Ποίηση Ανδρέα Πετρίδη, ο ποιητής Ανδρέας Πετρίδης

Τρίτη, 18 Αυγούστου 2015

ΑΝΔΡΕΑΣ ΠΕΤΡΙΔΗΣ

 

ΕΝΤΟΠΙΟ ΡΙΓΟΣ  (2013)

ΤΟ ΘΑΜΒΟΣ ΤΡΙΓΥΡΩ

…Ω, τι χαρά, ω, τί γιορτή

στα μάτια συνωστίζονται

στην ακοή

και στο αθόρυβο δέρματα ρίγη, οι εικόνες, οι ήχοι !

α. ΞΗΜΕΡΩΜΑ

Μικρός αυλός στο στόμα

του πρώτου τσοπάνη χαιρετά

την έλευση καινούργιας μέρας.

Ο δίσκος του ήλιου κοντοστέκει

για να πατήσει στον ρυθμό του,

κι ύστερα ανεβαίνει τα σκαλιά…

Φωτίζει μ’ ένα βλέμμα τις βουνοπλαγιές

έν’ άλλο βλέμμα ρίχνει στις κοιλάδες,

κι αρχινάει μετά να ψάχνει

σκοτάδι που απόμεινε στις γωνιές

ή κάτω απ’ τα βλέφαρα κουρνιασμένο –

έτοιμο να χυθεί ν’ απλώσει

όπως μελάνι στο σεντόνι της μέρας.

Ήδη στον θρόνο του ο βασιλιάς

τού φωτός έχει καθήσει

μ’ ένα βουητό ζωής

το πήγαινε-έλα μυριάδων ακτίνων,

που ξύπνησαν το καθετί

που μοίρασαν το χρώμα –

έτσι όπως πάντοτε,

δουλειά γνωστή τους.

δ. ΝΟΣΤΟΣ

 

Του ποτάμιου που αγάπησα, μια στάλα-

σώμα σουπιάς χρωμάτιζε το νερό

στη θάλασσα δίνοντας δικό του χρώμα.

Άσπρο χαρτί τα χιονισμένα βράδια

νοσταλγικά παράδερνε ζητώντας

μ’ άγρυπνο βλέμμα τον χαμένο στίχο.

Σαν χελιδόνι σπάθιζε

τον ουρανό και τον χρόνο

ακροπατώντας στα κοιμισμένα

κεφάλια των γνώριμων βουνών…

Μπροστά μου τότε η ξερολιθιά,

τα κυκλάμινα στα φυτεμένα βράχια

κι η μούλα που γέμιζε με κλειστά μάτια

νερό τ’ αυλάκι.

Ώσπου όλα θολώνουν και πάλι

από ένα δάκρυ όλο αλμυράδα,

σε μια σοφίτα ξενική κάπου

μ’ εύθυμα φώτα στων σπιτιών τα παράθυρα

και γελαστούς ανθώνες στους δρόμους.

 ε. ΚΟΙΤΙΔΑ ΜΝΗΜΗΣ

Βάζεις το πόδι στο λιγοστό

νερό που βγαίνει απ’ το χώμα

αφήνοντάς το να το γαργαλά

παράξενα – σχεδόν μεταφυσικά,

μ’ αυτί ολάνοιχτο σ’ όλους τους ήχους

με μάτι δεκτικό σε κάθε χρώμα.

Κι εκεί ανάμεσα

στη σαύρα που σέρνεται στη γη

και στο φτερό που χάνεται σ’ αβέβαιη πτήση,

στα σύνορα πάντα

αυτού που θά’ θελες

κι αυτού που πρέπει,

περνά ένα παράπονο το σώμα

ένα παράπονο στα χείλη σαν έτοιμη

να πέσει σταγόνα:

Ποιός κόβει των παιδικών

χρόνων τα δέντρα μας,

διώχνει με φώτα εκτυφλωτικά

τ’ αγαπημένα φαντάσματα

και κλέβει το νερό και στερεύει το ρέμα

 

στ. ΓΕΡΑΚΙ

Γεράκι που ζυγιάζεσαι ψηλά

ακροκτυπώντας που και που τις φτερούγες,

χαμήλωσε λιγάκι- στα μάτια σου

να μελετήσω τις αδρές εικόνες

που δέχτηκες μέσ’ τον Ακάμα…

Όταν μετέωρο προσηλώνεσαι

πάνω στην πεύκη, την αγριελιά

και τον Αόρατο που παντού βλαστάνει,

κι όταν κτυπώντας δυνατά τα φτερά

στον φωτερόν αιθέρα παίρνεις ύψος –

πάνσκοπη πρόθεση και στάση

ν’ απαθανατίσεις

την τραχειά σιλουέτα του:

από του Αρναούτη τη ριζωμένη

μέσα στη θάλασσα σφήνα,

ως την πατρίδα της αργής χελώνας

με χαλί από θάμνα.

Γεράκι, που κρατάς στο βλέμμα

την πορφυρή του δειλινού δαντέλα,

πάνω απ’ τα θεϊκά λουτρά

μ’ ένα πλατάγισμα φτερών στη μνήμη –

τον κόσμο της Ρήγαινας ξυπνάς

κι από τα δίκτυα του πάλι ξεφεύγεις

με μια βουτιά στον αέρα.

 

 

η. ΚΑΤΑΝΥΞΗ

(Μονή Αγίου Νεοφύτου)

Περπατώντας ξανά

στο δρόμο του Αγίου με τα γέρικα πεύκα

χωρίς κάποια πρόθεση – αντίθετα ίσως,

ξυπνά μια κατάνυξη από ένα

σαπισμένο που πέφτει καρύδι

μια κατάνυξη τόσο χειροπιαστή,

που επικάθεται σαν ρίγος στο δέρμα

και χνούδι υγρασίας στο γνώριμο

της μνήμης θρουμπί.

 

ΔΙΑΛΟΓΙΣΜΟΙ

Τρεις νύξεις για τη ζωή

 α.

Γέννηση μικρού παιδιού

σε κλίνη με ρούχινο θόλο,

κάπνισμα γύρω ελιόφυλλου

και φως αυγερινό στον φεγγίτη…

Τώρα ανοιχτός κι ολόφωτος

ο ναός της ζωής

κι ο νεωκόρος ανάβει λαμπάδες,

ο κτύπος της καρδιάς

τα σκαλοπάτια ν’ ανέβει.

Τώρα κι οι μοίρες βγαίνουν

από το γνώριμο παραμύθι

με καλάθια στα χέρια.,

τα δέντρα κι ο ήλιος παραπίσω

το μερτικό του διαχωρίζουν…

Και λίγο πιο πέρα

απ’ το ανοιχτό παράθυρο στο βάθος,

αλόγου οπλές να σβήνουν –

και σκιά φευγαλέα που μόλις

παίρνει το μάτι

να χάνεται, βέβαιη πως

θα ξαναγυρίσει…

 

β.

Ώρα μεσημεριού ο ήλιος

στη μέση τ’ ουρανού

ζυγιάζει το βάρος της γης.

Δεξιά η δύση, ζερβά η ανατολή

μισά ελιόδεντρα στη μια

μισά στην άλλη,

τόσα πρόβατα απ’ εδώ τόσα απ’ εκεί…

Μα πιο χαμηλά

άλλοι τον κόσμο διαφεντεύουν νόμοι

κι αλλιώτικα μοιράζουν τη σοδειά τους,

τον βίο μετρώντας μ’ άπληστο μάτι.

Στο φαράγγι μόνο πιο κάτω

σαν κατεβαίνουνε καμιά φορά

– μ’ άγγιγμα ξάφνου ριγηλό στο δέρμα –

παίρνει το μάτι τους σπηλιές στον βράχο

κι από βαριές άχρονες στάλες

μισοφαγωμένα οστά…

Ανεβαίνουν τότε μουδιασμένοι

στη γνώριμη ρουτίνα επάνω

που τώρα τρέχει βιαστικά –

με του ήλιου ξέφρενο να φεύγει τον δίσκο

τα δέντρα με καρπούς μόλις ανθίσουν,

και το χνούδι να γίνεται

ως το πρωί γενειάδα.

  γ.

Φυσάει ένας αγέρας

στην αυλή απόψε

πεισματικά την πόρτα σειώντας,

αποτραβιέται και πάλι ορμά

φοβερίζοντας στον γυάλινο φεγγίτη

αναλαμπές από χλωμό λυχνάρι…

Νύχτα βαθειά – κανένας

δεν ανοίγει στ’ ακρινά σπίτια,

δεν ξέρεις τί φέρνει τέτοια ώρα

δίχως ξύλα στη φωτιά

χωρίς ένα σκύλο

να τρέξει να ψάξει.

Ας μείνει τραβηγμένος λοιπόν ο σύρτης

ως αύριο που θα χαράξει η μέρα.

Εκεί τουλάχιστον μέσα στο φως

στο βέβαιο περίγραμμα των πραγμάτων,

άς έλθει οποιοσδήποτε

κι ό,τι θέλει άς ζητήσει –

όχι εν λευκώ,

μα εκεί μπροστά στα μάτια

των ανθισμένων μυγδαλιών,

που μόνο αν είναι δίκαιο

θα συγκατανεύσουν.

 

 

ΕΝΥΛΗ ΕΜΒΙΩΣΗ

Ναοί αδειανοί, βουβά κωδωνοστάσια

αλλοτινής λατρείας

τώρα σημάδια

εμπύρετου μόνο περάσματος.

Οι προσευχές σου εσπερινά πουλιά

με κέρινα φτερά σωριάστηκαν

στο πρώτο άγγιγμα των ακτίνων,

κι η βασιλεία των ουρανών

άδειος πια θρόνος…

Τώρα εκεί θα καθήσει

με πόδια τις ρίζες των βουνών

με μάτια τις ατάραχες λίμνες,

ο κόσμος που ξυπνά το πρωί

και με τη δύση του ήλιου πάει για ύπνο.

Τίποτε άλλο εμπρός σου

απ’ ό,τι φωτίζεται κάθε αυγή

κι ό,τι ακούς στις φυλλωσιές των δέντρων

ή με τ’ αυτί κολλημένο στο χώμα.

Τίποτε άλλο εκτός

απ’ τα αιώνια των γενιών μονοπάτια

τ’ ακρογιάλια όπου σπάει το κύμα

και το ρίγος της πηγής πάνω στο δέρμα.

 

ΟΣΤΡΑΚΟ

Όστρακο – ντύμα σκληρό

μιας έγκλειστης ζωής

δεν μπόρεσες πολύ ν’ αντέξεις…

Με υπομονή με επιμονή

σαν τη σταγόνα που τρώει την πέτρα,

η γνώση λύγισε – σώμα καυτό

την άτεγκτη σκληρότητα σου.

Τώρα δεν είσαι πια ευτυχής

τώρα αμφιβάλλεις

για τον βοριά για τον νοτιά

που χαϊδεύει τα μαλλιά σου,

και για το χρώμα του γιαλού

που όσο ρουφάει το φως αλλάζει.

Μονάχα λίγο πίσω ακροκοιτάζεις

αγαπημένα πριν χαθούν αχνάρια

κι είδωλα μέχρι τα γόνατα στην άμμο

Ώσπου τ αφήνεις στην πρώτη στροφή

ρούχο φιδιού στο μονοπάτι,

χωρίς διόλου να λυπάσαι…

Καθώς το όστρακο σου ανοίγει πάλι

μπάζοντας φως χάνοντας αίμα

σε μια ζωή που όλο κι αλλάζει

το πρόσωπο της κάθε μέρα.

 

 

ΜΑΥΡΟ ΠΟΥΛΙ

Το μαύρο που πια μάθαμε πουλί

που είδαμε τόσες φορές να διασχίζει

το διάστημα των ημερών μας,

κράτα το ζωή λιγάκι

κλεισμένο στο κλουβί.

Να τρέξουμε να τραγουδήσουμε

μακάριοι μέσα στην αχλύ της άγνοιας,

κάτω από δέντρα να ξαπλώσουμε

χωρίς την έγνοια της βαρειάς σκιάς του…

Γιατί συνέχεια μας ξαφνιάζει. Έρχεται

μέσα στην κάψα του καλοκαιριού

ανέμελοι σαν σκύβουμε πάνω απ’ την πηγή,

ή μέσα στ’ όνειρο τις νύχτες του χειμώνα

τρυπώνει πάλι και μας βρίσκει

τάχα γαλήνιους, τάχα δυνατούς –

κι ας μας περνά ένα ρίγος στο πλατάγισμά του.

Το ξέρουμε ζωή, μ’ αυτό

το μαύρο πουλί πρέπει

να τα βγάλουμε πέρα,

με ό,τι μπορεί να βοηθήσει –

αστεία κάνοντας για σιγουριά

δέντρα φυτεύοντας όπου λάχει,

μάρμαρα ψάχνοντας μέσα στη γη

και το χαρτί γεμίζοντας με μανία.

 

 

ΕΝΑ ΝΗΣΙ

Επεισόδιο (1974)

Απότομος χειμώνας μπήκε

στον ουρανό μας φέτος ξαφνικά,

προτού προλάβει να πατήσει η φτέρνα

του ανέτοιμου ποδιού

πάνω από φύλλα σκόρπια

φθινοπωρινά.

Ευαίσθητη η ψυχή

και θέλει χρόνο,

λίγο προαύλι

ανάμεσα στο πέταγμα και τη φωλιά,

για να μπορέσει δίχως φόβο να περάσει

από το ένα στο άλλο κλαρί.

Παράξενος αλήθεια φέτος

αυτός ο χειμώνας

που ενέσκηψε στις ακτές,

πίσω του αφήνοντας νεκρούς τους γλάρους

και στης λευκότητας τη δαντέλα

το μελάνι από χίλιες σουπιές.

 

 

Σχόλια

α.

Κωφεύεις

στη φωνή της μοίρας

όσο τ’ αντέχεις

σιγά – σιγά,

και μια μέρα

ούτε που ξέρεις

ποιό δρόμο να πάρεις,

κι εύκολα ξεχνάς

πού είναι η πλώρη

πού είναι η πρύμνη,

σ’ ένα νησί με πολλά ακρωτήρια

πολλούς δείκτες στη θάλασσα.

β.

Κι αν κάπως συχνότερα μιλάμε

για τον Πενταδάκτυλο

είναι γιατί

μοιάζει χτυπημένο πουλί

με δυο φτερούγες

καρφωμένες στο χώμα.

Θά’ ταν πιστεύω ένας αετός περήφανος

με καταγωγή ίσως

τον βράχο με την αιμάτινη μνήμη

μέρη Καυκάσου,

ένας αετός μάρτυρας

της σταύρωσης και της οδύνης,

που πέταξε μακριά χαμηλώνοντας

για να κτίσει τελικά τη φωλιά του

σ’ ένα νησί – χλωρό κλαρί

αντίξοης μοίρας.

Οδύνη

Γυναίκες – μορφές ανάμεσα

στο χρώμα της νύχτας και της μέρας

σκιές του σπιτιού καρτερικές

τ’ αγρού σκληρές κυρτές Αμαζόνες,

το έπος τους εξιστορούν

με διαπεραστικό τραγούδι θλιμμένο:

Ξέπλυνε πρώτη βροχή

το κάρβουνο, το αίμα.

Ξέπλυνε και τη συνήθεια

του πόνου και του χαμού-

πέπλος κρυφός που κάθεται

στη ψυχή μου ανεπαίσθητα

σαν αόρατη άμμος.

1974

 

Ναυάγιο «Κερύνεια»

Δεν είναι λίγο

στης θάλασσας τ’ ανήλιαγα βάθη

τόσο χρόνο ν’ αντέξεις,

μόνο και μόνο γιατί γνωρίζεις

στην αγκαλιά σου πως κρατείς

πήλινα αγγεία.

Ήξερες πως θ’ αντικρύσεις

μια μέρα το φως του ήλιου,

όλα πως θά’ ναι ύστερα σαν ψέμα:

Το ναυάγιο στη θαλασσοταραχή,

οι νέες φυλές

οι σκυθρωποί αιώνες…

Κρατώντας λοιπόν την ανάσα

στον σκοτεινό βυθό,

ακολούθησες τη μοίρα

που σε πήρε απ’ το χέρι

και βγήκες στον κόσμο

να δώσεις έγκυρη μαρτυρία –

κατάθεση σε δίσεκτο καιρό

και σε όψιμους λογχοφόρους,

που ψάχνουν ανήσυχα το ξύλο

για δικά τους σημάδια

και γράμματα βρίσκουνε μόνο

που δεν μπορούν να διαβάσουν

πάνω στ’ αγγεία.

 Ο ΠΑΝΘΗΡΑΣ  (2015)

 

ΣΕ ΑΝΟΙΚΤΟ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΙΚΟ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙ

 Ράϊνερ Μαρία Ρίλκε

Περνώ τη ζωή μου

Περνώ τη ζωή μου

σε κύκλους που ολοένα ανοίγουν,

και πάνω απ’ τα πράγματα ξεμακραίνουν.

Τον τελευταίο ίσως να μην τον κλείσω,

μα να πασκίσω οι λογισμοί μου κραίνουν.

Γύρω απ’ τον Θεό περιστρέφομαι,

τον πανάρχαιο τούτο πύργο,

χιλιάδες χρόνια τώρα γυρίζω –

κι αν είμαι γεράκι, θύελλα ή άσμα βουερό,

ακόμα αυτό δεν το γνωρίζω.

(I, 253,1899)

Μέσα απ’ τον Λόγο σου το διαβάζω

Μέσα απ’ τον Λόγο σου το διαβάζω,

κι απ’ τις κινήσεις των χεριών σου,

που πλαστουργώντας

τρυφερά στρογγυλεύαν-

περίγραμμα στο καθετί,

ζεστά, μα και γεμάτα σοφία.

«Ζωή» έκραξες, και ψιθύρισες «θάνατος»

κι είχες στα χείλη τη Λέξη «υπάρχω».

Μα ο φόνος πρόλαβε τον πρώτο θάνατο.

Σχισμή τότε πέρασε

τους ώριμους κύκλους σου,

και κραυγή εσηκώθη

τις φωνές υφαρπάζοντας,

πού είχανε μόλις συναχθεί

ολόγυρά σου να μιλήσουν,

ολόγυρά σου να κρατήσουν

τη γέφυρα όλου του χάους.

Κι ό,τι έκτοτε ακούς να τραυλίζουν,

θρύψαλα είναι

του παλαιού σου Ονόματος.

(I, 257,1899)

 

Πιστεύω σε ό,τι ακόμα δεν έχει ειπωθεί.

Πιστεύω σε ό,τι ακόμα δεν έχει ειπωθεί.

Να Λευτερώσω θέλω

τα πιο ευσεβή μου αισθήματα.

Ό,τι κανείς δεν τόλμησε ακόμα να ποθεί,

ακούσια ξάφνου μου οδηγεί τα βήματα.

Αν τούτο είναι ασέβεια, συγχώρεσέ με Θεέ μου.

Όμως αυτό θέλω μονάχα να σου πω:

Τη δύναμή μου την πιο ακριβή,

όπως αρχέγονη ορμή τη θέλω νά ‘ναι,

έτσι χωρίς θυμό και δείλιασμα κανένα,

όπως κι η αγάπη των παιδιών για σένα.

Με τούτο το πλημμύρισμα να γιγαντώνει,

μ’ αγκάλες διάπλατες

στο πέλαγος εκβάλλοντας το ανοιχτό,

μ’ αυτό τον γυρισμό που όλο φουντώνει,

να σε πρεσβεύω και να σε δοξάζω ποθώ

όσο ποτέ άλλος κανένας.

Κι υπεροψία αν φαίνεται,

σ’ αυτήν άφησέ με

την προσευχή μου να κάνω,

που βλοσυρή στέκει και μόνη

προ του μετώπου Σου, που νέφος ζώνει.

(I, 259,1899)

 

ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΝΥΧΤΑ

Οι νύχτες δεν γίνηκαν για το πλήθος.

Από τον γείτονα σου η νύχτα σε χωρίζει,

να τον ζητάς γι’ αυτό δεν πρέπει.

Κι αν νύχτα φως στην κάμαρά σου ανάψεις,

ανθρώπους καταπρόσωπο για να κοιτάξεις,

έτσι και ποιον θα δεις, στοχάσου.

Παραμορφώθηκαν οι άνθρωποι τρομερά

από το φως που απ’ τα πρόσωπά τους στάζει,

κι αν νύχτα όλοι τους μαζί βρεθούνε,

έναν κόσμο κλονισμένο θα κοιτούσες

σ’ άτακτο πυκνό μπουλούκι.

Στα μέτωπά τους χλωμή λάμψη

έχει εκτοπίσει κάθε σκέψη,

στα βλέμματά τους το κρασί αχνοτρέμει,

κι από τα χέρια τους κρέμεται η βαριά

χειρονομία, που τους επιτρέπει

στις συνομιλίες να καταλαβαίνονται.

Και λεν ολοένα: Εγώ κι εγώ

Κι εννοούν: τον καθένα.

(I, 392,1899)

ΤΑΝΑΓΡΑ

Ένα κομμάτι γης καμένης,

σαν από ήλιο δυνατό πυρπολημένης.

Ωσάν η κίνηση χεριού κοπέλλας

μετέωρη να ‘μενε ξάφνου για πάντα –

δίχως ν’ απλώνεται κάπου,

σε κάποιο ολόγυρά του πράγμα

οδηγημένη απ’ το αίσθημά της,

τον εαυτό της μόνο συγκινώντας,

σαν χέρι που στο πηγούνι ακουμπά.

Σηκώνουμε και περιστρέφουμε

τη μια μορφή μετά την άλλη,

πάμε σχεδόν να καταλάβουμε

γιατί ποτέ δεν χάνονται,-

όμως βαθύτερα και πιο θαυμαστά

νά ‘μαστέ πρέπει δεμένοι

με ό,τι έχει υπάρξει,

και να μειδιούμε: καθαρότερα ίσως

απ’ τη χρονιά την περασμένη.

(I, 515,1906)

  

ΝΥΧΤΑ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΗ

Το γκρίζο του βραδιού στη γη πυκνώνει,

κι είναι πια νύχτα ό,τι σαν πέπλος

κρύος τις Λατέρνες ζώνει.

Μ’ απροσδιόριστα ξάφνου, Λίγο ψηλότερα,

ο άδειος κι ανάλαφρος πύρινος τοίχος

οπίσθιου δώματος,

στριμώχνεται στη φρίκη μιας νύχτας

γεμάτης πανσέληνο,

φεγγάρι μόνο και τίποτε άλλο…

Ψηλά τότε μια απλωσιά

γλυστρά παραπέρα,

αλώβητη- καλά φυλαγμένη,

και τα παράθυρα παντού στα πλευρά

ακατοίκητα φαίνονται και λευκά.

(II, 35,1908/9)

…Ω κόσμε σε έγερση, γεμάτε άρνηση

(αποσπασματικό)

…Ω κόσμε σε έγερση, γεμάτε άρνηση.

Τον χώρο λοιπόν ανασάνετε, όπου πλανιώνται

τ’ αστέρια.

Ετούτο δες, που χωρίς ανάγκη καμιά θα μπορούσε,

τυφλά ξεμακραίνοντας,

στην απεραντωσύνη να χαθεί, μακριά μας…

Και τώρα ευφραίνεται και μας αγγίζει το πρόσωπο,

όπως της αγαπημένης το βλέμμα.

Διανοίγεται απέναντι μας και κατασκορπά

σε μας ίσως την ύπαρξη του. Και δεν τ’ αξίζουμε…

Κάποια δύναμη ίσως απ’ τους αγγέλους θα παίρνει,

ώστε ο έναστρος ουρανός να ενδίδει

κατά το μέρος μας

και στη θολή μέσα να μας κλείνει μοίρα.

Μάταια όμως. Γιατί ποιος το προσέχει;

κι όπου σε κάποιον αισθητό γίνεται,

ποιος δικαιούται ακόμα

το μέτωπο του στον χώρο της νύχτας

σαν στο παράθυρο του ν’ ακουμπήσει;

Ποιος δεν τ’ αρνήθηκε; Στο έμφυτο τούτο στοιχείο,

πλαστές, κίβδηλες κι απαίσιες νύχτες

ποιος δεν έμπασε μέσα,

ικανοποίηση βρίσκοντας σε κάτι τέτοιο;

Τους Θεούς αφήνουμε στη σαπίλα τριγύρω,

γιατί δεν δελεάζουν οι Θεοί. Απλώς υπάρχουν,

και μόνο υπάρχουν, ύπαρξης πλησμονή,

δίχως νεύμα καθόλου, δίχως οσμή.

Τίποτε πιο βουβό απ’ του Θεού το στόμα,

ωραίο σαν κύκνος

στης αιωνιότητας την απύθμενη έκταση:

Έτσι πορεύεται ο Θεός,

και κρύβει και προστατεύει τη Λευκότητα του.

Όλα Λοιπόν στην πλάνη. Και το πουλάκι ακόμα

μέσ’ απ’ το φύλλωμα το καθαρό μας βαραίνει,

το λουλούδι στενάχωρο απλώνει πιο πέρα.

Τί ζητά ο άνεμος λοιπόν; Ο Θεός μονάχα,

σαν κολώνα να περάσει αφήνει –

μοιράζοντας από ψηλά όπου στέκει

και στις δυο πλευρές τον ανάλαφρο θόλο

της μακαριότητάς του.

(Από τα «ποιήματα στη νύχτα», II, 52,1913)

 

Πλημμυρισμένοι ουρανοί

Πλημμυρισμένοι ουρανοί σπαταλημένων άστρων

θριαμβικά απλώνονται πάνω απ’ τη θλίψη.

Σκυφτός αντί να κλαις στο προσκεφάλι,

ψηλά σήκωσε τον θρήνο. Να,

στον οδυρόμενο κι όλας, στην όψη που σβήνει,

τριγύρω απλώνοντας το συναρπαστικό

σύμπαν αρχίζει. Ποιος διακόπτει

στην κίνηση σου προς τα εκεί τούτο το ρέμα;

Κανείς. Εκτός κι αν ξάφνου αντιπαλεύεις

τον χείμαρρο των αστεριών που πλησιάζει.

Ανάσανε. Το σκοτάδι της γης ανάσανε

και ψηλά πάλι κοίτα! Ξανά.

Ελαφρύ κι απρόσωπο το βάθος

από ψηλά επάνω σου γέρνει.

Το σβησμένο – γεμάτο νύχτα πρόσωπο –

και τον δικό σου χώρο του προσφέρει.

(Από «τα τραγούδια της νύχτας» II, 54,1913)

ΓΙΑ ΤΗ ΜΟΥΣΙΚΗ

Μουσική: Των αγαλμάτων ανάσα. Ίσως

των εικόνων σιωπή. Γλώσσα εσύ, όπου

οι γλώσσες τελειώνουν. Εσύ χρόνος

που κάθετα στέκει

προς το μέρος καρδιών που σβήνουν.

Αισθήματα, για ποιον; Ω εσύ,

των αισθημάτων αλλαγή, σε τί;

Σε τοπίο ακοής.

Ξένη, εσύ: Μουσική.

Άνοιγμα

του χώρου της καρδιάς μας,

εαυτός μας πιο βαθύς,

που πέρα από μας

σπρώχνει να βγει,-

αποδημία ιερή:

αφού μας περιβάλλει ό,τι ενδότερο

σαν η πιο δοκιμασμένη

απώτερη φύση, ως άλλη

πλευρά του αιθέρα: καθαρή

απέραντη,

όχι πια κατοικήσιμη.

(II, 111,1918)

ΝΥΧΤΕΡΙΝΟΣ ΟΥΡΑΝΟΣ ΚΑΙ ΠΕΦΤΑΣΤΕΡΙΑ

Ο ουρανός απέραντος, γεμάτος αρμονία,

χώρου απόθεμα και Χτίσης πλησμονή.

Κι εμείς πολύ μακριά απ’ την κοσμογονία,

και τόσο κοντά για την επιστροφή.

Εν’ άστρο πέφτει, να! Με βλέμμα σαστισμένο,

ταχιά προσμένουμε να πει μια γνώμη:

Τί άρχισε λοιπόν, και τί ‘ναι περασμένο;

Τί είναι ένοχο; Και τί πήρε συγγνώμη;

(II, 175,1924)

 

(Από τον κύκλο: «Νύχτες»)

Αστερισμοί της νύχτας που άγρυπνος κοιτώ,

την όψη μου την τωρινή μόνο διαστέλλουν;

ή μήπως και την όψη μου όλων των χρόνων-

αυτές οι γέφυρες που ακουμπούν

σε στήλες φωτός;

Ποιος θέλει εκείνα πορευτεί;

Για ποιον άβυσσος είμαι και ρύακα κοίτη,

ώστε μακριά να οδηγεί τα βήματά του,

εύκολα να με προσπερνά,

σαν το πιόνι να με παίρνει στο ζατρίκι

και νά ‘βγει επιμένει νικητής;

(II, 177,1924)

Όταν ζυγώνει η βροχή

Όταν ζυγώνει η βροχή, ο κήπος σκοτεινιάζει

σχεδόν τρυφερά,

κήπος που κάτω

από νωθρό χέρι ησυχάζει.

Λες και στοχάζονται μες στις πρασιές τα Είδη:

πώς έγινε, αλήθεια πώς

τα πρωτονόμασε ο κηπουρός!

Γιατί πάντα τον σκέφτονται – έχοντας σμίξει

με την ιλαρή απολύτρωση,

απόμεινε το κουρασμένο πνεύμα του,

και η παραίτηση του, ίσως κι αυτή…

Για μας παράξενη στ’ αλήθεια διδαχή,

να έχουν και τούτα μια διττή φύση:

ακόμα και το πιο ελαφρύ

προβάλλει αντίρροπο βάρος.

(II, 187,1926)

ΡΟΔΟ

Ρόδο, ω άδολη αντίθεση,

χαρά: να μην είσαι

ο ύπνος κανενός

κάτω από τόσα βλέφαρα.

1925

Επεξηγηματικό σημείωμα 

Οι ρωμαϊκοί και αραβικοί αριθμοί σε παρένθεση στο τέλος εκάστου ποιήματος,
αντιστοιχούν στον τόμο, τη σελίδα και τον χρόνο γραφής του.
Αναρτήθηκε από Ανδρέας Καρακόκκινος στις 9:01 π.μ. Δεν υπάρχουν σχόλια:

Αποστολή με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου BlogThis!Μοιραστείτε το στο TwitterΜοιραστείτε το στο FacebookΚοινοποίηση στο Pinterest

Ετικέτες ΑΝΔΡΕΑΣ ΠΕΤΡΙΔΗΣ

Νεότερες αναρτήσεις Παλαιότερες αναρτήσεις Αρχική σελίδα

Εγγραφή σε: Αναρτήσεις (Atom)

Ετικέτες

Πληροφορίες

Ανδρέας Καρακόκκινος
Προβολή πλήρους προφίλ

Αρχειοθήκη ιστολογίου

Πληροφορίες

Ανδρέας Καρακόκκινος
Προβολή πλήρους προφίλ

Αρχειοθήκη ιστολογίου

ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ

ΕΙΡΗΝΗΣ ΠΑΠΠΑ :  Η Νεράιδα στο Ποτάμι, Μυθιστόρημα, έκδ. 2015

Το σκληρό πρόσωπο τής κατά άλλα τραγουδημένης και καρπερής Θεσσαλικής πεδιάδας, το γνώρισα πρώτα από νεώτερους ποιητές της – με πικρές μνήμες από βιώματα κι ακούσματα στους τόπους που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν. Τόποι και συνθήκες φτιάχνουν, όπως ξέρουμε, τον χαρακτήρα των ανθρώπων και τη μετέπειτα ψυχοπνευματική στάση τους. Ακούστε πώς περιέγραφε τη γενέθλια γη του ο Θεσσαλός ποιητής από την Καρδίτσα, Βαγγέλης Κάσσος, εικοσαετία του 80, στην ηλικία των εικοσιέξη μόλις χρόνων:

Αν τα λόγια μου είναι τόσο πικρά
γι’ αυτό φταίει η Θεσσαλική μαυρόη
που δεν μ’ έκανε παπαρούνα
ν’ ανθίσω για μιαν άνοιξη μόνο
ανάμεσα στα στάχυα
να μη μάθω ποτέ
τί θα πει ξηρασία
και τί παγωνιά
Αν τα λόγια μου είναι τόσο πικρά
γι’ αυτό φταίει ο προπάππος μου ο κολίγος
που δε σηκώθηκε ένα βράδυ σαν άντρας
να βάλει φωτιά στη σοδειά
να τον κρεμάσει τ’ άλλο πρωϊ ο τσιφλικάς,

να μην είμαι τώρα εγώ
να έχω αντίς για ψυχή
αυτή τη στυφή πεδιάδα.

Ένα παρόμοιο στίγμα της ανθρωπογεωγραφίας του θεσσαλικού κάμπου, όχι φυσικά σε πυκνούς επιγραμματικούς στίχους όπως πιο πάνω – αλλά μέσα από μια πολύπτυχη πεζογραφική αναπαράσταση των αρχών του περασμένου αιώνα-, βλέπουμε στο εξαιρετικό μυθιστόρημα της συμπολίτισσάς μας Ειρήνης Παππά- που κυκλοφόρησε πρόσφατα. Ας ακούσουμε ένα χαρακτηριστικό κομμάτι από τις πρώτες σελίδες του βιβλίου, για να μπούμε ολίγον στο κλίμα του:
Ώσπου έφτανε το μάτι, τίποτε άλλο δεν έβλεπες, παρά μόνο χωράφια ζωγραφισμένα στο μεγάλο καμβά του κάμπου, να τρίζουν στο λιοπύρι. Πού και που κανένας χημηλός λόφος και μια συστάδα δέντρων, και στο βάθος του ορίζοντα ένα κομπολόϊ από ψηλά βουνά, βαμμένα μαβιά, φάνταζαν άπιαστα σταμάτια των κολλήγων…
Οι ήχοι του κάμπου πάντα οι ίδιοι. Τα καλοκαίρια η ζέστη που έτριζε στον αέρα, τα κουδούνια των κοπαδιών, τα τζιτζίκια να ανταγωνίζονται τα βατράχια στα έλη, κι ο γκιώνης κάπου μακριά να μοιρολογάει. Τον χειμώνα ο άνεμος να λυσσομανάει πάνω απ’ τις εύθραστες στέγες, ο πάγος να σπάει κάτω από τα πόδια των χωρικών, και το αλύχτισμα των σκύλων που φύλαγαν τα κοπάδια. Για το εξασκημένο όμως αυτί των κατοίκων της περιοχής, εύκολα ξεχώριζε πάντα ο ήχος του νερού. Το ποτάμι, ένας αδάμαστος όγκος υγρού στοιχείου, που φιδογύριζε στον κάμπο κι έκανε τη γη γόνιμη και καρπερή. Χωρίς εκείνο, ο τόπος τριγύρω θα ήταν μια ξερή και άγονη ερημική έκταση. Το ποτάμι έσερνε τα νερά του νωχελικά τα καλοκαίρια, κι αγριεμένα όταν έλυωναν τα χιόνια στα βουνά.
*
Πρόκειται αναμφίβολα για ένα ποιοτικό και διαφορετικό από τον συρμό μυθιστόρημα, χωρίς τον εύκολο συναισθηματισμό και τη ρηχότητα, όσων συνηθίσαμε να κατακλύζουν την αναγνωστική αγορά τα τελευταία χρόνια. Η συγγραφέας του βιβλίου ζει από καιρό με την οικογένειά της στην Πάφο – έχει όμως γενέθλια καταγωγή την Καρδίτσα, στην αγκαλιά της Θεσσαλικής πεδιάδας. Είναι σημαντικό να το ξέρουμε αυτό, γιατί μπορεί να μας δώσει μια εξήγηση, πώς έγινε κατορθωτή η αυθεντική και πολυεπίπεδη αναπαράσταση μιας εποχής, που γεννά μακρινούς συνειρμούς στον καθένα μας. Βιώματα κι ακούσματα συμπλέκονται με τη δημιουργική φαντασία της μυθιστοριογράφου, η οποία ξετυλίγει γλαφυρά και με πειστικότητα το νήμα του σύνθετου ιστού μιας, φεουδαρχικών ακόμα δομών, κοινωνίας.
Η αφηγηματική γραμμή της Ειρήνης είναι άνετη κι εκφραστικά ευλύγιστη, με περιγραφές που παρεμβάλλονται κι εκτείνονται όσο πρέπει – προκειμένου να στηθεί το φόντο και το πολυποίκιλο σκηνικό της δράσης. Η πλοκή δεν είναι ποτέ παρατραβηγμένη, αλλά στο κοινωνικο-οικονομικό πλαίσιο φυσιολογική και κατανοήσιμη. Αίτια και αιτιατά φωτίζονται πολλές φορές στην πορεία, διευκολύνοντας τον αναγνώστη στην κατανόηση του ρόλου των καταπιεστικών δομών, αλλά και του αναπόφευκτου κάποτε της ανθρώπινης μοίρας. Η αυλαία που κάθε φορά κλείνει κι ανοίγει, δεν διακρίνεται από χρονική κι επεισοδιακή γραμμικότητα, αλλά καθοδηγείται από μια πέννα περιγραφικά και αρχιτεκτονικά συνθετική κι ευκίνητη. Ετοιμάζεται έτσι, σχεδόν ανεπαίσθητα και χωρίς τυμπανοκρουσίες, η πολυπαραγοντική συσσώρευση εκρηκτικών στοιχείων, που θα οδηγήσουν κάποια στιγμή τους ήρωες στη σύγκρουση και το δράμα.
Φεύγοντας όμως από τη γενικότητα και τη στρουκτουραλιστική πλευρά του μυθιστορήματος – χωρίς να μπούμε σε λεπτομέρειες και σεναριο-αναφορικές αποκαλύψεις – μπορούμε αδρά να πούμε δυο λόγια για το καθαυτό σκηνικό δράσης. Όλες οι εξελίξεις λαμβάνουν χώραν στην παράξενη κλιματολογικά λεκάνη του Θεσσαλικού κάμπου. Με παγωνιά- και πλημμύρες συχνά – τους χειμωνιάτικους μήνες, όπως αφόρητες ζέστες και ξηρασία κάθε που σιμώνει η συγκομιδή και το θέρος. Σ’ αυτό το φυσικό πλαίσιο κινείται μια ανθρώπινη σχεδόν ανώνυμη μάζα, στον ρόλο του υποτακτικού κολλήγου, που ξοδεύεται ψυχή τε και σώματι στην υπηρεσία των τσιφλικάδων. Η χαμοζωή εκφυλίζει κι εξαγριώνει τις ψυχές, η άχαρη και χωρίς διακυμάνσεις καθημερινότητα καλλιεργεί τη χαιρεκακία και την κακεντρέχεια ανθρώπων, που νιώθουν να βάλτωσε η ζωή και να εξέλειπε ο’τιδήποτε δημιουργικό κίνητρο. Στο χωριό Ποταμιά, επίκεντρο κι αφετηρία της μυθιστορηματικής δράσης, η συγγραφέας Ειρήνη Παππά μοιράζει με την πέννα της τους πρώτους πρωταγωνιστικούς ρόλους. Προδιαγράφει τον πρώτο κύκλο βασικών χαρακτήρων, που θα προσδεθούν αλυσιδωτά στους επόμενους και μεθεπόμενους, για ν’ αρχίσει να ξετυλίγεται μια απρόβλεπτα εκρηκτική προσωπική και ευρύτερα κοινωνική περιπέτεια.
Στην Ποταμιά, κεντρικός ήρωας είναι η δύσμοιρη αλλά και πανέμορφη Ανδρονίκη, το έκτο παιδί μιας πάφτωχης οικογένειας αμόρφωτων, και εν παντί προκατειλημμένων κολλήγων. Με το στανιό γίνεται δεκτή στο μίζερο σπιτικό, αφού ως κορίτσι θεωρείται ακόμα μια κατάρα στην ήδη πολύτεκνη και υπερπλήρη θηλυκών φαμίλια του κυρ Γιάννη και της κυρά Γιάνναινας…. Το πώς την πάντρεψαν με το ζόρι στα δεκατέσσερα, με ποιόν την πάντρεψαν…Πώς έζησε, πώς γέννησε τέσσερα παιδιά και πώς έγινε να χηρέψει στα εικοσιτέσσερα… Όλα τούτα, μα και πάρα πολλά άλλα με απίθανες λεπτομέρειες, ξετυλίγονται κινηματογραφικά στη μνήμη της – μια μέρα που κατέβαινε στο ποτάμι, όπου την περίμενε μια έκπληξη, που θ’ άλλαζε ριζικά τη ζωή της. Και όχι μόνο τη δική της ζωή. Θ’ αναστάτωνε με εντυπωσιακό τρόπο τη ζωή και πολλών άλλων… Από τους πιο ασήμαντους κολλήγους μέχρι αφέντες και τσιφλικάδες. Θα έφερνε τελικά μια καταραμένη ανατροπή στην ηθική και κοινωνική τάξη του πρώην αδιατάρακτου Θεσσαλικού κάμπου. Σας διαβάζω όμορφες και σημαδιακές σκηνές, που προηγήθηκαν άμεσα σημαντικών εξελίξεων που ακολούθησαν:
Πόσο θά’ θελε να βυθιστεί στο αστροφωτισμένο ποτάμι! Το νερό είχε γίνει ένα διάφανο ρούχο που την τύλιξε απαλά. Η δροσιά του την αποζημίωσε για όλες τις ώρες της κούρασης που πέρασε κάτω από τον καυτό ήλιο, πλένοντας τα ρούχα της οικογένειας. Τώρα ήταν ο δικός της χρόνος. Η ώρα που μπορούσε να τα ξεχάσει όλα και να βυθιστεί στον δικό της κόσμο. Κοίταξε για λίγο στην όχθη που είχε αφήσει τα ρούχα της, εκεί μπροστά από τα πυκνά βούρλα που προστάτευαν το σημείο εκείνο του ποταμού από τα μάτια των περαστικών. Ήταν καταμεσήμερο, οι χωριανοί στα χωράφια θα είχαν γείρει να ξεκουραστούν όπου είχε σκιά, ώσπου να πέσει η μεγάλη λάβρα. Ψυχή δε φαινόταν…κανένας ήχος…μόνο το κελάρυσμα του νερού και τα τζιτζίκια συνέχιζαν το θερινό τους άσμα, αποκοιμίζοντας τα πάντα τριγύρω…Βούτηξε το κεφάλι στο νερό. Εκείνος ο υδάτινος κόσμος, τόσο σιωπηλός και τόσο μακριά από τον έξω κόσμο, τον στεγνό και ξερό από συναισθήματα, τη μάγευε από παιδί. Βγήκε πάνω να πάρει ανάσα, και μόλις έβγαλε το κεφάλι της, τα μαλλιά της έγιναν ένας καστανός καταράκτης κι έπεσαν ολόϊσια και βρεγμένα στους ώμους της. Τα μάζεψε, τά’ στυψε με τα χέρια της και τ’ άφησε πάλι ελεύθερα. Έπαιξε για λίγο με το νερό, τό’ νιωσε να φεύγει μέσα από τα δάκτυλά της. Ο ήλιος χρύσιζε την επιφάνεια του ποταμού. Θυμήθηκε που μικρή προσπαθούσε να πιάσει το χρυσάφι και να το κρατήσει στις χούφτες της, μα εκείνο ξέφευγε και κατέληγε πάντα στο νερό. Βούτηξε ξανά. Τί όμορφα που ήταν κάτω απ’ το νερό…τί ήρεμα και σιωπηλά! Αν μπορούσε θα έμενε για πάντα εκεί…Μα τότε ανέτειλε στο νου της η εικόνα των παιδιών της. Τά’ χε βάλει για μεσημεριανό ύπνο πριν φύγει κι ο Βασιλάκης, ο μεγαλέτερος γιος, μπορούσε να τα προσέχει ώσπου να γυρίσει. Όμως όση εμπιστοσύνη και να του είχε, δεν έπρεπε να καθυστερεί…Απρόθυμα πλησίασε στην όχθη που είχε αφήσει τα μαύρα ρούχα της, μ’ αυτό που είδε εκεί την έκανε ν’ αφήσει μια μικρή κραυγή και να ξαναμπεί ως τους ώμους μέσα στο νερό.
Ένας ξανθός άντρας στεκόταν στην όχθη, δίπλα στα ρούχα της και την κοιτούσε χαμογελώντας αστραφτερά. Ήταν λαμπερός, όπως το καλοκαίρι. Ένας άνδρας διαφορετικός από κείνους που ήξερε στο χωριό της. Ο άνδρας που θα σημάδευε όλη της τη ζωή !
Συνεχίζοντας την ανάγνωση, θα διαπιστώσει κανείς ότι η στιγμή εκείνη ήταν κι η απαρχή ανατρεπτικών αλυσιδωτών εξελίξεων, με απρόβλεπτες συχνά αλλαγές ρόλων και σκηνικού. Η ζωή με τις συγκυρίες της θα έπαιζε τα δικά της παιγνίδια, όπου της Ανδρονίκης η μοιραία γοητεία θα χρεωνόταν εναλασσόμενο κάθε φορά πρωταγωνιστικό ρόλο.
Μέχρι λίγο πριν το τέλος, ήμουν βέβαιος πως διάβαζα μια καλογραμμένη και πλούσια σε περιστατικά μυθιστορία, τίποτε όμως περισσότερο. Από ένα σημείο και μετά, άρχισε να με τρώει μια έγνοια: Ποιό τέλος θα δώσει η Ειρήνη Παππά σ’ αυτό το βιβλίο; Ένιωθα πως όλα παίζονταν από ‘δω και κάτω. Αν κατέληγε σε συνηθισμένο happy end, ο απαιτητικός αναγνώστης θα απογοητευόταν. Και το βιβλίο, παρά τα αφηγηματικά του χαρίσματα, θα κατέληγε στο σωρό της συναισθηματικής εκδοτικής βιομηχανίας. Αν δραματοποιούσε απότομα κι αδικαιολόγητα τις εξελίξεις, θα αφαιρούσε την πειστικότητα και αυθεντικότητα του μύθου.
Τίποτε ευτυχώς από τα παραπάνω δεν συνέβη. Το τέλος – αντάξιο των λογοτεχνικών μου προσδοκιών – ήταν βαθιά τραγικό. Μια κατάληξη αιτιολογημένη εκ των υστέρων – σπερματικά όμως ύποπτη κι από περίεργες λεπτομέρειες που προσπεράστηκαν αδιάφορα προηγουμένως … Όχι μόνο για τον αναγνώστη, αλλά και για τους πρωταγωνιστές ΤΗΣ ΝΕΡΑΪΔΑΣ ΣΤΟ ΠΟΤΑΜΙ, το μυθιστόρημα κρατά σ’ όλη του υην ανάπτυξη κρυφά τα μυστικά του. Τ’ απελευθερώνει μόνο πολύ αργότερα ως συγκυριακή δήθεν ανάγκη, φωτίζοντας ανύποπτα παρελθοντικά συμβάντα – ικανά να μεταλλάξουν εντυπωσιακά χαρακτήρες και να τους οδηγήσουν στα άκρα. Η ΝΕΡΑΪΔΑ ΣΤΟ ΠΟΤΑΜΙ είναι συναρπαστικό κοινωνικό μυθιστόρημα μιας εποχής, που ζήσαν οι πατεράδες και πιο πολύ οι παππούδες του καθενός μας. Η Ειρήνη Παππά κατάφερε να του προσθέσει πειστικά το δράμα και το τραγικό, συγκλονιστικό στοιχείο. Τη συγχαίρουμε από καρδιάς γι’ αυτό το επίτευγμα !

Η ποιητική περίπτωση του Γιώργου Πετούση –

Η πρώτη ποιητική του εμφάνιση το 1977,  με τη συλλογή στον “Στον ίσκιο του θανάτου”, είναι
σ’ ένα βαθμό πολυφωνική, κυριαρχούσα εντούτοις θεματολογία είναι η καταστροφή του 1974  και
ο θάνατος του αδελφού του, που τον συνδέει άμεσα κι εξακολουθητικά με το ιστορικό προηγούμενο
του Ονήσιλλου – γνωστού ήρωα της αρχαίας Κυπριακής ιστορίας. Τα αισθήματα που υπερχειλίζουν
τους στίχους είναι ο πόνος, η συντριβή αλλά και η ψυχική αντίσταση. Στις αναμφισβήτητες αρετές
του ανήκουν η γνησιότητα της συγκίνησης και το έντονο βιωματικό υπόβαθρο, στοιχεία που υποστη-
ρίζουν την πειστικότητα του λόγου του. Τα ίδια όμως αυτά στοιχεία τον οδηγούν συχνά στον ρητο-
ρισμό και την μακρυλογία, που αραιώνουν την πυκνότητα και αισθητική δραστικότητα αρκετών ποι-
ημάτων…Κάτι που παρατηρείται όχι μόνο στον Γιώργο Πετούση αλλά και σε πολλούς άλλους ποιητές
μας στην άμεση και συναισθηματική αντίδρασή τους στα πρόσφατα δραματικά γεγονότα. Δίκαιο
όμως είναι ν’ αναφέρω, πως τη συλλογή εμπλουτίζουν κι ευάριθμοι τίτλοι με λιτότητα κι οικονομία
στην έκφραση, όπως οι ακόλουθοι:

α.
Θα σηκωθεί η ψυχή μας
θα σηκωθεί
πέρα απ’ τις μικρές σκηνές των κατακλυσμών
που στάζουν τη χειμωνιάτικη
ολονύχτια βροχή.

Θα σηκωθεί
πέρα απ’ τους θανατερούς ίσκιους
του μακελλάρη καλοκαιριού.

β.
Πληγωμένος Σεβαστιανός
κατεβαίνεις
μήνες τώρα στον ύπνο
την κάθε νύχτα.
Κατεβαίνεις
κι είναι το χαμόγελο
ζωγραφισμένο
στο ματωμένο ακρόχειλο.
Κι είναι η πληγή
πυορροούσα στο πλατύ στήθος.  ( απόσπασμα )

γ.
Κρατήσαμε χτες ακόμα ένα κορμί ωραίου εφήβου
θανατωμένου,
υψώσαμε χτες ακόμα ένα φέρετρο
με τα χέρια και την οργή ως τον ήλιο.
Αποθηκεύσαμε στα έγκατα της γης
ακόμα ένα κόμπο δάκρυ,
στα έγκατα της γης ακόμα μια θύμηση.

Αυτό είναι, πιστεύω, το χρέος του κριτικού, ή του καλού αναγνώστη: Να εντοπίσει τις ευτυχείς
στιγμές και τα αδύνατα σημεία ενός έργου, για να βοηθήσει τον δημιουργό να κάνει επανεκτιμήσεις
και να βαδίσει παραπέρα. Έτσι μπορώ άνετα να ισχυριστώ, ότι ο Γιώργος Πετούσης στην πρώτη του
συλλογή δείχνει μια ευσυγκίνητη κι ευαίσθητη ποιητικά διάθεση, άνκαι έχει προφανώς πολλά περι-
θώρια να πυκνώσει τον λόγο του και να μεταπλάσει επαρκέστερα το βιωματικό υλικό του. Κι ο ίδιος
εξάλλου στο τέλος ενός τρισέλιδου προλόγου, σημειώνει χαρακτηριστικά:

Δεν ξέρουμε πόση συγκίνηση θα φέρουν οι στίχοι μας.
Δεν ξέρουμε ούτε κάν αν τα καταφέραμε.
Ωστόσο είπαμε ό,τι νιώθουμε.

Τρία χρόνια αργότερα (1980) επανεμφανίζεται ο Γιώργος Πετούσης με το ποιητικό βιβλίο  “Ενόραση”.
Είναι κάτι πολύ διαφορετικό από το πρώτο, με σύντομα χαμηλόφωνα ποιήματα. Σε μερικά μάλιστα από
αυτά γίνεται κάποτε αισθητός ένας λυρικο-επικός βηματισμός ( ΩΔΗ ), σε άλλα πάλι κυριαρχεί μια σχεδόν
επιτύμβια επιγραμματικότητα ( ΜΝΗΣΘΗΤΙ, Η ΑΝΤΙΓΟΝΗ ) :

– από την ΩΔΗ –

Η χαρουπιά μ’ έθρεψε
το θρουμπί ανθισμένο
με μύρισε
η μέλισσα η τριγήτρα
γλύκανε το στόμα μου μέλι.

Η ελιά ριζωμένη στο ακρόκρεμνο
λάδωσε στο τραπέζι μου φαϊ
απ’ τα βάθη των χρόνων.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Σε λάρνακες
θα πάρουμε λευκασμένα τα οστά σας
απ’ τις πλαγιές του Πενταδάκτυλου.
Οι ξεχασμένες κυρτώσεις της Μεσαορίας
θα μας τα δώσουν.
Για τις δέουσες τιμές
η Αντιγόνη αδημονεί.

Δίνω ακόμα ένα σύντομο, λιτό και κατανυκτικό ποίημα με τον τίτλο  ΜΝΗΣΘΗΤΙ :

Οι κέδροι γονατιστοί
υπομένουν τον καημό σου,
Παναγιά Κυκκώτισσα.

Ασκητές
σε στασίδια υπομονής
σε κομποσχοίνι αγρύπνιας
δέονται ολονύχτια:
“Κύριε, ελέησον…”

Τα πιο πάνω ποιήματα ανήκουν αναμφίβολα σε ό,τι καλύτερο έγραψε ο Γιώργος Πετούσης, αλλά και
στα καλύτερα γενικά κομμάτια που γράφτηκαν πάνω σ’ αυτή την θεματολογία. Με γνώμονα πάντα το
καθαρά καλλιτεχνικό επίτευγμα. Όμως οποιητής στο σύνολο είναι ακόμα άνισος – και παρόλο το κατα-
λάγιασμα του συναισθηματικού πληθωρισμού του, ενδίδει ενίοτε στην πρόκληση του επικαιρικού, υπο-
κύπτει στον πειρασμό να πει τα πράγματα με τ’ όνομά τους…Φυσικά υπάρχουν τα ελαφρυντικά για την
επιλογή του να μιλήσει ανοιχτά και χωρίς μισόλογα…Αφού είναι εκ των πραγμάτων τραγικός περιπατητής
στου νησιού  “την ολόμαυρη ράχη / μελετώντας τα λαμπρά παλληκάρια” –  μεταξύ αυτών και τον αγαπη-
μένο του αδελφό, που απαρηγόρητα θρηνεί.

Το 1989 βλέπει το φως της δημοσιότητας η τρίτη συλλογή του, με τον τίτλο “ Ο αδελφός μου ο Ονήσιλλος “.
Τα ποιήματα έχουν μια ομοιογένεια στη μορφή και τη θεματολογία, αφού πρόκειται για ελεγείες πέριξ της
τραυματικής ιστορικής καμπής του 1974. Διακρίνονται για την απλότητα της τεχνικής, χωρίς ιδιαίτερη έμ-
φαση στην επεξεργασία της μορφής – αφού προτεραιότητα του ποιητή είναι η ανεπιτήδευτη απότιση
φόρου τιμής στον πεσόντα αδελφό κι η οδυνηρή συμφιλίωσή του με το γεγονός αυτού του θανάτου. Κατα-
θέτω σχετικούς στίχους:

Είχες μια πληγή στο δασύ το στήθος
κι έφυγες στην παραζάλη ενός ονείρου.
Αδερφέ, που σε ψάχνω μέσα στον χρόνο,
αδερφέ, που στις δυο μου παλάμες
κρατώ μέρα και νύχτα το γελαστό σου κεφάλι
και καταφιλώ νοερά πια
το παγωμένο νεκρό σου μέτωπο.

Απαλλαγμένοι από περιττά στολίδια είναι οι παραπάνω στίχοι. Έτσι όπως αρμόζει στην περίσταση,
σαν ένα μπουκέτο λουλούδια στην επιτάφια πλάκα ακριβού προσώπου που έφυγε τόσο νέος.

**********

Το 1995  εκδίδει ο Γιώργος Πετούσης κάτι εντελώς διαφορετικό, χωρίς περιέργως περαιτέρω συνέχεια.
Είναι το ποιητικό βιβλίο “Επώδυνη καταβύθιση” , με επικέντρωση στη μεταφυσική και το θρησκευτικό
αίσθημα. Ο ποιητής κουρασμένος ίσως και απογοητευμένος από τον παραλογισμό και τη ματαιότητα
των εγκοσμίων, στρέφεται με τρυφερότητα και αφοσίωση σε μια λυτρωτική καταβύθιση στις πηγές της
θρησκευτικής πίστης, αναφωνώντας μ’ ευλάβεια:

ας είμαστε, Χριστέ μου, οι ποιητές
μέσα στο δάσος σου τ’ αηδόνια
μες στα πυκνά φυλλώματα,
στις κρύες πηγές.
( ΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ )

Αλλού πάλι διαπιστώνει με τόνο αποκαλυπτικό το ατελέσφορον των προηγούμενων μάταιων ενασχο-
λήσεων:

Το αναγνωρίζω,
όλες τις μέρες μου
τις εκδαπάνησα
σε πλήθος αλλότρια πράγματα.
( ΛΥΤΡΩΤΙΚΟ ΚΙ ΑΣΙΓΑΣΤΟ )     

Μια μεταμόρφωση έχει επισυμβεί στα άδυτα της ψυχής του ανήσυχου πριν και κραδαίνοντος
τη ρομφαία της ηθικής τάξης ποιητή. Αφού πέρασε διαμαρτυρόμενος και πενθών μέσα από τη φωτιά
του πολέμου και της καταστροφής,, περπατάει τώρα σοφός και πράος επί των υδάτων της θείας γαλήνης:

Στο Θαβώρ, ω πόσο ήθελα ν’ αγγίξω
το πρόσωπό σου. Όμως ήταν φλόγα.

Τώρα στα βαθιά μου γεράματα
στο νησί της Πάτμου ευλογείς τις μέρες μου.
( ΗΓΑΠΗΜΕΝΟΣ ΜΑΘΗΤΗΣ )

Τί αντιπροσωπεύει όμως ποιητικά μια τέτοια στροφή στην πορεία του Γιώργου Πετούση; Πιστεύω
μια απελευθέρωση από τη συνεχή, μονοδρομική ενασχόληση με τα νωπά περιστατικά μιας τραγικής
επικαιρικότητας. Σ’ αυτό το βιβλίο του ο στίχος είναι μορφικά προσεγμένος, βαθιά υπαινικτικός και
με χαμηλόφωνο υπερβατικό φτερούγισμα:

Πώς να σε κοιτάξω με γυμνό μάτι;
Δεν είμαι, Κύριε, καθαρός ως η χιών.
Δεν είμαι λευκός πια Κύριε
κι ευώδης ως το κρίνο.
Για να λευκανθώ πρέπει να πάρω
ξανά και ξανά όλους τους δρόμους.
Ν’ αφήσω δίχτυα δισταγμών
στην παραλία με τόλμη,
ν’ ανέβω ερημίτης ασκητής σε σκήτες.

Ναι, αυτός είναι αναμφισβήτητα ο καλύτερος ποιητικός εαυτός του Γιώργου Πετούση.
Και πάνω σ’ αυτές τις ράγες
καταξιώθηκε ποιητικά με τον καλύτερο τρόπο. Ήταν μια ιδιό-
μορφη έξαρση, χωρίς συνέχεια κι ουσιαστική επίδραση στην περαιτέρω πορεία του. Πορεία σίγουρα
εξακολουθητικά παραγωγική, με μονάδες ποιημάτων αξιόλογες κάποτε* – χωρίς  όμως, κατά τη
γνώμη μου να φτάνουν την άρτια και ομοιογενή αισθητική των ποιημάτων της ¨Επώδυνης
καταβύθισης”.

*  Την όψιμη φάση της ποιητικής του δημιουργίας – μέχρι και σήμερα, θα δυσχεραίνει πια ο επίμονος
“ιός”  της υπέρμετρης αφηγηματικότητας, μια παρενέργεια ίσως της παράλληλης κι αυξητικά εκδηλού-
μενης πεζογραφικής του διάθεσης.

 

ποιήματα για τον πατέρα – τη μητέρα – τη θεία ( in memmoriam – ΕΙΣ ΜΝΗΜΗΝ )

IN MEMORIAM

Εις μνήμην  1

Σαν πέρασε ο καιρός
κατάλαβα
πόσο είχαν χαράξει τη μορφή του,
οι νύχτες του σπιτιού οι μικρές
κι οι μέρες οι μεγάλες
μες στον κάμπο.

Εις μνήμην  2

Σκύβει ακόμα όλη μέρα
πάνω απ’ την πέτρινη γούρνα,
που μισοφαγώθηκε
δαν τα δικά της χέρια.Υφαίνει ως τα μεσάνυχτα
το παραγγελμένο χαλί
και το ξημέρωμα
πάλι στο πόδι…
Έτσι γέρασε.
Κι η φωτογραφία στον τοίχο
που την έδειχνε νύφη δίχως έγνοιες,
γέμισε σκόνη. Τρύπια,
πέρασε πάνω της το σαράκι.

Εις μνήμην  3

Παγερές κι αφιλόξενες
οι νύχτες του χειμώνα,
με τον άνεμο να ουρλιάζει
πάνω στα δέντρα της αυλής
και στα σκυλιά που ξέκοψαν
κι αναζητούν κρυψώνα…
Μ’ αυτό συμβαίνει λίγο πιο πέρα
από το σπίτι της θειάς μου,
που θά’ καμνε η κακοκαιριά τρεις χρόνους
να της κάψει τα κουζάλια
που τάϊζε στο τζάκι τις φλόγες.

Όμως χτες βράδυ που τη βρήκαμε
κρλυα και λευκή στο στρώμα,
σαν ήλιος μικρός σπάταλος
που ξόδεψε το φως του,
δεν μπορούσε να μιλήσει…
Τις είχε πει
τις ιστορίες της πικρής ζωής της.

 

 

Ποιητικές Συναντήσεις- Παταπίου, Ορφανίδης, Μαντά, Μοράρης,

Μ’ ΕΛΑΧΙΣΤΟ ΣΧΟΛΙΟ
Άλλες Ποιητικές Συναντήσεις
A.
Η ποιητική απόσταξη του Παναγιώτη Νικολαΐδη
Λάξεμα φόρμας σε άσκηση βάθους

Μέσα σαλεύει το καρφί
Στο κύτταρο με πολεμά
με αφαιρεί και σβήνω
Γίνομαι χώμα και νερό
Να πάρω σχήμα φωτεινό
Ν’ ανοίξω μές στον ήλιο
*
Πάντα υπάρχει ένα ποίημα ένα ποτάμι ένα πουλί
Κάθε νύχτα το πουλί ξεδιψά στο ποτάμι
κι ύστερα κρύβεται βαθιά μέσα στο ποίημα
Κάθε πρωί ξυπνά στο γαλάζιο
*
Η νύχτα γυμνάζει τα όνειρα
Υφαίνει το ασημένιο δίχτυ του νερού
Έτσι κατοίκησες στο χέρι μου
Στην ανοιχτή παλάμη
άναψες
πέρασμα υγρό
αποτυπώματα πουλιών
διαδρομή πολυσύλλαβη

Εγκλιτικό μου σώμα εύφλεκτο
Σε ποιά γραμμή θα πληγωθείς
*
Γυρόν-γυρόν κατάμαυρα βουνά
τζι ο ουρανός στα ύψη
τ’ αστέρκα πάνω λάμπουσιν
το φως τους εν θα λείψει
Έτσι εν τζι η αγάπη μου
νεφανταρκά μϊάλη
ράβκει με φως τζιαί θάνατον
της μαύρης γης τ’ αρφάλλιν
*
Ευκάλυπτα τα όνειρα
Σαν ίαμβος καθρέφτης
*
Όσο και να τεντώνω
δέρμα του καιρού
βαθαίνουν στο σώμα οι ρωγμές
φλέβες στεγνώνουν
Όσο και να λυγίζω
κόκκοι θανάτου
διαστέλλουν την όραση
Κι όμως αόρατη χορδή
ρυθμός ζεστός
βαθιά μές στο συκώτι
Είναι που σε περίμενα στα χείλη
να μάθω πάλι το νερό
Είναι που σε περίμενα στο φως

Κρυφός σφυγμός
στα δάχτυλα του χρόνου
*
Κάθε νύχτα στο ποτάμι σου
Βότσαλο δέντρο και νερό
στις φωτεινές σου όχθες
*
Απ’ το λευκό σεντόνι σου
ξεστρατημένο φως
Αδόκητο
το βάραθρο του χρόνου
Είμαστε σώματα που σκοτείνιασαν
χαλάσματα φωτός
κι άπτεροι διανύουμε
το σκότος
*
Όταν αγάπη αρχίζει
ανοίγει βάραθρο λευκό
Ξεμανταλώνει φως χρυσό
σε νυχτωμένο κήπο
Όταν αγάπη τελειώνει
ξεπλένει το αίμα βιαστικά
Μπαλώνει χάδια χρώματα φτερά
σε πεθαμένο σώμα
Όταν αγάπη πέσει στο κενό
δέντρο που έχασε το φως
αντίλαλος στο χρόνο

*
Οκτώβριος
Περίπατος στην πόλη
Πρόσωπα πίσω από άλλα πρόσωπα
γεμίζουν τις επώνυμες οδούς
κι ύστερα χάνονται
Περπατώ μαζί τους
Εσωτερική διαδρομή
με το χέρι στο διακόπτη
Και τότε φάνηκες εσύ
λευκό πουκάμισο
Προσπέρασες με κόκκινο
διάβαση πουλιών
Κράτησα την ανάσα σου
Μια εισπνοή μια εκπνοή
στο κύτταρο της μέρας
Σαν ίαμβος καθρέφτης, 2009
Ανοίγει φόβος
και φτερό Μάτι φιδιού
Ο χρόνος
*
Άλλαξα δέρμα
για ν’ ακούσεις τις παλιές
φωνές
Βαθιά του χρόνου
κοιταχτήκαμε και
τώρα πώς φέγγεις
*
Στιγμή χαραγμένη
στο φως
και στ’ ασήμι της πάχνης
*
Κέντρο βαθιά με
γκρέμισες
μές στου βουνού τη ρίζα
*
Σκλερή κυρά
έκαμες με και πεθυμώ
τα μάτια μου να ράψω
Ίτσου κοιμώντα καμμυτά
με δίχα φως αστράφτω
*
Βρέχω τ’ αλεύρι
πριν απ’ τη βροχή
με το κλαράκι στο ράμφος
Πάνω στο φρύδι του γκρεμού
εδώ φύτρωσα
στην πέτρα και στον φόβο
*
Ύφος πατρίδα μου
υφαντουργείς
το ιώδες
*
Pacta sunt servanda

Όταν τα σύμφωνα φλέγονται
ξενιτεύομαι μ’ ένα φωνήεν
ξενιτεύομαι μ’ ένα φωνήεν, 2012

Ο οίνος ερωτεύτηκεν την
ποίησην τζιαι συντυχάννουν

Οίνος

Η γη γυρίζει
Τζιαί πιτσικλιάζει κρασίν
Την Αφροδίτην
Αντζιέλισσά μου
Έγλεπε πού παρπατάς
Πατάς σταφύλιν
Το δειν σου κόρη
Ραϊζει το ποτήριν
Πόθεν να σε δω;

Ποίηση

Ξυπνάς τα πουλιά
Τζιαί χαμηλοπετούσιν
Μες στο ποίημαν

Οίνος

Είσαι το κρασίν
Είσαι τζιαί το ποίημαν
Εγιώ ποιος είμαι;

Ποίηση
Είσαι σύννεφον
Που το μέσα ποτάμιν
Στάξε μου κρασίν
Οίνος

Αγαπημένη
Κόψε μου έναν κνυζίν
Που τα μαλλιά σου
Δος μου το φως σου
Σκλερή μου πεταλλίνα
Να κάμω κρασίν

Ποίηση

Πον’ να μ’ ανοίξεις
Εν θα με καταλάβεις
Φίλα με ξανά
Οινοποίηση, 2014

B.
Ο χρησμικός λόγος του Γιώργου Μοράρη –
Επιλογές: Ευάερα πυκνώματα, λιγότερος μύθος

ΤΟ ΟΠΛΟΣΤΑΣΙΟ ΤΟΥ ΔΕΝΤΡΟΥ

Πλησίασα τη δρυ
και σίγησαν
οι τρεμάμενες γλώσσες των πουλιών.
Έκανε η σπλαχνική τύχη τον φλοιό της
έμπιστο δόρυ στο χέρι του οπλίτη.
Δεν ήταν έρμαιο της εύνοιάς της
γνώριζε πόσο ασταθής
είναι η ζωή
πόσο πιστός είναι ο θάνατος.
Λαξεύτηκε με ευγένεια και χάρη
η πέτρα νά’ χει πεπρωμένο,
τον άδειασε πολλή σιωπή
που άφησε να ξοδευτεί
μέριμνα και ζήλος;
Τον αναζήτησα στη δρυ
κι άρπαξε τη θέση του
ζηλότυπος ο κενός ίσκιος.

ΣΤΗ ΜΗΤΡΙΚΗ ΕΛΙΑ
Ελιά ετοιμόγεννη
χάρισε τον καρπό στη γη
κι άσε το λάδι σου να φτάσει
στα τραύματα των αγαλμάτων.
Ριγούν τα νέα κλαδιά
που ενώνονται με τον αρχαίο κορμό σου.
Σε κάποιο χρόνο που δεν έδυε ποτέ
τελείωναν εκείνοι
φροντίζοντας τη μακρινή ζωή σου.
Όταν στην ανάσα τους οι ουρανοί κλείναν
ανάγκαζαν τη θάλασσα να γίνει
πεδίον της τόλμης τους ταξιδεύοντας για τους γάμους
του ανέστιου δαίμονα.
Άνθη ράμνου, 1999
ΤΟ ΚΕΝΤΡΟ ΤΗΣ ΖΩΗΣ

Ένα κοτσύφι τραγουδά μετά τη βροχή
κι επαργυρώνει τις σταγόνες της.
Καλεί να το συλλάβει χέρι μεγάλου τεχνίτη.
Εκεί που σταμάτησε ο χρόνος
σε μια στιγμή της χάριτος
φάνηκε μετέωρο το σχέδιο της ελαιογραφίας
στην κόψη των εποχών.
Στάθηκες σαν να’ βγαζες ρίζες
για να τραφείς με τα μυστικά της γης
διασχίζοντας σελίδες που χάθηκαν
απ’ το βιβλίο της φύσης,
επιθυμίες που σβήστηκαν
με το αίμα των νυμφών.
Αγροικίες του μέλανος δρυμού
κεφαλές κενταύρων
ενθύμια κυνηγετικά
από την παραφύση χρήση του μαχαιριού.
Για όσα γίνανε και θα γίνουν
το λείψανο της καρδιάς βρήκε το κενοτάφιό της.

ΤΟ ΠΕΠΡΩΜΕΝΟ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ

Σαν από γιο κρεολής
που μαθήτεψε κοντά στους Ινδιάνους
ο συριγμός του βέλους απρόοπτος
βρήκε το στήθος μας κρυψώνα.
Η καρδιά μας ούτε στη συντριβή της
όταν μας έσβηνε, δεν έμαθε
το αθέατο πρόσωπο του κυνηγού της.
Οι φάλαινες εξαφανίζονται
μήνες πριν φτάσει το παλιρροϊκό κύμα
τελειώνοντας στα θερμά νερά
το τραγούδι του έρωτα
και το γαμήλιο παιχνίδι τους.
Χωρίς προαίσθημα κινδύνου
αγνοούμε πότε μπαίνει στην άμπωτη
η πλημμυρισμένη ορμή μας
και σταματάει το ρέμα.
Όταν αίφνης
η αναλαμπή της φλόγας μας
ενώνεται με την αποτέφρωσή της.
ΕΞΟΔΟΣ

Πριν χυθεί το ποτάμι στο πέλαγος
ο στόλος των κύκνων ξετυλίγει
την ανύποπτη μοίρα του.
Συνεχείς πνιγμοί
Στα γλυκά και στ’ αλμυρά νερά.
Κάθε πτηνό που αρρωσταίνει
με τ’ άνοιγμα των φτερών του
δίνει σινιάλο στ’ αγρίμια
και διαλέγουν τον κινούμενο στόχο
λίγο πάνω από τη γη
κι εκείνον τον μετέωρο
για σταύρωση.
Το δόντι στη λεία τους αποκαλύπτει
μ’ οδύνη τη γυμνή ζωή.
Τη μισή ζωή την αφαίρεσε στο νερό
την υπόλοιπη στη ξηρά
ο αμφίβιος θάνατος.
ΠΤΗΣΗ

Σαν τις χελώνες δεν είμαστε
που με τα βήματά τους
ο μέγας χρόνος τους αθροίζεται
στον μοναχικό τους δρόμο.
Μοιράζεται μ’ άλλους
ο δικός μας χρόνος ο βραχύς.
Κάποτε πέφτει πάνω τους σκιά
και κατεβαίνει η βουή του ανέμου
κι αυτές με τα ιερογλυφικά στην πλάτη
σέρνουν το καβούκι τους, έτοιμο τάφο
όταν αετοί τις αρπάζουν
προς ένα ουρανό
στεγνό κι αδάκρυτο.
Γύρω σμήνη των άστρων με το βόμβο τους
χλευάζουν
το περιορισμένο διάστημα της ύπαρξης.
Για κείνους που ιππεύουν αετούς
είναι το άπειρο μια τεράστια φάρσα.

Ο ΤΑΦΟΣ ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΑΣ ( απόσπασμα )

Βρήκαμε τον τάφο της
κάτω από τη φιλέρημη βελανιδιά.
Οι ρίζες της διέσχιζαν τη γη
σαν μυς αθλητή
κι αγκάλιαζαν την εταίρα.
Αναποδογύρισε την τεφροδόχο της
θέλοντας ν’ αποφύγει
τον μαύρο μαγνητισμό
πέφτοντας
από την όχθη του ερέβους της ανάσκελα
καθώς ήταν στο ανάκλιντρό της πάντα.
Πάνω της ξοδεύτηκαν ηφαιστειακές δυνάμεις
και κοσμήματα για το χρυσό της δέρμα.
Τώρα σκεπάζεται μ’ ένα στολίδι από μάρμαρο.

Ο ΦΑΥΝΟΣ

Πίσω τους άφησαν οι λουόμενες
φορέματα από χλόη
και τ’ άπλωσαν όαση στην ερημιά.
Παίζουν τα μαλλιά στον τράχηλό τους
ουρά της αλεπούς
εγερτήριο για το παλιρροϊκό μας αίμα.
Σε θάλασσα λεία σαν τη λεκάνη τους
η σωματική μας αιχμαλωσία λύνεται
μόνο με τον γάμο των πνευμάτων.
Εκείνος αναδύθηκε
μέσα από τα στρώματα του χρόνου
Έγιναν τα ρούχα διάφανα
που σχεδόν ενώθηκαν με το δέρμα του.
Βγάζει μόνο τα σάνδαλα
κι ορθώνεται στις οπλές.
Είναι Φαύνος.
Το δαιμόνιο ψάχνει το πνεύμα μας
να γίνει ταίρι.

Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΔΡΥΪΔΑ

Ο Ιλισσός βυθίστηκε στη γη
σαν οδοιπόρος στον ύπνο του
αφήνοντας έξω μια σταγόνα.
Μετέωρη διαστέλλεται
να δω σ’ αυτή
το κάτοπτρο της ενηλικίωσής μου.
Ενώνομαι μαζί της
ποτάμι γίνομαι σιγά σιγά
απλώνομαι στις ερηπωμένες όχθες του
κι επιστρέφω πριν αιώνες
στην εκβολή του ρέμα
να βρω την καταγωγή του ρυθμού μου.
Είναι χειμώνας και δεν έχει χιόνι
να τροφοδοτήσει ανανεώνοντας τα φύλλα.
Πέφτουν απ’ τα κλαδιά τους πεθαμένα.
Αυτός ο αμνημόνευτος κορμός
μισάνοιξε βγαίνοντας από μέσα
βλαστός
η τελευταία Δρυϊδα.
Τη βλέπω αχνισμένος στον ιδρώτα
να ζητά τα ρυάκια του κορμιού μου
μην ξεραθεί το δέντρο της.
Όταν οι Χάριτες λύνουν τον δεσμό τους
ανάμεσα στη νύμφη και στη δρυ
την ύπαρξή τους τη χωρίζει βάραθρο.
Για την τιμή του τοπίου
πέφτει στον πυθμένα του ποταμού
που τον λεηλατούν και τον απογυμνώνουν
από την ιεροπρέπειά του.
Καλώντας τη στάθμη του Ιλισσού
ν’ ανέβει με τη σορό της.
Ολόκληρη η ζωή μας ένα θαμμένο ποτάμι.

ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΜΕΣΟΓΕΙΟΣ

Ένα νησί ταξιδεύει
με την ψυχή στην άπνοια
κοντά στον φάρυγγα του Λεβιάθαν.
Η κιβωτός τον λησμόνησε
ωσότου βρήκε τον κρυψώνα του
στον κατακλυσμό.
Κύματα που κάποτε παίζαν
με την ανάσα τ’ ουρανού
κλωσσώντας στην άμμο
την πεμπτουσία τους,
ζωγράφιζαν την αστάθειά τους
επίορκοι στο κάλλος εγγυητές του
κύματα, κορυφές και βάραθρα.

Γ.
Ευφροσύνη Μαντά – Λαζάρου
Αυτή η Άγνωστη

ΤΟ ΜΕΣΑ ΦΟΡΕΜΑ

Καθόλου δεν μου μοιάζει
αυτή που συναντήσατε προχθές,
Εκείνη έφευγε.
Εγώ ερχόμουν.
Επέστρεφα με ένα χαμόγελο ασφοδέλους.
Μα δεν υπάρχει πιο εγκάρδιο χαμόγελο
από τα χείλη που πόνεσαν θανατηφόρα.
Έτσι καθώς ανοίγει η καρδιά και πάλι σαν πρώτη φορά.
*
Με την αναπνοή της πάλλευκης σιωπής –
στο φως ανεβαίνει το σώμα χρυσίζοντας,
ανατολή μου ρόδινη, μεταξωτό σε τυλιγάδι.
Τον κόσμο τον υφαίνουνε τα μάτια.
Σαν γάτα που κοιμάται στα λουλούδια μας
τεντώνεται, ξυπνώντας από όνειρο η ζωή.
Ο κήπος με τ’ αγάλματα γέμισε πεταλούδες.
Στο φως ανεβαίνει το σώμα χρυσίζον,
τσαμπί από μέλι
που ο έρωτας πυκνώνει στις κηρήθρες το
και η ψυχή ψιχίον πέφτει στο δισάκι.
Είπα το σύννεφο που διασχίζω, χρόνο.
*
Με πήραν οι λέξεις και μ’ έντυσαν
σε κήπους δροσάτους, σπίτια ζεστά.
Με πήραν οι λέξεις σε κόσμους κτισμένους,
παράθυρο μου αφήκαν λυμένους τους φθόγγους τους
να ξεκουμπώνω τα στήθη μου λευκά γιασεμιά
στο χάδι του ήλιου μιας μέρας καινούργιας.
Να μιλώ με δικές μου φωνές
στις χορδές των δικών μου των σπλάχνων,
να υψώνω πανί στο κατάρτι του γέλιου μου,
να βυθίζω τον πόνο μου σε στεναγμούς δικούς μου
κι ας κρατάει το σώμα ίδιο υλικό από κτίσεως κόσμου.
*
( Όλοι καθόντουσαν φρόνιμα
κανένας δεν ήθελε
μιαν αταξία ακόμη στο κεφάλι του.
Αρκετός μπελάς ήταν κιόλας η νύχτα).
Όταν ξημερώσει…
Θα περάσω στη σάλα
με όλα τα φώτα αναμμένα
λαμπεροί πολυέλαιοι κρύσταλλα λόγια.
Πές μου για τα πράγματα.
Όχι πώς είναι, αλλά πώς απλώνουν το χέρι τους
μές την ακίνητη ζωή μας.
Θα γλιστρήσω στην έναστρη νύχτα
που στρώνεις κρεβάτι
στην άφεγγη βραδιά των ματιών σου
γυναίκα ο πόθος σου
θα ξημερώσω το φως σου.
Πές μου για τα πράγματα.
Όχι πώς είναι, αλλά πώς νιώθεις το αίμα τους
όταν ξυπνάμε.
*
Εξοδούχος των πολέμων
και των βάναυσων ιδεών του γένους του
σαν στρατιώτης εν ώρα αναπαύσεως
είχε αποθέσει την πανοπλία του,
γυμνός πλάϊ της.

Η γυναίκα σηκώθηκε ανάλαφρη απ’ τα λευκά σεντόνια του έρωτά τους και γυμνή περπάτησε την πλέον πολυσύχναστη λεωφόρο της πόλης τους. Ο έρωτας είχε κηρύξει αθώα τη σάρκα της. Με τόση αθωότητα περπάτησε, που αόρατη πέρα-σε ανάμεσα σε στίφη βέβηλών πόθων και χυδαία βλέμματα δεν συνέλαβαν τη μορφή της. Ούτε καν τη λάμψη του περά-σματός της, γιατί ήταν ολόκληρο το σύμπαν μές το φως της. Εκείνη ειρηνική, με τη σάρκα να αναπαύεται ηδονικά αξεχώ-ριστη μέσα στο πνεύμα, το ίδιο θα μπορούσε, όπως εύκολα ζούσε μέσα στον κόσμο, να αποσυρθεί σε σκήτη ή μοναστήρι.
*
Στην πόλη αυτή θα ζήσουμε μοναχικά
καθένας με τους έρωτές του.
Καθώς τα λάβαρα και οι σημαίες αποσύρονται
δια παντός
αφήνουν τον ουρανό ελεύθερο
να κοιτάξει στα μάτια
καθένα ξεχωριστά
να σκύψει να ονοματίσει
όπως κοιτάζει η μάνα το νεογέννητο.
Μια νέα δόξα κυματίζει, αίφνης μεταξένια
στα σφριγηλά στήθη μιας γλυκιάς αγάπης νέας.
Μικρή μου πόλη, αγαπημένη Χώρα
δίχως συνθήματα θα ερωτευτούμε
στις στροφές των κλειστών δρόμων σου
παρατώντας ξόανα, ειδώλια, θεούς και δαίμονες
πρώτη φορά.
Δίχως συνθήματα θα ερωτευόμαστε εις τους αιώνας
στην πόλη την κλειστή
ώσπου ν’ ανοίξει -επιτέλους- η δειλή καρδιά μας.
*
Έφευγα
και το λικνιστικό περπάτημα της μοναξιάς σου
μπερδεύτηκε μέσα στα βήματά μου.
Έφευγες
και το αργό περπάτημα της λύπης μου
δρεπάνι γύριζε μέσα στα βήματά σου.
Σκόνταψα φεύγοντας στο αλύχτισμα μιας
σκοτεινής βεράντας
που με ακολούθησε στο βουερό δρόμο.
Παμφάγος λεωφόρος, τώρα, με καταπίνει.
*
Θα κατεβώ με το αστροπελέκι του έρωτα
από του ουρανού μου την αιώρα στη δική σου γη
Θα ξηλώσω κλωστή-κλωστή
κάθε σου ένδυμα, κάθε σου όστρακο
έτσι, καθώς τα φιλιά μου θα ξεκουμπώνουν
έναν-έναν τους λυγμούς των σιωπών
στο κλειδωμένο σου πουκάμισο.
Να γίνεσαι εσύ και να γεννιέσαι από δική σου ζύμη.
Ό,τι εναποθέτει η ύλη της ζωής
χαράζει σαν μαχαίρι της αλήθειες μου.
*
Όταν κλειδώνεις την καρδιά και με κρατάς απέξω
κλαίω, αγάπη μου πικρή, την ερημιά σου.
Τα βράδια την ποτίζει, φως μου, το φεγγάρι μου,
όταν κλειδώνεις την καρδιά και με κρατάς απέξω.
Έτσι στιλπνό που ήτανε το χάδι σου,
ήσουν καθρέφτης.
Επέστρεφες τις μορφές, που έμελλαν
μια μέρα να χαθούν μές στο κενό σου.
Κι ήταν μια μέρα που γλυστρούσε κι έφευγε.
Έγερνε το κορμί της μια απ’ εδώ και μια απ’ εκεί,
είχε τα πρωινά λυμένα τα μαλλιά στον άνεμο,
μάς κοίταζε με προσμονή με τα μεγάλα
δειλινά της μάτια.
Ώσπου τέλος
διάβηκε κι αυτή σαν και τις άλλες μέρες,
όταν κλειδώνεις την καρδιά και με κρατάς απ’ έξω.
*
Μπορεί να είναι η αγάπη σου
αυτά τα πλαγιασμένα κρίνα των λέξεών σου
αυτά τα λινά και βαμβακερά πουκαμισάκια
για το καλοκαίρι μας.
Μπορεί να είναι η αγάπη σου
αυτές οι ανθισμένες ομπρελίτσες
που σφυρίζεις με ανεμελιά
σκέπη τη σκέπη τους μές τη βροχή
καλά να μας φυλάξουνε στεγνούς
από το παγωμένο αιφνίδιο.
Θα σου χαρίσω μια σφενδόνη, αν μάθεις να κελαηδάς.
Για να μπορείς να κυνηγάς μακριά μου
τα όνειρά σου που νυκτοπορούν.
Φορούνε κίτρινες κάλτσες, πράσινα ζεστά κασκόλ,
παπούτσια γεμενιά στις σκανταλιές τους
και πολιορκούν τις τρυφερές
εκφορές της αγάπης μου.
Αλλά, αν μάθεις να κελαηδάς
τα όνειρά σου που υπνοβατούν
θα γίνουν ματοτσίνορα
στα γελαστά μου μάτια.

ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ

Κι όταν νυχτώνει όμορφα
ο ήλιος ξενυχτάει αθώρητος.
Το τρυφερό του φως στο παραθύρι μου ακουμπάει
στρογγυλό σημάδι της αγάπης μου.
Το ζήτημα είναι αυτό:
Να αγαπώ αθάνατα και θαμμένη στο χιόνι της ερήμου
να μπορώ ν’ αγαπώ κι εσένα κι εμένα χαρούμενα.
Το τι θα κάνεις και για ποιούς είναι η δική σου νύχτα.
Δεν μπορεί, κάτι θα έχει να σε ντύσει.
Γυμνός δεν έμεινε ποτέ κανείς
ούτε κι ο θάνατος ούτε και η αλήθεια.
  Το Μέσα Φόρεμα, 2011

Δ.
Φωνή που σίγησε νωρίς –
Η νεοτερική Ειρήνη Χατζηλουκά – Μαυρή

( ΑΝΤΙΦΩΝΗΣΕΙΣ )

Σπλαχνική Μητέρα
Στην ανοξείδωτη ξαγρύπνια σου
Αναγιώνεις βλαστούς
Σαν δροσάτα άστρα
Τις νύχτες που λουφάζει η Ζωή
Γαληνεμένη ξαποσταίνεις
Με αυτάρκεια
Γνώσης
Και άγνοιας…
Ωραία η σιωπή
Ενώ οι φλοίσβοι του αύριο πλαταίνουν
Εσύ φυλάς παραφυάδες
Με νυσταγμένη στοργή
Δωροφορείς το στήθος των άστρων
-Αρμονίας μέστωμα και βάλσαμο ψυχής-
Γυναίκα
Άγουσα υποσχέσεις αποκάλυψης
Ροδαλά προσωπάκια
Και ισορροπίες σήμαντρα:
“H μήτρα κυοφορεί μέσα της
Το άγγιγμα των εποχών
Η γονική άνθιση
Προορισμός
Εκ των πιο σπουδαίων…”
Μπροστά η αγάπη
Τα οικόσημα τέκνα εν τη αγκάλη Σου κοιμώμενα
Απορώ
Ότι πρέπει Σοι
Πάσα τιμή
Και σελαγιστή ομολογία…
-Μητέρα γλυκιά μου
Σε φιλώ.
*
Στρατιώτη
των ωχρών άκρων
των φευγάτων χορών
δεν πρόλαβες
να πιείς γλυκό κρασί
από τη λόγχη του όπλου σου
ή από το μαχαίρι στο θηλιόζωνό σου,
αγνόησες τις κλήσεις της ζωής-
μπροστά το ηφαίστειο
πίσω η λύρα
έπρεπε να διαλέξεις
προδομένε άγγελε
πριν δρομολατήσεις
μικρό παλληκαράκι
με τον μενεξέ στ’ αυτί
την αποκοτιά στο στέρνο,
δήλωσες απών
τις μέρες που σε ψάχναμε
εγκλιματισμένος στα υπόγεια
κράτησες ανέπαφο τον χυμό
που δοκίμαζες
προτού σφαλιστούν οι Πύλες,
ανάπαυση.
Έφυγες χθές
φορώντας το παράπονο
επιλέγοντας μη αναστρέψιμες λύσεις
γενόμενος αιώνιος αθάνατος
– Ώρα καλή σου!
Η μόνωση σε προστατεύει.

( ΠΡΟΣΕΥΧΕΣ )

Πέμψε Κύριε
παρηγοριάς ευαγγέλια
και χρίσμα θείο
στ’ άτομα της μοναξιάς
που ολοένα οδεύουν σε χιαστί αδιέξοδα
παλεύοντας με την περίμετρο και το εμβαδό τους,
στερημένα «αμφί» και «προς»
από τους παράλυτους περπατητές
τους αναβάτες των ψευδαισθήσεων
τους ψυχρούς υπολογιστές του τέλους.
Αφάνισε
τα άπλυτα φαινόμενα
τ’ ατέρμονα μαρτύρια
τα θλιμμένα Σάββατα,
δικαίωσε τα φτηνά όνειρα
των οικούντων στην αμαρτία
αναμένοντας τη Σωτηρία
πρόσφερε έλεος δωρούμενο
Σώμα και Αίμα σου
σ’ ευσπλαχνικό δισκοπότηρο…
Λάφυρο
η βάπτιση των εντεταγμένων
στα σενάρια των Ουρανών,
πιστεύω.

( Λεπτομέρειες )

Η ολολυγή του φεγγαριού
στον μεσαρίτικο κάμπο
το πολύ προχωρημένο δείλι,
μαρτυρία
προαίσθημα
οιωνός
ευθεία το μετασούρουπο
η Άλωση…
-στο χέρι προγονικός φανός παμπάλαιος-
η εστία φωτός
σ’ αλλοτινούς καιρούς
σε σιτοβολώνες πυρωμένους
π’ αναγιωθήκαμε
με ψωμί και χαλούμι
με την αστροφεγγιά
τις σκιές και τα φαντάσματα,
σεκόντο
του δίχωρου της αναβροχιάς
της σπρογιασμένης καμάρας
του φούρνου
της μάντρας
των ψάθινων πανεριών…
Άπαντα
συνάμενα είδωλα
ασαφήνιστων ημερών
ξεμπρατσωμένα αλήθειες θερισμένες
και Γοργόνες ξανθές
να φονεύουν από αγάπη
για τον Αλέξανδρο
τη ρήση-απάντηση:
Άλλες Ποιητικές Συναντήσεις
200
«ο Αδελφός πέθανε
έναν Ιούληαύγουστο
στο στερνογύρισμα του Ιούλη
στις δέκα και τέσσερις του Αυγούστου
περίπου…
κάπου εκεί».
Η επιλογή του τέλους;
Οι άφεγγες νύχτες
οι φερέγγυες.
*
Ο μέρμηγκας
Αγουροξυπνημένος αχθοφόρος
Πρώτο κέρασμα λυπημένης μέρας
Κινητή μαυριδερή καρφιτσούλα
Σε μια νωχελική κατωφέρεια
Ακροβάτης
Μ’ ένα λιλιπούτειο σποράκι στο στόμα
Παράκαιρη καλοκαιρινή αμοιβή
-Όλο ανομβρία τα φθινόπωρά μας
Ύπνος τοις άλλοις
Στους ξέγνιαστους άρχοντες του κάποτε-
Τιποτένιο μιντέρι
Το χαμόκλαδο
Φαντασμένος μπελάς πριν απ’ το τέρμα
Εμπόδιο απροσπέλαστο…
Ο καιροφυλάκτης κλώνος
-Αυτός ο αντίπαλος
Ο μηδαμινός
Ο πανίσχυρος-
Αρνείται
Την προσέγγιση
Τη συμφιλίωση
Την υποχώρηση
Ώρες σειρά…
(Η ανάγκη θέλει υπομονή να νικήσεις)
Δεσμώτης ο αεί υπό της τύχης
Χωρίς επιούσιον
Χωρίς πληρωμή
Χωρίς την καμπανοτρίγωνη κρύπτη του
Στιγματισμένος
μ’ έναν τεράστιο όσο κι η μύτη του βελονιού λίθο
Στον καταπιώνα μέσα έξω
Αλέθει ολημερίς στον ήλιο
Και σε μασκαρεμένα φεγγάρια μπροστά
Καταβυθισμένος
Σε ξεμωραμένες γητειές
Τον ίδιο μονότονο σκοπό:
“Πρόσφυγας
Πρόσφυγας
Πρόσφυγας…”
( από τη συλλογή Σε –εις και – ες, 1997 )

Ε.
Ποίηση Νάσας Παταπίου-
Χωρίς τα βαρίδια της Ιστορίας

Η ΛΕΜΠΡΙΚΑΣΤΗ

Ακούς το σούρσιμο της κτένας
Στα μαλλιά μου
Ήχος αρχαίος
Και από τα βάθη των αιώνων
Έρχεσαι
Πίθο βυζαντινό κομίζεις
Γεμάτο υπέρπυρα
Όμως οι μάχαιρες οξείες
Και πυκνά τα βέλη
Σαν διασχίζεις
Ένα μαύρο πετρωμένο δάσος
όπου στο ξέφωτό του
Ρέει πυρίκαυστος
Ο έρως
Από τα χέρια μου
Η κτένα τότε πέφτει
Θρόισμα φτερών
Το χώρο κατακλύζει
Με πλημμυρίζουν ρήματα αγάπης
Στάζουν χυμοί
Από κόκκινα σταφύλια
Στον ποδόγυρό μου
Τον ίππο μου πτερνίζω
Και αναχωρώ
Χωρίς να είμαι έμπειρος ιππέας
Γνωρίζω είμαι το σήμερα
Και είσαι το τότε
Πατρίδα, Πατρίδα
Σε τέμνουν όρη
Και βουνοκορφές
Σε διασχίζουν ποταμοί
Με διατρέχουν παραπόταμοι
Μες στα νερά μας βουλιάζουν
Τα υδρόβια
Ενδημούν τα αμφίβια
Μα ως πότε λάθρα
Θα βιώνουν οι αλλόφυλοι ;
Στα έγκατά μου
Στα απώτατα σπλάχνα μου
Στις εσοχές μου τις ανύποπτες
Σε περισώζω
Θα κυνηγήσω τον εχθρό
Όπως οι εφιάλτες τον ύπνο μου
Θα συναντήσω αυτόν
Από τα βάθη των αιώνων
Που έρχεται
Τον αγύρτη, τον αλάστορα,
Τον μονομάχο
Τον βλέπω να εισέρχεται
Στις νότιες ακτές
Στο Σύλαιο λέγοντας
Μεγαλόνησο σε ονοματίζω
Και δεν θα συληθείς ποτέ.

ΑΝΑΠΛΟΥΣ

Κλείνω τα μάτια
Και ξυπνά ένας παφλασμός κυμάτων
Κατηφορίζει από το μεγάλο ακρωτήρι
Και προσεγγίζει τον μεγάλο κόλπο
Τα τείχη χαιρετώντας
Και ύστερα τέμνει την έρημη πεδιάδα
Τις νύχτες πάλι
Κάτω από την κλίνη μου περνά
Και αίφνης τη μεταβάλλει σε μικρή σχεδία
Έξω καλπάζει το άλογο του Μυροβλύτη
Να με καλούν οσμές του παρελθόντος
Στον ουρανό να ξεδιπλώνονται παραμυθιών εικόνες
Ψίθυροι αγνώστων
Να ερμηνεύουν τις γητειές και προφητείες
Θα ταξιδεύσω
Χαρτογραφώντας τις ακτές σου
Τα ιζολάρια, οι πορτολάνοι, οι πυξίδες
Δεν με σώζουν
Οι εφιάλτες πειρατές
Με συλλαμβάνουν
Δένουν τα χέρια μου πισθάγκωνα
Με ανακρίνουν
Χιλιάδες χρόνια με ανακρίνουν
Αναγνωρίζω τη σκουριά στις αλυσίδες
Τις ρίζες μου διεκδικώ
Το χώμα που με ανέθρεψε
Δηλώνω μια αυτοφυής
Λευκή ανεμώνη
Ανάλγητοι οι πειρατές
Δεν συγκινούνται
Αιτούν το αίμα μου ως αντίλυτρο
Μα δεν θα λυτρωθούν
Θα λυτρωθεί μόνον αυτή
Η αλσίφυλλος
Στο ίδιο αίμα κόκκινη
Βαθυκόκκινη
Σαν θα φυτρώσει.
ΑΣΑΝΔΑΛΗ
Ποιος αέρας φυσά
Κι έρχεται
Και από πού έρχεται
Κομίζοντας τα οιστρογόνα
Του έρωτα
Παραληρώντας σε φως μέθης
Αχ, να μπορούσα
Στη δίνη του να πετάξω
Ασάνδαλη
Χωρίς υπάρχοντα
Με φωτοστέφανο μόνο τον πόθο
Μόνο με τον πόθο
Περιδέραιο στο λαιμό μου
Για ένδυμα
Γυμνή
Και με ένδυμα
Μόνο το πάθος
Ως βυσσινί βελούδο
Το πάθος
Μα τι πάθος
Ρίγη, κραυγές ερωτικές
Επιθανάτιοι ρόγχοι
Άλλες Ποιητικές Συναντήσεις
206
Ν’ αντηχούν στο απαλό βελούδο
Με ποτά δυνατά κατά του ιλίγγου
Στην ανύψωση
Στη νοητή ουράνια κλίμακα
Την περιστοιχισμένη
Με ευώδη άνθη
Ακανθοφόρα
Στην εξύψωση
Και στην άκρα ταπείνωση.

Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΚΑΙ ΤΟ ΑΛΟΓΟ

Είμαι ένα καθαρόαιμο άλογο
Που τρέχει μες στη νύχτα
Και γυαλίζουν τα μάτια του
Τρέχει για να προλάβει τη μέρα
Καλπάζει να διασχίσει
Και πάλι το σκοτάδι
Μεγάλωσα πολύ
Και μού’ λειψαν τα χάδια
Κι η μητέρα μου
Μεγάλωσε ακόμα πιο πολύ
Κάθεται και ατενίζει τη δύση
Πώς λοιπόν να γείρω
Στην αγκαλιά της
Πώς να αρχίσουν
Ξανά τα παραμύθια
Έτσι μεταμορφώθηκα σε άλογο
Κι επιστρέφω πίσω
Σε σένα πατρίδα
Αναδρομικά και αιώνια
Άκουσε το χλιμίντρισμά μου
Την αγωνία μου αφουγκράσου
Σκέψου πως φέρω
Και των προγόνων μου τα βάρη
Επιστρέφω πίσω
Σε σένα πατρίδα
Ως ορμητίας ίππος
Και ανεμοκυκλοπόδης
Μαυρογόνατος και πετροκαταλύτης
Εγώ το άλογο
Και εσύ η γυναίκα
Έλα αναβάτης
Στην πλάτη μου πατρίδα
Μαζί να φύγουμε
Να σωθούμε μαζί
Μες στις σπηλιές των θρύλων σου
Αιλουροειδές ας ξεψυχήσω.
Φασγάνου δίχα, 2009

ΣΤ.
Μ’ επιμονή κι αφοσίωση –
Ο μακρύς δρόμος του Νίκου Ορφανίδη

ΠΕΝΤΕ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
ΤΗΣ ΕΑΡΙΝΗΣ ΑΙΘΡΙΑΣ

Απόψε
η Περσεφόνη βουλιάζει
γυμνή
στους ιριδισμούς του θανάτου.
Τον άλλο χρόνο
ταξίδεψες
στη δυναστεία των ουρανών
με το κορμί ανοιγμένο
στον ορίζοντα.
Τώρα
τα βλέφαρά σου
μετρούν την απελπισία
της ξεχασμένης αφής μας.
Τώρα
η γη
ταξιδεύει στο κορμί
της θύμησης
και το αντικρυνό βουνό
ακίνητο
μας ευτελίζει.
Τώρα
το πρόσωπό σου
σεντόνι
απλωμένο
στο μοιρασμένο ουρανό
της πατρίδας μου.
Οι ψυχές μας
σπασμένα μάρμαρα
στη βασιλεία του ήλιου.

ΝΥΧΤΕΡΙΝΟ
Απόψε
περιφέρομαι στη βυθισμένη γειτονιά μου
σπίτια κατάκλειστα
κι η σιωπή παραμορφωμένη
εδώ
που το φεγγάρι
απομακρύνεται ολόγυμνο
κρατώντας
ένα μάτσο γιασεμιά μαδημένα.
Τα Τραγούδια της Περσεφόνης, 1979
Ο ΛΟΓΟΣ

Κοίταξα την πρωινή χλόη
ένα ουράνιο αντιφέγγισμα να την περιχύνει.
Κι ευθύς
τα πόδια του Αγίου της σκήτης να γεμίζουν πληγές
αγκάθια να περπατούν στα δάχτυλα
νέφος ακρίδες να τον σκεπάζουν.
Άλλες Ποιητικές Συναντήσεις
210
μια φλόγα πυρός να ταξιδεύει
πίσω από τους βράχους των βουνών.
«Καιρός να σπείρουμε το λόγο σου, Κύριε», ψιθύρισε
πύρινες ανταύγειες να τον ντύνουν
μηχανές μαρτυρίου ν’ ακονίζουν το σώμα του
οιμωγές ανθρώπων ν’ ανηφορίζουν
το νυχτωμένο στερέωμα του θόλου.
Κι ο Άγιος της σκήτης
ένα δάκρυ λυτρωτικό
να του αυλακώνει το πρόσωπο
ανοιγμένες βρύσες εωθινού ύδατος
να τον περιχύνουν
κισσοί και πλατάνια να του ισκιώνουν το σώμα.
Κι εγώ διψασμένος γέμισα νερό τις φούχτες,
ένα σμήνος σπουργίτια
να συνοδεύουν τον όρθρο της μέρας.

ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΗΣ ΣΚΗΤΗΣ

Το φως
Βούτηξες τα δάχτυλα στο φως
και σμήνος πουλιά κατέβηκαν
στον άρτο που άπλωσε η παλάμη σου.
Ψιθυρίζοντας αίνους αγγέλων
ανηφόρισες
το ραγισμένο μου πρόσωπο.
Την άλλη μέρα
λευκασμένοι χιτώνες
ανέμιζαν στις φυλλωσιές των δέντρων
αναδυόμενα μάρμαρα
να τινάσσουν τα πόδια στον ουρανό
εωθινό άρωμα να τυλίγει το βήμα σου
κι η γη να φορτώνεται πρόωρα άνθη.
«Τι είναι η αγάπη;», σε ρώτησα.
Κι έδειξες το ανθισμένο σου χέρι
κατά το λεύκωμα της μέρας
πουλιά να τη ντύνουν τραγουδώντας
εωθινά άσματα.
«Δεν μπορώ ν’ αντέξω αυτούς τους αιώνες
να τυραννούν το σώμα μου», ψιθύριζα,
«με πόδια βυθισμένα στις ρίζες των νεκρών
να κυνηγώ σκοτεινές νεκροπόλεις
και σκορπισμένα μάρμαρα».
Κι ο άγιος της σκήτης
αδράχνοντας δέσμες φωτός
ένα μπουκέτο ανθισμένα γιασεμιά στα δάχτυλα
ψίθυροι να κατεβαίνουν γιορταστικοί
και ορθρινός δρόσος.
«Αυτός είναι ο αιώνας», φώναξε
«Γεννηθήτω φως».
Ανατολική Θάλασσα, 1989
ΤΗ ΝΥΧΤΑ

Αργά τη νύχτα
βγαίνουν από το κύμα
όλα τα σώματα που αγάπησες
σου ψιθυρίζουν ξεχασμένους σκοπούς
παίρνουν γραμμή τους στενούς δρόμους
σ’ ακολουθούν
μαζί με το ματωμένο φεγγάρι
ή το άρρωστο φως
μέσα από τις χαραμάδες της πόρτας
ή τους ψηλούς φεγγίτες
κάθονται στα έρημα μπαλκόνια
λέγοντας ιστορίες ως το πρωί
κι έπειτα ανεμίζοντας τα πουκάμισά τους
χάνονται βουβοί στο μακρινό ορίζοντα.

ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ

Τα πουλιά που περίμενες όλο το χειμώνα
χάθηκαν
άπλωσαν τις φτερούγες τους
σε ιστούς και σε κοντάρια
παρελαύνουν αναστενάζοντας
μαζί με τους στρατιώτες που επιστρέφουν
απ’ τη σκοπιά νυσταγμένοι,
ξαγρυπνούν.
Τα πουλιά που περίμενες
ξεστράτισαν σε άρρωστους ουρανούς
κάθονται μαρμαρωμένα
σε καλώδια ηλεκτρικά
σ’ έρημες φωλιές
πάνω σε σύννεφα σκοτωμένα.
Τα πουλιά που περίμενες
τα πήρε ένας κακός καιρός
ενώ στους δρόμους
στάζει μερόνυχτα μια πένθιμη βροχή.

ΚΙΡΚΗ
Όταν σε τύλιξε το απρόσμενο σκοτάδι
όλα τα φίδια που στόλισαν κάποτε τα μαλλιά σου
ξύπνησαν μεθυσμένα
σε ανάρπασαν θυσία για τους μενεξελιούς ουρανούς
κι εσύ ταξιδεύοντας
διαμέλιζες το σώμα σου
χαμένη μέσα σε καπνούς και νυχτερινές ιαχές
ιέρεια μιας στοιχειωμένης μνήμης,
σ’ ακολουθώ εξόριστος αιώνες τώρα
σε ανατιναγμένα κρησφύγετα, ηφαίστεια, πολυβολεία
ανάπηρος
κουβαλώντας την κραυγή που διέρρηξε το στερέωμα
την ώρα που παραδόθηκες σπαράσσοντας στη σφαγή.

ΑΥΡΙΟ
Αύριο θα περάσει η μαύρη βροχή
τα πουλιά που μαρμάρωσαν στα σύρματα
θ’ απογειωθούν ξαφνικά
με την πρώτη αποκάλυψη του φωτός
θα γίνουν κάθετες εξορμήσεις
σκοτώνοντας όλα τα σύννεφα
κι ο άρρωστος ήλιος θ’ αποδράσει
για να γυρίσει πίσω έφιππος
να ξεπλύνει τις στέγες από τη λάσπη
τα σεντόνια θ’ ανεμίζουν ψηλά
σημαίες θα σκεπάσουν τα πρόσωπα των νεκρών,
αύριο θα περάσει επιτέλους κι αυτή η Κυριακή
θα βγούμε και πάλι στους δρόμους
υψώνοντας άσματα χαιρετισμού
φορτωμένοι ουρανούς χρώματα αστραπές
θα πάρουμε ξανά το πρώτο λεωφορείο
που θα διασχίζει την πόλη
κορνάροντας θριαμβευτικά
ενώ χιλιάδες παράθυρα θ’ ανοιγοκλείνουν
δαιμονισμένα.
  Η άλλη Βιογραφία, 1999
ΜΥΣΤΙΚΗ ΕΞΟΔΟΣ

Έτσι είναι που κάθε βράδυ
ένας Αρχάγγελος καλπάζει στους δρόμους τ’ ουρανού
με τον άνεμο να πυρπολεί τα φυλλώματα των δέντρων
έτσι είναι που ανεβαίνει από τους τόπους της νυχτός
η Παντάνασσα, μέσα στο φως
έτσι είναι που ανασταίνονται και πάλι οι νεκροί
μέσα στο αόρατο φως που πλημμυρίζει τους δρόμους
έρχεται τότες η Λυπημένη
αιώνες λησμονημένη στα τοπία του θανάτου
με το φόρεμά της ν’ ανεμίζει με τα μαλλιά της λυτά
μαζεύει τη βροχή
μαζεύει τα πεσμένα σύννεφα
μαζεύει τα ματωμένα σινδόνια που τύλιξαν το σώμα σου
εισέρχεται ολόκληρη στο φως
μ’ όλους τους αναστημένους
κι έπειτα χάνεται μέσα στο δάσος
μέσα στα πετρωμένα κλαδιά
με τη σελήνη να αναπαύεται γυμνή
μέσα στα δωμάτια της μνήμης.

Ο ΥΠΝΟΣ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ

Ύπνε που παίρνεις τους καημούς
πάρε και τον πατέρα.
Πάρ’ τον στον άσπρο κόρφο σου
μές στις βαθιές σπηλιές σου.
Πάρε και τον πατέρα μας στα σύννεφα
στο άσπρο του πελάγους
ντύσε τον με το βαμβάκι της αυγής
τον ουρανό και τ’άστρα.
Ύπνε που παίρνεις τους λυγμούς
δέξου και τον πατέρα.
Στην αγκαλιά σου πάρε τον
μές στο ζεστό σου κόρφο
γίνε μητέρα και πηγή και όνειρο
για να ξεχάσει δώσε του
το ξόρκι
τη νύχτα με τα μάγια της
τις μαγεμένες βρύσες.
Ύπνε που παίρνεις το κακό
τύλιξε τον πατέρα
στα μαγικά σου σύννεφα
μές στην κροκάτη γάζα
στο μούχρωμα του δειλινού.
Μές στα στεφάνια κρύψε τον
στην αυγινή την ώρα.
« Ύπνε που παίρνεις τα παιδιά
πάρε και τον πατέρα μας»
στο σύννεφο
μές στο γαλάζιο στρώσε του
μαντήλι για να κοιμηθεί.
Η Λυπημένη στο μαγεμένο Δάσος-
Σύναξις κεκοιμημένων, 2008

Ζ.
Ο λυρικός ρεαλισμός
της Αντριάνας Ιεροδιακόνου

ΠΟΡΕΙΑ
Χρόνια πορευόμαστε
και θάλασσα δεν βρίσκουμε.
Τον πόνο τον κάμαμε ξημέρωμα
τον πόθο δρόμο
μα όλο πορευόμαστε
σε άσπρο χωματένιο κάμπο.
Τα χελιδόνια βρίσκουν μέρες πράσινες
χωρίς δισταγμό.
Χρόνια πορευόμαστε
και η θάλασσα μας ξέχασε
και απόγινε λέξη.

ΕΤΗΣΙΑ ΑΝΑΦΟΡΑ

Την Τρίτη Άνοιξη
τα δάχτυλά μας έγιναν διάφανα
και ενωθήκαν ακριβώς στις άκρες.
Στάθηκε αδύνατο να επιστρέψουμε.
Μάθαμε να πίνουμε με μικρές γουλιές τον αέρα
να αντέχουμε τα τραγούδια και τα ταξίδια
να αγαπούμε τους ξένους και τα πράα ζώα
να φοράμε τρύπιο δέρμα
να ρωτάμε στον ύπνο μας
να βγαίνουμε στους δρόμους κάθε μέρα.

ΛΑΪΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ

Ο ήλιος στο κατώφλι.
Το ξεπόρτι κοιμάται
οι γρίλιες χτενίζουν τα μαλλιά τους.
Τα μπαούλα κεντούν προίκα:
είσαι το μέλι των ματιών μου
η αγκάλη σου πηγάδι καθαρό.
Στον αργαλειό γυναίκα σιγοφαίνει.
Το παλιό σταμνί
στάζει γλυκό νερό.

ΣΩΤΗΡΙΑ

Φίλοι, παγώνει σήμερα η καρδιά μου.
Έρχεται ο Λόρκα με αγκάλες ανοιχτές
και τον ήλιο του θανάτου ανάμεσα στα δόντια
έρχεται ο Βαγιέχο με τα μαύρα μάτια κατάκλειστα
και το στήθος γιομάτο πέτρες
ο Χίμενεθ με το τριανταφυλλί χαμόγελο
έρχεται ο Νερούντα επικεφαλής
σε μεγάλη παρέλαση ανθρώπων και ιγκουάνας.
Φίλοι μην αφήκετε
να μου δέσουν σε μαύρο μαντήλι τα πνευμόνια
να μου πνίξουν τ’ όνομα τη Δευτέρα και τον μήνα
Ιούλιο
να περάσω ακόμα ένα τέτοιο χειμώνα.
Παγώνει σήμερα η καρδιά μου.

ΤΙ ΕΓΙΝΕ ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ

Δάκρυσε η μάνα μου
την άκουσα και δάκρυσα κι εγώ.
Ήταν μαύρες ώρες στες μέρες της
και το νερό στο ποτήρι μου θόλωσε
και δάκρυσα κι εγώ.
Στην ποδιά της όνειρα ατέλειωτα
κι ένιωσα του τέλους το βάρος στα βλέφαρά μου
και δάκρυσα κι εγώ.
Ήρθαν σκιές και τα παιδιά της
είπαν «θέλουμε» και «δεν θέλουμε»
και το στόμα γιομάτο λάσπη
και γεύτηκα το χώμα στα χείλη μου,
και δάκρυσα κι εγώ.
Της μάνας μου τα χέρια είναι τριμμένα
τα ΄βαλε στο πρόσωπο να σκουπίσει τα δάκρυα
και δεν βρήκε πρόσωπο
Άλλες Ποιητικές Συναντήσεις
220
και μάνα ποιός μπορεί
παιδί να σε ξαναγεννήσει;

ΚΥΡΙΕ ΕΛΕΗΣΟΝ

Επειδή αν υπήρχε θεός
θα είχε το σχήμα του χεριού μου
ή εκείνου του μικρού ζώου στην άκρη του ορίζοντα
που τουλάχιστον διακρίνεται σαν αλεπού.
Πάντως τον υποψιάζονται κάθε Κυριακή
σε νεκρές γλώσσες, συστηματικά, και διαλέχτους
γιαγιάδες με αντίδωρα γαλήνια
και προσωπάκια δαντέλα σουρωμένη-
αν υπήρχε θεός
θα έσκυβε τουλάχιστον με τες γιαγιάδες
θα έβραζε το πρωϊνό τους ρόφημα, θα ήξερε
να σιδερώνει και σεντόνια
αν υπήρχε
θα σάπιζαν τα δόντια του όπως του κόσμου όλου
θα μετάγγιζε αίμα και θα έκανε λεφτά
και πίσω από ζεστά παράθυρα
θα ψωμοζούσε η ευχή του.

ΕΙΣ ΜΝΗΜΗΝ ΑΝΔΡΙΑΝΗΣ ΠΑΠΑΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

Κάθε μέρα στο γυαλί
με θωρούν δυο μάτια πεθαμένα.
Η μαυροφορούσα που τά’ χε
είναι θαμμένη σε πευκότοπο
μα τα μάτια της θυμίζαν αγριοελιές.
Ήταν μάνα του πατέρα μου
μακριά, πολύ μακριά
μοιάζαμε, ιδίως στα μάτια.
Μου τ’ άφησε να κλαίω για λόγου της
και βλέπω του θανάτου τον άγγελο καταπρόσωπα
κάθε μέρα, στο γυαλί.

ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΠΟΙΗΜΑ

Λέξεις ανοίγουν τα φτερά τους.
Το αλαφρύτερο βήμα με σηκώνει.
Ακόμα και το τελευταίο ποίημα θα το γράψω
με μια γοργή ματιά στο πλάϊ
με μια μικρή κίνηση στα χαμόκλαδα.
Ένας κυνηγός στο σούρουπο.
       Της Κώμης Αιγιαλού, 1983

H.
Η ποιητική επάνοδος του Γιώργου Ρουσή –
Κλασικό μέτρο και λυρική καθαρότητα

ΑΝΑΜΟΝΗ
Ντυμένη στα λευκά κατέβηκε τα σκαλοπάτια
κι έβαλε πλάϊ μου το σπαθί και δυο τριαντάφυλλα.
Θα μ’ αγαπήσεις, είπε, είμαι η μοίρα σου,
εκεί που η έρημος τελειώνει θα συναντηθούμε.
Ήταν η φωτεινή πύλη, ήταν η κλίμακα.
Τώρα
στο σκοτεινό κατώφλι στέκει ο θάνατος.
Αγγίζω τα σιδερένια κάγκελα και περιμένω.
Θα φέρει ο άνεμος και πάλι
τη μουσική των άστρων απ’ την έρημο.
Θα φέρει το μήνυμα πως ήρθεν η ώρα
για το ταξίδι της επιστροφής.
Λοιπόν –
Η πατρίδα μου σκεπάστηκε απ’ τη νύχτα
και στα βουνά της τα θεϊκά μονάχα ο θρήνος
για το χαμένο φως.
Κοντά στην πύλη στέκω κι ετοιμάζομαι.
Αργεί το μήνυμα. Αργεί.
Πατέρα, ο θάνατος δεν περιμένει.

ΣΟΥΝΙΟ

Ο ναός να χτιστεί σ’ αυτή την άκρη
λίγο πιο πάνω από τη θάλασσα
λίγο πιο κάτω από τον ουρανό
για να μπορεί όποιος φτάνει εδώ να ταξιδεύει
με το τραγούδι των κυμάτων μές στη νύχτα
με το τραγούδι των άστρων μές στο φως.
Ήλιε μου, πριν σβηστείς παρακαλώ σε
πάρε το μήνυμα στην άλλη γη
πως περιμένω μιαν απάντηση, πως περιμένω.
Με τον άνεμο, με τη βροχή, με τη σιωπή
κάποιος κρυφομιλά και κάποιος λέει
ούτε το χτες, ούτε το αύριο μόνο το τώρα.
Ήλιε μου, πως μόνη αλήθεια είναι το τώρα
και πώς να λησμονήσω και πώς να το δεχτώ.
Ένα ναό θα χτίσω εδώ σ’ αυτή την άκρη
λίγο πιο πάνω από τη θάλασσα
λίγο πιο κάτω από τον ουρανό
να κατεβαίνουν οι άγγελοι τις νύχτες και να σμίγουν
με τις θεές της γης και να γεννούν
τα μαύρα μάτια, τα γαλάζια και τα πράσινα
με τη σιωπή και με το φως των άστρων
με τον αχό και το τραγούδι του γιαλού.
Ήλιε μου, πριν σβηστείς παρακαλώ σε
ν’ αφήσεις μια στιγμή το φως ν’ αγγίξει
τα κύματα και μια στιγμή την άκρη τ’ ουρανού
να πάρει η Νύχτα χίλια χρώματα
και νά’ ναι η μνήμη πάντα ζωντανή
κι η πύλη του άλλου κόσμου να μην κλείσει.
Ήλιε μου, δεν έχει τέλος το ταξίδι
δεν έχει τέλος η ομορφιά σ’ αυτή τη γη.
Ένα ναό θα χτίσω πάνω από τη θάλασσα
ένα ναό θα χτίσω κάτω από τ’ αστέρια
με πύλες δυο να μένουν πάντοτε ανοιχτές.
Η μια να βλέπει στην Ανατολή
κι η δεύτερη ν’ ανοίγει προς τη Δύση
να σμίγει αυτό που θά’ ρθει με ό,τι πέρασε.
Να σμίγει η νύχτα με το φως την κάθε αυγή
κι ο Θάνατος με τη ζωή το κάθε δείλι.
Ήλιε μου, πριν σβηστείς παρακαλώ σε
χαιρέτισέ μου την πατρίδα που αγαπώ
και στους ανθρώπους που ζουν μέσα στη νύχτα
δώσε κουράγιο. Όλα είναι ψέμα να τους πεις.
Η μόνη αλήθεια η ομορφιά κι όποιος αγγίξει
μ’ ένα του δάκτυλο το πέπλο της αθάνατος.
Ήλιε μου, η μόνη αλήθεια η ομορφιά
και μήνυμα άλλο πια δεν περιμένω.
Ο ναός να χτιστεί σ’ αυτή την άκρη
λίγο πιο πάνω από τη θάλασσα
λίγο πιο κάτω από τον ουρανό
για να μπορεί όποιος φτάνει εδώ να ταξιδεύει
με το τραγούδι των κυμάτων μές στη νύχτα
με το τραγούδι των άστρων μές στο φως.

ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΚΟΡΥΔΑΛΟΥ (απόσπασμα)

Ω αυτοί οι Θεοί πόσο σκληροί που έτσι το θέλησαν
μέσα στον πόνο να γεννιέται η ομορφιά,
μές στον χαμό νά’ ναι το χρέος υδρία
της ιερής φλόγας. Ω να μπορούσε
χωρίς να λυώσει το κερί να γίνει φως,
να γίνει πάλι ο μόχθος μου στα τείχη ένα τραγούδι.
Έτσι θλιμμένος κάθομαι κι αναπολώ.
Μα της μνήμης το μονοπάτι είναι γεμάτο
παγίδες. Ένας ψίθυρος μονάχα φτάνει
για ν’ ακουστεί μές στα βαθειά μεσάνυχτα ένα σήμαντρο
και να ξυπνήσει η πολιτεία η κοιμισμένη.
Αυτός ο συρφετός είναι τ’ αγάλματα
κι αυτά τα μάτια είναι τα μάτια που δακρύζαν
κι αγαπούσαν;
Ω πώς τρυπάει το γέλιο τους σαν βέλος την καρδιά μου.
Θά’ ρθει κι απόψε η μοίρα δεν με ξέχασε
για ν’ αναβάλει όπως και πάντα κάποιο τέλος,
σκεπάζοντας με τον μανδύα της τ’ άγρυπνα μάτια.
Μένουν στη μνήμη πια, μένουν μές στ’ όνειρο
λευκές μορφές που χάνονται μέσα στο μαύρο φως.
Τραγούδησε, τραγούδησε μές στ’ όνειρό μου
πρωϊνό πουλί και σβήσε τη φωτιά που καίει
το ιερό δάσος με τα δάκρυα των αγνών.
Ω να μπορούσα μές στο φως να τραγουδήσω
την ομορφιά. Ω να μην έσβηναν με την αυγή
τα παραμύθια.
Τραγούδησε πρωϊνό πουλί μές στ’ όνειρό μου
κι ας μείνει μόνο ένας ρυθμός να γεμίζει την άβυσσο
τότε που χάνεται η γαλήνη και στο χάος
κατρακυλάει με κλεισμένα φτερά ο κορυδαλός.

ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΗΣ

Έσβησε ο ήλιος, χάθηκε στη θάλασσα του Αιγαίου,
Μα θά’ ναι ακόμη δειλινό στην άλλη ακρογιαλιά.
Εκεί στη γη την Αττική. Κλείνει τα μάτια και θυμάται.
Μετρά πώς έφτασε ως εδώ, ποιους δρόμους πέρασε.
Δόξα και φθόνος, ιαχές θριάμβου κι οιμωγές.
Ήταν απότομος κι αυταρχικός, το παραδέχεται,
αλλά να πουν πως ήταν και προδότης της αγάπης του!
Τι πίκρα και φαρμάκι στην καρδιά του, τι ντροπή,
να τρέχει να σωθεί, να ταπεινώνεται, να γονατίζει
μπροστά στον βασιλιά των Μολοσσών.
Και τώρα τα χειρότερα, πως είναι φίλος,
αν είναι δυνατόν, σε ποιον ; στον γιο του Ξέρξη,
της πολυαγαπημένης του πατρίδας τον εχθρό.
Τέτοιος καημός. Θλίψη θανάσιμη. Δεν άντεξε.
Τον βρήκαν ένα δειλινό νεκρό στο ακροθαλάσσι.
Είπαν πως φαρμακώθηκε, πως ήπιε ταύρειον αίμα.

ΑΙΣΧΥΛΟΣ

Στις όχθες του Συμαίθου και του Αλκάνταρα
υμνούν οι νύμφες με τραγούδι και χορό
τον ιεροφάντη που πρωτοείδε το φως στην Ελευσίνα.
Και το τραγούδι τους το παίρνουν οι άνεμοι
στης Σαλαμίνας τις ακτές, στο Μαραθώνα, στις Πλαταιές,
εκεί που γέμισε πληγές το θείο κορμί του
από τις μάχες που έδωσε για την πατρίδα.
Και οι ποντοπόροι που περνούν το ακούουν να σμίγει
με τις κλαγγές των όπλων και των ιππέων τον καλπασμό,
με αλαλαγμούς, με νικητήριες ιαχές και θρήνους.
Και ταξιδεύουν άγρυπνοι στην πετρωμένη νύχτα
κι έχουν τα λόγια του στο νού τους σαν σφυριές:
«Όταν μιλάς για τους Θεούς και για το Δίκαιο
πρέπει τις λέξεις σου μες στη φωτιά να πυρακτώνεις
να γίνουν διάπυρες, να ξεχυθούν κρουνοί φωτός,
όπως όταν απ’ τις πλαγιές ξεχύνεται της Αίτνας
πυρακτωμένη λάβα ποταμός μέχρι τη θάλασσα.
Κι όταν ο ημεροδρόμος έρθει με το μήνυμα της ήττας
και συ πονάς για των αθώων το αίμα και για το άδικο,
να μην ελπίζεις να σε λυπηθούν, να μη παρακαλείς.
Τιμή για σένα να σφραγίσουν την αγάπη τους με θάνατο.
Να ξέρεις, πάντα στην κορυφή των ηφαιστείων η στάχτη
μα τη σκεπάζει με μαντύα λευκό η στοργή των ουρανών.
Και πάντα στα άντρα της σκοτεινής καρδιάς τους
οι πηγές οι αιώνιες των αγνορύτων ποταμών.
(από τα βιβλία ΒΗΜΑΤΑ, 1966
ΒΙΟΓΡΑΦΙΕΣ, 2003 )