάκρυσα κι εγώ.

Στην ποδιά της όνειρα ατέλειωτα

κι ένιωσα του τέλους το βάρος στα βλέφαρά μου

και δάκρυσα κι εγώ.

Ήρθαν σκιές και τα παιδιά της

είπαν «θέλουμε» και «δεν θέλουμε»

και το στόμα γιομάτο λάσπη

και γεύτηκα το χώμα στα χείλη μου,

και δάκρυσα κι εγώ.

 

Της μάνας μου τα χέρια είναι τριμμένα

τα ΄βαλε στο πρόσωπο να σκουπίσει τα δάκρυα

και δεν βρήκε πρόσωπο

 

και μάνα ποιός μπορεί

παιδί να σε ξαναγεννήσει;

 

 

ΚΥΡΙΕ ΕΛΕΗΣΟΝ

 

Επειδή αν υπήρχε θεός

θα είχε το σχήμα του χεριού μου

ή εκείνου του μικρού ζώου στην άκρη του ορίζοντα

που τουλάχιστον διακρίνεται σαν αλεπού.

 

Πάντως τον υποψιάζονται κάθε Κυριακή

σε νεκρές γλώσσες, συστηματικά, και διαλέχτους

γιαγιάδες με αντίδωρα γαλήνια

και προσωπάκια δαντέλα σουρωμένη-

 

αν υπήρχε θεός

θα έσκυβε τουλάχιστον με τες γιαγιάδες

θα έβραζε το πρωϊνό τους ρόφημα, θα ήξερε

να σιδερώνει και σεντόνια

 

αν υπήρχε

θα σάπιζαν τα δόντια του όπως του κόσμου όλου

θα μετάγγιζε αίμα και θα έκανε λεφτά

και πίσω από ζεστά παράθυρα

θα ψωμοζούσε η ευχή του.

 

 

ΕΙΣ ΜΝΗΜΗΝ ΑΝΔΡΙΑΝΗΣ ΠΑΠΑΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

 

Κάθε μέρα στο γυαλί

με θωρούν δυο μάτια πεθαμένα.

 

Η μαυροφορούσα που τά’ χε

είναι θαμμένη σε πευκότοπο

μα τα μάτια της θυμίζαν αγριοελιές.

 

Ήταν μάνα του πατέρα μου

μακριά, πολύ μακριά

μοιάζαμε, ιδίως στα μάτια.

Μου τ’ άφησε να κλαίω για λόγου της

και βλέπω του θανάτου τον άγγελο καταπρόσωπα

κάθε μέρα, στο γυαλί.

 

 

ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΠΟΙΗΜΑ

 

Λέξεις ανοίγουν τα φτερά τους.

 

Το αλαφρύτερο βήμα με σηκώνει.

 

Ακόμα και το τελευταίο ποίημα θα το γράψω

με μια γοργή ματιά στο πλάϊ

με μια μικρή κίνηση στα χαμόκλαδα.

 

Ένας κυνηγός στο σούρουπο.

 

 

Της Κώμης Αιγιαλού, 1983

 

 

 


ΕΠΙΜΕΤΡΟ

 

Η Γλωσσική μορφοποίηση

 

Μεταφραστικές επιλογές με αναφορές στη γλωσσική ποιητική μορφοποίηση ως βάση του αισθητικού φαινομένου (από τα βιβλία  Στον κήπο της τέχνης, 1998, και Τι είναι καλή Λογοτεχνία, 2004, του Hans


Dieter Gelfert, πρώην Καθηγητή της Αγγλικής Λογοτεχνίας στο  Humbold Universitaet – Berlin ).

 

α. Εμπειρική και νευρολογική ερμηνεία της αισθητικής ηδονής

 

Tο ότι πρώτα απ’ όλα ένα ποίημα γράφεται για ν’ αρέσει στον αναγνώστη, θεωρήθηκε παλαιότερα κάπως βέβηλο για να τύχει σοβαρής επιστημονικής μελέτης. Κι εντούτοις αυτό και μόνο αφορά το άλφα και το ωμέγα της κάθε τέχνης. Όλα τα καλλιτεχνικά έργα που επιβίωσαν διαχρονικά δεν οφείλουν την επιβίωσή τους στην αλήθεια που ευαγγελίζονταν, αλλά αποκλειστικά και μόνον στο γεγονός ότι δυνατότερα και μονιμότερα άρεσαν στους ανθρώπους. Φυσικά όταν λέει κάποιος ότι ένα αντικείμενο αρέσει, εκφράζει μια κρίση γούστου, που έχει κι αυτό τη δική του ιστορία μέσα στον χρόνο. Ήδη από τον 18ο αιώνα η κρίση για το ωραίο διαφοροποιήθηκε εμφανώς από τη λογική και ηθικοπρακτική κρίση. Ο Καντ μάλιστα στην Κριτική του Καθαρού Λόγου, δίπλα στην κρίση της γνώσης και του καλού, έθεσε ως ξεχωριστό κλάδο έρευνας τα κριτήρια του αισθήματος ευαρέσκειας και δυσαρέσκειας, που ενεργοποιούνται ακριβώς τη στιγμή της αισθητής αντίληψης.

 

Αυτό το πεδίο ήταν κι εκείνο που η αισθητική επιστήμη έπρεπε να διαλευκάνει, απαλλασσόμενη τελικά από την ηγεμόνευση της γνώσης και της ηθικής. Επιστρέφοντας στο σημείο εκκίνησης, δηλαδή στο γεγονός ότι το ευάρεστον αποτελεί την ειδική αντίδραση σ’ ένα αισθητικό αντικείμενο, σημειώνουμε ότι η τέχνη πάντα απέβλεπε στο ν’ αρέσει στο κοινό. Κι αν δεν το έκανε, για οικονομικούς λόγους δεν θα μπορούσε για πολύ χρό-

 

νο να επιβιώσει. Μόνον η επιστήμη που ασχολείται μαζί της δείχνει να μην ενδιαφέρεται επαρκώς γι’ αυτό το φαινόμενο. Παρόλο που τούτο ακριβώς κάνει να διαφέρει ένα αισθητικό αντικείμενο από άλλα, χωρίς αισθητικό αντίκρισμα. Γι’ αυτό επαναφέρουμε το συναφές με τούτο ερώτημα, γιατί μερικά έργα τέχνης αρέσουν περισσότερο από κάποια άλλα, τι κάνει λοιπόν την ιδιαίτερη αισθητική τους αξία;

 

Μπορεί κανείς εύκολα να κατανοήσει ότι η αξία ενός ποιήματος δεν έχει σε τίποτε να κάνει με το βάρος και τη σημασία αυτού που εκφράζει. Τα πιο πολλά ποιήματα δεν περιέχουν τίποτε άλλο από απόψεις και αισθήματα γνωστά στον καθένα, και κατά συνέπειαν θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως κοινοτοπίες. Υπάρχουν βέβαια ποιήματα των Γκαίτε, Χαίλτερλιν, Ρίλκε και άλλων, που έχουν τόσο βάθος, ώστε ο αναγνώστης να τα σκέφτεται μια ζωή, όμως δεν είναι αυτό που τα κράτησε ζωντανά, καθότι υπάρχουν και τόμοι ποίησης με εξαιρετικά βαθιά νοήματα, που δεν άρεσαν και δεν αρέσουν σε κανένα,  κι έχουν στο πέρασμα του χρόνου ξεχαστεί.

 

Ποια είναι λοιπόν η αιτία της απόλαυσης που ο αναγνώστης βρίσκει σ’ ένα ποίημα και που τον εξωθεί να το διαβάζει ξανά και ξανά; Η απάντηση, ανάλογα με την εποχή, δεν ήταν η ίδια. Τριακόσια χρόνια πριν, οι κριτικοί της Ευρώπης κατά πάσαν πιθανότητα θ’ απαντούσαν ομόφωνα ως εξής: «Αισθητικά δραστικό είναι το ποίημα που έγινε με τους δοκιμασμένους κανόνες των αρχαίων Κλασικών, όπου η ποίηση, πέραν του αυτονόητου ταλέντου, ίσχυε και ως χειροτέχνημα, δηλαδή αντικείμενο εκμάθησης». Εκατό χρόνια αργότερα άλλη θα ήταν πάλι η απάντηση για τα κριτήρια του καλού ποιήματος: «Το ποίημα για ν’ αρέσει πρέπει να είναι η πρωτότυπη, άνωθεν εμπνευσμένη δημιουργία». Ακόμα πιο ύστερα θα μπορούσαν ν’ ακουστούν άλλες, εντελώς διαφορετικές απόψεις, επιβεβαιώνοντας το αυτονόητο των αλλαγών και της ρευστότητας της εκάστοτε ποιητικής ευαισθησίας, όπως: «Τα αισθητικώς δραστικά ποιήματα συντρίβουν ψεύτικα καλλιτεχνικά κλισέ και διακρίνονται από ξεχωριστή αυθεντικότητα». Αλλά και η εσωτερική αρμονία, ως κριτήριο του καλού ποιήματος, συζητήθηκε ακόμη πιo πρόσφατα στα πλαίσια της ακαδημαϊκής, στενά κειμενικής ερμηνείας.

 

Κανένα όμως από τα προαναφερθέντα κριτήρια δεν μπορεί πρακτικά να εξηγήσει, γιατί το ποίημα προκαλεί αισθητική ηδονή. Αν όμως το ερέθισμα που απελευθερώνει αυτή την ηδονή αποτελεί την ουσία του καλού ποιήματος, τότε η αιτία αυτού του ερεθίσματος πρέπει να βρίσκεται εκεί, που το ποίημα διαφέρει από όλα τα άλλα, μη ποιητικά κείμενα: δηλαδή στη γλωσσική μορφοποίηση. Ένα πλεονάζον, μορφικά αξεπέραστο υπόλοιπο, ένα μέτρο που σκοντάφτει, μια μη γραμματική σύνταξη, όλα τούτα τα αισθανόμαστε σαν καλλιτεχνικά λάθη, εφόσον δεν συσχετίζονται καθόλου με την ανάγκη του νοήματος. Ταυτόχρονα αναμένουμε επίσης μια μεγάλη σημασιολογική πυκνότητα. Ούτε μορφικά, μήτε στο περιεχόμενο, δεν πρέπει το ποίημα να υποπίπτει στην κοινοτοπία και την επανάληψη. Αφενός πρέπει χωρίς υπόλοιπο να μπαίνει σε τάξη, δηλαδή να μορφοποιείται γλωσσικά, αφετέρου στα πλαίσια αυτής της τάξης πρέπει να παρουσιάζει ένα μεγάλο βαθμό πολλαπλότητας και πολυσημίας. Κι αυτό γιατί αντιδρούμε συνήθως με ανία σε μια τάξη υπέρμετρα κανονική και φορμαλιστική. Το μυστικό της μεγάλης τέχνης φαίνεται να είναι ο χρυσός μέσος όρος μεταξύ τάξης και πολλαπλότητας, κάτι που οι μελετητές της αισθητικής του 18ου αιώνα προσπάθησαν να ορίσουν ως «πολλαπλότητα στην ενότητα». Αυτή η χρυσή αναλογία κάνει να εκλύεται η μέγιστη αισθητική ηδονή απ’ την ανάγνωση ενός καλού ποιήματος. Ένα ρώτημα που φυσιολογικά αναφύεται είναι και το εξής: Είναι λογικό κι αποδεκτό, ν’ αποδώσουμε τόση μεγάλη σημασία στο βίωμα της ηδονής κατά την πρόσληψη του καλλιτεχνικού έργου; Δεν είναι κάτι πολύ πιο σημαντικό η ίδια η ανάκληση της μορφοποιημένης ανθρώπινης εμπειρίας, που εμπεριέχεται σ’ αυτό το έργο;

Θα μπορούσε να στηριχτεί αυτή η θέση και με τη θεμελιακή εμπειρική ισχύ, που κατέχουν για παράδειγμα τα έργα των μεγάλων κλασικών της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας. Μην ξεχνάμε όμως τον ορισμό που έδωσε ο Αριστοτέλης στην τραγωδία ως μίμησης πράξεως, που με διέγερση- διά φόβου- και έλεος, επιφέρει κάθαρση των ψυχικών καταστάσεων. Γνωρίζουμε όμως σήμερα ότι κάτω από κάθαρση, στο πνεύμα της ιατρικής φυσιολογίας, ο Αριστοτέλης εννοούσε την ηδονική και ανακουφιστική εκτόνωση μιας συγκινησιακής φόρτισης. Διά του

 

φόβου το επίπεδο διέγερσης του θεατή σπρώχνεται προς τα πάνω, και δια του ελέους οδηγείται, με ψυχική ικανοποίηση, στην τελική εκτόνωση, που δεν διαχωρίζεται ποσώς από το φαινόμενο της αισθητικής ηδονής.

Παρά την πιο πάνω συλλογιστική, θα διστάζαμε να ορίσουμε αυθαίρετα την τέχνη ως μια πολιτισμικά θεσμοποιημένη πηγή ηδονιστικής τέρψης. Αφού θα έπρεπε τότε να δώσουμε την πρωτοκαθεδρία στην πορνογραφία. Ο Καντ έδωσε και σ’ αυτό το φαινόμενο την οξυδερκέστερη ανάλυση. Κατέθεσε με πειστικό τρόπο ότι η αισθητική ηδονή είναι κάτι διαφορετικό από την ηδονή των αισθήσεων από τη μια, και από την ηθική ηδονή του καλού από την άλλη. Διαφοροποιείται κι απ’ τις δυο με την ανιδιοτέλειά της. Είναι ελεύθερη από τη φυσιολογικά καθοριστική λειτουργία του συστήματος των ορμών μας, πάνω στις οποίες γίνεται κερδοσκοπική επένδυση, αλλά και εξίσου ελεύθερη από ηθικούς κανόνες.

Ο Σίλλερ όρισε το ωραίο στην τέχνη ως «ελευθερία εν τω φαίνεσθαι». Κι αυτός ο ορισμός, με προέλευση το πνεύμα του Καντ, εξακολουθεί να είναι ακόμα η πιο εύστοχη γενική διατύπωση της ουσίας της τέχνης. Τίποτε δεν ξεχωρίζει τόσο τον άνθρωπο από το ζώο, όσο η ικανότητά του να αυτοπροσδιορίζει ελεύθερα τον εαυτό του στο μέλλον, να αυτοσαρκάζεται, να αυτο-οικτείρεται και μόνος να βυθίζεται σ’ έναν οποιοδήποτε ονειρικό κόσμο. Στην τέχνη ο άνθρωπος νιώθει ολότελα ελεύθερος από την προδιαγεγραμμένη προοπτική της δικής του φύσης, αλλά κι από το καθεστώς των εκάστοτε ηθικών νόμων. Γι’ αυτό η καλλιτεχνική απόλαυση δεν είναι ένας ρηχός ηδονισμός, αλλά η αγνότερη, χωρίς προσμίξεις, ανθρώπινη εμπειρία.

Μιλήσαμε λίγο πιο πάνω για την καθαρτήρια ηδονή της κλασικής τραγωδίας, εννοώντας την – κατά τον ορισμό του Αριστοτέλη – ως ηδονική εκτόνωση μιας συγκινησιακής συσσώρευσης στο πνεύμα της ιατρικής φυσιολογίας. Θα δώσω ακόμα μια πιο υλική εξήγηση του μηχανισμού που παράγει την αισθητική ηδονή στον εγκέφαλό μας.

 

Στη δεκαετία κιόλας του ’60 οι Cannon και Bard ανέπτυξαν ένα μοντέλο, που εξηγεί τη σύνθετη συνέργεια του συστήματος λίμπιντο μ’ εκείνο του εξελικτικά ανώτερου εγκεφαλικού φλοιού.

 

Πολύ απλοποιημένα το μοντέλο αυτό υποδεικνύει, ότι αισθητηριακά ερεθίσματα ενεργοποιούν το συμπαθητικό ή παρασυμπαθητικό νευρικό σύστημα. Σε κατώτερα ζωικά όντα το σύστημα λίμπιντο αντιδρά σ’ ένα σήμα κινδύνου με δυσαρέσκεια, ενεργοποιώντας μια διάθεση άμυνας και φυγής κι αποκομίζοντας στη συνέχεια μια διάθεση ικανοποίησης για την επιτυχή αντιμετώπιση της έκτακτης κατάστασης. Όταν τώρα μεταξύ ερεθίσματος και αυτόματης νευροφυτικής αντίδρασης παρεμβαίνει με τη γνωστική του ρύθμιση ο ανθρώπινος εγκεφαλικός φλοιός, μπορεί να συμβούν πολύ συνθετότερες διαδικασίες. Τότε μπορεί, για παράδειγμα, η συσσωρευμένη από το συμπαθητικό σύστημα ένταση να οδηγηθεί σε λύση πάνω σε γνωσιολογική-συμβολική βάση. Έτσι η θέα του Λαοκόοντα στην πάλη του με το φίδι, ανεβάζει σε πρώτη φάση ασυναίσθητα τα επίπεδα αδρεναλίνης. Τα φαιά κύτταρα του εγκεφάλου αναγνωρίζουν όμως αμέσως ότι πρόκειται απλώς για ένα μαρμάρινο καλλιτεχνικό έργο, εντελώς ακίνδυνο. Ο θεατής θα μπορούσε τώρα να συμπεριφερθεί ενστικτωδώς, όπως ένα ζώο, αποκομίζοντας απολαυστική ανακούφιση με το πέρασμα του κινδύνου. Ως καλλιεργημένος όμως άνθρωπος έχει τη δυνατότητα να αυξήσει το δυναμικό ηδονής, αποδεχόμενος συμβολικά την απειλή κι εκτονώνοντας στη συνέχεια την ένταση προς μια ανώτερη διανοητική σφαίρα.

Το πιο πάνω συμβαίνει όταν δεχόμαστε ένα σύνθετο σύνολο πληροφοριών, που ο εγκέφαλός μας μειώνει δομικά και το απλοποιεί. Την ψυχική ενέργεια που απελευθερώνεται σ’ αυτή τη διαδικασία τη βιώνουμε τότε ως αισθητική ηδονή. Έτσι, από την αρχική φρικίαση του υψηλού αναγνωρίζουμε βήμα με βήμα την ισορροπία της σύνθεσης, μέχρι να διαλυθεί η αρχική ένταση σ’ ένα αίσθημα αισθητικής ικανοποίησης. Για να πετύχουμε φυσικά κάτι τέτοιο, απαιτείται η ικανότητα αναγνώρισης της εσωτερικής τάξης ενός καλλιτεχνικού έργου, η ανάδειξη δηλαδή και συνειδητοποίηση της εσωτερικής του δομής. Να μη μας διαφεύγει σχετικά μ’ αυτό και το εξής σημαντικό: Μια πανεύκολα αναγνωρίσιμη και χωρίς την παραμικρή αντίσταση μορφή, προσλαμβάνεται πολύ συχνά ως κοινότοπη και ανιαρή· μια πολύ δύσκολα αποκρυπτογραφούμενη αντιθέτως προκαλεί δυσφορία και ακυρώνει την αισθητική λειτουργία.


β. Κριτήρια της αισθητικής αξίας

 

Ένα ποίημα μπορεί να θεωρηθεί ίσως καλό, αν έχει μια πλήρως διαμορφωμένη κρυσταλλική γλωσσική φόρμα, αν μέσα στα πλαίσια της μορφικής του ενότητας περιέχει ένα μεγάλο βαθμό πολλαπλότητας, όταν παρουσιάζει εμφατική ή επιγραμματική ένταση και όταν διανοίγει στο βλέμμα του αναγνώστη χώρους με βαθύτερα νοήματα. Επειδή όμως όλα αυτά μπορεί να τα πετύχει κι ένας χαρισματικός επίγονος, προστίθεται ακόμη μια σημαντική προϋπόθεση: μια άφθορη, αυθεντική γλώσσα. Κάθε αξιολόγηση εμπεριέχει ένα ποιοτικό κι ένα ποσοτικό στοιχείο. Εκφράζοντάς το απλά: το χρυσάφι έχει πιο πολλή αξία από το ασήμι, δυο κιλά χρυσάφι αξίζουν περισσότερο απ’ ό,τι ένα. Και στην τέχνη αξιολογούμε επίσης μ’ αυτά τα δύο μέτρα, από τα οποία το πρώτο μετρά την καλλιτεχνικότητα, το δεύτερο την οικουμενικότητα ενός έργου. Σύμφωνα με το μέτρο της ποιότητας, το «Νυχτερινό τραγούδι» του Γκαίτε είναι πιθανώς ανώτερης τάξης από ό,τι ο «Φάουστ», αυτός εντούτοις είναι αναμφίβολα οικουμενικότερος. Η οικουμενικότητά του χαρακτηρίζεται από το ενορατικό βάθος με το οποίο φωτίζει την ανθρώπινη υπόσταση, ενώ εκείνη ενός ρεαλιστικού μυθιστορήματος, π.χ. το «Πόλεμος και ειρήνη» του Τολστόι, διακρίνεται πιο πολύ για την οικουμενική του πληρότητα. Και τα δύο, βάθος και πληρότητα, καθιστούν ένα έργο σημαντικό. Και όμως πρόκειται σ’ αυτές τις περιπτώσεις για ηθικής και όχι αισθητικής φύσεως αξίες, αφού ισχύουν εξίσου για φιλοσοφικά, επιστημονικά και γενικά διδακτικά έργα. Εκείνο που προσμετρείται είναι η ποσότητα ουσίας, που αποσπάται από το έργο ως εμπειρία ή γνώση και βιώνεται ως πνευματικός εμπλουτισμός, χωρίς όμως να έχει να κάνει με την ποιότητά του.  Η καλλιτεχνικότητα ενός έργου δεν έχει τίποτε να κάνει με τη σημασία του. Βασίζεται αποκλειστικά πάνω στην αισθητική ποιότητα της ίδιας της μορφής.

Στη θεώρηση του jenesaisquoi, είχαμε πει ότι σ’ εποχές κλασικού ύφους αυτή η ποιότητα αναζητήθηκε στην κατεύθυνση της ιδανικής νόρμας. Όσο πιο κοντά στην υποτιθέμενη νόρμα  έρχεται ένας καλλιτέχνης, τόσο περισσότερο απομακρύνεται από τη μέση κανονικότητα της φύσης και τόσο υψηλότερα εκτιμάται η πρωτότυπη επίδοσή του. Μέτρο σ’ αυτό είναι ο βαθμός

 

τελειότητας. Μόλις όμως το στυλ μιας εποχής φτάσει ένα γενικό επίπεδο υψηλής τελειότητας, το φτάσιμο στο ίδιο τούτο επίπεδο δεν γίνεται πια αντιληπτό ως απόκλιση από την κανονικότητα. Συνεπώς δεν αναγνωρίζεται ως επίδοση. Τώρα ο αποδέκτης προσλαμβάνει την διαρκώς πανομοιότυπη μορφική τελειότητα ως μη πρωτότυπη, στείρα και ανιαρή. Γι’ αυτό πρέπει πλέον ο καλλιτέχνης να προσπαθήσει να αυξήσει την αισθητική ποιότητα προς την αντίθετη κατεύθυνση, προσφέροντας πρωτοτυπία μέσω της απόκλισης από το κανονικό. Δεν πρέπει βέβαια τούτο να είναι ούτε μια απλή αστοχία από το κανονικό, μήτε μια σκόπιμη παραβίασή του. Πολύ περισσότερο, το έργο πρέπει ν’ αφήνει να γίνεται αντιληπτή μια νέα μορφή γλώσσας, που να μπορεί να την καταλαβαίνει κανείς με τη γραμματική της παλιάς. Αλλιώς δεν θα μπορούσε η πολλαπλότητα της καινούργιας μορφής να απομειωθεί και η αισθητική απόλαυση θα εξέλειπε. Προϋπόθεση φυσικά είναι μια διαφορά πολλαπλότητας που είναι τόσο μεγαλύτερη, όσο τελειότερα μορφοποιημένο είναι το έργο. Πλήρης όμως μορφοποίηση σημαίνει τελειότητα, σε μια καινούργια βέβαια γλωσσική μορφή.

Εκ τούτου προκύπτει ότι τελειότητα και πρωτοτυπία συνδέονται αδιαχώριστα. Και τα δυο μαζί κάνουν το jenesaisquoi ενός καλλιτεχνικού έργου. Ό,τι παρουσιάσαμε  πιο πάνω ισχύει για όλες τις τέχνες στον ίδιο βαθμό. Ακόμη και στη Μουσική, ένα έργο όπως η πέμπτη συμφωνία του Μπετόβεν, περιέχει μεγαλύτερη βιωματική ποσότητα, δηλαδή οικουμενική πληρότητα, απ’ ό,τι μια φούγκα του Μπαχ, όσο κι αν έχει την ίδια ή ακόμα και μεγαλύτερη τελειότητα. Πίνακες, όπως η «Γέννηση της Αφροδίτης» του Boticelli, ή η «Αποκαθήλωση» του Rembrandt, λόγω της βιωματικής τους πληρότητας και του βιωματικού τους βάθους, είναι σημαντικότερα από την υδατογραφία «Blauraken-fluegel» του Duerer. Αν και η τελευταία δεν υστερεί σε τελειότητα (καθότι πιο τέλεια δεν ζωγραφίστηκε ίσως μέχρι σήμερα το φτερό ενός πουλιού). Και στην Αρχιτεκτονική ακόμη, στην οποία απουσιάζει εξ ολοκλήρου η σημαντική του νοήματος, υπάρχουν ποσοτικές διαφορές. Έτσι θα σήκωνε πολλή συζήτηση αν η Μητρόπολη του Στρασβούργου είναι σημαντικότερη από την πιθανώς τελειότερη εκκλησία του King’s College στο Καίμπριτζ. Κι αυτό όχι μόνο λόγω του μεγαλύτερου οικοδομι-

 

κού όγκου, αλλά προπάντων λόγω του πλουσιότερα διαρθρωμένου κύριου σώματος του ναού.

 

Τελειότητα και πρωτοτυπία αποτελούν εν τέλει την αισθητική ποιότητα ενός καλλιτεχνικού έργου, ενώ η πληρότητα και το βάθος του παρέχουν σπουδαιότητα. Οι τέσσερις τούτες παράμετροι βρίσκουν εφαρμογή και στη σύγχρονη τέχνη. Αφού όταν ορισμένα έργα ξεχωρίζουν από δεκάδες άλλα, είναι για τον λόγο ότι εκπέμπουν μια πρωτοτυπία και όταν κάποια άλλα επιβάλλουν τη διαχρονικότητά τους, το οφείλουν στα πιο πλούσια νοήματα που εκφράζουν.

 

Η αρχή της απόκλισης

 

Η ηδονή που προκύπτει από την αντίληψη ενός αντικειμένου είναι και η καθαυτό δραστικότητα της τέχνης. Η διδασκαλία της τέχνης που δεν θέτει τούτο στο επίκεντρο, δεν αξίζει να ονομάζεται Αισθητική. Μετά από αυτό το αξίωμα, ας ρίξουμε ακόμη μια ματιά στις τρεις πηγές ηδονής της τέχνης κι ας διερωτηθούμε αν λειτουργεί και στις τρεις η ίδια βασική αρχή. Αν η ηδονή απορρέει εξίσου από την αύξηση ή τη μείωση του επιπέδου ψυχικής διέγερσης, τότε ενδοσκοπικά μπορεί κάτι τέτοιο να συγκριθεί με παράσταση των αισθημάτων πάνω σε μια αιώρα. Όπως βέβαια από προσωπική πείρα ξέρουμε, νιώθουμε ένα ηδονικό «πτερύγισμα στο στήθος» κάθε φορά που η αιώρα ανεβαίνει ψηλά, το ίδιο φυσικά κι όταν απομακρύνεται. Εντελώς παρόμοιο συμβαίνει και στην αντίληψη της τέχνης. Για να μπορέσουμε να νιώσουμε καθόλου ηδονή, πρέπει κατ’ αρχάς να αποσπαστούμε, σαν ένα εκκρεμές, από την κατάσταση ηρεμίας. Πρέπει δηλαδή το καλλιτεχνικό έργο να μας φέρει αντιμέτωπους με κάτι το οποίο αποκλίνει από την αναμενόμενη κανονικότητα. Το απλό γεγονός ότι ένας άνθρωπος τραγουδά και δεν μιλά, χορεύει αντί να βαδίζει, μας μιλά με στίχους και έντεχνη πρόζα αντί με την καθημερινή γλώσσα, τραβά το εκκρεμές εντός μας πολύ πιο έξω από την κατάσταση ησυχίας.

Το ίδιο ισχύει για τη ζωγραφική και τη γλυπτική. Κάθε αντικείμενο που λόγω μορφοποίησης αποκλίνει από την συγκριτικά

 

άμορφη κατάσταση των κοινών αντικειμένων, μας ανεβάζει το επίπεδο διέγερσης. Αν στο εσωτερικό μας εκκρεμές εμποδιζόταν η επιστροφή πίσω στη θέση ηρεμίας, θα μεταβαλλόταν γρήγορα το ευχάριστο «πτερύγισμα στο στήθος» σε δυσάρεστο στερητικό αίσθημα.

 

Η καθαρτική εκτόνωση της έντασης στο δράμα και το μυθιστόρημα και η μείωση της δομικής πολλαπλότητας ενός ποιήματος σ’ ένα υπόλοιπο πολλαπλότητας, φροντίζουν ώστε ν’ αποφεύγουμε τέτοια ψυχική κατάσταση στέρησης. Σ’ αυτόν τον στοιχειώδη μηχανισμό βασίζεται κάθε καλλιτεχνική σύλληψη και κάθε τέχνη γενικότερα. Με απροσδόκητα θέματα, μοτίβα και εκφραστικά μέσα, καθότι αποκλίνοντα από το συνήθως αναμενόμενο, οδηγούμαστε πρώτα σε υπέρβαση του εαυτού μας και – μέσω της μείωσης της πολλαπλότητας – επιστρέφουμε ύστερα στην κανονική μας κατάσταση. Έχουμε μ’ αυτόν τον τρόπο καθαρτικά εκτονωθεί και νιώθουμε ανακούφιση.

 

Υπέρβαση ορίων

 

Ονομάσαμε την τέχνη «έναν ουτοπικό κήπο, ο οποίος καταστρώνει τα όνειρα της κοινωνίας … πέραν των ορίων του κατεστημένου, μέσα σ’ έναν χώρο ελευθερίας». Βλέπει ως φυσικό της χώρο το σύνορο μεταξύ εκείνου που ο πολιτισμός έχει ήδη καθυποτάξει και της terra incognita εκτός αυτού του χώρου. Ακόμη κι αν η τέχνη δεν πρέπει απαραίτητα να είναι πρωτότυπη, περιμένουμε εντούτοις έστω και με τα δοκιμασμένα μέσα να αποσπά καινούργιο έδαφος από τον ωκεανό του αδιαμόρφωτου και να το ντύνει με μια τελειωμένη μορφή. Γι’ αυτό ένα σημαντικό κριτήριο ποιότητας είναι ο βαθμός υπέρβασης των ορίων και το πέρασμα σ’ έναν ελεύθερο χώρο. Η καλή λογοτεχνία δεν πρέπει να εξαντλείται στην επανάληψη προηγούμενων μορφικών περιβλημάτων. Πολύ περισσότερο περιμένουμε να πλάθει καινούργια αντικείμενα, θέματα και προσεγγίσεις, που να μπορεί να τα βιώσει ο αναγνώστης. Βασικά αυτή η απαίτηση είναι αυτονόητη. Καθότι, ακόμη και αναγνώστες προσανατολι-

 

σμένοι στη ψυχαγωγική λογοτεχνία, αναμένουν από ένα βιβλίο κάτι καινούργιο που δεν γνωρίζουν.

 

Η υπέρβαση των ορίων φαίνεται σήμερα να είναι με μεγάλη απόσταση το υπ’ αριθμόν ένα αξιολογικό κριτήριο. Όλα τα άλλα κριτήρια (τελειότητα, αρμονία, οικουμενικότητα, αμφισημία, ακόμη και η αυθεντικότητα), ή έχουν χάσει την αξία τους με την εμπορευματοποίηση της αισθητικής, ή περιορίστηκε η δραστικότητά τους με την περιθωριοποίηση της τέχνης. Έτσι δεν απομένει στον καλλιτέχνη τίποτε άλλο πια, παρά η αναζήτηση ορίων που μπορεί να υπερβεί. Στην πραγματικότητα δεν υπάρχουν και πολλά τέτοια. Τα όρια της μορφής, που παραδοσιακά τέθηκαν από την αρχαιότητα μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα, έχουν ήδη υπερπηδηθεί από τον Ντανταϊσμό πριν από ογδόντα περίπου χρόνια. Τα τελευταία προς υπέρβαση όρια φαίνεται να είναι το ταμπού του γυμνού και το ούτως καλούμενο καλό γούστο. Δεν θα μπούμε όμως αναλυτικά στις εφαρμογές αυτής της προσπάθειας.

 

Το κάτι τι

 

Ακόμη κι αν βρίσκαμε σ’ ένα καλλιτεχνικό έργο όλα τα κριτήρια ποιότητας που προαναφέραμε, θα μπορούσε πάλι να μη μας αρέσει. Μπορεί να είναι μορφικά τέλειο, μ’ εκφραστική δύναμη και παγκοσμιότητα, πρωτότυπο και σύνθετο, με αμφισημία και αντοχή στο πνεύμα της εποχής, και πάλι να μη μας μιλήσει. Ένα κάτι τι φαίνεται να του λείπει. Τον 17ο και 18ο αιώνα εκφράστηκε τούτο στη βιβλιογραφία της αισθητικής και της κριτικής της τέχνης με τον τύπο της Γαλλικής «jenesaisquoi» (δεν ξέρω τι), τύπο που χρησιμοποιήθηκε κατ’ ακρίβειαν για πρώτη φορά από τον Demoiselle de Gournay (1566-1645), το έτος 1590. Προφανώς για να ζωντανέψει πραγματικά ένα καλλιτεχνικό έργο, εκτός από την τέλεια τεχνική επεξεργασία, χρειάζεται ακόμη κάτι, που δεν μπορεί με ακρίβεια να καθοριστεί. Αλλά κι αν δεν καθορίζεται με ακρίβεια, είναι εντούτοις ένα γενικότερα γνωστό φαινόμενο. Και η ίδια η καθημερινή εμπειρία διδάσκει ότι μια ελάχιστη απόκλιση από την τελειότητα επαυ-

 

ξάνει κατά περίεργο τρόπο την αισθητική δραστικότητα. Μια απολύτως τέλεια μορφή, φαίνεται να υποπίπτει τόσο εύκολα, χωρίς αντίσταση, στην αντίληψή μας, ώστε να μην αφήνει να νιώσουμε την ψυχική ανακούφιση του συστήματος με το οποίο αντιλαμβανόμαστε τα καλλιτεχνικά ερεθίσματα. Μόνον όταν μέσω απόκλισης δημιουργείται μια αντίσταση, που επιβάλλει μεγαλύτερη συγκέντρωση, νιώθουμε μετά ηδονική ανακούφιση από την  αναγνώριση της μορφής.

Μπορεί κάποιος να επιβεβαιώσει το παραπάνω, παίρνοντας για παράδειγμα το πιο αυστηρά μορφοποιημένο λογοτεχνικό είδος, την ποίηση δηλαδή. Τα ποιήματα με την πιο λεία και στρογγυλεμένη μορφή έχουν κατά κανόνα μικρότερη δραστικότητα από εκείνα, τα οποία, χωρίς να προδώσουν τη μορφή, παρουσιάζουν κάποιες τραχύτητες και τριβές. Σημαντικό είναι αυτές οι μικροπαρεκκλίσεις να είναι απρόβλεπτες. Διότι αλλιώς θα τις ανέμενε κάποιος να έλθουν ως μέρος της μορφής, με αποτέλεσμα να μη δημιουργείται ένταση, συνακόλουθη εκτόνωση και αισθητική ηδονή. Στην ανάγνωση ποιημάτων προτείνουμε την αναζήτηση αποκλίσεων από την κανονικότητα, και ρωγμών. Δεν έχουν όλα τα ποιήματα ρωγμές, αλλά σχεδόν πάντα έχουν κάτι που τους προσδίδει τη δύσκολα καθορίσιμη γοητεία τους. Το ότι ένας καλλιτέχνης μπορεί με τη δύναμη της έμπνευσής του να εμφυσήσει ζωή σε άψυχο υλικό, είναι μια πολύ παλιά αντίληψη. Για την αξιολόγηση του ποιητικού υλικού αρκούν ίσως τα γενικότερα γνωστά κριτήρια: τελειότητα, αρμονία, εκφραστικότητα, οικουμενικότητα, πρωτοτυπία, πολλαπλότητα, αμφισημία, αυθεντικότητα, αντοχή, υπέρβαση των ορίων. Όλα αυτά προέκυψαν από μια παράδοση, στην οποία λειτούργησαν και είναι ακόμα ζωντανά τα μεγάλα έργα της λογοτεχνίας. Είναι γι’ αυτό που εκείνο το «κάτι τι» πρέπει να υπάρχει σε κάθε καινούργιο έργο, όπως υπάρχει και μέσα στα παλιά λογοτεχνικά αριστουργήματα. Είναι εκείνο που προσδίδει σ’ ένα καλλιτεχνικό έργο τη μοναδικότητα,  που δεν εντάσσεται σε καμιά έννοια. Έτσι, για τις δύσκολα σήμερα αποκαλούμενες καλές τέχνες ισχύει αυτό που είπε ο Καντ: ότι δηλαδή τέχνη είναι κάτι που αρέσει, χωρίς να προσφέρεται άμεσα στην αντίληψη και χωρίς προσμίξεις εξω-αισθητικών ιδιοτελών στοιχείων.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Το βιβλίο   Εξ Αφορμής – Αισθητικές Προσεγγίσεις,

εκδόθηκε το 2014 από τη NEGRESCO Βιβλιεκδοτική

σε 250 αντίτυπα για λογαριασμό του συγγραφέα.