Ο ποιητής Παναγιώτης Νικολα’ί’δης

Παρουσίαση του βιβλίου Η ΝΥΦΗ ΤΟΥ ΙΟΥΛΗ, του Παναγιώτη Νικολα’ί’δη

Προτού προχωρήσω σε ό,τι αποσταγματικά εισέπραξα από την ανάγνωση αυτού του ποιητικού βιβλίου, θεωρώ πολύ χρήσιμο, να σας κάνω κοινωνούς δυο μόνο διαφωτιστικών αυτο-σχολίων του ποιητή για το ίδιο το έργο του. Συμβάλλουν τα μέγιστα στην πληρέστερη ερμηνευτική κατανόηση, αλλά και στην ορθή πρόσληψη των αισθητικών τρόπων του.  Σημειώνει λοιπόν κάπου:

  1. Η νύφη του Ιούλη είναι για μένα η Αργυρώ-άτομο, η Αμμόχωστος-πόλη, η Κύπρος-χώρα. Έτσι διαπερνά συμβολικά, κάθετα και οριζόντια όλα τα επίπεδα από το ατομικό στο συλλογικό και αντίστροφα.
  2. Νομίζω ότι στη συλλογή αυτή, αλλά και στα υπόλοιπα βιβλία μου υπάρχει έντονη μια διακειμενικότητα, ένας δημιουργικός διάλογος με το παρελθόν. Έτσι βασικό, επίσης, συστατικό τόσο της Παραλογής όσο και της παρούσας συλλογής είναι το εξωλογικό στοιχείο, το οποίο προέρχεται κυρίως από το Δημοτικό Τραγούδι, που εγώ θεωρώ αισθητική κιβωτό. Σου θυμίζω π.χ. τα πουλιά που σταματούν στον αέρα, το πουλί που καθώς φεύγουμε από το Μπελαπάις, δεν λαλεί, αλλά μας κοιτά περίεργα, η λεμονιά που μιλά και αποτελεί την αποστομωτική και σε κυπριακή διάλεκτο απάντηση του τόπου στην αποικιακή λεμονιά του Ντάρελ (Bitterlemons) κ.ά.

Στο προκείμενο τώρα:  Η πρώτη μου εντύπωση από την ποιητική πορεία του Παναγιώτη Νικολα’ί’δη ήταν ανεπιφύλακτα θετική, τουλάχιστον όσον αφορούσε την τεχνική αρτιότητα και τον  έλεγχο των εκφραστικών του μέσων. Η λεγόμενη οικονομία της γλώσσας εύρισκε εδώ επιτυχή πραγμάτωση, στα ολιγόστιχα μεν, αλλά εντυπωσιακά στη λιτότητα και πυκνότητα ποιητικά του ολοκληρώματα. Επρόκειτο – έτσι το εισέπραττα– για ένα δημιουργό εν πλήρει επιγνώσει των  αισθητικών κανόνων της τέχνης του λόγου – και συγκεκριμένα της ποίησης. Από την πρώτη του κι όλας εκδοτική εμφάνιση, με το βιβλίο  Σαν Ίαμβος Καθρέφτης, ξεχωρίζει με τις προαναφερθείσες αρετές- και παίρνει το Κρατικό Βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου Λογοτέχνη. Από εκεί και πέρα η ανέλιξή του είναι κλιμακωτά ανοδική, όπως ανοδική διαγράφηκε κι η ανέλιξή του στον κριτικό- δοκιμιακό λόγο.

Απέναντι στη συνεχή και πολύμορφη αυτή κατάθεση, η αξιολογική στάση μου- που συγκυριακά δεν έτυχε να βγει γραπτώς προς τα έξω – στην μεν δοκιμιακή του επίδοση ήταν καταληκτικά υπερ-θετική – στην δε ποίησή του  κρατούσα ανεξήγητα μια απροσδιόριστη αναμονή…Έβλεπα στα τόσο προικισμένα λυρικά του πετάγματα ένα είδος απέριττης καλλιτεχνικής άσκησης, μη όντας βέβαιος  αν εκεί θα τέλειωνε η προσπάθειά του,  ή αν επρόκειτο για ευοίωνη προετοιμασία για μια ποιητική κατάκτηση μεγαλύτερης εμβέλειας και  εκτοπίσματος. Για την ακρίβεια, οι κατά καιρούς ποιητικές εμφανίσεις του, ολοένα πιο ενδιαφέρουσες και διαφορετικές, μου υπέβαλλαν τη διάθεση μιας πολλά υποσχόμενης αναμονής… Διάβαζα κι απολάμβανα στίχους και ποιήματα εξαιρετικής πυκνότητας και συνειρμικής δυναμικής…Χαιρόμουν τη λεπτότητα και τρυφερότητα- ιδιαίτερα όπου παρείσφρυε με επιτυχία το διαλεκτικό στοιχείο… Και απαντούσα μέσα μου, ναι, ο ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΝΙΚΟΛΑ’Ι’ΔΗΣ στα ποιητικά του δημιουργήματα είναι κατά κανόνα άρτιος κι αγγίζει καίρια τον αναγνώστη του – μα ίσως δεν του δόθηκε ακόμα η χάρη (ή κι ευκαιρία),  να απευθυνθεί στο αναγνωστικό κοινό με συγκινησιακά φορτία συλλογικότερα αναγνωρίσιμα… Συγκινησιακά τουτέστιν φορτία, ικανά να εκτινάξουν τον στίχο  του πολύ πέρα από τον συναισθηματικά περίκλειστο ιδιωτικό χώρο,
όπου αναλώνεται- σαν μουσική δωματίου- μεγάλο μέρος της σύγχρονης ποιητικής παραγωγής…

Και να τώρα που μάς έρχεται, ξαφνικά φέτος, το νέο βιβλίο του, Η Νύφη του Ιούλη, μια δυνατή κι ολοκληρωμένη στην παν-οπτική της θέαση ποίηση, ικανή να τοποθετήσει τον ποιητή στους  πιο λεπταίσθητους και ποιοτικότερους καταγραφείς της πρόσφατης – χαίνουσας ακόμα – εθνικής περιπέτειας.

Αφήνω όμως τώρα κατά μέρος τη γενικόλογη θεωρητική προσέγγιση και βάζω τα δάκτυλα – τις αισθήσεις καλύτερα- επί των τύπων των ήλων μιας σύνθετης  Ποιητικής. Γιατί όσο κι αν πρόκειται κατά κανόνα για σχετικά ολιγόστιχα ποιήματα, υποβαστάζονται δομικά και ανελίσσονται με αρμονικές διακυμάνσεις ρυθμού και συνειρμικής δυναμικής-  εκλύοντας μ’ αυτό τον τρόπο αισθητικό κραδασμό, ικανό βαθιά να μας συγκινήσει . Ο ποιητής τής Νύφης του Ιούλη, με ιερατικό βάδισμα κι εκτεταμένο στον ιστορικό χρόνο βλέμμα, κινείται σ’ ένα παλίμψηστο και μυθοποιημένο σχεδόν χώρο. «Μ’ανοιχτά και ξάγρυπνα» τα μάτια της ψυχής του, προσφέρει στον επαρκή αναγνώστη ένα πυκνό κι εναλλασσόμενης έντασης ποιητικό λόγο. Τα εξαίρετα δημιουργήματά του ποτέ δεν είναι μια εύηχη περιγραφή, ποτέ δεν είναι εξεζητημένες λεκτικές συμπύκνωσεις – και κατ’ ουδένα λόγο αυτάρεσκα  στοχαστικός μονόλογος.

Με το εναρκτήριους ήδη στίχους ανοίγεται κι ο προ-θάλαμος, θα έλεγα, του εξαίρετου τούτου Οδοιπορικού, με το πρώτο μιας σειράς ποιημάτων, που έχουν το εξής κοινό γνώρισμα: Την ποιητική κατάθεση τραυματικών αποτυπωμάτων της  αδιαμόρφωτης εν πολλοίς παιδικής ψυχής του ποιητή, κάτι που εκφράζεται επανειλημμένα λιτούς- σχεδόν επικούς στίχους στην Κυπριακή ντοπολαλιά:

Μες στον πόλεμον
η μάνα μου εβάσταν με σφιχτά
μες στ’ αγκάλια της τζι εβούραν.

Με λιτό βηματισμό περιγράφει στη συνέχεια την επιστροφή τού πατέρα από τον  πόλεμο- σε μια Φρο’υ’δικού κλίματος  υποδοχή από το ίδιο το παιδί του, καθώς περίεργα διαβάζουμε:

 Εθώρουν, λαλεί η μάνα μου,
μες στα μμάθκια του
τον φονιάν,
τζι έκλαια.

Η Κυπριακή ιδιωματική γλώσσα ευτυχεί ποιητικά κάτω απ’ τη λεπταίσθητη πένα του, που τις δίνει έτσι τη δυνατότητα να εκφράσει με δύναμη και ευαισθησία καταστάσεις και βιώματα πέραν του λα’ι’κού, ηθογραφικού χώρου. Συνεχίζει έτσι- και προσθέτει  επάξια στην καταξιωμένη κληρονομιά των σπουδαίων προπατόρων του είδους, από τον λυρικο-επικό ΒΑΣΙΛΗ ΜΙΧΑΗΛΊΔΗ- μέχρι τον καθαρά λυρικό ΔΗΜΗΤΡΗ ΛΙΠΕΡΤΗ, και άλλους νεότερους… Ο ποιητής καταφεύγει συχνά στη λα’ι’κή γλώσσα, θέλοντας να προσδώσει στον λόγο του ξεχωριστή αμεσότητα και παραστατική δύναμη.

Τον βλέπουμε στη συνέχεια να περιφέρεται στην κατεχόμενη του πατρίδα ως συνεπαρμένος κι αλαφρο’ί’σκιωτος περιπατητής, πατώντας όμως, όχι « την ολόμαυρη ράχη» της, αλλά ένα τόπο ακόμα χλωρό, άσβεστης μνήμης…Δομεί έτσι με μαεστρία το ψυχογραφικό και ιστορικό φόντο, μέσα από το οποίο θα προβάλουν ως μορφές σε εικονοστάσι, οι σημερινές θρυμματισμένες εικόνες της ακόμα καλά αναγνωρίσιμης πάτριας γης του.

Σύννεφο παρατεταμένης σκόνης
σαν γάζα
σκέπασε την πληγή στο βουνό-
κι ύστερα περιτύλιξε τρυφερά
τη μοιρασμένη πόλη.

 Όπως αναφέραμε στη αρχή, ο ποιητής μας είναι στη στιχουργική δομή συνθετικός, υπό την έννοια της αρμονικής ενορχήστρωσης
του αφηγηματικού με το λυρικό, του περιγραφικού με το δραματικό – και με κορωνίδα τον καταληκτικά πυκνό και πολύσημο λόγο. Ακούστε τον:

 Από την τρύπα βλέπω ένα παιδί,
κάθεται μόνο σ’ ένα κλαδί
κουνώντας ρυθμικά τα πόδια του
πέρα δώθε
στο χάος.

 Σε τέτοιες εκφραστικές στιγμές, οι αισθητικοί κραδασμοί επισυμβαίνουν με μοναδική ευστοχία και χωρίς αναφομοίωτο λεκτικό υπόλοιπο- ώστε ο αναγνώστης να μη σταματά πια σε κανένα λογικό νόημα, αλλά ν’ αφήνεται απερίσπαστος  να κολυμπά ευδαιμονικά στα  νερά ενός απέριττα μορφοποιημένου ποιητικού λόγου… Γιατί ακριβώς σ’ αυτό πρέπει πάντοτε να κατατείνει, στις κορυφαίες της  πραγματώσεις, η καλή ποίηση: Να υποβάλλει– και όχι να ονομάζει τα μεγάλα και υψηλά…Να προκαλεί – και όχι να περιγράφει τη ψυχική ανάταση… Κι αυτό επιτυγχάνεται ρίχνοντας την κατάλληλη σπίθα- εικόνα, μεταφορά ή ρυθμική νότα- που θα ενεργοποιήσει το λανθάνον εμπειρικό απόθεμα μέσα μας…Κι ας είναι τούτο το απόθεμα στον καθένα μας τόσο διαφορετικό, κι ας  κατευθύνει την κάθε ψυχή στον δικό της συναισθηματικό δρόμο… Δεν παραβλέπει κανείς εύκολα στίχους σαν τους ακόλουθους:

 Από τη λέξη στο χέρι λοιπόν
κι από το χέρι στο μυαλό.
Λες και γυρίζει ανάστροφα
κάποιος το κλειδί
στον αυχένα του χρόνου.

Μίλησα μέχρι τώρα περισσότερο για την αισθητική ιδιομορφία και τους ποιητικούς τρόπους του Παναγιώτη Νικολα’ί’δη, αφήνοντας  σκόπιμα σε δεύτερο πλάνο το υλικό φόντο, που αιμοδοτεί καταλυτικά τη συνθετική αυτή
δημιουργία. Και είναι τούτο το φόντο ένα εξαγιασμένο
στη συνείδηση εικονοστάσι  γνώριμων  τόπων, θεμελιωμένων σε στέρεα επιστρώματα  μνήμης. Μέσα από στίχους γεμάτους ευαισθησία, δίνεται σε αρκετά ποιήματα μια εν αγωνία συντελούμενη Οδοιπορία, επώδυνα συντελούμενη μετά από πολύχρονο βίαιο χωρισμό:

 Έτσι συμβαίνει.
Η ζωή συνεχίζει να μας σπρώχνει μπροστά.
Ένα πουλί ωστόσο
μας κοιτά καθώς φεύγουμε,
περίεργα.

Οι συνειρμοί που αναπτύσσονται κατακλύζουν ανεπαίσθητα τον αναγνώστη , αφού ο ποιητής με την τέχνη του επιτυγχάνει να μας ξαφνιάσει, υποβάλλοντας  αλυσιδωτά ερωτήματα: Τί κατάλαβε το πουλί, που κοιτάζει το φευγιό μας περίεργα; Μήπως ένιωσε από ένστικτο την ιδιαιτερότητα της συγκεκριμένης παρουσίας – αναγνωρίζοντας στο βλέμμα των επισκεπτών όχι συνηθισμένους περιηγητές, αλλά συγκινημένους προσκυνητές της εσταυρωμένης πατρίδας!  Ό,τι και να συμβαίνει, ο ποιητής πέτυχε και με το παραπάνω τον στόχο του, να υπερβαίνει το κυριολεκτικά λεγόμενο – ανοίγοντας αθόρυβα  χώρους στοχαστικού και συναισθηματικού βάθους.

Στο ποίημα με τον ελληνικό αριθμό η’, ανοίγεται, σαρκαστικά και με θεατρική  παραστατικότητα, το σκηνικό μιας μεταλλαγμένης Κερύνειας, όπου ο ποιητής- δίκην ψυχρού αγγελιαφόρου- επαναδιατυπώνει με τραγικούς στίχους το γεγονός της συμφοράς:

Κυρίες και κύριοι
την παρούσα επιστολή
την υπαγορεύω εν μέσω βροχής.
Οι στάχτες που αιωρούνται
θυμίζουν άλλη εποχή
αλλά θα το ξεχάσουμε.
Κι αυτό γιατί
η αγαπημένη θάλασσα της Κερύνειας
χτυπά με δύναμη τον κερατοειδή
ζαρώνοντας όλες τις γωνιές των σελίδων.

 Ζαρώνοντας φυσικά και την επανάπαυση κι αδιαφορία κάθε εν εγρηγόρσει συνείδησης, που δεν αποδέχεται να βλέπει γκρεμισμένα τα πρότυπα του δικαίου και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.  Οδυνηρή η βίωση μιας τέτοιας αβάσταχτης πραγματικότητας, όπως ασήκωτο και το βάρος των λέξεων, όπου παρηγορητικά καταφεύγει, για να την απαλύνει την οδύνη με εμπνευσμένο ποιητικός λόγο.

Για να τεμαχίσω τον πόνο σε δόσεις
μασώ ένα μήλο
και κρύβομαι σ’ αυτό το μπλε.
Γίνομαι πάλι ένα μικρό ψάρι
μέσα στον ωκεανό
των λέξεων.

 Το Οδοιπορικό  του Παναγιώτη Νικολα’ί’δη  είναι προσωπικά  επώδυνο- αλλά και καλλιτεχνικά δυσχερές κι ανηφορικό:  Κι αυτό γιατί η  μετάπλαση των αισθημάτων σε λόγο ποιητικό απαιτεί τρομερή συσπείρωση δυνάμεων ψυχο-πνευματικών, που κυριολεκτικά ματώνουν κάθε επαρκή κι ευσυνείδητο δημιουργό. Ως  πνευματικός  Οιδίπους επί Κολωνώ, οδεύει ο ποιητής στους δρόμους και χώρους του ιστορικού μαρτυρίου, εκστομίζοντας τραγικούς στίχους, που καρφώνουνται επάνω στον αναγνώστη- και τον δυσκολεύουν να προχωρήσει εναμπόδιστα παρακάτω. Ακούστε τον:

Διάστικτοι από ξένη σήμανση
προχωράμε όπως αισθάνεται κανείς
όταν πιαστεί σε ιστό αράχνης.
Γι’ αυτό στηρίζουμε το τοπίο
με ασπίδες ηχηρές:
Γαλάτεια
Γιαλούσα
Κώμα του Γιαλού…

Αυτές οι ηχηρές ασπίδες – τόποι και τοπονύμια αρχέγονα και  διαχρονικά – είναι η μικρή πικρή πατρίδα, χωρίς αρχή και τέλος, στη συλλογική μνήμη ριζωμένη βαθιά. Γι’ αυτό κι ο Οδοιπόρος ποιητής τα  καταγράφει με ψυχική και καλλιτεχνική ένταση, καθώς το δηλώνει  αφοπλιστικά με δυο απλούς στίχους:

Σαν δέμα ματωμένο
φτάσαμε τελικά στο Ριζοκάρπασο.

 Στη χερσόνησο της Καρπασίας, παρότι το λυρικο-δραματικό στοιχείο εξακολουθεί να κτυπά κόκκινο, η αισθητηριακές κεραίες υπόκεινται στον λεπταίσθητο κραδασμό της καθαυτό φυσικής ομορφιάς, αφήνοντας αβίαστα ν’ αναβρύσουν δροσεροί στην αυθεντικότητά τους στίχοι, όπως οι ακόλουθοι:

Μακριά το φίδι
στην εξορία του πλίνθου ζεσταίνεται
κι αυτό το μπλε που ανακηρύσσεται κάθετα
λυγίζει την όραση τρεις φορές.

 Η περιοδεία τού ποιητή στο κατεχόμενο κομμάτι της πατρίδας του, αφήνει ως είναι φυσικό και σύντομα ανοίγματα σε κάποια χαλάρωση, με «το στήθος που γέμισε πέτρες», κατά την έκφρασή του, να γεμίζει ευχάριστα με ζωογόνο αέρα…Κάτι τέτοιο προσέχουμε σε σταθμό που κάνει στο  γραφικό Μπογάζι – όπου «στην αναμνηστική φωτογραφία, τα μακριά μαλλιά της Σταυρούλας», καθώς γράφει, του φαίνεται ως να μπλέκονται στο φως.

Ραψωδεί όμως αδιάκοπα, από τόπο σε τόπο, ο στοχαστικά συγκινημένος Παναγιώτης Νικολα’ί’δης, ιδιαίτερη κάνοντας μνεία στην κατεχόμενη Αμμόχωστο, της οποίας οι ιστορικές περιπέτειες δεν έχουν τελειωμό. Μ’ εξαίρετους καταληκτικούς  στίχους απευθύνεται στην αξιολάτρευτη πόλη, εκφράζοντας με πρωτοτυπία και ένταση την αδυναμία του να της προσφέρει τη φυσική, ζεστή αγκαλιά του:

Μα πώς μπορώ μ’ ένα βλέμμα κόρη
να σ’ αγκαλιάσω;
Αγαπημένη

αυτό το ποίημα είναι νάρθηκας
για τα σπασμένα μου
δάχτυλα.

 Το βιβλίο τελικά  Η ΝΥΦΗ ΤΟΥ ΙΟΥΛΗ,  του Παναγιώτη Νικολα’ί’δη,  είναι αναμφισβήτητα μια άρτια ποιητική κατάθεση. Αφού έδωσε τα προηγούμενα χρόνια, σε αριθμό και ποιότητα, εξαίρετα και πολύμορφα από κάθε άποψη ποιητικά βιβλία, με το Οδοιπορικό του στα κατεχόμενα, του δόθηκε τελικά κι η χάρη, να μας δώσει μια πιο ολοκληρωμένη συνθετική δημιουργία. Σ’ αυτή την αξιοπρόσεκτη  επίδοση, τον οδήγησε σίγουρα η επαρκής καλλιτεχνική αρματωσιά- αλλά και το αποθησαύρισμα σοφίας στη θέαση και πρόσληψη των συμβάντων. Αυτό φανερώνουν εξάλλου και τα τελευταία κομμάτια, με τα οποία αποσταγματικά κλείνει το ποιητικό του βιβλίο….Σας διαβάζω μερικούς, αισθητικά υπερ-άξιους στίχους:

 Θεέ μου,
δίδαξέ με ν’ αποβάλω το δέρμα.
Είμαι μονάχα ένα σώμα
που γράφει με το χέρι το ανεπίδοτο
σαν στρεβλωμένος
παφλασμός
από φως.

 

Όπως εύκολα συνάγεται από τέτοιες ποιητικές πραγματώσεις, ο ποιητής υπερβαίνει πλέον τα κατά κόσμον συντελούμενα- εκφέροντας επιφωνηματικά ένα λόγο ουσιαστικά   οικουμενικότερο.