” Αιχμάλωτος του Τώρα” του Κώστα Αρμεύτη

 

Ο ΑΙΧΜΑΛΩΤΟΣ ΤΟΥ ΤΩΡΑ – γράφει ο Ανδρέας Πετρίδης
2010

Το μυθιστόρημα Ο Αιχμάλωτος του Τώρα, του Κώστα Αρμεύτη, από καθαρά λογοτεχνική σκοπιά συνιστά μια ενδιαφέρουσα κατάθεση στην Κυπριακή πεζογραφία Η γραφή του χαρακτηρίζεται από ζωντανή και παραστατική αφηγηματικότητα, με όχημα πάντα ένα σπαρταριστά γλαφυρό ύφος και μια πολυεπίπεδη αυτοσαρκαστική στοχαστικότητα.
Πέραν των γλωσσικών και εκφραστικών αρετών του, ακόμα και με πενιχρή εξωτερική πλοκή κατορθώνει να δημιουργήσει ένα ολοδικό του παρθενικό κόσμο, γεμάτο απτή ύλη και βιωματική εμπειρία. Αναπτύσσει πειστικά και με έντονα προσωπικό ύφος έναν εσωτερικό ψυχο-πνευματικό μύθο, τον οποίον και μας προτάσσει ως υπαλλακτικό τρόπο ζωής.
Είναι ένα σύγχρονο στη δομή και τα μέσα του μυθιστόρημα, που κρατά αδιάπτωτο το ενδιαφέρον και την προσοχή μας. Η επιμονή κι η αφοσίωσή του στην ανάδειξη του ταπεινού και της λεπτομέρειας, όχι μόνο μας συγκινεί, αλλά προσδίνει στον βιωμένο υλικό κόσμο του μια πνευματικότερη διάσταση. Γίνεται διαρκώς αισθητή μια εκ των πραγμάτων αναθρώσκουσα υπαρξιακή αύρα, πιο δραστική ακόμα κι από τις συχνές και άμεσες φιλοσοφικές του διανοίξεις… Οι οποίες ευτυχώς σπάνια αυτονομούνται ή μας κουράζουν, γιατί προσλαμβάνονται κατά περίεργο τρόπο ως απολογισμός και απόρροια της πλούσιας κι εσωστρεφούς αφηγηματικής ροής.
Ο συγγραφέας – ήρωας του ιδιόμορφου αυτού μυθιστορήματος, ως συγκαιρινός πνευματικός Ροβινσώνας, κατορθώνει τελικά με τον λόγο να εξυψώσει ένα πρωτόγονο σχεδόν κι αρχαϊκό βιοτικό περιβάλλον σε διαχρονικότερο σύμβολο της υπαρξιακής αγωνίας του. Πετυχαίνει προπάντων αυτό τον στόχο, όχι τόσο με τα μέσα της στεγνής γνωσιολογικής τεκμηρίωσης, αλλά πιο πολύ έμμεσα με τη λογοτεχνική υποβολή, δηλαδή με αισθητικά μέσα. Κι αυτό είναι το κύριο ζητούμενο.
Προσωπικά ως αναγνώστης, γυροφέρνοντας κάποτε με τη φαντασία μου στο Αιγαίο – ομολογώ, πως αν περνούσα τυχαία από ‘κείνα τα μέρη όπου εκτυλίσσεται ο μύθος του – θα μ’ έτρωε πολύ η περιέργεια να μού ’δειχνε κάποιος πού είναι η Νεάπολη, και πού είναι ψηλότερα το Μεσοχώρι, με το Φαρακλό και τις Καστανιές παραπίσω… Όπως ακριβώς μου συμβαίνει συχνά με τη Σκίαθο, όπου νοσταλγώ για παράδειγμα να κάνω περιηγητική αυτοψία στους ταπεινούς και λατρευτούς τόπους των ανεπανάληπτων διηγήσεων του κοσμοκαλόγερου της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Έτσι καταδεικνύεται πώς απαθανατίζεται ένα μέχρι χθες ασήμαντο κι άγνωστο μέρος… Μέσω δηλαδή της καταξιωμένης καλλιτεχνικής δημιουργίας.

Κι αφού εκφράστηκα ανακεφαλαιωτικά στην αρχή, παρά στο τέλος όπως συνηθίζεται, θα αιτιολογήσω πιο συγκεκριμένα και με δειγματολογική τεκμηρίωση τα στοιχεία της πεζογραφικής του γραμμής, που με συγκίνησαν ιδιαίτερα. Μια συγκίνηση φυσικά όχι ρηχά συναισθηματική, αλλά βαθύτερα υπαρξιακή, εμποτισμένη με την αισθαντικότητα μιας πρωτογενούς συναίσθησης του φαινομένου της ίδιας της ζωής.
Ο Κώστας Αρμεύτης αναζητεί εθελούσια και πρακτικά τη διάσωση και τη δημιουργική βίωση της αυθεντικής του οντότητας… Η οποία οντότητα κινδυνεύει να εκμηδενιστεί μες στα σαγόνια μιας μαζικοποιημένης και υλοκρατούμενης κοινωνίας. Το μυθιστόρημά του, ενώ καταθέτει μερικές φορές κάπως εκτεταμένα κι αναλυτικά την υπαρξιακή του αναμέτρηση – με την ανάλογη λογοτεχνική διακινδύνευση – κατορθώνει εν πολλοίς ν’ αντισταθμίζει αυτή τη στοχαστικότητα, εμποτίζοντάς την με μια έντονα υποβλητική πνοή… Η πνοή τούτη μαγεύει και συνεπαίρνει τον αναγνώστη, ιδιαίτερα στα μέρη εκείνα του κειμένου, όπου η περιγραφή της φύσης και η επαφή με τον περιβάλλοντα χώρο δημιουργεί μιαν ατμόσφαιρα εξαίσια λυρική. Καταθέτω το πρώτο απόσπασμα:

Επιτέλους είχα μια μικρή στέγη να προστατεύει εμένα και τις σκέψεις μου. Εκεί έξω την προηγούμενη νύχτα ήμουν ένα παιδί του σύμπαντος, ένα μόριο ενός άγνωστου γαλαξία. Εδώ τώρα, αν και τα πράγματα περιορίζονταν στους τέσσερις τοίχους και τη σκεπή, μου έδιναν και πάλι το συναίσθημα ότι ξαναποκτούσα πια την παλιά μου ταυτότητα, την ταυτότητα των πιο νεανικών μου χρόνων πριν έρθω στην Αθήνα και τη χάσω μέσα στο ανώνυμο πλήθος. Εδώ τώρα ήμουν ο ναυτίλος του δικού μου καραβιού και μπορούσα να πλέω όποτε ήθελα στο αρχιπέλαγος της δικής μου σκέψης. Εδώ ήμουν ο άφοβος δύτης και μπορούσα να καταδυθώ στους δικούς μου, προσωπικούς, εσωτερικούς βυθούς, σ’ αυτούς που ανήκαν μόνο σ’ εμένα. Εδώ λοιπόν θα τους εξερευνούσα μέρα και νύχτα και θα κατέγραφα την παράξενη ομορφιά τους. Θα έφερνα ξανά στο φως τους κρυμμένους θησαυρούς τους και θα ξαναζωντάνευα τα μυστήριά τους.

Όπως αντιληφθήκατε, πρόκειται για ένα βιβλίο περισσότερο εσωτερικής πνευματικής αυτοβιογραφίας, όπου τα εξωτερικά γεγονότα και διαδραματιζόμενα επέχουν μόνο τον χαρακτήρα της ρεαλιστικής αφόρμησης ή και τον ρόλο του δευτερεύοντος σκηνικού.
Αυτά τα δύο επίπεδα εκτυλίσσονται παράλληλα και συχνά αντιπαραβαλλόμενα, δίνοντας στον αναγνώστη δυνατό το κίνητρο μιας ελκυστικής μέχρι το τέλος ανάγνωσης. Η σύνδεση με την σύγχρονη υλιστική και αγχώδη πραγματικότητα είναι εκεί – και συμβαίνει με περιστασιακές σύντομες επισκέψεις γνωστών και φίλων, όπως κι οι οραματισμοί κι οι περιγραφικές του εξάρσεις μέσα στις πολυποίκιλες εκφάνσεις του μεγαλείου της φύσης, εναλλάσσονται κι αυτές με αναφορές και εύστοχα σχόλια σε τρέχοντα γεγονότα της Κυπρο-ελλαδικής και της διεθνούς επικαιρότητας. Όλα όμως τούτα λειτουργούν απλώς ως εμβόλιμα, που μαζί με διακειμενικές, γλαφυρές και αυτοσαρκαστικές αναφορές σε μεγάλους της παγκόσμιας λογοτεχνίας, δίνουν στην αφηγηματική τεχνική του Κώστα Αρμεύτη μια σχεδόν αυτοσχέδια και άνετη υφή. Οι κορυφαίες φυσικά στην αισθητική τους απόδοση στιγμές του, ανήκουν στις γεμάτες αισθαντικότητα και λυρισμό περιγραφές των πραγμάτων και φαινομένων τριγύρω . Ποτέ δεν δίνεται η αίσθηση της αχρείαστης και άσκοπης σχολαστικότητας, όπως συμβαίνει κατά κανόνα σε παρόμοιες περιπτώσεις, αντίθετα οι εικόνες εκρέουν παραστατικά απ’ την πένα του, διαποτισμένες από μια θαυμαστική ποιητική διάθεση. Να ,ένα τέτοιο δείγμα:
Η νύχτα έρχεται στ’ ακροδάχτυλα, μα βιαστική πατώντας. Χαμοσέρνονται οι σκιές ψηλαφητά, αναζητώντας γωνιές, φαράγγια, πλεύρες να κουρνιάσουν. Οι τελευταίοι παλμοί της μέρες κατασιγάζουν στα χαμόκλαδα. Στις φυλλωσιές των δέντρων, απλόχωρα στου αλαφρού ανέμου το χάδι πουλιά σιγονανουρίζονται. Φαντάζομαι πως κι οι δείχτες των ρολογιών αυτή την ώρα διπλώνουν τις φτερούγες τους. Και το κάθε χορταράκι αχνοπροσεύχεται, βουλιάζοντας στην προσμονή της άλλης μέρας. Το σκοτάδι, που όλο και προχωρά και απλώνεται τριγύρω, αφήνει κι ένα τριζόνι σε κάθε δρασκελιά του. Το κάθε μικρό εκείνο έντομο με τη σειρά του αμολάει μήνυμα λαχτάρας διαπεραστικό, σημαδεύοντας έτσι την αχαρτογράφητη μαύρη θάλασσα που θ’ ακολουθήσει.

Το μυθιστόρημα Ο Αιχμάλωτος του Τώρα, απασχόλησε τον συγγραφέα, καθώς γνωρίζω, αρκετά χρόνια. Κι αυτό δεν είναι τυχαίο. Γιατί ο μύθος του δεν είναι εφεύρημα κι οι προβληματισμοί του δεν έχουν λόγιο χαρακτήρα. Το σώμα των κειμένων και των στοχασμών του νοιώθουμε να έχει προϋπάρξει και απασχολήσει τον Κώστα Αρμεύτη, πολύ προτού πάρει λογοτεχνική σάρκα και οστά στις σελίδες αυτού του βιβλίου. Αποτελεί μπορούμε να πούμε, το βιωμένο υπαρξιακό έπος ενός ανθρώπου, που θέλει να ζήσει ελεύθερα και δημιουργικά την ευκαιρία της ζωής, που του δόθηκε. Σπάζει με πίστη και αποφασιστικότητα το καταπιεστικό φράγμα της συγκαιρινής αστικοποιημένης αιχμαλωσίας, κι αναζητεί στωικά στην αγκάλη της φύσης ένα ουσιαστικότερο νόημα. Η στέρηση κι η σωματική κακουχία δεν τον πτοούν, ενθαρρύνεται αντίθετα και σκληραγωγείται, αποκτώντας μια βαθύτερη κι αληθινότερη σχέση με τα διαρκώς εναλλασσόμενα γύρω του φυσικά στοιχεία. Κατακτά με τούτο τον τρόπο και συναισθάνεται τη μοναδικότητα κάθε στιγμής, όπως διαμορφώνεται στο μικροπεριβάλλον του απτού ένυλου κόσμου. Είναι τέτοιες στιγμές που το προσωπικό έπος εκπέμπει μια αδιόρατη αλλά πολύ δραστική αύρα γενικότερης και διαχρονικότερης ισχύος, που συγκινεί και διαπερνά με ρίγος τον δεκτικό αναγνώστη. Παραθέτω ακόμα ένα χαρακτηριστικό κομμάτι:

Αν κάποια στιγμή κάτι δεν πάει καλά με τον πολιτισμό μας, αν αρχίσουμε να οπισθοχωρούμε ή κι αν περιπέσουμε απότομα στον πρωτογονισμό, νομίζω δε θα δυσκολευτούμε σε μία και μόνο νύχτα να προσαρμοστούμε. Εγώ, τον λίγο καιρό που είμαι εδώ πάνω, έμαθα να παρατηρώ τη φύση και να προβλέπω με σιγουριά τον καιρό. Από τα πουλιά και τα έντομα, το θρόισμα των φύλλων στα δέντρα μέχρι και τις αποχρώσεις και το σχήμα των συννέφων. Επίσης τη θέση τους στα σημεία του ορίζοντα και την ταχύτητα μετακίνησής τους.

Ταυτιζόμαστε εύκολα κι ευδαιμονούμε ταξιδεύοντας μέσα από τέτοιες παραμυθένιες και παρηγορητικές σελίδες, γιατί τις έχουμε όλοι ανάγκη, κι όλοι νοσταλγούμε τον χαμένο παράδεισο της πρωτοσυμπαντικής μας μνήμης. Κι αν είναι αδύνατη μια διαρκέστερη ανατροπή, εμείς παίρνουμε απ’ την ανάγνωση μιαν αναζωογονητική ανάσα, αραιώνοντας υποφερτά το σύγχρονο άγχος. Κι είναι τούτο μια σημαντική προσφορά της γνήσιας τέχνης, να μεταδίδει ριγηλά και βαθύτερα την αίσθηση μεταρσίωσης και εσωτερικής ευεξίας, ώστε να συνειδητοποιούμε καλύτερα τη θέση μας στον κόσμο και να προβαίνουμε σε διορθωτικές κινήσεις… Να κρατούμε στο μέτρο μια καρτερική και σώφρονα ισορροπία ανάμεσα στο άχθος των συμβατικών υποχρεώσεων και στις ανάγκες της άδολης και ονειροπόλας ψυχής μας. Μας το θυμίζει συχνά ο Κώστας Αρμεύτης:

Είχα ονειρευτεί να γίνω ένας μοναχικός θαλασσοπόρος, που κρατώντας σφιχτά το τιμόνι ενός ιστιοφόρου, θ’ άνοιγα δρόμους μέσα στο πέλαγος, δρόμους που κανείς πριν δεν τους είχε ταξιδέψει, σε χάρτες λευκούς που δεν τους είχε ακόμα πληγώσει πυξίδα, και θα έφτανα σε τόπους που θα με υποδέχονταν σαν γυναίκες μ’ αγκάλες έως τότε αναντάμωτες και κόρφους αφίλητους. Να που τώρα ευδόκησε ο Θεός ν’ ανοίξω ένα δρόμο κι ας μην ήταν τόσο μακρύς, κι ας μην ήταν στη θάλασσα, αλλά εδώ στην αμαρτωλή στεριά. κι ας μη βαστούσα σφιχτά το λατρεμένο ξύλο στο τιμόνι ενός ιστιοφόρου, παρά μονάχα το στειλιάρι μιας τσάπας και τη λαβή στο σιδερένιο βατοκόπι μου.

Διαβάζουμε τελικά ένα βιβλίο 350 τόσων σελίδων χωρίς να μας ενδιαφέρει ουσιαστικά η εξωτερική πλοκή. Αυτή, όπως αναφέραμε και προηγουμένως, είναι επουσιώδης και χρησιμεύει απλά στο στήσιμο ενός βασικού σκηνικού. Η πραγματική φυσικά δράση εκτυλίσσεται αλλού. Ανευρίσκεται εύκολα στη νοσταλγική εικονοπλασία και τις τελετουργικές περιγραφικές κινήσεις για την επάνοδο της ταλαιπωρημένης ψυχής στο φυσικό της σπίτι, στην πρωταρχική ελευθερία της μάνας φύσης. Οι ιδέες που υποβάλλονται ή κι αναπτύσσονται στην πορεία, μόνο σε μερικές περιπτώσεις δεν αισθητοποιούνται επαρκώς, με την πλάστιγγα να γέρνει προς τον φιλοσοφικό στοχασμό. Ο συγγραφέας συνήθως διακόπτει εγκαίρως παρόμοια ξανοίγματα, διοχετεύοντας και εξατμίζοντας τον διαλογισμό του σε μοναδικής έντασης αισθητηριακές προσλήψεις. Που και που πάλι κάνει ένα σύντομο απολογισμό, ταλαντευόμενος διαλεκτικά ανάμεσα στον ρεαλισμό και την ονειροπόληση:

Αν μείνω ακόμη κάποια χρόνια εδώ, θα έρθει κάποια μέρα που θα είμαι ο μόνος επιζών σ’ αυτό το στοιχειωμένο χωριό. Δε θα με πείραζε καθόλου νομίζω, και θα ένοιωθα πολύ καλά και θα προσπαθούσα να το απολαμβάνω, όπως το απολαμβάνω και τώρα. «Μια καθαρή και αγνή ψυχή ανάμεσα στα χαλάσματα» είναι μια από τις αγαπημένες μου σκέψεις που περνούν από το μυαλό μου, και με διασκεδάζουν όταν ξυπνώ καμιά φορά μέσα στη νύχτα και προσπαθώ προς στιγμήν να εντοπίσω πού βρίσκομαι.
Η ζωή μου εδώ πάνω μάλλον μοιάζει να είναι ένα αταχυδρόμητο γράμμα, γι’ αυτό ας προσπαθήσω να βγει καλογραμμένο. Μπορεί να’ ναι κι ένα μικρό κομμάτι απ’ το μεγάλο βιβλίο του πλανήτη με τον τίτλο «Ζωή», με τα τόσα κεφάλαιά του, που για ένα μικρό μέρος του μόνον εγώ είμαι υπεύθυνος, αλλά μου ανήκει. Κι αν ακόμη εμάς, τα εκατομμύρια ασήμαντους ανθρώπους, δε βρεθεί κάποιος να μας διαβάσει, σίγουρα κάποια στιγμή θα μας διαβάσει ο Θεός, σαν ανοιχτό σε όλες τις σελίδες του βιβλίο, με πάσα λεπτομέρεια.

Το μυθιστόρημα «Ο Αιχμάλωτος του Τώρα» του Κώστα Αρμεύτη αξίζει να προσεχτεί και να διαβαστεί όσο το δυνατόν από περισσότερους. Αποτελεί μια ιδιαίτερη περίπτωση για την πεζογραφία μας, αφού προσφέρει αισθητική ποιότητα και υπαρξιακή μυσταγωγία, απαλλαγμένη από ρηχούς συναισθηματισμούς κι εντυπωσιασμούς κοινότοπης και ανούσιας δράσης. Η γραφή του ζωντανή και ανάλαφρη, μας μεταγγίζει πνευματικούς χυμούς με πηγή τις πρωταρχικές ρίζες των πραγμάτων. Κι η εσωστρεφής του αναζήτηση νιώθουμε να’ ναι και δική μας υπόθεση, που την έχει εκφράσει με τον πειστικότερο τρόπο. Στο μεγαλύτερο μέρος αυτής της αφήγησης, μπόρεσε τελικά να περάσει ένα λογοτεχνικά πρωτότυπο και προσωπικά διακριτό στίγμα. Σας δίνω, πριν κλείσω, και την εύστοχη κατακλείδα αυτού του βιβλίου:

Σκέφτομαι όμως τώρα, πως κι αν όλα χαθούν, κι η ζωή κι ο άνθρωπος εξαφανιστούν από το σύμπαν, πάντα θα υπάρχει- δε γίνεται- σίγουρα θα υπάρχει μια δυνατότητα να ξαναρχίσουν όλα απ’ την αρχή. Υποθέτω ότι απλά μόνο θα σβήσουν προσωρινά σ’ ένα παρόν, όπως κλείνεις κάποια στιγμή τα εξώφυλλα ενός βιβλίου.

Κρατούμε τελικά με ικανοποίηση το επίτευγμά του συγγραφέα να μας αναζωογονήσει με λογοτεχνικά μέσα, εμβαπτίζοντάς μας στα νάματα μιας βαθύτερης κι αισθαντικότερης θέασης του κόσμου.
Ανδρέας Πετρίδης, Πάφος 01.11.2010