ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ

ΕΙΡΗΝΗΣ ΠΑΠΠΑ :  Η Νεράιδα στο Ποτάμι, Μυθιστόρημα, έκδ. 2015

Το σκληρό πρόσωπο τής κατά άλλα τραγουδημένης και καρπερής Θεσσαλικής πεδιάδας, το γνώρισα πρώτα από νεώτερους ποιητές της – με πικρές μνήμες από βιώματα κι ακούσματα στους τόπους που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν. Τόποι και συνθήκες φτιάχνουν, όπως ξέρουμε, τον χαρακτήρα των ανθρώπων και τη μετέπειτα ψυχοπνευματική στάση τους. Ακούστε πώς περιέγραφε τη γενέθλια γη του ο Θεσσαλός ποιητής από την Καρδίτσα, Βαγγέλης Κάσσος, εικοσαετία του 80, στην ηλικία των εικοσιέξη μόλις χρόνων:

Αν τα λόγια μου είναι τόσο πικρά
γι’ αυτό φταίει η Θεσσαλική μαυρόη
που δεν μ’ έκανε παπαρούνα
ν’ ανθίσω για μιαν άνοιξη μόνο
ανάμεσα στα στάχυα
να μη μάθω ποτέ
τί θα πει ξηρασία
και τί παγωνιά
Αν τα λόγια μου είναι τόσο πικρά
γι’ αυτό φταίει ο προπάππος μου ο κολίγος
που δε σηκώθηκε ένα βράδυ σαν άντρας
να βάλει φωτιά στη σοδειά
να τον κρεμάσει τ’ άλλο πρωϊ ο τσιφλικάς,

να μην είμαι τώρα εγώ
να έχω αντίς για ψυχή
αυτή τη στυφή πεδιάδα.

Ένα παρόμοιο στίγμα της ανθρωπογεωγραφίας του θεσσαλικού κάμπου, όχι φυσικά σε πυκνούς επιγραμματικούς στίχους όπως πιο πάνω – αλλά μέσα από μια πολύπτυχη πεζογραφική αναπαράσταση των αρχών του περασμένου αιώνα-, βλέπουμε στο εξαιρετικό μυθιστόρημα της συμπολίτισσάς μας Ειρήνης Παππά- που κυκλοφόρησε πρόσφατα. Ας ακούσουμε ένα χαρακτηριστικό κομμάτι από τις πρώτες σελίδες του βιβλίου, για να μπούμε ολίγον στο κλίμα του:
Ώσπου έφτανε το μάτι, τίποτε άλλο δεν έβλεπες, παρά μόνο χωράφια ζωγραφισμένα στο μεγάλο καμβά του κάμπου, να τρίζουν στο λιοπύρι. Πού και που κανένας χημηλός λόφος και μια συστάδα δέντρων, και στο βάθος του ορίζοντα ένα κομπολόϊ από ψηλά βουνά, βαμμένα μαβιά, φάνταζαν άπιαστα σταμάτια των κολλήγων…
Οι ήχοι του κάμπου πάντα οι ίδιοι. Τα καλοκαίρια η ζέστη που έτριζε στον αέρα, τα κουδούνια των κοπαδιών, τα τζιτζίκια να ανταγωνίζονται τα βατράχια στα έλη, κι ο γκιώνης κάπου μακριά να μοιρολογάει. Τον χειμώνα ο άνεμος να λυσσομανάει πάνω απ’ τις εύθραστες στέγες, ο πάγος να σπάει κάτω από τα πόδια των χωρικών, και το αλύχτισμα των σκύλων που φύλαγαν τα κοπάδια. Για το εξασκημένο όμως αυτί των κατοίκων της περιοχής, εύκολα ξεχώριζε πάντα ο ήχος του νερού. Το ποτάμι, ένας αδάμαστος όγκος υγρού στοιχείου, που φιδογύριζε στον κάμπο κι έκανε τη γη γόνιμη και καρπερή. Χωρίς εκείνο, ο τόπος τριγύρω θα ήταν μια ξερή και άγονη ερημική έκταση. Το ποτάμι έσερνε τα νερά του νωχελικά τα καλοκαίρια, κι αγριεμένα όταν έλυωναν τα χιόνια στα βουνά.
*
Πρόκειται αναμφίβολα για ένα ποιοτικό και διαφορετικό από τον συρμό μυθιστόρημα, χωρίς τον εύκολο συναισθηματισμό και τη ρηχότητα, όσων συνηθίσαμε να κατακλύζουν την αναγνωστική αγορά τα τελευταία χρόνια. Η συγγραφέας του βιβλίου ζει από καιρό με την οικογένειά της στην Πάφο – έχει όμως γενέθλια καταγωγή την Καρδίτσα, στην αγκαλιά της Θεσσαλικής πεδιάδας. Είναι σημαντικό να το ξέρουμε αυτό, γιατί μπορεί να μας δώσει μια εξήγηση, πώς έγινε κατορθωτή η αυθεντική και πολυεπίπεδη αναπαράσταση μιας εποχής, που γεννά μακρινούς συνειρμούς στον καθένα μας. Βιώματα κι ακούσματα συμπλέκονται με τη δημιουργική φαντασία της μυθιστοριογράφου, η οποία ξετυλίγει γλαφυρά και με πειστικότητα το νήμα του σύνθετου ιστού μιας, φεουδαρχικών ακόμα δομών, κοινωνίας.
Η αφηγηματική γραμμή της Ειρήνης είναι άνετη κι εκφραστικά ευλύγιστη, με περιγραφές που παρεμβάλλονται κι εκτείνονται όσο πρέπει – προκειμένου να στηθεί το φόντο και το πολυποίκιλο σκηνικό της δράσης. Η πλοκή δεν είναι ποτέ παρατραβηγμένη, αλλά στο κοινωνικο-οικονομικό πλαίσιο φυσιολογική και κατανοήσιμη. Αίτια και αιτιατά φωτίζονται πολλές φορές στην πορεία, διευκολύνοντας τον αναγνώστη στην κατανόηση του ρόλου των καταπιεστικών δομών, αλλά και του αναπόφευκτου κάποτε της ανθρώπινης μοίρας. Η αυλαία που κάθε φορά κλείνει κι ανοίγει, δεν διακρίνεται από χρονική κι επεισοδιακή γραμμικότητα, αλλά καθοδηγείται από μια πέννα περιγραφικά και αρχιτεκτονικά συνθετική κι ευκίνητη. Ετοιμάζεται έτσι, σχεδόν ανεπαίσθητα και χωρίς τυμπανοκρουσίες, η πολυπαραγοντική συσσώρευση εκρηκτικών στοιχείων, που θα οδηγήσουν κάποια στιγμή τους ήρωες στη σύγκρουση και το δράμα.
Φεύγοντας όμως από τη γενικότητα και τη στρουκτουραλιστική πλευρά του μυθιστορήματος – χωρίς να μπούμε σε λεπτομέρειες και σεναριο-αναφορικές αποκαλύψεις – μπορούμε αδρά να πούμε δυο λόγια για το καθαυτό σκηνικό δράσης. Όλες οι εξελίξεις λαμβάνουν χώραν στην παράξενη κλιματολογικά λεκάνη του Θεσσαλικού κάμπου. Με παγωνιά- και πλημμύρες συχνά – τους χειμωνιάτικους μήνες, όπως αφόρητες ζέστες και ξηρασία κάθε που σιμώνει η συγκομιδή και το θέρος. Σ’ αυτό το φυσικό πλαίσιο κινείται μια ανθρώπινη σχεδόν ανώνυμη μάζα, στον ρόλο του υποτακτικού κολλήγου, που ξοδεύεται ψυχή τε και σώματι στην υπηρεσία των τσιφλικάδων. Η χαμοζωή εκφυλίζει κι εξαγριώνει τις ψυχές, η άχαρη και χωρίς διακυμάνσεις καθημερινότητα καλλιεργεί τη χαιρεκακία και την κακεντρέχεια ανθρώπων, που νιώθουν να βάλτωσε η ζωή και να εξέλειπε ο’τιδήποτε δημιουργικό κίνητρο. Στο χωριό Ποταμιά, επίκεντρο κι αφετηρία της μυθιστορηματικής δράσης, η συγγραφέας Ειρήνη Παππά μοιράζει με την πέννα της τους πρώτους πρωταγωνιστικούς ρόλους. Προδιαγράφει τον πρώτο κύκλο βασικών χαρακτήρων, που θα προσδεθούν αλυσιδωτά στους επόμενους και μεθεπόμενους, για ν’ αρχίσει να ξετυλίγεται μια απρόβλεπτα εκρηκτική προσωπική και ευρύτερα κοινωνική περιπέτεια.
Στην Ποταμιά, κεντρικός ήρωας είναι η δύσμοιρη αλλά και πανέμορφη Ανδρονίκη, το έκτο παιδί μιας πάφτωχης οικογένειας αμόρφωτων, και εν παντί προκατειλημμένων κολλήγων. Με το στανιό γίνεται δεκτή στο μίζερο σπιτικό, αφού ως κορίτσι θεωρείται ακόμα μια κατάρα στην ήδη πολύτεκνη και υπερπλήρη θηλυκών φαμίλια του κυρ Γιάννη και της κυρά Γιάνναινας…. Το πώς την πάντρεψαν με το ζόρι στα δεκατέσσερα, με ποιόν την πάντρεψαν…Πώς έζησε, πώς γέννησε τέσσερα παιδιά και πώς έγινε να χηρέψει στα εικοσιτέσσερα… Όλα τούτα, μα και πάρα πολλά άλλα με απίθανες λεπτομέρειες, ξετυλίγονται κινηματογραφικά στη μνήμη της – μια μέρα που κατέβαινε στο ποτάμι, όπου την περίμενε μια έκπληξη, που θ’ άλλαζε ριζικά τη ζωή της. Και όχι μόνο τη δική της ζωή. Θ’ αναστάτωνε με εντυπωσιακό τρόπο τη ζωή και πολλών άλλων… Από τους πιο ασήμαντους κολλήγους μέχρι αφέντες και τσιφλικάδες. Θα έφερνε τελικά μια καταραμένη ανατροπή στην ηθική και κοινωνική τάξη του πρώην αδιατάρακτου Θεσσαλικού κάμπου. Σας διαβάζω όμορφες και σημαδιακές σκηνές, που προηγήθηκαν άμεσα σημαντικών εξελίξεων που ακολούθησαν:
Πόσο θά’ θελε να βυθιστεί στο αστροφωτισμένο ποτάμι! Το νερό είχε γίνει ένα διάφανο ρούχο που την τύλιξε απαλά. Η δροσιά του την αποζημίωσε για όλες τις ώρες της κούρασης που πέρασε κάτω από τον καυτό ήλιο, πλένοντας τα ρούχα της οικογένειας. Τώρα ήταν ο δικός της χρόνος. Η ώρα που μπορούσε να τα ξεχάσει όλα και να βυθιστεί στον δικό της κόσμο. Κοίταξε για λίγο στην όχθη που είχε αφήσει τα ρούχα της, εκεί μπροστά από τα πυκνά βούρλα που προστάτευαν το σημείο εκείνο του ποταμού από τα μάτια των περαστικών. Ήταν καταμεσήμερο, οι χωριανοί στα χωράφια θα είχαν γείρει να ξεκουραστούν όπου είχε σκιά, ώσπου να πέσει η μεγάλη λάβρα. Ψυχή δε φαινόταν…κανένας ήχος…μόνο το κελάρυσμα του νερού και τα τζιτζίκια συνέχιζαν το θερινό τους άσμα, αποκοιμίζοντας τα πάντα τριγύρω…Βούτηξε το κεφάλι στο νερό. Εκείνος ο υδάτινος κόσμος, τόσο σιωπηλός και τόσο μακριά από τον έξω κόσμο, τον στεγνό και ξερό από συναισθήματα, τη μάγευε από παιδί. Βγήκε πάνω να πάρει ανάσα, και μόλις έβγαλε το κεφάλι της, τα μαλλιά της έγιναν ένας καστανός καταράκτης κι έπεσαν ολόϊσια και βρεγμένα στους ώμους της. Τα μάζεψε, τά’ στυψε με τα χέρια της και τ’ άφησε πάλι ελεύθερα. Έπαιξε για λίγο με το νερό, τό’ νιωσε να φεύγει μέσα από τα δάκτυλά της. Ο ήλιος χρύσιζε την επιφάνεια του ποταμού. Θυμήθηκε που μικρή προσπαθούσε να πιάσει το χρυσάφι και να το κρατήσει στις χούφτες της, μα εκείνο ξέφευγε και κατέληγε πάντα στο νερό. Βούτηξε ξανά. Τί όμορφα που ήταν κάτω απ’ το νερό…τί ήρεμα και σιωπηλά! Αν μπορούσε θα έμενε για πάντα εκεί…Μα τότε ανέτειλε στο νου της η εικόνα των παιδιών της. Τά’ χε βάλει για μεσημεριανό ύπνο πριν φύγει κι ο Βασιλάκης, ο μεγαλέτερος γιος, μπορούσε να τα προσέχει ώσπου να γυρίσει. Όμως όση εμπιστοσύνη και να του είχε, δεν έπρεπε να καθυστερεί…Απρόθυμα πλησίασε στην όχθη που είχε αφήσει τα μαύρα ρούχα της, μ’ αυτό που είδε εκεί την έκανε ν’ αφήσει μια μικρή κραυγή και να ξαναμπεί ως τους ώμους μέσα στο νερό.
Ένας ξανθός άντρας στεκόταν στην όχθη, δίπλα στα ρούχα της και την κοιτούσε χαμογελώντας αστραφτερά. Ήταν λαμπερός, όπως το καλοκαίρι. Ένας άνδρας διαφορετικός από κείνους που ήξερε στο χωριό της. Ο άνδρας που θα σημάδευε όλη της τη ζωή !
Συνεχίζοντας την ανάγνωση, θα διαπιστώσει κανείς ότι η στιγμή εκείνη ήταν κι η απαρχή ανατρεπτικών αλυσιδωτών εξελίξεων, με απρόβλεπτες συχνά αλλαγές ρόλων και σκηνικού. Η ζωή με τις συγκυρίες της θα έπαιζε τα δικά της παιγνίδια, όπου της Ανδρονίκης η μοιραία γοητεία θα χρεωνόταν εναλασσόμενο κάθε φορά πρωταγωνιστικό ρόλο.
Μέχρι λίγο πριν το τέλος, ήμουν βέβαιος πως διάβαζα μια καλογραμμένη και πλούσια σε περιστατικά μυθιστορία, τίποτε όμως περισσότερο. Από ένα σημείο και μετά, άρχισε να με τρώει μια έγνοια: Ποιό τέλος θα δώσει η Ειρήνη Παππά σ’ αυτό το βιβλίο; Ένιωθα πως όλα παίζονταν από ‘δω και κάτω. Αν κατέληγε σε συνηθισμένο happy end, ο απαιτητικός αναγνώστης θα απογοητευόταν. Και το βιβλίο, παρά τα αφηγηματικά του χαρίσματα, θα κατέληγε στο σωρό της συναισθηματικής εκδοτικής βιομηχανίας. Αν δραματοποιούσε απότομα κι αδικαιολόγητα τις εξελίξεις, θα αφαιρούσε την πειστικότητα και αυθεντικότητα του μύθου.
Τίποτε ευτυχώς από τα παραπάνω δεν συνέβη. Το τέλος – αντάξιο των λογοτεχνικών μου προσδοκιών – ήταν βαθιά τραγικό. Μια κατάληξη αιτιολογημένη εκ των υστέρων – σπερματικά όμως ύποπτη κι από περίεργες λεπτομέρειες που προσπεράστηκαν αδιάφορα προηγουμένως … Όχι μόνο για τον αναγνώστη, αλλά και για τους πρωταγωνιστές ΤΗΣ ΝΕΡΑΪΔΑΣ ΣΤΟ ΠΟΤΑΜΙ, το μυθιστόρημα κρατά σ’ όλη του υην ανάπτυξη κρυφά τα μυστικά του. Τ’ απελευθερώνει μόνο πολύ αργότερα ως συγκυριακή δήθεν ανάγκη, φωτίζοντας ανύποπτα παρελθοντικά συμβάντα – ικανά να μεταλλάξουν εντυπωσιακά χαρακτήρες και να τους οδηγήσουν στα άκρα. Η ΝΕΡΑΪΔΑ ΣΤΟ ΠΟΤΑΜΙ είναι συναρπαστικό κοινωνικό μυθιστόρημα μιας εποχής, που ζήσαν οι πατεράδες και πιο πολύ οι παππούδες του καθενός μας. Η Ειρήνη Παππά κατάφερε να του προσθέσει πειστικά το δράμα και το τραγικό, συγκλονιστικό στοιχείο. Τη συγχαίρουμε από καρδιάς γι’ αυτό το επίτευγμα !