Ποίηση Νίκου Ορφανίδη – επιλέγει ο Ανδρέας Πετρίδης

Ο υπερβατικός λόγος του Νίκου Ορφανίδη –
Η αυθεντικότητα ως ζητούμενο

ΠΕΝΤΕ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
ΤΗΣ ΕΑΡΙΝΗΣ ΑΙΘΡΙΑΣ

Απόψε
η Περσεφόνη βουλιάζει
γυμνή
στους ιριδισμούς του θανάτου.

Τον άλλο χρόνο
ταξίδεψες
στη δυναστεία των ουρανών
με το κορμί ανοιγμένο
στον ορίζοντα.
Τώρα
τα βλέφαρά σου
μετρούν την απελπισία
της ξεχασμένης αφής μας.

Τώρα
η γη
ταξιδεύει στο κορμί
της θύμησης
και το αντικρυνό βουνό
ακίνητο
μας ευτελίζει.
Τώρα
το πρόσωπό σου

σεντόνι
απλωμένο
στο μοιρασμένο ουρανό
της πατρίδας μου.

Οι ψυχές μας
σπασμένα μάρμαρα
στη βασιλεία του ήλιου.

ΝΥΧΤΕΡΙΝΟ

Απόψε
περιφέρομαι στη βυθισμένη γειτονιά μου
σπίτια κατάκλειστα
κι η σιωπή παραμορφωμένη
εδώ
που το φεγγάρι
απομακρύνεται ολόγυμνο
κρατώντας
ένα μάτσο γιασεμιά μαδημένα.

Τα Τραγούδια της Περσεφόνης, 1979

Ο ΛΟΓΟΣ

Κοίταξα την πρωινή χλόη
ένα ουράνιο αντιφέγγισμα να την περιχύνει.
Κι ευθύς
τα πόδια του Αγίου της σκήτης να γεμίζουν πληγές
αγκάθια να περπατούν στα δάχτυλα
νέφος ακρίδες να τον σκεπάζουν,μια φλόγα πυρός να ταξιδεύει
πίσω από τους βράχους των βουνών.
«Καιρός να σπείρουμε το λόγο σου, Κύριε», ψιθύρισε
πύρινες ανταύγειες να τον ντύνουν
μηχανές μαρτυρίου ν’ ακονίζουν το σώμα του
οιμωγές ανθρώπων ν’ ανηφορίζουν
το νυχτωμένο στερέωμα του θόλου.
Κι ο Άγιος της σκήτης
ένα δάκρυ λυτρωτικό
να του αυλακώνει το πρόσωπο
ανοιγμένες βρύσες εωθινού ύδατος
να τον περιχύνουν
κισσοί και πλατάνια να του ισκιώνουν το σώμα.

Κι εγώ διψασμένος γέμισα νερό τις φούχτες,
ένα σμήνος σπουργίτια
να συνοδεύουν τον όρθρο της μέρας.

ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΗΣ ΣΚΗΤΗΣ

Το φως

Βούτηξες τα δάχτυλα στο φως
και σμήνος πουλιά κατέβηκαν
στον άρτο που άπλωσε η παλάμη σου.
Ψιθυρίζοντας αίνους αγγέλων
ανηφόρισες
το ραγισμένο μου πρόσωπο.

Την άλλη μέρα
λευκασμένοι χιτώνες

ανέμιζαν στις φυλλωσιές των δέντρων
αναδυόμενα μάρμαρα
να τινάσσουν τα πόδια στον ουρανό
εωθινό άρωμα να τυλίγει το βήμα σου
κι η γη να φορτώνεται πρόωρα άνθη.

«Τι είναι η αγάπη;», σε ρώτησα.
Κι έδειξες το ανθισμένο σου χέρι
κατά το λεύκωμα της μέρας
πουλιά να τη ντύνουν τραγουδώντας
εωθινά άσματα.

«Δεν μπορώ ν’ αντέξω αυτούς τους αιώνες
να τυραννούν το σώμα μου», ψιθύριζα,
«με πόδια βυθισμένα στις ρίζες των νεκρών
να κυνηγώ σκοτεινές νεκροπόλεις
και σκορπισμένα μάρμαρα».

Κι ο άγιος της σκήτης
αδράχνοντας δέσμες φωτός
ένα μπουκέτο ανθισμένα γιασεμιά στα δάχτυλα
ψίθυροι να κατεβαίνουν γιορταστικοί
και ορθρινός δρόσος.
«Αυτός είναι ο αιώνας», φώναξε
«Γεννηθήτω φως».

  Ανατολική Θάλασσα, 1989

ΤΗ ΝΥΧΤΑ

Αργά τη νύχτα
βγαίνουν από το κύμα
όλα τα σώματα που αγάπησες

σου ψιθυρίζουν ξεχασμένους σκοπούς
παίρνουν γραμμή τους στενούς δρόμους
σ’ ακολουθούν
μαζί με το ματωμένο φεγγάρι
ή το άρρωστο φως
μέσα από τις χαραμάδες της πόρτας
ή τους ψηλούς φεγγίτες
κάθονται στα έρημα μπαλκόνια
λέγοντας ιστορίες ως το πρωί
κι έπειτα ανεμίζοντας τα πουκάμισά τους
χάνονται βουβοί στο μακρινό ορίζοντα.

ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ

Τα πουλιά που περίμενες όλο το χειμώνα
χάθηκαν
άπλωσαν τις φτερούγες τους
σε ιστούς και σε κοντάρια
παρελαύνουν αναστενάζοντας
μαζί με τους στρατιώτες που επιστρέφουν
απ’ τη σκοπιά νυσταγμένοι,
ξαγρυπνούν.
Τα πουλιά που περίμενες
ξεστράτισαν σε άρρωστους ουρανούς
κάθονται μαρμαρωμένα
σε καλώδια ηλεκτρικά
σ’ έρημες φωλιές
πάνω σε σύννεφα σκοτωμένα.
Τα πουλιά που περίμενες
τα πήρε ένας κακός καιρός
ενώ στους δρόμους
στάζει μερόνυχτα μια πένθιμη βροχή.

ΚΙΡΚΗ

Όταν σε τύλιξε το απρόσμενο σκοτάδι
όλα τα φίδια που στόλισαν κάποτε τα μαλλιά σου
ξύπνησαν μεθυσμένα
σε ανάρπασαν θυσία για τους μενεξελιούς ουρανούς
κι εσύ ταξιδεύοντας
διαμέλιζες το σώμα σου
χαμένη μέσα σε καπνούς και νυχτερινές ιαχές
ιέρεια μιας στοιχειωμένης μνήμης,
σ’ ακολουθώ εξόριστος αιώνες τώρα
σε ανατιναγμένα κρησφύγετα, ηφαίστεια, πολυβολεία
ανάπηρος
κουβαλώντας την κραυγή που διέρρηξε το στερέωμα
την ώρα που παραδόθηκες σπαράσσοντας στη σφαγή.

ΑΥΡΙΟ

Αύριο θα περάσει η μαύρη βροχή
τα πουλιά που μαρμάρωσαν στα σύρματα
θ’ απογειωθούν ξαφνικά
με την πρώτη αποκάλυψη του φωτός
θα γίνουν κάθετες εξορμήσεις
σκοτώνοντας όλα τα σύννεφα
κι ο άρρωστος ήλιος θ’ αποδράσει
για να γυρίσει πίσω έφιππος
να ξεπλύνει τις στέγες από τη λάσπη
τα σεντόνια θ’ ανεμίζουν ψηλά
σημαίες θα σκεπάσουν τα πρόσωπα των νεκρών,
αύριο θα περάσει επιτέλους κι αυτή η Κυριακή

θα βγούμε και πάλι στους δρόμους
υψώνοντας άσματα χαιρετισμού
φορτωμένοι ουρανούς χρώματα αστραπές
θα πάρουμε ξανά το πρώτο λεωφορείο
που θα διασχίζει την πόλη
κορνάροντας θριαμβευτικά
ενώ χιλιάδες παράθυρα θ’ ανοιγοκλείνουν
δαιμονισμένα.

                      Η άλλη Βιογραφία, 1999

ΜΥΣΤΙΚΗ ΕΞΟΔΟΣ

Έτσι είναι που κάθε βράδυ
ένας Αρχάγγελος καλπάζει στους δρόμους τ’ ουρανού
με τον άνεμο να πυρπολεί τα φυλλώματα των δέντρων
έτσι είναι που ανεβαίνει από τους τόπους της νυχτός
η Παντάνασσα, μέσα στο φως
έτσι είναι που ανασταίνονται και πάλι οι νεκροί
μέσα στο αόρατο φως που πλημμυρίζει τους δρόμους
έρχεται τότες η Λυπημένη
αιώνες λησμονημένη στα τοπία του θανάτου
με το φόρεμά της ν’ ανεμίζει με τα μαλλιά της λυτά
μαζεύει τη βροχή
μαζεύει τα πεσμένα σύννεφα
μαζεύει τα ματωμένα σινδόνια που τύλιξαν το σώμα σου
εισέρχεται ολόκληρη στο φως
μ’ όλους τους αναστημένους
κι έπειτα χάνεται μέσα στο δάσος
μέσα στα πετρωμένα κλαδιά
με τη σελήνη να αναπαύεται γυμνή
μέσα στα δωμάτια της μνήμης.

Ο ΥΠΝΟΣ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ

Ύπνε που παίρνεις τους καημούς
πάρε και τον πατέρα.

Πάρ’ τον στον άσπρο κόρφο σου
μές στις βαθιές σπηλιές σου.

Πάρε και τον πατέρα μας στα σύννεφα
στο άσπρο του πελάγους
ντύσε τον με το βαμβάκι της αυγής
τον ουρανό και τ’άστρα.

Ύπνε που παίρνεις τους λυγμούς
δέξου και τον πατέρα.

Στην αγκαλιά σου πάρε τον
μές στο ζεστό σου κόρφο
γίνε μητέρα και πηγή και όνειρο
για να ξεχάσει δώσε του
το ξόρκι
τη νύχτα με τα μάγια της
τις μαγεμένες βρύσες.

Ύπνε που παίρνεις το κακό
τύλιξε τον πατέρα
στα μαγικά σου σύννεφα
μές στην κροκάτη γάζα
στο μούχρωμα του δειλινού.
Μές στα στεφάνια κρύψε τον
στην αυγινή την ώρα.
« Ύπνε που παίρνεις τα παιδιά
πάρε και τον πατέρα μας»
στο σύννεφο
μές στο γαλάζιο στρώσε του
μαντήλι για να κοιμηθεί.
Η Λυπημένη στο μαγεμένο Δάσος-
  Σύναξις κεκοιμημένων, 2008