Πάφιοι ποιητές μετά το 60 – Γράφει ο Ανδρέας Πετρίδης

Πάφιοι ποιητές μετά το 60 (γράφει ο ΑΝΔΡΕΑΣ ΠΕΤΡΙΔΗΣ) –
Σε ειδικό αφιέρωμα της φθινοπωρινής ΝΕΑΣ ΕΣΤΙΑΣ για την Κυπριακή ποίηση
******************************
Η πρώτη αξιόλογη ποίηση σε σύγχρονο στίχο, που είδε το φως της δημοσιότητας στην Πάφο μετά την Ανεξαρτησία, είναι το «Ενδοσκόπιο»( 1961) του Σοφοκλή Λαζάρου (αντηχούσαν ακό μα εκ βάθους χρόνου οι στίχοι του βάρδου της  Κυπριακής ελευθερίας  ήρωα Ευαγόρα
Παλληκαρίδη:

Θα πάρω μιαν ανηφοριά
θα πάρω μονοπάτια,
να βρω τα σκαλοπάτια
που παν στη λευτεριά…)

Μ’ αυτό το  ιστορικό φόντο λίγο πιο πίσω, εκδόθηκε η συλλογή «Ενδοσκόπιο», μια ποίηση που με τους τρόπους της- λυρική καθαρότητα, ελλειπτικότητα, σουρεαλιστική τόλμη- τράβη- ξε αμέσως την προσοχή της κριτικής κι επαινέθηκε για την αισθητική της αξία. Είχε κυκλοφο- ρήσει τρία χρόνια πρωτύτερα o προδρομικός «Ανήφορος», χωρίς να προσεχτεί ιδιαίτερα. Για την εποχή εκείνη- και όχι μόνο- στίχοι όπως οι ακόλουθοι (από το ποίημα «Η Πέτρα»), έκα-ναν αίσθηση:

Η γυμνή πέτρα ασπράδι ματιού που ξέχασε
Να δει τα μυστικά του κάμπου την αυγή
Σκοτώνει την επιθυμία να γιατρευτείς από τον τόπο σου.
Το φως, έπεσε απάνω της βαρύ.
Δεν το σκοτώνεις με χιλιάδες μαχαιριές
Δεν το σηκώνεις με χιλιάδες χέρια.

Όσο κι αν άλλαξαν στο μεταξύ πολλά πράγματα, πιστεύω ακόμη και σήμερα ότι το ποίημά   του αυτό της πρώτης εκείνης αισθητηριακής και πηγαίας πρόσληψης του κόσμου, είναι από τα αρτιότερα του Σοφοκλή Λαζάρου. Καμμιά έννοια και κανένας υψιπετής στοχασμός δεν μας παίρνει απ’ ευθείας από το χέρι, χωρίς να γίνει πρώτα εικόνα, μεταφορά και αίσθηση ζωής. Η λιτότητα δεν συγχέεται με την απλοϊκότητα, η ελλειπτικότητα δεν αναιρεί την εκφρα στική καθαρότητα. Άλλα σημαντικά ποιητικά βιβλία του Σοφοκλή Λαζάρου, γραμμένα σε αραιά διαστήματα και με μεταφυσικές πλέον αναζητήσεις, είναι η «Επιστροφή», 1981, το «Ένδον πορευόμενος»1988, οι «Καταγραφές» 1993 – και το όψιμο «Φυσάει Βοριάς», 2000.
Ο Νάσος Φλόγας (φιλολογικό ψευδώνυμο του εκπαιδευτικού Τάκη Χαραλαμπίδη) είναι το δεύτερο ανάστημα στο σύγχρονο ποιητικό στερέωμα της Πάφου, που εμφανίζεται εκδοτικά αρχές της 10- ετίας του 60. Αντισυμβατικός στον λόγο του και ανατρεπτικός εξ ιδιοσυγκρασίας, ενσταλάζει εν τούτοις στους στίχους του ουμανισμό και μοναδική λυρική ευαισθησία. Στα παραδοσιακά ιδιαίτερα και πιο προσωπικά του ποιήματά,
κατορθώνει απέριττους και συγκινησιακά δραστικούς στίχους. Έχει εκδόσει δέκα τόσα ποιητικά βιβλία, τα περισσότερα  σε μεικτή ή ελεύθερη τεχνοτροπία. Η έμπνευσή του σε πιο σύνθετες και πολύστιχες δημιουργίες προχωρεί με νευρώδη, γοργό ρυθμό και με χαρακτηριστική κάθε τόσο επωδό κλιμακούμενης έντασης.

Η μοίρα μας
αδύνατη ματιά
μέσα στους κάχτους.
Η μοίρα μας
φύλλο ρηχό,
φύλλο φτωχό,
στον παιδεμό
του ανέμου
.
                       ( από τον «Μονόλογο του Μεσονυχτίου» 1972)

Ο Νάσος Φλόγας κατέθεσε ποιητικό έργο διακινούμενος μορφικά ανάμεσα στην  παραδοσιακή και τη σύγχρονη ποίηση. Αποδείχτηκε και στις δυο τεχνοτροπίες καλός τεχνίτης και ουσιαστικός δημιουργός.

Η Μυριάνθη Παναγιώτου – Παπαονησιφόρου είναι η τρίτη ποιητική φυσιογνωμία  της δεκαετίας του 60, με καθαρά Παφίτικες καταβολές. Χωρίς ακόμα να έχει εκδόσει, εμφανίστηκε στον λογοτεχνικό περιοδικό τύπο σχετικά νωρίς. Έμελλε να εξελιχθεί στη συνέχεια στην πιο πολυσχιδή  περίπτωση Παφίου λογοτέχνη. Αυθεντική και πηγαία στην έμπνευση και την ιδιοσυγκρασία, με καλλιτεχνικό υπόβαθρο βαθιά λαϊκό κι απευθείας εμπειρίες από την  ιστορία και τους αγώνες του τόπου, η Μυριάνθη ενορχήστρωσε το σύνολο των εκδόσεων της σ’ ένα έργο πολύτροπο και πολυφωνικό: Ποίηση φιλοπατρίας  με συγκρατημένο το λυρικό στοιχείο («Επιστροφή»),   λυρικο-επική αργότερα σύνθεση με αναδρομή στον χρόνο και την ιστορία ( «Άχρονη Φύση» 1988), τρυφερή συγκινητική ελεγεία στο «Γράμμα στον Αγνοούμενο», 1997, και η βραβευμένη συλλογή «Στον κρατήρα του Ήλιου», με ένταση ευαισθησίας και  ψυχή πανέτοιμη ν’ αναμετρηθεί με τις μεγάλες υπαρξιακές προκλήσεις. Και όλα αυτά ενώ παράλληλα η ποιήτρια, έχοντας ανεξάντλητα δημιουργικά αποθέματα, εκδίδει σειράν βραβευμένων ποιητικών βιβλίων για μικρά παιδιά, για μεγάλα παιδιά αλλά και ποιήματα για εφήβους. Να σημειώσουμε ακόμα τις εκδόσεις με την αναγνωρισμένα αξιόλογη ποίησή της στην Κυπριακή διάλεκτο.
Η τελευταία ποιητική συλλογή της Μυριάνθης, με τον τίτλο «Άριες του περασμένου Καλοκαιριού», έκδ.2007, συνιστά ένα αυθεντικό ανάβρυσμα της λυρικής της ιδιοσυγκρασίας. Αποτελεί ένα αρτεσιανής εκροής δημιουργικό συναπάντημα πρωτογενών βιωματικών παραστάσεων, με φόντο τη ζωή που γέρνει πλέον στη δύση της.

Έλα

Η νύχτα πήζει τώρα
ώρα την ώρα τα σκοτάδια της
άδεια της ειμαρμένης τα χαμόγελα
Έλα, μου γνέφουν οι ωραίοι αγαπημένοι
Μένει το ναι στα χείλη μου να κρέμεται
τεφρή κατάφαση
ύστατο σέλας θανάτου.
( «Άριες του περασμένου Καλοκαιριού»)  

Η Ντία Καστρίνιου, γεννημένη το 1936, εξέδωσε δυο ποιητικές συλλογές τη δεκαετία του 70. Η ποίησή της σ’ ελεύθερο τρυφερό και λιτό στίχο, διαπνέεται από φιλειρηνικό και ανθρωπι- στικό πνεύμα. Δίνω ένα απόσπασμα από το ποίημα «ΑΡΡΥΘΜΕΣ ΩΡΕΣ» (συλλογή «Οδύνες και Φως»1973):

Άμετρες ώρες,
επίμονα μετρούν την άβυσσο των τύψεων
και τα πουλιά της θύμησης
περίτρομα μαζέψαν τα φτερά τους,
κι όλα τριγύρω μας ψυχορραγούν
σ’ άρρυθμες, ατέλειωτες ώρες.

Από την Πάφο κατάγεται και ο φιλόλογος-ποιητής Γιώργος Ρουσής που μετά τις Πανεπιστημιακές του σπουδές έμεινε μόνιμα στην Αθήνα, όπου κι εργάστηκε στην Μέση εκπαίδευση για πολλά χρόνια. Με το πρώτο ποιητικό του βιβλίο  ΒΗΜΑΤΑ ( έκδ. 1966 ) καταθέτει ώριμο, κλασικό στην εκφραστική καθαρότητα λόγο,με μακρά ποιήματα συνθετικής δομής και ανάπτυξης. Με στέρεη φιλολογική κατάρτιση και δημιουργική αφομοίωση της διαχρονικής Ελληνικής κληρονομιάς, ο Ρουσής εντυπωσιάζει θετικά με την αρμονική σύμμειξη του αφηγηματικού, του δραματικού και του λυρικού στίχου, στοιχεία που προσδίνουν στην ποίησή του υποβλητικότητα και αρτιότητα εκφραστική.

Άδεια πόλη, οι δρόμοι σου όλοι με οδηγούν στη μοναξιά
και τα κλειστά σου σπίτια μου θυμίζουν την πατρίδα.
Τον ουρανό τον έχασα και δέχτηκα να λησμονήσω
τ’ αστέρια, μα τους ανθρώπους που αγαπάς δεν συγχωρείς.
Ένα καλύβι είν’ αρκετό κι ένα λυχνάρι
σαν έρθει η νύχτα. Μα στον ύπνο τη γαλήνη πώς να βρείς;
                                                                     ( ΤΑ ΒΗΜΑΤΑ, από την ομώνυμη συλλογή)

Ο Γιώργος Ρουσής εξέδωσε ακόμα τέσσερεις ποιητικές συλλογές, στις οποίες το στίγμα του λόγου και της ποιητικής του επιβεβαιώνονται, χωρίς ανατροπές και μετεξελίξεις. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι ΒΙΟΓΡΑΦΙΕΣ, έκδ. 2005, ποιητικές προσωπογραφίες ιστορικών προσώπων από την αρχαιότητα.

Από τις αρχές της δεκαετίας του 70  εμφανίζεται ο Αντώνης Πιλλάς, ένας ποιητής  sui gene- ris, με ανεξάντλητο λυρικό απόθεμα και μια πορεία που τον οδήγησε μέσα από ποικίλες φόρμες και πολλαπλές επιδράσεις, στις ωριμότερες και προσωπικότερες ποιητικές συλλογές της δεκαετίας του 90 και μετά. Στην όψιμη αυτή περίοδο έδωσε αρκετά δείγματα πυκνής, πολύσημης  γραφής, που αντέχουν αξιολογικά στο αυστηρότερο αισθητικό νυστέρι. Τον χαρακτήρισα κάποτε ως ποιητή της ένυλης μεταφυσικής, μιας μεταφυσικής που μορφοποιείται ποιητικά με την αίσθηση της απώλειας  μιας ονειρικής πραγματικότητας.

…Ω, ν’ άδειαζα
απ’ την καρδιά μου το σκοτάδι,
τα χέρια μου απ’ το κάθε μάταιο βάρος
και σαν πουλιά ορφανά να τα ύψωνα σε Σένα!

Στον Αντώνη Πιλλά το θρησκευτικό αίσθημα παρουσιάζεται έμμεσο και εικονοποιημένο, παίρνει δηλαδή υπόσταση εμπράγματη. Σ’ αυτή την ώριμη περίοδο θα δουν το φως της δημοσιότητας, όπως ανέφερα παραπάνω, μερικά από τα αρτιότερα συνθέματά του,  έχοντας μ’ αυτά για πάντα υπερβεί το παλιό εκείνο στίγμα του τελευταίου παραδοσιακού, που του είχαν προσάψει σε αρχική φάση.

Ο Χριστάκης Πισιάρας, αποβιώσας το 1990, έγραψε ποίηση, σε πρώτη φάση ιδεολογικής αιχμής, παράλληλα όμως και τέτοια στον αστερισμό του πρώτου Ελύτη (Διαμαρτυρίες, 1973, Ποιήματα 1985 ). Με σαφώς σουρεαλιστική γραμμή και έντονο φυσιοκρατικό φόντο στις πρώτες δημιουργίες του, πέρασε στη συνέχεια σε επιγραμματικότερους κι εκφραστικά λιτότερους στίχους, όπου ίσως και λόγω επαγγέλματος (ψυχίατρος) ξανοίχτηκε σε χώρους του διαλογισμού και της Παραψυχολογίας. Εκεί που η προσπάθεια υπερβαίνει τις δομές και τα μέσα τού καλλιτεχνικά ακατέργαστου εντυπωσιασμού, σε δείγματα δηλαδή όπου η ποιητική μετάπλαση είναι επαρκής, ο Πισιάρας μας δίνει πυκνούς, κοινωνικά και ψυχογραφικά καίριους στίχους.

Στους σύγχρονους Πάφιους ποιητές ανήκει δίχως άλλο και ο εκπαιδευτικός Νίκος Πενταράς, παρόλο που λόγω επαγγέλματος κρατήθηκε κατά το πλείστον εκτός Πάφου. Στην ποίηση κατέγραψε αρκετές συλλογές, με πρώτη τις « Ώρες πολέμου» 1975, και τελευταία – έννατη στη σειρά – την ποιητική συλλογή «Με φόντο Φθινοπωρινό», 2015.
Ο Πενταράς θήτευσε στην ποίηση με αφοσίωση και χωρίς διακοπή, δίνοντας εξελικτικά επαρκές και πλούσιο έργο. Με παραδοσιακούς ή και μεικτούς ρυθμούς στην αρχή, επεξεργάζεται στη συνέχεια κι εμβαθύνει δημιουργικά στον ελεύθερο στίχο, με αποτέλεσμα μια ενδιαφέρουσα και πλούσια συγκομιδή.

ΑΝΟΜΒΡΙΑ

Στείρα βρύση
στεγνό πηγάδι
και πετρωμένος ουρανός.

Στην άδεια στέρνα
τα περιστέρια
ραμφίζουν το κενό.
                              («Η Τρίτη απόφαση,1988»)

Ο πιο ολιγογράφος στον ελεύθερο στίχο ποιητής της Πάφου, είναι αναμφίβολα ο Κώστας Αρμεύτης. Σε νεαρή ηλικία (23 χρονών) δημοσίευσε την πρώτη ποιητική συλλογή του με τον ηχηρό τίτλο «Θα φωνάξω στο άπειρο στάσου!»,έκδ. 1973.  Ήταν περισσότερο μια ποίηση «αρχή και τέρμα» για την περίπτωσή του, μια ποίηση λιτή πυκνή κι ώριμη, παρά μια πρωτόλεια εμφάνιση. Είκοσι χρόνια αργότερα, όταν θα επανεμφανιστεί, θα επανεφέρει ένα μέρος των παλιών εκείνων σύντομων ποιημάτων του, μαζί με κάποια καινούργια που μπόρεσε στο μεταξύ με προφανή δυστοκία να καταγράψει. Ο Κώστας Αρμεύτης είναι τεχνίτης της πυκνότητας και οικονομίας του στίχου, αφού συμπιέζει την έκφραση μέχρι τα έσχατα όρια, χωρίς ν’ αφήνει συνήθως να περισσεύει ούτε λέξη. Έχω την εντύπωση όμως, ότι αυτή η εκφραστική αυστηρότητα και οξύτητα είναι κι η βαθύτερη αιτία της ποιητικής δυστοκίας του. Με λιγοστούς μόνο στίχους φτάνει έγκαιρα κάθε φορά στην πληρότητα, χωρίς περαιτέρω υπόλοιπα επέκτασης των εμπνεύσεων του.

Η ανατομία του Θεού

Αγάπη,
πληγή που όταν πας να κλείσεις
μ’ ένα μαχαίρι σε σκαλίζω…

Περισότερο γνωστός ως μελετητής και εκπαιδευτικός της Μέσης εκπαίδευσης, ο Χρύσανθος Κακογιάννης ασχολήθηκε όψιμα με την ποίηση, εκδίδοντας τις συλλογές «Στόνοι», 1983, και «Διάσταση»,1989. Με δεδομένη τη φιλολογική και κλασική του παιδεία, τα ποιήματά του  – άνκαι συνήθως πατριωτικά και φυσιολατρικά – διαπνέονται από μελαγχολία και απογοήτευση για την τρέχουσα πραγματικότητα. Ο στίχος του έντονα νοσταλγικός, αδυνατίζει αισθητικά από τη ροπή στη μεγαλοστομία, τον ρητορισμό και την κυριολεκτική συχνά διατύπωση. Ένα σαφώς καλύτερο αποτέλεσμα πετυχαίνει σε προσωπικότερες, με συγκινησιακή φόρτιση στιγμές, όπου γίνεται χαμηλόφωνος και τρυφερός.
Ο Νεόφυτος Παπαλαζάρου, γεννημένος το 60, είναι κατεξοχήν ποιητής της μετα-εισβολικής περιόδου. Με τέσσερεις ποιητικές συλλογές (η πρώτη «Ματωμένες μνήμες», 1986, η τελευταία «Η ηλικία των δέντρων», 2012 ), συγκινείται και στοχάζεται λυρικά με τα βιώματα και τα συμβάντα μιας τραγικής για την πατρίδα μας περιόδου. Οι στίχοι του λιτοί και με εκφραστική καθαρότητα αποπνέουν πόνο ψυχής και πίστη για ειρήνη στον κόσμο.

Σε περιμένουμε
κοιτάζουμε αντίπερα την άκρη του δρόμου
κρυφακούμε το θρόϊσμα των θάμνων.
Στο τραπέζι για το δείπνο η καρέκλα σου άδεια,
το κοστούμι σου σιδερωμένο,
τα βιβλία ανοιχτά σε περιμένουν,
ο ύπνος μας λείπει
κι η ελπίδα, τυλιγμένο αδράχτι.
Σε περιμένουμε!
  

Η καθαυτό ποιητική παραγωγή του γιατρού Ανδρέα Πετρίδη, η εκδοτική τουλάχιστον,  συμπίπτει με την ίδρυση της Εταιρείας Λογοτεχνών Πάφου, το έτος 1989.
Τη χρονιά αυτή εξέδωσε και την πρώτη του ποιητική συλλογή με τον τίτλο «Δωρική γραμμή». Ακολούθησαν οι «Αργοί σταλακτίτες», «Νόστου και Φυγής» και το «Εντόπιο Ρίγος»,2014, μια περίοδος σχετικής ολιγογραφίας εικοσιπέντε τόσων χρόνων. Ασχολήθηκε επίσης δημιουργικά με τη μετάφραση (Μπρεχτ, Ρίλκε) και το λογοτεχνικό κριτικό δοκίμιο. Αφήνω ένα σύντομο σχολιασμό στους Γ.Κεχαγιόγλου-Λ. Παπαλεοντίου, όπως καταγράφεται στην ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ (2010): Δεν φαίνεται καθόλου τυχαίο, το ότι μετέφρασε στα Ελληνικά αρκετά ποιήματα του Ρ.Μ. Ρίλκε, σημαντικού εκπροσώπου του συμβολισμού και της καθαρής ποίησης…Με έντονη εικονοπλασία, που έχει συνδεθεί με την πρώτη φάση της ποίησης του Ελύτη, στοιχειοθετείται ο ταπεινός κόσμος της καθημερινότητας και του Κυπριακού τοπίου, για να εξαχθούν τα μεγάλα θέματα της ζωής μέσω μιας υπαινικτικής γλώσσας. Σταδιακά, κυρίως στην πιο πρόσφατη δουλειά του, ο Πετρίδης κατορθώνει να καλλιεργήσει έναν πιο ουσιαστικό λόγο, που αφενός τείνει στην αφαίρεση και τη συμπύκνωση, αφετέρου διατηρεί την επαφή με τα πράγματα.

Μια κατάνυξη

Περπατώντας ξανά
στον δρόμο του Αγίου με τα γέρικα πεύκα,
χωρίς κάποια πρόθεση – αντίθετα ίσως,
ξυπνά μια κατάνυξη από ένα
σαπισμένο που πέφτει καρύδι,
μια κατάνυξη τόσο χειροπιαστή,
που επικάθεται σαν ρίγος στο δέρμα
και χνούδι υγρασίας στο γνώριμο
της μνήμης θρουμπί.

Στην Πάφο έζησε επίσης πολλά χρόνια κι ανδρώθηκε ως ποιητής ο επίσης γιατρός και μεταφραστής γερμανικής ποίησης Δημήτρης Γκότσης. Απεδείχθη πολυγραφότατος, αφού εξέδωσε από το 1989 που πρωτοεμφανίστηκε ( Έστωρ ), πάνω από 10 ποιητικά βιβλία. Είχα γράψει σε σχετικό κείμενό μου για την ποίηση του Γκότση:

Κοντολογίς, από το βιβλίο του «Της Ευφρόνης» και μετά, αρχίζει ν’ αποβάλλει σ’ ένα βαθμό προηγού- μενές του αδυναμίες φυγόκεντρων ενατενίσεων κι επιτυγχάνει μια πιο καίρια και πιο εύστοχη συμβο- λιστική. Ξεφεύγει από τον εγκλωβισμό του υποκειμενικού και συμπίπτει ευκρινέστερα με το συλλογι- κά αναγνωρίσιμο…Οι στίχοι ή μικρές ομάδες στίχων προβάλλουν με κρυστάλλινη διαύγεια και με φόντο ένα υπαρξιακά δραματικό κλίμα. Αρμονικές εναλλαγές ρυθμού και εικόνων διαπερνούν την αυστηρή γλωσσική επιφάνεια κι αγγίζουν τη ψυχή του αναγνώστη με τη ζεστασιά μιας εκλεκτικής ανθρώπινης ανάσας.

 

Κήπος στη νύχτα ( απόσπασμα)

Έχεις χαρά μέσα στον κήπο,

όταν ακόμη και στη νύχτα ανασαίνει.

 

Μπορεί τα δέντρα του

να παρασταίνουν σφάλματά σου,

βαρειές σκιές, που στέλνουν τον ορίζοντα

πιο γρήγορα στο βράδυ.

Μπορεί και τα φυλλώματα

να μοιάζουν μ’ άφαντη παλάμη

για τους ανέμους ή τ’ αστέρια

                       που σε παίδεψαν.
                                        ( «Της Ευφρόνης», 2001)

 

 

Η Αθηνά Χαραλαμπίδου,  με τέσσερεις ποιητικές συλλογές μέχρι σήμερα, αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της Παφίτικης λογοτεχνικής ομάδας. Τρυφερή και ουμανιστική στα πρώτα ποιήματα («Εκείνο τον Απρίλη» 87, «Παρά θίνα θαλάσσης» 97),  χορική στη σύνθεση «Κινύρας Βασιλιάς και Ιεροφάντης», 2005, νοσταλγικά βιωματική στην τελευταία συλλογή «Φωτερές ή θολερές όλες δικές μας» 2015.

Οι σκέψεις παίζουν θλιμμένες φυσαρμόνικα
καλούν απεγνωσμένα την αγάπη,
ποιους να ζεσταίνει άραγε τώρα;
Οι σκέψεις εκπέμπουν φως
να βρει τον δρόμο ο έρωτας
και νά’ ρθει. Ποια σώματα να καίει άραγε τώρα;
                                            (Distruttivo Tempo IV, απόσπασμα»)

Η Ζέλεια Γρηγορίου,  με μόνιμη διαμονή τη Λευκωσία, γεννήθηκε στη Τσάδα της Πάφου κι εξέδωσε τα πρώτα 2 ποιητικά της βιβλία αρχές της δεκαετίας του 90, όντας τότε ενεργό μέλος της Εταιρείας Λογοτεχνών Πάφου. Η ποιότητα των στίχων της προσέχτηκε ήδη από την πρώτη ποιητική συλλογή «Κοραλλιογενής», η οποία πήρε βραβείο νέου λογοτέχνη για το 1993. Η ποίηση της Ζέλειας είναι εξαρχής τεχνικά ώριμη, μεταμοντερνιστική εν πολλοίς και με διακριτή την ενδοκειμενική επικοινωνία με νεοτερικά ρεύματα της Αγγλοσαξωνικής λογοτεχνίας. Στη θεματική της, ιδιαίτερα στα πρώτα ποιητικά βιβλία, κυριαρχεί η σπουδή στο ερωτικό σώμα και μια τολμηρή κάποτε ρεαλιστική εκφραστική, που δίνει προσωπικό ύφος και ενδιαφέρον στη λυρική της αφήγηση. Στην τρίτη και τελευταία ποιητική συλλογή της, με τον τίτλο «ΤΑ ΠΟΥΝΤΟΛ ΤΗΣ ΛΟΝΤΕΒ», η Ζέλεια Γρηγορίου ξανοίγεται πέραν του στενά ιδιωτικού χώρου, σε συνάφεια με προκλήσεις κι αδιέξοδα της μονοδρομικά τεχνοκρατικής κοινωνίας.

Πολυγράφος ποιητής, αλλά κι εξαίρετος μουσικός και συνθέτης, είναι ο Ανδρέας Αρτέμης, γεννημένος το 1962. Η εν Πάφω ποιητική του εμφάνιση (είχαν προηγηθεί 2 άλλα ποιητικά βιβλία) αρχίζει με τη συλλογή «Αναφλέξεις Εικονολατρείας», 1988, τιμητική έκδοση του Αθη- ναϊκού περιοδικού «Αλεξίσφαιρο». Ακολουθεί, παράλληλα με εντυπωσιακή μουσική δημι- ουργία, μια πλούσια κατάθεση άλλων 6 ποιητικών συλλογών, επιπρόσθετα μελοποιήσεις στίχων ( Μελίσματα ήχων από ιστορίες αγγέλων – 2005, «Όταν τα σύννεφα κατέβηκαν στη γη»-2007 ). Στις αρετές της ποίησης του Ανδρέα Αρτέμη συγκαταλέγονται  η εικονοπλαστική τόλμη και ο  σουρεαλιστικός δυναμισμός του. Ο στίχος του αδυνατίζει και θολώνει μόνο, όταν η έκφραση γέρνει περισσότερο σε λεκτικές τόλμες ή στην υπερβολική χρήση αφηρημένων, ποιητικά αδρανών  ουσιαστικών. Σ’ ευάριθμες φυσικά περιπτώσεις επιτυγχάνεται μια αρμονική ισορροπία, με αποτέλεσμα ευτυχείς στο αισθητικό αποτέλεσμα  δημιουργίες.

Ο Αρτέμης Αντωνίου εμφανίστηκε ποιητικά λίγο μετά την Τουρκική εισβολή (1974), κατά την οποία συνελήφθη αιχμάλωτος.Τον ίδιο χρόνο εξέδωσε και την πρώτη ποιητική συλλογή του, τα «Χαλάσματα κι ελπίδες», σ’ ένα κλίμα ρεαλιστικού ουμανισμού και φιλειρηνικής διάθεσης. Αργά και σταθερά στη συνέχεια καλλιεργεί και κατακτά το ίδιον της ιδιοσυγκρασίας του λιτό και ολιγόστιχο ποίημα, που του αποφέρει συνολικά άλλες 7 ποιητικές συλλογές. Η συνεχής επεξεργασία του αρχικού μορφικού πυρήνα βοηθά τον Αρτέμη Αντωνίου να φτάνει σ’ ένα εκφραστικά λιτό κι επιγραμματικό αποτέλεσμα, με θεματική επικέντρωση την κριτική προσέγγιση του κοινωνικού περίγυρου και της ιστορίας. Η έμπνευσή του διαποτίζεται πάντα από ένα βαθιά λαϊκό ιδεολογικό υπόβαθρο.

Ο αρχιτέκτονας Βαγγέλης Μαυρονικόλας έκανε την πρώτη του ποιητική παρουσία το 1990, με τη συλλογή «Αυτογνωσία». Πολυπράγμων και πολυτάλαντος (αρχιτεκτονικό σχέδιο, γλυπτική, φωτογραφία εσχάτως), ο Βαγγέλης θα συμπληρώσει με τις επόμενες του εκδόσεις ( τελευταία «Τίκβα»,2015), ένα ποιητικό κύκλο πολλαπλών μορφολογικών και υπαρξιακών αναζητήσεων. Η ποίησή του νευρώδης και στη δομή της εξελικτική, αναπτύσσεται με αλλεπάλληλες συχνά κινήσεις, που συνθέτουν οργανικά την ολότητα της σύλληψης. Μια τάση αφηγηματικότητας ανήκει στις αδύνατες πλευρές της ποίησής του. Παρόλο που η συντελούμενη ποιητική λειτουργία στον Βαγγέλη Μαυρονικόλα εκπέμπει ενίοτε μια αγχοτική αύρα – με στίχους ή ομάδες στίχων να μην έχουν πάντα επαρκώς συμπυκνωθεί, ο ποιητής διαθέτει φαίνεται δυνατότητες με την άσκηση κι εσωτερική να δώσει περισσότερα.

Ο Σωκράτης Γρηγοριάδης, μουσικοδιδάσκαλος, κατάγεται απ’ τη Τσάδα της Πάφου και διαμένει μόνιμα στη Λευκωσία. Πρωτοεμφανίστηκε εκδοτικά το 1989 με την πολυσέλιδη ποιητική συλλογή «Στην κασέλα υπάρχουν χρώματα». Έχω τη γνώμη,  ότι αυτή η λυρική «κασέλα» στάθηκε ένα αδικημένο βιβλίο. Συνιστά μια καλογραμμένη πολυθεματική τοιχογραφία τρυφερά αισθητοποιημένου λόγου, με ποιητική ανάδειξη αισθημάτων, γεγονότων και προβληματισμών απ’ όλο το φάσμα της ανθρώπινης βιωματικής εμπειρίας. Ο ίδιος ποιητής εξέδωσε επίσης τη βραβευμένη συλλογή «Εξόριστη Αφροδίτη»,1991.

Ένας άγγελος στο σκοτάδι

Λίγο ακόμα
θά’ μοιαζα τυφλού
που ανάβλεψε ανέλπιστα
Απρίλη την Άνοιξη.

Αλίμονο.
Αγγέλου μοιάζω
σε πηκτό σκοτάδι
ανυποψίαστο.
(«Στην κασέλα υπάρχουν χρώματα»)

Ο γιατρός Ανδρέας Μαλόρης  είναι κατά κύριον λόγο βραβευμένος διηγηματογράφος, πρωτοεμφανίστηκε όμως λογοτεχνικά ως ποιητής το 1983 («Τα τριάντα ποιήματα»). Ένα τέταρτο του αιώνα μετά (2015), εκδίδει το δεύτερο ποιητικό του βιβλίο με τον τίτλο «ΜΕ ΔΙΑΣΤΡΕΒΛΩΣΗ ΕΛΑΧΙΣΤΗ». Ο λόγος του, χωρίς να στερείται διόλου ελλειπτικότητας, ακούεται αντισυμβατικός, με στόχευση απευθείας στον φωτισμό, από μια σύγχρονη σκοπιά, της βαθύτερης ουσίας των πραγμάτων.

ΠΡΙΝ ΠΛΗΜΜΥΡΊΣΕΙΣ

Από τώρα και στο εξής
να κτυπάς την πόρτα πριν
πλημμυρίσεις.

Πώς να διώξω τώρα
τούτη τη θάλασσα
από το καθιστικό της μνήμης;

Ο Θάνος Παπαδόπουλος επανεμφανίστηκε στην ποίηση το 1987, με τη συλλογή «Ελεγεία»  (έγραφε παλαιότερα ως μαθητής στο περιοδικό ΠΝΕΥΜΑ). Ακολούθησε το δεύτερό του ποιητικό βιβλίο με τον τίτλο «Δεν και Μηδέν», έκδοση του 1990. Παραθέτω στίχους του από την καθαρά βιωματική «Ελεγεία»(εμπνευσμένη από τον πρόωρο θάνατο της αδελφής του):

Πάνω από τη στέγη του σπιτιού μας
φτερούγισαν οι μαύρες νυχτερίδες
και πώς θ’ απλώσουμε όπως άλλοτε να δροσιστούν
στο φεγγαρόφωτο οι ψυχές μας;
Πάνω από τη στέγη του σπιτιού μας
βαριά ομίχλη διπλομαντάλωσε τη σκέψη μας
και πώς θα βγούμε ν’ αναπνεύσουμε
τις ανταύγειες τ’ ουρανού;

Την πιο ιδιότυπη περίπτωση ανάμεσα στους Πάφιους ποιητές της τελευταίας 25 –ετίας, αποτελεί ο φυσιογνώστης εκπαιδευτικός Ανδρέας Γεωργιάδης. Με πολύ διασταγμό και δυστοκία πρωτοεμφανίστηκε εκδοτικά με τη συλλογή «Ακαριαία», 1990. Προσθέτοντας αργότερα νέα ποιήματα, εξέδωσε το νέο ποιητικό του βιβλίο «Φυσιοδρόμιο», 2002. Απέσπασε μ’ αυτό το Ευρωπαϊκό βραβείο Jean Mone, εκπλήττοντας για τη γρήγορη κι απρόβλεπτη επιτυχία. Επρόκειτο σίγουρα για μια  αμφιλεγόμενη ποίηση. Κατανοώντας τις  επιφυλάξεις πολλών αλλά και διαφωνώντας με απόλυτες και ισοπεδωτικές εκτιμήσεις, είχα γράψει στον σύντομο διαφωτιστικό πρόλογό μου, μεταξύ άλλων τα εξής:

….Δεν είναι λίγες οι στιγμές που πραγματώνει με εκπληκτικό τρόπο μια σύμπνοια μορφής και ουσίας, όπου πνευματικές αγωνίες κι αισθήματα αναδύονται μέσα από απίθανα προσωπεία φυσικοχημικών και βιολογικών φαινομένων. Κινείται φυσικά διαρκώς σε τεντωμένο σχοινί, με υπαρκτό ρίσκο να περιπέσει στο πνευματικό ευφυολόγημα ή την ευρηματική λεκτική ατάκα… Δίνω ένα δείγμα:

Μετάλλαξη

Η ακτιβολία σου
προκάλεσε μετάλλαξη*
στο γονίδιο του έρωτα.
Τον έκανε παράφορο.

Πόσο αισθάνομαι ευτυχής!
Μ’ αλοίμονο, το ξέρω
θά’ ναι θνησιγενής.
*
Μετάλλαξη: τυχαία, συνήθως δυσμενής αλλαγή του γενετικού υλικού

Η Σοφούλα Ευγενίου – Αθηνοδώρου,  από τη Γεροσκήπου της Πάφου, εξέδωσε μέχρι στιγμής μόνο την ποιητική συλλογή «ΕΝ ΑΙΘΡΙΑ – ΦΩΣ», 2001. Ο ποιητικός λόγος της ακούεται συνήθως υποβλητικός, με τον στίχο της να πέφτει λιτός και βαρύς… Κάτι σαν δραματική υπόκρουση σε χορικό βηματισμό, όπως στο ακόλουθο απόσπασμα:

ΚΟΡΥΒΑΝΤΕΣ

Κορύβαντες χορεύαν
Τον κόρδακα της εκδίκησης
Οι μάσκες πέφταν
Κομμάτιαζαν κάθε αιδώ
Τ’ άλογα χλιμίντριζαν
Κτυπώντας τα πέταλα
Βουτηγμένα στο αίμα
Στις κολώνες
Της Αγιάς Σοφιάς
Αφήνοντας σημάδια στους αιώνες.

Στη νεώτερη γενιά σύγχρονων Παφίων ποιητών ανήκει δίχως άλλο ο Χαράλαμπος Παπαονησιφόρου,  με τρεις ποιητικές συλλογές στο ενεργητικό του ( ΑΝΤΙΟ, 2001, «ΜΠΛΕ ΚΛΕΙΣΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ», 2005, και Η ΡΟΔΙΑ ΠΟΥ ΞΕΧΑΣΑ, 2012). Η ποίησή του τρυφερή και νοσταλγική, γίνεται στην εξέλιξή της σκληρότερη και απομυθοποιητική. Διακριτή είναι η τάση αμφισβήτησης του καθιερωμένου και καταπιεστικού κοινωνικού κώδικα, με ευδαιμονική ενεργοποίηση  παραστάσεων της πρώτης εκείνης εξιδανικευμένης βιωματικής μνήμης.
Στις αρετές τού ποιητή ανήκουν ο απλός και λιτός λόγος, στις αδυναμίες του η αναλυτική ενίοτε, όχι επαρκώς συμπυκνωμένη λυρική αφήγηση.

ΕΝΟΧΗ

Είμαι η ενοχή
που διασκορπίστηκε πρώτη,
είμαι η αρχή,
που γέννησε ο χρόνος.
Είμαι η στιγμή,
που χάθηκε στη μεγάλη έκρηξη,
είμαι το φως,
που ταλαιπωρεί το σκοτάδι.
Είμαι η αγάπη,
και περιμένω εσένα.  

Mια εξ-αιρετική ως προς τον ανοίκειο τρόπο γραφής ποιητική περίπτωση, αποτελεί ο νέος  σχετικά ποιητής Ιάσωνας Σταυράκης.  Πρωτοεμφανίστηκε με τη συλλογή Delirium Tremens, ποίηση περισσότερο αυτόματης γραφής, με πηγή τον παράξενο κόσμο του υποσυνείδητου. Προέκυπταν πολλές κι εύλογες επιφυλάξεις για το αισθητικό αποτέλεσμα της συγκεκριμένης προσπάθειας, αφού η απουσία μιας έλλογης τάξης καταφανώς απέβαινε εις βάρος της επικοινωνίας με τον αναγνώστη. Ο δυναμισμός εν τούτοις της έμπνευσης και της φαντασίας του ποιητή προοιώνιζαν καλύτερες και αρμονικότερες δημιουργίες, όπως «Το τσίρκο των στοχασμών»,2012, «Απόπειρες Υψώσεως του Ψ», 2013, και «Μηδέν γραμμάρια», 2014.


Στις νέες ποιητικές φυσιογνωμίες της σχετικά πολυάριθμης ομάδας της Πάφου, ανήκει και η Λένια Σοφοκλέους. Έχει εκδόσει δυο σχετικά ολιγοσέλιδες συλλογές ποιημάτων με χαρακτηριστικά λιτό, τρυφερό και απομυθοποιητικό εν πολλοίς στίχο. Η νοσταλγία του αυθεντικού και του γνήσιου γονιμοποιεί αισθητά την έμπνευσή της.

Η αγάπη μου είναι ψίθυρος αχνός
και τρυφερός
που η ηχώ του κατεβαίνει βαθιά
σε δροσερό πηγάδι στη μέση της ερήμου.

( από την «Κόκκινη Κλωστή» αποσπασματικό)        

Addendum
Με συνεχή παρουσία στην παραδοσιακή ποίηση, ο γιατρός Αντώνης Σωτηριάδης (1915 – 2000)         έχει στο ενεργητικό του πάνω από 10 ποιητικές συλλογές, σε μια μακρά περίοδο από το 1960 μέχρι τον θάνατό του. Τα ποιήματά του διακρίνονται από γνήσια πατριδολατρεία και βαθιά αγαπητική σχέση με τον  γενέθλιο χώρο της Πάφου. Ο στίχος του είναι στρωτός και στη ρυθμική του ροή άνετος και μελωδικός. Παραθέτω μια χαρακτηριστική στροφή από την πρώτη ποιητική συλλογή του «Πρώτοι Παλμοί», 1960:

Όποιος χειμώνα πέρασε, χωρίς να νιώσει κρύα,
τη ζέστα του καλοκαιριού και τη δροσιά δεν ξέρει
κι όποιος ποτέ δε βρέθηκε σε ξένα κι άγρια μέρη
δεν ξέρει του σπιτιού καημό, πατρίδας νοσταλγία            

                        ( από το «Πρώτοι Παλμοί»)

 

 

 


 

 

 

 

 

 

 


 

Ποίηση Ανδρέα Παστελλά – από Ανδρέα Πετρίδη

Η ποιητική κατάθεση του Ανδρέα Παστελλά

 Περιδιαβάζω με άνεση την ποιητική συλλογή Χώρος διασποράς του Ανδρέα Παστελλά, και υφίσταμαι ασμένως τις αισθητικές διακυμάνσεις των ποιημάτων του, που είναι φυσικό να υπάρχουν, έστω κι αν πρόκειται εξαρχής για ένα προσωπικό και ομοιογενές ύφος γραφής. Και όμως το ενδιαφέρον της μέχρι τέλους ανάγνωσης παραμένει αμείωτο, γιατί υπάρχει διαρκώς η αίσθηση μιας ποίησης με δύο πολύ σπουδαίες αρετές: την ουσιαστικότητα και καθαρότητα του εκφραστικού της οργάνου.

Εδώ που άλλοτε αντηχούσαν οι θρήνοι του τυφλωμένου

                                                                        Οιδίποδα

και η ορχήστρα γέμιζε από την απόφαση της Αντιγόνης,

βαθειές ρυτίδες έχει ανοίξει ο καιρός στη γης

κι η θάλασσα κάτω μακρυά

κρατάει γεμάτη σιωπή

τον αντίλαλο από τον πόνο της ανθρώπινης μοίρας.

 Είναι απόσπασμα από το ποίημα «Δειλινό στο θέατρο του Κουρίου», ενδεικτικό για τη λιτή και σαν πέτρα πελεκημένη εκφραστική του. Οι λέξεις έχουν αφ’ εαυτές ένα βάρος, που τους έχει προσδώσει η σωστή καλλιτεχνική επεξεργασία. Το βάρος όμως αυτό ποτέ δεν αυτονομείται, αλλά υπάρχει μόνο σε συνάρτηση με τη γενικότερη σύλληψη και πραγμάτωση.

Κι ήρθαν απ’ το Βορρά κι απ’ το Νοτιά

απ’ την Ανατολή κι από τη Δύση

φρουροί του ονείρου άγνωστοι φίλοι.

Τούτες οι καμπάνες που χτυπούν

σκορπώντας στον αέρα κομμάτια μέταλλο

ποιους ζωντανούς ξυπνούν, ποιους πεθαμένους χαιρετά;

 Ο Ανδρέας Παστελλάς, αν και ολιγογράφος, ανήκει στους δυο-τρεις σημαντικότερους βάρδους του Κυπριακού απελευθερωτικού αγώνα, ενός αγώνα που τελικά δεν ευδοκίμησε όσο αναμενόταν. Ραψωδεί συγκρατημένα, αλλά με βάθος και υποβλητικότητα, τους ήρωες και τα έργα των ημερών εκείνων. Η λύρα του δεν είναι συνήθως συναισθηματική και ρητορική, αφού ελέγχει επαρκώς το υπερχείλισμα της συγκίνησής του, διοχετεύοντάς το με καλλιτεχνικό υπολογισμό σε εύστοχη ποιητική διατύπωση. Σπανιότερα φυσικά παρασύρεται κι αυτός από την αμεσότητα του εκθειαστικού ή κατακριτικού λόγου εις βάρος της υποβολής και υπαινικτικότητας.

Το ποίημα «Χώρος Διασποράς», κάπου στη μέση του βιβλίου και χωρισμένο σε τρία μικρά μέρη, διακρίνεται από καλά επεξεργασμένους στίχους, με διακριτική αναφορά στα τρέχοντα πολιτικο-ιστορικά συμβάντα. Καταθέτω ένα τέτοιο δείγμα:

Φωνές του χτες ριπίζουν τα πεσμένα φύλλα

κίτρινα τα λόγια από την επανάληψη.

Μείναμε αλήθεια τόσο λίγοι σ’ αυτή την έρημη όχθη;

Να λέμε τα ίδια και τα ίδια πράγματα,

να ζεσταίνουμε τα παγωμένα χέρια μας,

βοσκοί της μοναξιάς

πάνω σε μια θρακιά που πάει να σβήσει;

 Το τρίτο μέρος της συλλογής Χώρος Διασποράς, ποιητικολογικά παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, αφού διευρύνει το θεματολογικό του φάσμα κι αναπτύσσει μια συνθετότερη γραφή. Και τούτο ως προάγγελος των κατοπινών πολύστιχων συνθέσεων του Ανδρέα Παστελλά, όπως «Ο Φρύνιχος στην Αθήνα το καλοκαίρι του 1974», «Του Χρυσοσώτηρου»  και  «Τυρταίου λόγος επιμνημόσυνος». Επιλέγω από αυτόν τον κύκλο το ακόλουθο τρυφερό κομμάτι:

 Μια κοπέλλα κλαίει απόψε στο θαμπό μου τζάμι

μια λεπτή κορδέλα γύρω στο λαιμό μου,

στην καρδιά μου αφή αγάπης που δεν ήρθε.

Άστρο της αυγής, Παναγία του Γκρέκο,

με του πόνου σου το βρέφος στην αγκάλη

έξω σε μια γλάστρα πνίγεται μια κάμπια,

των ματιών σου οι κύκλοι κοίτα πώς πλαταίνουν.

 Πέρα απ’ τις βροχές αναδύονται ήλιοι

κι είναι οι κάμποι που προσμένουν παπαρούνες

ύφεση στον πόνο που κρατάω βαθιά μου.

 Μια κοπέλλα κλαίει απόψε στο θαμπό μου τζάμι

δυο θολά ποτάμια πνίγουν την καρδιά μου.

 Εκτιμώ πως είναι απ’ τους αρτιότερους στίχους του βιβλίου, ενός ποιητικού βιβλίου που δικαιολογημένα προσέχτηκε και συζητήθηκε στον καιρό του, διατηρώντας το αναγνωστικό του ενδιαφέρον μέχρι σήμερα.

Το δεύτερο και τελευταίο ποιητικό βιβλίο του Ανδρέα Παστελλά κυκλοφόρησε με τον τίτλο Μεταθανατίως Αποσχηματισθείς,το 1995.

Θα αναφερθώ κάπως αναλυτικότερα στα επιμέρους ποιήματα, αφού πρόκειται για συλλογή για την οποία δεν μπορεί κάποιος να μιλήσει ομοιόμορφα και ισοπεδωτικά. Τα πρώτα τρία ποιήματα είναι εξαίρετες λυρικο-δραματικές συνθέσεις, με στέρεη δομή και ισορροπημένη ανάπτυξη. Η γνήσια κατασταλαγμένη συγκίνηση ρίχνει επάνω στις λέξεις και εικόνες ένα τραγικό φως, που οδηγεί τον αναγνώστη με δέος και συγκλονισμό στην ψυχική κάθαρση. «Ο Φρύνιχος στην Αθήνα το καλοκαίρι του 1974» είναι ποίημα λιτού και υποβλητικού λόγου, με θαυμάσια κορυφούμενη ανέλιξη του βασικού αφηγηματικού μύθου. Που στην πραγματικότητα είναι οτιδήποτε άλλο παρά μύθος, αφού αγγίζει άμεσα τη φριχτή σύγχρονη άλωση της πατρίδας μας, κάτω από τα απαθή βλέμματα δικών και ξένων. Η τραγική εδώ persona, που συμβολίζει και το δράμα της Κύπρου, προδομένη κι εγκαταλελειμμένη από άφρονες ηγέτες του μητροπολιτικού Ελληνισμού, εμφανίζεται στο κέντρο της Αθήνας ως φιγούρα εκτός τόπου και χρόνου, γι’ αυτό και βαθιά τραγική. Ας διαβάσουμε το ποίημα ολόκληρο:

Ο Φρύνιχος στην Αθήνα το καλοκαίρι του 1974

                                                                «ες δάκρυε έπεσε

                                                               το θέητρον»(Ηρόδ.)

 Καθώς βγήκε στο φως από τον Υπόγειο της Ομόνοιας

σαν από σκοτεινή καταπακτή

από ξεχασμένη γαλαρία ορυχείου

με χιλιάδες αμίλητους νεκρούς συντρόφους

να ταξιδεύουν μαζί του,

δεν είχε στο κεφάλι του στεφάνι

καμωμένο από λίγα χορτάρια

πού ‘χαν μείνει στην έρημη γη.

Με τσουρουφλισμένα βλέφαρα

μάτια θολά και κόκκινα απ’ τους καπνούς

τη στάχτη στα μαλλιά

απ’ τα καμένα δέντρα

πυρπολημένης γειτονιάς πατρίδας μακρυνής,

χωρίς ακοή απ’ τις στριγγιές φωνές

σφαγμένων αγρινών,

με χέρια απλωμένα

αόμματος επαίτης

γωνία Σταδίου και Αιόλου

στάθηκε

μπροστά στην υποχθόνια βοή που ερχόταν

κατηφορίζοντας

σαν από άλλο κόσμο χαρισάμενο στο πεζοδρόμιο.

 – Έλληνες αδελφοί…

η φωνή χάθηκε στο βάθος ξεραμένου πηγαδιού.

 Κάποιος περνώντας δίπλα

του ‘χωσε βιαστικά στη χούφτα

ένα τάλληρο.

 Το δεύτερο εκλεκτό ποίημα της συλλογής έχει τον τίτλο «Του Χρυσοσώτηρου». Αναφέρεται στον αγνοούμενο σύζυγο γυναίκας που οπτασιάζεται κάποτε τον άντρα της να ’ρχεται όπως σε όνειρο τα βράδια, αλλά και να χάνεται πάλι μέσα απ’ τα χέρια της ως την επόμενη φορά. Τη νύχτα όμως της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος, στις 6 Αυγούστου δηλαδή, σύμφωνα με την παράδοση ανοίγουν τα επουράνια. Κι οι αγνοί στη ψυχή, σαν ξαγρυπνήσουν, θα δουν στον ουρανό «το χρυσό πλατάνι», που θα πραγματοποιήσει την όποια ευχή τους. Μια τέτοια ακριβώς νύχτα έκανε την ευχή της κι η ευσεβής σύζυγος, έτσι που ο άντρας της ως εκ θαύματος μέσα σε σύννεφο φωτός ήρθε κοντά της. Και τότε εκτυλίσσεται, με κορυφούμενη ψυχική ένταση και δραματικό ποιητικό λόγο, ένας διάλογος που μας μεταφέρει απευθείας στην καρδιά και το κλίμα της μπαλάντας «Του νεκρού αδελφού». Ώσπου το χάραμα με το πρώτο φως, η οπτασία διαλύεται κι ο αγνοούμενος Κωνσταντής γλιστρά και φεύγει με θαυμαστό τρόπο:

Ένα περήφανο άλογο μ’ άσπρα φτερά

κωπηλατώντας αργά στη μελανή άβυσσο

ανάλαφρα, είδε, να τον ανεβάζει στ’ αντικρυνό βουνό.

 Κι από τότε

πάνω στην πιο ψηλή κορφή του Πενταδάκτυλου

μέσα στο πηχτό σκοτάδι

ανάβει κάθε βράδυ

ένα μικρό φως που ολοένα μεγαλώνει

και το βλέπουν μόνο όσοι δεν έχουν μάτια.

Δεν γράφονται καθημερινά τέτοιοι στίχοι, με τόση ενοραματική δύναμη και βάθος.

Έρχομαι τώρα στην τρίτη αξιόλογη σύνθεση του Ανδρέα Παστελλά, που τιτλοφορείται «Τυρταίου λόγος επιμνημόσυνος». Αφιερώνεται στους Ελλαδίτες νέους που πότισαν με το αίμα τους το δέντρο της Κυπριακής ελευθερίας, με ιδιαίτερη μνεία στους καταδρομείς που έχασαν άδικα τη ζωή τους με τον γνωστό τρόπο πάνω απ’ το αεροδρόμιο της Λευκωσίας. Με προμετωπίδα τον γνωστό στίχο του Καβάφη «Άμωμοι σεις, αν έπταισαν ο Δίαιος κι ο Κριτόλαος», ο ποιητής εξαγνίζει, από αυτονόητο καθήκον, τους αθώους και ηρωικούς τούτους νέους από οιονδήποτε περιττό συνειρμό με τα αμαρτήματα και ελλείμματα των ταγών της εποχής εκείνης. Το ποίημα ξετυλίγεται με δραματικά κλιμακούμενη εικονοποιία, δίνοντας στον αναγνώστη την αίσθηση μιας επιμνημόσυνης τελετουργίας. Η πράσινη χλόη που αγκαλιάζει τα καψαλισμένα κορμιά τους επιτείνει τον αποχωρισμό από τη ζωή σεμνά και χωρίς συναισθηματική διάχυση, παρόμοια όπως συμβαίνει σε ανάλογες περιπτώσεις στο δημοτικό τραγούδι. Ας δούμε ένα απόσπασμα:

Δεν θα ξαναδούν ποτέ πια

τη χλόη ν’ ανηφορίζει στις πλαγιές

που σβήνεται χλωμή

προτού προλάβει να ντυθεί

το χρώμα του πράσινου.

Ξεσκλίδια τους παρασέρνει

ο άνεμος

κρεμασμένους σε πεθαμένα δέντρα

ψηλά στους βράχους της Γομαρίστρας

μπρούμυτα δαγκώνοντας

το χώμα της μάνας γης…

Ξεφεύγοντας τώρα από τις παραπάνω εξαίρετες ποιητικές συνθέσεις, για τις οποίες μίλησα με ανεπιφύλακτη αποδοχή, θα δώσω με σχετική συντομία τις απόψεις μου και για μερικά απ’ τα υπόλοιπα ποιήματα, μη παραλείποντας να εκφράσω και μερικές ενστάσεις μου.

Το «Μεταθανατίως αποσχηματισθείς», που δίνει και τον τίτλο της συλλογής, παρά την προφανή θολότητα και υπερβολή, αναπτύσσεται με νεύρο και ζωντανή, αποκαλυπτικής πνοής εικονοποιία, ενδυναμώνοντας συνειδητά την παράλογη αναντιστοιχία αιτίας και υποκριτικής αντίδρασης. Είναι ένας έμμεσος ψόγος της ευτελούς και χωρίς ηθικό έρεισμα κακοήθους συμπεριφοράς, με γελοία πρόφαση την παραβίαση του τυπικού κι επουσιώδους.

Η «Συζήτηση στρογγύλης τραπέζης ή ο μειδιών Βάτραχος» μου φαίνεται μέτριο και παρορμητικής εκτέλεσης μακρύ ποίημα, με έκδηλη την πρόθεση του ποιητή να κατακρίνει συγκεκριμένες νοοτροπίες και φαινόμενα της επικαιρότητας.

Η «Επιστολή απαγχονισθέντων νέων στη Θεά Ελευθερία» αποτελεί νοσταλγική αναπόληση της διαδρομής όλων εκείνων των εραστών του αγώνα για την απελευθέρωση της πατρίδας μας, όσο κι αν όσα ακολούθησαν δεν δικαίωσαν τη θυσία τους.

Το ποίημα «Τα πάντα ροή ανέμου ή ο άρχοντας του Αννόβερου» δίνει το έναυσμα στον ποιητή να αρθρώσει ένα μεστό και φιλοσοφημένο λόγο, διαχέοντας τη συγκίνησή του στη ρευστότητα και ματαιότητα των εγκοσμίων. Παραπέμπει θεματικά, αλλά και ως γενικότερο κλίμα, στον Σεφερικό «Βασιλιά της Ασίνης».

Θα μιλήσω με θετικότερο τόνο για την «Επιστροφή στην τρυφερή χλόη», μια οδυνηρή αναπόληση του χαμένου παράδεισου της νεότητας και των παιδικών χρόνων. Η κιβωτός αυτή των πρώτων παρθενικών αναμνήσεων είναι για τον καθένα μας λυτρωτική καταφυγή, νοερή αναστήλωση μιας αρχέγονης αυθεντικότητας και  πρωτογενούς φυσικής ελευθερίας. Ας διαβάσουμε ένα απόσπασμα:

Σε μεταλλικούς ακτινοβόλους κύκλους

ξεπεταγόταν τότε ατίθαση η ήβη

απ’ τα παράθυρα κυμάτιζαν τ’ άσπρα πανιά

με το πρώτο «μήνιν άοιδε Θεά»

βογγούσαν οι σκαρμοί

στα σφιχτά τεντωμένα στους πάγκους γόνατα,

λίγο ν’ αφουγκραστείς θα τους ακούσεις.

Και το καράβι να κυλά επί «οίνοπα πόντον».

Θα ήθελα να παρατηρήσω ότι ο Ανδρέας Παστελλάς δεν είναι ποιητής της ολιγόστιχης λυρικής πινελιάς, που μεταφέρει κατά το πλείστον μονοσήμαντα βιωματικά φορτία. Όπως και στο παραπάνω σύνθεμα, δεν φωτίζεται απλώς ένα λυρικό momentum, αλλά προβάλλεται με εναλλασσόμενη ένταση η σύνθετη προβληματική ενός Οδυσσεϊκού υπαρξιακού νόστου.

Μέσα σε κλίμα έντονου φυλετικού άλγους κινείται και το δισέλιδο ποίημα «Στα ερείπια του Μπάαλμπεκ», επιβεβαιώνοντας κι αυτό δύο πράγματα: Τη δόκιμη και στιβαρή πια γραφή του Ανδρέα Παστελλά, καθώς και τη βαθιά -έστω τραυματική- ιστορική εμπειρία του. Καταθέτω ένα τελευταίο δείγμα:

«Απ’ εδώ πέρασαν…»

σηκώνοντας τις βαρειές ασπίδες τους

στις μακριές τους σάρισες ακουμπώντας.

Μήκωνες υπνοφόροι τους ξεκούρασαν,

στις ζεστές λαγόνες γυναικών

αποκοιμήθηκαν το βράδυ

αφήνοντας γλυκό αναστεναγμό

σαν τα μικρά παιδιά μέσα στον ύπνο τους, προτού

χαθούν μέσα στον κουρνιαχτό

στη σκοτεινιά του αγνώστου.

 

ΦΘΙΝΟΠΩΡΙΝΗ ΜΕΡΑ ( Herbsttag ) του Ρίλκε- του Ανδρέα Πετρίδη

ΦΘΙΝΟΠΩΡΙΝΗ ΜΕΡΑ ( Herbsttag ) του Ρίλκε –
Μετάφρ. Ανδρέας Πετρίδης

Καιρός είναι πια Κύριε, ήταν μακρύ το καλοκαίρι.
Στου ήλιου τους δίσκους ρίξε πάνω τη σκιά σου
κι αμόλα τους αγέρηδες μές στους λειμώνες.

Τους τελευταίους καρπούς πρόσταξε να μεστώσουν,
δός τους ακόμα δυο ήπιες μέρες,
να ωριμάσουν σπρώξε τους και βάλε
μές στο βαρύ κρασί την υστερνή γλυκάδα.

Σπίτι όποιος δεν έκτισε, δεν κτίζει τώρα.
Όποιος δεν βρήκε συντροφιά μονάχος μένει…
Θα ξαγρυπνά, θα μελετά, μεγάλα γράμματα θα γράφει
κι ανήσυχος στους δρόμους θα περιπλανιέται
ανάμεσα σε φύλλα που τα παίρνει ο αγέρας.

4 εκδοχές του Πάνθηρα του Ρίλκε στα Ελληνικά- από τον ΑΝΔΡΕΑ ΠΕΤΡΙΔΗ

 

Ο ΠΑΝΘΗΡΑΣ του Ρ.Μ.Ρίλκε – ανοιχτό μεταφραστικό εργαστήρι
– 4 επιλεγμένες εναλλακτικές προτάσεις:

 Ο ΠΑΝΘΗΡΑΣ του Ρ.Μ.Ρίλκε – ανοιχτό μεταφραστικό εργαστήρι
– 4 επιλεγμένες εναλλακτικές προτάσεις:

 α.1

Μέσα στα κάγκελλα καθώς στριφογυρίζει
εθόλωσε το βλέμμα του, η όψη του απλανής.
Τον περιζώνουν χίλια κάγκελλα νομίζει,
κι έξω από χίλια κάγκελα, κόσμος κανείς.

α.2

Μέσα στα κάγκελα καθώς στριφογυρίζει,
απόκαμε το βλέμμα του, εικόνα δεν κρατά.
Τον περιζώνουν χίλια κάγκελα, νομίζει,
και παραπέρα τίποτε, o κόσμος σταματά.

 α.3

Με τόσα κάγκελα μπροστά του να περνούν,
εικόνα πια το βλέμμα του δεν συγκρατεί.
Νιώθει, σαν χίλια κάγκελα να ξεπηδούν,
και παραπέρα τίποτε, όλα έχουν χαθεί.

α.4

Με τόσα κάγκελα το βλέμμα να εξαντλούν,
άλλη εικόνα δεν μπορεί να συγκρατήσει.
Είναι, σαν χίλια κάγκελα γύρω να ξεπηδούν –
και παραέξω τίποτε, ο κόσμος έχει σβήσει.

 β.1

Η απαλή περπατησιά, με δύναμη με νάζι,
σε κύκλο πιο μικρό καθώς πάντα περνά -,
στροβίλισμα χορού πεισματικό φαντάζει,
με κέντρο θέληση ισχυρή, που πια σιωπά.

β.2

Η απαλή περπατησιά, στέρεο βήμα λυγερό,
σε κύκλο πιο μικρό κάθε φορά σαν μπαίνει,
μοιάζει χορός ασίγαστος γύρω από κέντρο,
όπου μεγάλη θέληση σε λήθαργο σωπαίνει.

β.3

Η απαλή περπατησιά, με δύναμη και χάρη
σε κύκλο πιο μικρό καθώς πάντα περνά,
μ’ αένναο χορό γύρω από κέντρο μοιάζει,
όπου μια θέληση ισχυρή βαθιά σιωπά.

 β.4

Η απαλή περπατησιά, στέρεο βήμα οικείο,
σε γύρο πιο μικρό καθώς πάντα περνά,
μοιάζει χορός κυκλωτικός σ’ ένα σημείο,
όπου μια θέληση ισχυρή βαθιά σιωπά.

γ.1

Κάποτε μόνο του ματιού αθόρυβα ανοίγει
το παραπέτασμα. Μια εικόνα μέσα ορμά,
τα μουδιασμένα μέλη ριγηλά τυλίγει,
και πάει και σβήνει στην καρδιά.

γ.2

Κάποτε μόνο του ματιού ξάφνου ανοίγει
το παραπέτασμα. Και μια εικόνα μπαίνει,
τα τεντωμένα μέλη σιωπηλά τυλίγει,
και μέσα στην καρδιά πεθαίνει.

γ.3

Κάποτε μόνο του ματιού η αχλή σκορπά
αθόρυβα.- Μέσα μια εικόνα αφήνει,
τα τεντωμένα μέλη ριγηλά διαπερνά,
και στης καρδιάς τα βάθη σβήνει.

γ.4

Κάποτε μόνο του ματιού η αυλαία γλιστρά
αθόρυβα. Να μπει μια εικόνα αφήνει,
τη φορτισμένη των μελών σιγή διαπερνά,
και στην καρδιά για πάντα σβήνει.

Υστερόγραφο: Όπως πολύ εύκολα συνάγεται από τα παραπάνω, αυτή η προσπάθεια μετάφρασης του ΠΑΝΘΗΡΑ, του Ρ.Μ. Ρίλκε, δεν έκλεισε, αλλά στις ερμηνευτικές λεπτομέρειες η τελική έκβαση ( αν υπάρχει) εκκρεμεί. Το ίδιο το ποίημα, ως μια σημαντική στο είδος της δημιουργία – αλλά κι η σχετική ισχύς μιας μετάφρασης – με ενθαρρύνουν να εκθέσω αυτά τα κείμενα σε ανοιχτό μεταφραστικό εργαστήρι. Όχι τόσο από σεβασμό στην ενδεχομένως διαφορετική- κατά περίπτωση – ευαισθησία του αναγνώστη, αλλά περισσότερο από την αμηχανία επιλογής ( ή απόρριψης ) ενός απρόβλεπτα πολύμορφου αποτελέσματος. Και για να χαλαρώσουμε λιγάκι: ας λειτουργήσει στο κάτω κάτω μια τέτοια πολυμορφία- ως παιγνίδι και άσκηση εκφραστικών δυνατοτήτων στην καθόλου μεταφραστική αναγραφή του ποιήματος.