” Αιχμάλωτος του Τώρα” του Κώστα Αρμεύτη

 

Ο ΑΙΧΜΑΛΩΤΟΣ ΤΟΥ ΤΩΡΑ – γράφει ο Ανδρέας Πετρίδης
2010

Το μυθιστόρημα Ο Αιχμάλωτος του Τώρα, του Κώστα Αρμεύτη, από καθαρά λογοτεχνική σκοπιά συνιστά μια ενδιαφέρουσα κατάθεση στην Κυπριακή πεζογραφία Η γραφή του χαρακτηρίζεται από ζωντανή και παραστατική αφηγηματικότητα, με όχημα πάντα ένα σπαρταριστά γλαφυρό ύφος και μια πολυεπίπεδη αυτοσαρκαστική στοχαστικότητα.
Πέραν των γλωσσικών και εκφραστικών αρετών του, ακόμα και με πενιχρή εξωτερική πλοκή κατορθώνει να δημιουργήσει ένα ολοδικό του παρθενικό κόσμο, γεμάτο απτή ύλη και βιωματική εμπειρία. Αναπτύσσει πειστικά και με έντονα προσωπικό ύφος έναν εσωτερικό ψυχο-πνευματικό μύθο, τον οποίον και μας προτάσσει ως υπαλλακτικό τρόπο ζωής.
Είναι ένα σύγχρονο στη δομή και τα μέσα του μυθιστόρημα, που κρατά αδιάπτωτο το ενδιαφέρον και την προσοχή μας. Η επιμονή κι η αφοσίωσή του στην ανάδειξη του ταπεινού και της λεπτομέρειας, όχι μόνο μας συγκινεί, αλλά προσδίνει στον βιωμένο υλικό κόσμο του μια πνευματικότερη διάσταση. Γίνεται διαρκώς αισθητή μια εκ των πραγμάτων αναθρώσκουσα υπαρξιακή αύρα, πιο δραστική ακόμα κι από τις συχνές και άμεσες φιλοσοφικές του διανοίξεις… Οι οποίες ευτυχώς σπάνια αυτονομούνται ή μας κουράζουν, γιατί προσλαμβάνονται κατά περίεργο τρόπο ως απολογισμός και απόρροια της πλούσιας κι εσωστρεφούς αφηγηματικής ροής.
Ο συγγραφέας – ήρωας του ιδιόμορφου αυτού μυθιστορήματος, ως συγκαιρινός πνευματικός Ροβινσώνας, κατορθώνει τελικά με τον λόγο να εξυψώσει ένα πρωτόγονο σχεδόν κι αρχαϊκό βιοτικό περιβάλλον σε διαχρονικότερο σύμβολο της υπαρξιακής αγωνίας του. Πετυχαίνει προπάντων αυτό τον στόχο, όχι τόσο με τα μέσα της στεγνής γνωσιολογικής τεκμηρίωσης, αλλά πιο πολύ έμμεσα με τη λογοτεχνική υποβολή, δηλαδή με αισθητικά μέσα. Κι αυτό είναι το κύριο ζητούμενο.
Προσωπικά ως αναγνώστης, γυροφέρνοντας κάποτε με τη φαντασία μου στο Αιγαίο – ομολογώ, πως αν περνούσα τυχαία από ‘κείνα τα μέρη όπου εκτυλίσσεται ο μύθος του – θα μ’ έτρωε πολύ η περιέργεια να μού ’δειχνε κάποιος πού είναι η Νεάπολη, και πού είναι ψηλότερα το Μεσοχώρι, με το Φαρακλό και τις Καστανιές παραπίσω… Όπως ακριβώς μου συμβαίνει συχνά με τη Σκίαθο, όπου νοσταλγώ για παράδειγμα να κάνω περιηγητική αυτοψία στους ταπεινούς και λατρευτούς τόπους των ανεπανάληπτων διηγήσεων του κοσμοκαλόγερου της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Έτσι καταδεικνύεται πώς απαθανατίζεται ένα μέχρι χθες ασήμαντο κι άγνωστο μέρος… Μέσω δηλαδή της καταξιωμένης καλλιτεχνικής δημιουργίας.

Κι αφού εκφράστηκα ανακεφαλαιωτικά στην αρχή, παρά στο τέλος όπως συνηθίζεται, θα αιτιολογήσω πιο συγκεκριμένα και με δειγματολογική τεκμηρίωση τα στοιχεία της πεζογραφικής του γραμμής, που με συγκίνησαν ιδιαίτερα. Μια συγκίνηση φυσικά όχι ρηχά συναισθηματική, αλλά βαθύτερα υπαρξιακή, εμποτισμένη με την αισθαντικότητα μιας πρωτογενούς συναίσθησης του φαινομένου της ίδιας της ζωής.
Ο Κώστας Αρμεύτης αναζητεί εθελούσια και πρακτικά τη διάσωση και τη δημιουργική βίωση της αυθεντικής του οντότητας… Η οποία οντότητα κινδυνεύει να εκμηδενιστεί μες στα σαγόνια μιας μαζικοποιημένης και υλοκρατούμενης κοινωνίας. Το μυθιστόρημά του, ενώ καταθέτει μερικές φορές κάπως εκτεταμένα κι αναλυτικά την υπαρξιακή του αναμέτρηση – με την ανάλογη λογοτεχνική διακινδύνευση – κατορθώνει εν πολλοίς ν’ αντισταθμίζει αυτή τη στοχαστικότητα, εμποτίζοντάς την με μια έντονα υποβλητική πνοή… Η πνοή τούτη μαγεύει και συνεπαίρνει τον αναγνώστη, ιδιαίτερα στα μέρη εκείνα του κειμένου, όπου η περιγραφή της φύσης και η επαφή με τον περιβάλλοντα χώρο δημιουργεί μιαν ατμόσφαιρα εξαίσια λυρική. Καταθέτω το πρώτο απόσπασμα:

Επιτέλους είχα μια μικρή στέγη να προστατεύει εμένα και τις σκέψεις μου. Εκεί έξω την προηγούμενη νύχτα ήμουν ένα παιδί του σύμπαντος, ένα μόριο ενός άγνωστου γαλαξία. Εδώ τώρα, αν και τα πράγματα περιορίζονταν στους τέσσερις τοίχους και τη σκεπή, μου έδιναν και πάλι το συναίσθημα ότι ξαναποκτούσα πια την παλιά μου ταυτότητα, την ταυτότητα των πιο νεανικών μου χρόνων πριν έρθω στην Αθήνα και τη χάσω μέσα στο ανώνυμο πλήθος. Εδώ τώρα ήμουν ο ναυτίλος του δικού μου καραβιού και μπορούσα να πλέω όποτε ήθελα στο αρχιπέλαγος της δικής μου σκέψης. Εδώ ήμουν ο άφοβος δύτης και μπορούσα να καταδυθώ στους δικούς μου, προσωπικούς, εσωτερικούς βυθούς, σ’ αυτούς που ανήκαν μόνο σ’ εμένα. Εδώ λοιπόν θα τους εξερευνούσα μέρα και νύχτα και θα κατέγραφα την παράξενη ομορφιά τους. Θα έφερνα ξανά στο φως τους κρυμμένους θησαυρούς τους και θα ξαναζωντάνευα τα μυστήριά τους.

Όπως αντιληφθήκατε, πρόκειται για ένα βιβλίο περισσότερο εσωτερικής πνευματικής αυτοβιογραφίας, όπου τα εξωτερικά γεγονότα και διαδραματιζόμενα επέχουν μόνο τον χαρακτήρα της ρεαλιστικής αφόρμησης ή και τον ρόλο του δευτερεύοντος σκηνικού.
Αυτά τα δύο επίπεδα εκτυλίσσονται παράλληλα και συχνά αντιπαραβαλλόμενα, δίνοντας στον αναγνώστη δυνατό το κίνητρο μιας ελκυστικής μέχρι το τέλος ανάγνωσης. Η σύνδεση με την σύγχρονη υλιστική και αγχώδη πραγματικότητα είναι εκεί – και συμβαίνει με περιστασιακές σύντομες επισκέψεις γνωστών και φίλων, όπως κι οι οραματισμοί κι οι περιγραφικές του εξάρσεις μέσα στις πολυποίκιλες εκφάνσεις του μεγαλείου της φύσης, εναλλάσσονται κι αυτές με αναφορές και εύστοχα σχόλια σε τρέχοντα γεγονότα της Κυπρο-ελλαδικής και της διεθνούς επικαιρότητας. Όλα όμως τούτα λειτουργούν απλώς ως εμβόλιμα, που μαζί με διακειμενικές, γλαφυρές και αυτοσαρκαστικές αναφορές σε μεγάλους της παγκόσμιας λογοτεχνίας, δίνουν στην αφηγηματική τεχνική του Κώστα Αρμεύτη μια σχεδόν αυτοσχέδια και άνετη υφή. Οι κορυφαίες φυσικά στην αισθητική τους απόδοση στιγμές του, ανήκουν στις γεμάτες αισθαντικότητα και λυρισμό περιγραφές των πραγμάτων και φαινομένων τριγύρω . Ποτέ δεν δίνεται η αίσθηση της αχρείαστης και άσκοπης σχολαστικότητας, όπως συμβαίνει κατά κανόνα σε παρόμοιες περιπτώσεις, αντίθετα οι εικόνες εκρέουν παραστατικά απ’ την πένα του, διαποτισμένες από μια θαυμαστική ποιητική διάθεση. Να ,ένα τέτοιο δείγμα:
Η νύχτα έρχεται στ’ ακροδάχτυλα, μα βιαστική πατώντας. Χαμοσέρνονται οι σκιές ψηλαφητά, αναζητώντας γωνιές, φαράγγια, πλεύρες να κουρνιάσουν. Οι τελευταίοι παλμοί της μέρες κατασιγάζουν στα χαμόκλαδα. Στις φυλλωσιές των δέντρων, απλόχωρα στου αλαφρού ανέμου το χάδι πουλιά σιγονανουρίζονται. Φαντάζομαι πως κι οι δείχτες των ρολογιών αυτή την ώρα διπλώνουν τις φτερούγες τους. Και το κάθε χορταράκι αχνοπροσεύχεται, βουλιάζοντας στην προσμονή της άλλης μέρας. Το σκοτάδι, που όλο και προχωρά και απλώνεται τριγύρω, αφήνει κι ένα τριζόνι σε κάθε δρασκελιά του. Το κάθε μικρό εκείνο έντομο με τη σειρά του αμολάει μήνυμα λαχτάρας διαπεραστικό, σημαδεύοντας έτσι την αχαρτογράφητη μαύρη θάλασσα που θ’ ακολουθήσει.

Το μυθιστόρημα Ο Αιχμάλωτος του Τώρα, απασχόλησε τον συγγραφέα, καθώς γνωρίζω, αρκετά χρόνια. Κι αυτό δεν είναι τυχαίο. Γιατί ο μύθος του δεν είναι εφεύρημα κι οι προβληματισμοί του δεν έχουν λόγιο χαρακτήρα. Το σώμα των κειμένων και των στοχασμών του νοιώθουμε να έχει προϋπάρξει και απασχολήσει τον Κώστα Αρμεύτη, πολύ προτού πάρει λογοτεχνική σάρκα και οστά στις σελίδες αυτού του βιβλίου. Αποτελεί μπορούμε να πούμε, το βιωμένο υπαρξιακό έπος ενός ανθρώπου, που θέλει να ζήσει ελεύθερα και δημιουργικά την ευκαιρία της ζωής, που του δόθηκε. Σπάζει με πίστη και αποφασιστικότητα το καταπιεστικό φράγμα της συγκαιρινής αστικοποιημένης αιχμαλωσίας, κι αναζητεί στωικά στην αγκάλη της φύσης ένα ουσιαστικότερο νόημα. Η στέρηση κι η σωματική κακουχία δεν τον πτοούν, ενθαρρύνεται αντίθετα και σκληραγωγείται, αποκτώντας μια βαθύτερη κι αληθινότερη σχέση με τα διαρκώς εναλλασσόμενα γύρω του φυσικά στοιχεία. Κατακτά με τούτο τον τρόπο και συναισθάνεται τη μοναδικότητα κάθε στιγμής, όπως διαμορφώνεται στο μικροπεριβάλλον του απτού ένυλου κόσμου. Είναι τέτοιες στιγμές που το προσωπικό έπος εκπέμπει μια αδιόρατη αλλά πολύ δραστική αύρα γενικότερης και διαχρονικότερης ισχύος, που συγκινεί και διαπερνά με ρίγος τον δεκτικό αναγνώστη. Παραθέτω ακόμα ένα χαρακτηριστικό κομμάτι:

Αν κάποια στιγμή κάτι δεν πάει καλά με τον πολιτισμό μας, αν αρχίσουμε να οπισθοχωρούμε ή κι αν περιπέσουμε απότομα στον πρωτογονισμό, νομίζω δε θα δυσκολευτούμε σε μία και μόνο νύχτα να προσαρμοστούμε. Εγώ, τον λίγο καιρό που είμαι εδώ πάνω, έμαθα να παρατηρώ τη φύση και να προβλέπω με σιγουριά τον καιρό. Από τα πουλιά και τα έντομα, το θρόισμα των φύλλων στα δέντρα μέχρι και τις αποχρώσεις και το σχήμα των συννέφων. Επίσης τη θέση τους στα σημεία του ορίζοντα και την ταχύτητα μετακίνησής τους.

Ταυτιζόμαστε εύκολα κι ευδαιμονούμε ταξιδεύοντας μέσα από τέτοιες παραμυθένιες και παρηγορητικές σελίδες, γιατί τις έχουμε όλοι ανάγκη, κι όλοι νοσταλγούμε τον χαμένο παράδεισο της πρωτοσυμπαντικής μας μνήμης. Κι αν είναι αδύνατη μια διαρκέστερη ανατροπή, εμείς παίρνουμε απ’ την ανάγνωση μιαν αναζωογονητική ανάσα, αραιώνοντας υποφερτά το σύγχρονο άγχος. Κι είναι τούτο μια σημαντική προσφορά της γνήσιας τέχνης, να μεταδίδει ριγηλά και βαθύτερα την αίσθηση μεταρσίωσης και εσωτερικής ευεξίας, ώστε να συνειδητοποιούμε καλύτερα τη θέση μας στον κόσμο και να προβαίνουμε σε διορθωτικές κινήσεις… Να κρατούμε στο μέτρο μια καρτερική και σώφρονα ισορροπία ανάμεσα στο άχθος των συμβατικών υποχρεώσεων και στις ανάγκες της άδολης και ονειροπόλας ψυχής μας. Μας το θυμίζει συχνά ο Κώστας Αρμεύτης:

Είχα ονειρευτεί να γίνω ένας μοναχικός θαλασσοπόρος, που κρατώντας σφιχτά το τιμόνι ενός ιστιοφόρου, θ’ άνοιγα δρόμους μέσα στο πέλαγος, δρόμους που κανείς πριν δεν τους είχε ταξιδέψει, σε χάρτες λευκούς που δεν τους είχε ακόμα πληγώσει πυξίδα, και θα έφτανα σε τόπους που θα με υποδέχονταν σαν γυναίκες μ’ αγκάλες έως τότε αναντάμωτες και κόρφους αφίλητους. Να που τώρα ευδόκησε ο Θεός ν’ ανοίξω ένα δρόμο κι ας μην ήταν τόσο μακρύς, κι ας μην ήταν στη θάλασσα, αλλά εδώ στην αμαρτωλή στεριά. κι ας μη βαστούσα σφιχτά το λατρεμένο ξύλο στο τιμόνι ενός ιστιοφόρου, παρά μονάχα το στειλιάρι μιας τσάπας και τη λαβή στο σιδερένιο βατοκόπι μου.

Διαβάζουμε τελικά ένα βιβλίο 350 τόσων σελίδων χωρίς να μας ενδιαφέρει ουσιαστικά η εξωτερική πλοκή. Αυτή, όπως αναφέραμε και προηγουμένως, είναι επουσιώδης και χρησιμεύει απλά στο στήσιμο ενός βασικού σκηνικού. Η πραγματική φυσικά δράση εκτυλίσσεται αλλού. Ανευρίσκεται εύκολα στη νοσταλγική εικονοπλασία και τις τελετουργικές περιγραφικές κινήσεις για την επάνοδο της ταλαιπωρημένης ψυχής στο φυσικό της σπίτι, στην πρωταρχική ελευθερία της μάνας φύσης. Οι ιδέες που υποβάλλονται ή κι αναπτύσσονται στην πορεία, μόνο σε μερικές περιπτώσεις δεν αισθητοποιούνται επαρκώς, με την πλάστιγγα να γέρνει προς τον φιλοσοφικό στοχασμό. Ο συγγραφέας συνήθως διακόπτει εγκαίρως παρόμοια ξανοίγματα, διοχετεύοντας και εξατμίζοντας τον διαλογισμό του σε μοναδικής έντασης αισθητηριακές προσλήψεις. Που και που πάλι κάνει ένα σύντομο απολογισμό, ταλαντευόμενος διαλεκτικά ανάμεσα στον ρεαλισμό και την ονειροπόληση:

Αν μείνω ακόμη κάποια χρόνια εδώ, θα έρθει κάποια μέρα που θα είμαι ο μόνος επιζών σ’ αυτό το στοιχειωμένο χωριό. Δε θα με πείραζε καθόλου νομίζω, και θα ένοιωθα πολύ καλά και θα προσπαθούσα να το απολαμβάνω, όπως το απολαμβάνω και τώρα. «Μια καθαρή και αγνή ψυχή ανάμεσα στα χαλάσματα» είναι μια από τις αγαπημένες μου σκέψεις που περνούν από το μυαλό μου, και με διασκεδάζουν όταν ξυπνώ καμιά φορά μέσα στη νύχτα και προσπαθώ προς στιγμήν να εντοπίσω πού βρίσκομαι.
Η ζωή μου εδώ πάνω μάλλον μοιάζει να είναι ένα αταχυδρόμητο γράμμα, γι’ αυτό ας προσπαθήσω να βγει καλογραμμένο. Μπορεί να’ ναι κι ένα μικρό κομμάτι απ’ το μεγάλο βιβλίο του πλανήτη με τον τίτλο «Ζωή», με τα τόσα κεφάλαιά του, που για ένα μικρό μέρος του μόνον εγώ είμαι υπεύθυνος, αλλά μου ανήκει. Κι αν ακόμη εμάς, τα εκατομμύρια ασήμαντους ανθρώπους, δε βρεθεί κάποιος να μας διαβάσει, σίγουρα κάποια στιγμή θα μας διαβάσει ο Θεός, σαν ανοιχτό σε όλες τις σελίδες του βιβλίο, με πάσα λεπτομέρεια.

Το μυθιστόρημα «Ο Αιχμάλωτος του Τώρα» του Κώστα Αρμεύτη αξίζει να προσεχτεί και να διαβαστεί όσο το δυνατόν από περισσότερους. Αποτελεί μια ιδιαίτερη περίπτωση για την πεζογραφία μας, αφού προσφέρει αισθητική ποιότητα και υπαρξιακή μυσταγωγία, απαλλαγμένη από ρηχούς συναισθηματισμούς κι εντυπωσιασμούς κοινότοπης και ανούσιας δράσης. Η γραφή του ζωντανή και ανάλαφρη, μας μεταγγίζει πνευματικούς χυμούς με πηγή τις πρωταρχικές ρίζες των πραγμάτων. Κι η εσωστρεφής του αναζήτηση νιώθουμε να’ ναι και δική μας υπόθεση, που την έχει εκφράσει με τον πειστικότερο τρόπο. Στο μεγαλύτερο μέρος αυτής της αφήγησης, μπόρεσε τελικά να περάσει ένα λογοτεχνικά πρωτότυπο και προσωπικά διακριτό στίγμα. Σας δίνω, πριν κλείσω, και την εύστοχη κατακλείδα αυτού του βιβλίου:

Σκέφτομαι όμως τώρα, πως κι αν όλα χαθούν, κι η ζωή κι ο άνθρωπος εξαφανιστούν από το σύμπαν, πάντα θα υπάρχει- δε γίνεται- σίγουρα θα υπάρχει μια δυνατότητα να ξαναρχίσουν όλα απ’ την αρχή. Υποθέτω ότι απλά μόνο θα σβήσουν προσωρινά σ’ ένα παρόν, όπως κλείνεις κάποια στιγμή τα εξώφυλλα ενός βιβλίου.

Κρατούμε τελικά με ικανοποίηση το επίτευγμά του συγγραφέα να μας αναζωογονήσει με λογοτεχνικά μέσα, εμβαπτίζοντάς μας στα νάματα μιας βαθύτερης κι αισθαντικότερης θέασης του κόσμου.
Ανδρέας Πετρίδης, Πάφος 01.11.2010

“Ουδένα μισθόν έλαβεν” του Τ. Χατζηδημητρίου ( γράφει ο Ανδρέας Πετρίδης )

ΤΑΚΗ ΧΑΤΖΗΔΗΜΗΤΡΙΟΥ : ΟΥΔΕΝΑ ΜΙΣΘΟΝ ΕΛΑΒΕΝ, έκδοση 2013
– Από Ανδρέα Πετρίδη

Το βιβλίο «Ουδένα μισθόν έλαβε», του Τάκη Χατζηδημητρίου, είναι αναφορά,μετά θάνατον, στον βίον και την πολιτεία του πατέρα του Ευστάθιου Χατζηδημητρίου. Η έκδοσή του δεν είναι απλά ένα μνημόσυνο στη μνήμη ενός αγαπημένου προσώπου της ιδιωτικής καθημερινότητας… Κι αυτό γιατί ο ήρωας της αφήγησης υπήρξε ζωντανή προσωπικότητα, που συμμετείχε ενεργά και για πολλά χρόνια, στα δρώμενα μιας ταραγμένης ιστορικής περιόδου. Μπήκε εθελοντικά στον ελληνικό στρατό με το ξέσπασμα των Βαλκανικών πολέμων, το 1912, κι αποστρατεύτηκε γυρίζοντας μόνιμα στην Κύπρο, το 1922, μετά τη Μικρασιατική καταστροφή. Το μεγαλύτερο και πιο σπουδαίο παράσημο που έφερε μαζί του, ήταν οι αξέχαστες αναμνήσεις και το Φύλλον αορίστου αδείας, με την σπουδαία καταληκτική φράση: ΟΥΔΕΝΑ ΜΙΣΘΟΝ ΕΛΑΒΕΝ – που επιλέγηκε και ως τίτλος του.
Με καταγωγή την Πυργά της Μεσαορίας, από φτωχή αγροτική οικογένεια, συνηθισμένο φαινόμενο στην Κύπρο των αρχών του περασμένου αιώνα, και με φοίτηση μόνο στις πρώτες τάξεις του Δημοτικού, ο Ευστάθιος ακολούθησε σύντομα τις επιταγές της ανήσυχης φύσης του. Κυνήγησε ενεργητικά και συνειδητά μια περιπετειώδη, αλλά κοινωνικά και εθνικά υποδειγματική πορεία, αφήνοντας αξιόλογη ηθική κληρονομιά στα παιδιά του και την πατρίδα του.
Ο πρώτος σταθμός ήταν η μετακόμισή του στην πρωτεύουσα, τη Λευκωσία, όπου προσαρμόστηκε με την φιλοπονία και την ευθύτητα του χαρακτήρα του. Επέπλευσε έτσι επαγγελματικά, αξιοποιώντας ευκαιρίες και κάνοντας φιλίες με βάθος και διάρκεια. Ανήσυχο πατριωτικό πνεύμα όπως ήταν, δεν μπόρεσε να μην ακούσει νωρίς τα αλυτρωτικά καλέσματα της ελληνικής ιστορίας. Γι’ αυτό κι ήταν από τους πρώτους που έτρεξαν να δώσουν ένα δυνατό και πολύχρονο παρόν στο εγερτήριο σάλπισμα των Βαλκανικών πολέμων. Τον Οκτώβρη του 1912, μαζί με πολλούς άλλους Κύπριους, ταξιδεύει με πλοίο στην Αθήνα, κι εγγράφεται ως εθελοντής στον ελληνικό στρατό. Μια μεγάλη και συνταρακτική περίοδος της ζωής του αρχίζει. Οι σχετικά λιγοστές, γραπτές μαρτυρίες του, που ανευρίσκονται μετά τον θάνατό του αργότερα, είναι συγκλονιστικές. Μας μεταφέρουν, χωρίς καλά καλά να το καταλάβουμε, κάτι απ’ το άρωμα των αυθεντικών διηγήσεων του Στρατηγού Μακρυγιάννη. Καταθέτω ένα απόσπασμα:

«Επήραμεν τες αετοράχαις.Μια φάλαγγα προς το Πιζάνι και μια άλλη προς τον Δρίσκο. Όταν πλησιάσαμεν τα φρούρια είχαν κανόνια βαριά, μας ανάγκασαν να οπισθοχωρήσουμε νύκτα, πανικός , σκοτάδι, πολύς στρατός έφυγε προς τα Πέστα- και αξιωματικός ένας λοχίας ονόματι Λουτσάρης, παλαίμαχος του Κομιτάτου Μακεδονίας με τον Μελάν…»

Η γλώσσα που χρησιμοποιεί ο Ευστάθιος δεν είναι ομοιογενής, αλλά ένα κράμα των ακουσμάτων που έχει βιωματικά αποθησαυρίσει. Το ύφος του όμως είναι εύκολα αναγνωρίσιμο, στοιχείο γνήσιας και αυθεντικής ιδιοσυγκρασίας. Είναι κρίμα που οι περιστάσεις δεν τον ενθάρρυναν να γράψει πολύ περισσότερα, γιατί όλα όσα έζησε αποκτούν μιαν άλλη λάμψη μέσα από τον πρωτογενώς βιωματικό λόγο του.
Κάπου αλλού, αναφερόμενος πάλι στις επιχειρήσεις για την απελευθέρωση της Ηπείρου, διηγείται παραστατικά και με πολυ γλαφυρό τρόπο:
«Εφτάσαμεν εις το Τεπελένι, χωργιόν του Αλή Πασά. Μέχρι εκεί εδόθην διαταγή να προχωρήσουμε…Το Τεπελένι ένα χωργιόν μικρόν με ένα φρούριον κτισμένο εις το άκρον του χωργιού, κτισμένον από τα νερά του ποταμού Αώου και έχει εμβαδόν 500 μέτρα όλο πέτρα πελεκητή, εις τας 4 γωνίας έχει ψηλά και μια σκοπιά, όπου τη φύλαγαν. Μέσα έχει κτισμένο το τζαμί του, το ανάκτορόν του, διάφορα σπίτια της υπηρεσίας. Από μέσα από το φρούριον προς τον ποταμόν έχει πολλά πονδρόμια, δεν ξέρω πόσα, με πολλά σκαλιά μέχρι το νερόν, διότι ένας τοίχος είναι κτισμένος από το νερόν του ποταμού. Εκατέβηκα κάτω, είναι περί τα είκοσι σκαλιά μέχρι κάτω από την υγρασίαν του νερού, (λέγω μόνος) πόσοι εδώ μέσα εσαπίθηκαν και έλιοσαν! »

Οι καταγραμμένες αναμνήσεις του Ευστάθιου Χατζηδημητρίου βρέθηκαν και αξιοποιήθηκαν από τον συγγραφέα του βιβλίου- και υιόν του- Τάκη Χατζηδημητρίου. Σταματούν δυστυχώς μέχρι τα γεγονότα των Βαλκανικών πολέμων, ενώ περαιτέρω πληροφορίες για τη συμμετοχή του Ευστάθιου στη Μικρασιατική εκστρατεία, προκύπτουν από κατοπινές προφορικές διηγήσεις ή συνεντεύξεις του ήρωα σ’ εφημερίδες. Είναι χαρακτηριστικά κάποια σχόλια, που κάνει με συγκίνηση ο Τάκης, στο προλόγισμά του:

…Όσα ο πατέρας μου μας έλεγε τις μακρές νύχτες του χειμώνα, ή τις καλοκαιρινές βραδιές κάτω από την κληματαριά, μας εντυπώθηκαν βαθιά. Χρειάστηκε όμως να περάσουν χρόνια πολλά για να ξαναλογαριάσουμε όσα ακούσαμε, για να καταλάβουμε πόσο σημαντικά ήταν. Βρήκαμε ακόμη, ότι μας δημιουργήθηκαν πολλά ερωτήματα, όμως ο Ευστάθιος δεν ήταν πια ανάμεσά μας για να μας απαντήσει…

Διαβάζουμε ακόμα στον πρόλογο του βιβλίου για το σημαντικό, έστω και ολιγοσέλιδο, χειρόγραφο του Ευστάθιου, και τη προφανή του αξία:

Στο τετράδιο δεν μιλά μόνο για τους πολέμους. Περιγράφει τη ζωή στο χωριό του, την Πυργά της Μεσαορίας, τη μετάβασή του στην πόλη, τις συνθήκες ζωής στις αρχές του εικοστού αιώνα. Κι αυτό είναι που κάνει τη διαφορά: Πώς ένας νέος, με μόνο στοιχειώδεις γνώσεις των πρώτων τάξεων του Δημοτικού, θεώρησε καθήκον του να πάει στην Ελλάδα να πολεμήσει για την απελευθέρωση της Μακεδονίας και της Ηπείρου από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Δεν πήγε σαν μισθοφόρος, αλλά ως άνθρωπος που υπάκουσε στη φωνή της συνείδησής του.

Ο συγγραφέας εκτιμά, ότι το χειρόγραφο του πατέρα του είναι η βάση και η εκκίνηση συγγραφής αυτού του βιβλίου. Αποτελεί τη ψυχή μιας εργοβιογραφίας, η οποία συμπληρώθηκε με επιπρόσθετη βιβλιογραφική συγκομιδή. Ανήκει στη συνθετική μαεστρία του Τάκη Χατζηδημητρίου, η άντληση διασταυρούμενων και ποικίλης υφής πληροφοριών για πρόσωπα και γεγονότα…Τα οποία εντάσσει αρμονικά στο κτίσιμο μιας ζωντανής και ολοκληρωμένης προσωπογραφίας. Οι πηγές του είναι συγκεκριμένες, μερικές από ιστορικά εγχειρίδια, κι άλλες – εξίσου ενδιαφέρουσες – από δημοσιευμένες συνεντεύξεις και λογοτεχνικά βιβλία. Όλα μαζι συνδομούνται όχι στεγνά και παρατακτικά, αλλά πολυεπίπεδα και με εκφραστική ευλυγισία… Τον πρόλογο ακολουθεί το χειρόγραφο, μετά το χειρόγραφο αντλούνται και αναφέρονται σημαντικά στοιχεία από ιστορικές μελέτες, όπως των Πέτρου Παπαπολυβίου και Δημήτρη Ταλιαδώρου. Παρεμβάλλονται ακόμα ως ζωντανό συμπλήρωμα επίκαιρες επετειακές αναδρομές, με απαντήσεις και σχόλια, που δημοσιεύονται σε Κυπριακές εφημερίδες (παράδειγμα οι συνεντεύξεις με τον Γιάννη Κατσούρη). Δεν μένουν επίσης αναξιοποίητες σημαντικές πολύτομες εκδόσεις από τον ευρύτερο ελλαδικό χώρο, οι οποίες φωτίζουν και εντάσσουν στη μεγάλη εικόνα τα δραματικά γεγονότα των χρόνων εκείνων. Απ’ όλα τούτα σχηματίζει ο αναγνώστης πλούσια και αντικειμενική γνώση, αποκομίζοντας ιστορικά και ηθικά διδάγματα συγχρόνως. Διαβάζουμε κάπου, σε μια συνέντευξη που δόθηκε στην εφημερίδα ΑΓΩΝΑΣ:

Σαν έκλεισε ο πόλεμος στάληκα στο Δεμίρ- Ισά, που ήταν το Αρχιστρατηγείο μας, να πάρω ένα έγγραφο. Πέρασα πάνω από την τεχνητή γέφυρα του Στρυμώνα, που έφτιαξε ο στρατός μας, μια και χάλασε η κύρια γέφυρα, και πήρα το έγγραφο. Όμως κεί που περιεργαζόμουν τα γύρω, είδα κάτι κάρρα φορτωμένα με τραυματίες. Σ’ ένα μάλιστα απ’ αυτά νόμισα πως διέκρινα τον αδερφό μου ( Ευτύχιο σαββίδη ), που είχα να τον δω απ’ την Κύπρο! Πάντως δεν ήμουν σίγουρος, γιατί είχε τα μαύρα του χάλια…Τον πλησίασα. Η έκπληξή του είναι κάτι που δεν λέγεται. Αγκαλιαστήκαμε και φιληθήκαμε.Μείναμε εκείνο το βράδυ μαζί και τά’ παμε, και το άλλο πρωί χωριστήκαμε…

Ενδιαφέρον εύρημα προς ανάγνωσιν- συνάμα και κάποιαν χαλάρωσιν του αναγνώστη-, είναι και μια ακροστιχίδα, γραμμένη πάνω σε κάρτα, που γράφτηκε (χωρίς περαιτέρω λεπτομέρειες) για τον Ευστάθιο Ζατζηδημητρίου το 1920. Σχηματίζει τη λέξη ΕΥΣΤΑΘΙΟΣ, και σας τη διαβάζω για να μπείτε για λίγο στο πνεύμα μιας άλλης μακρυνής εποχής:

Έφθασεν πάλιν η στιγμή να δης συ την Ελλάδα
Υπέρ την Δόξαν που φορεί ατίμητη στολή,
Στεφάνια Δόξης στέφουσι την εύμορφη Παλλάδα,
Τρανήν εις τόσην εύκλειαν που δεν έχει χολή.
Ανθείς λεβέντη στην ακμή για πόλεμον και πάλιν
Θεού είναι το θέλημαν Λεύθερη η φωνή
Ια να έχεις Αγαθών εις Άρεως αγκάλην
Οι γώριμοι το εύχονται: Τιμή χρυσή φωνεί,
Στέψε τον μοίρα μ’ εύχαρι της Δόξης το στεφάνι
νέος χρυσός εφάνη

Ο τότε Κυπριακός τύπος εκάλυπτε με ιδιαίτερο ζήλο τις επιδόσεις του Κυπριακού εθελοντισμού, κι αυτό διαφαίνεται καθαρά από λήμματα δημοσιεύσεων, που παραθέτει ο συγγραφέας του βιβλίου. Να, μια ανακοίνωση της εφημερίδας ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ, προς το τέλος του πολέμου, ημερ. 16.11.22 :

Μεταξύ των αφιχθέντων Κυπρίων προσφύγων, ευρίσκεται και ο από του 1912 σχεδόν αδιαλείπτως υπηρετών εν τω Ελληνικώ Στρατώ, και επαξίως προβιβασθείς εις επιλοχίαν, κ. Ευστάθιος Χατζηδημητρίου. Παρηκολούθησεν τον Μικρασιατικόν πόλεμον σχεδόν απαρχής αυτού, τελευταίως μάλιστα ευρίσκετο μεταξύ του αιχμαλωτισθέντος Σώματος Κλαδά. Κατώρθωσε όμως ευτυχώς να αποδράση και να σωθή, ευρισκόμενος νυν εν τω λοιμοκαθαρτηρίω.

*

Ένα ιδιαίτερα εντυπωσιακό κεφάλαιο του βιβλίου ΟΥΔΕΝΑ ΜΙΣΘΟΝ ΕΛΑΒΕ, του Τάκη Χατζηδημητρίου, είναι και το πέρασμα του άγνωστου στον περισσότερο κόσμο ήρωα Ευστάθιου, στον χώρο της λογοτεχνίας. Το ήθος και η δράση του, αφού έγιναν πρώτα αντικείμενο θαυμασμού του άμεσου περίγυρου και ανθρώπων που τον έζησαν, ενσαρκώθηκαν σε ήρωες μυθιστορημάτων, απαθανατίζοντας έτσι το παράδειγμά του. Η κόρη του, γνωστή μυθιστοριογράφος Ήβη Μελεάγρου, τον ξαναζωντανεύει δίνοντάς του καθοδηγητικό για τον αναγνώστη ρόλο, στα πλαίσια των νέων ιστορικών προκλήσεων. Στο μυθιστόρημά της Ανατολική Μεσόγειος, οι αναφορές της – σημειώνει ο συγγραφέας, αναδύονται μέσα στις σελίδες από μόνες τους, σαν μια αναγκαιότητα. Δεν παίρνουν πολλές σελίδες, όμως αποτελούν αναφορές κλειδιά σε ανθρώπους και γεγονότα, που χρησιμεύουν για την κατανόηση και την εμβάθυνση της ιστορικότητας του έργου της. Και πολύ σωστά ο φίλος Τάκης, δίνει την και την ακόλουθη πειστική εξήγηση:
Τα γεγονότα που η κόρη του τώρα ζει, ο Ευστάθιος τα έζησε πριν πενήντα χρόνια. Η μεταφορά τους στα σημερινά είναι δύσκολη, αλλά κάνει και τα σημερινά εξηγήσιμα. Πώς εμπλακήκαμε σε πολέμους, πόσο μόνοι είμαστε στις δύσκολες ώρες, πόσα πάθη καλλιεργήθηκαν, και πόσα τραγικά περιστατικά τα συνόδεψαν !
Στα επίκαιρα αδιέξοδα των διακοινοτικών ταραχών και της απειλής ενός νέου πολέμου, η μεγαλοκόρη του Ήβη τον εντάσσει συχνά στην αφήγηση, αφήνοντάς τον μέσα από την πένα της, να μας ταξιδέψει αναδρομικά πέραν της ανιαρής καθημερινότητας και της προκαθορισμένη συμβατικής ζωής, που τόσο απέφευγε στη ζωή του ο Ευστάθιος. Σας διαβάζω μια δυνατή αφηγηματική σκηνή:

...Σαγγάριος, Αλμυρά Έρημος…φτάνουμε στα υψώματα της Άγκυρας. Εκεί διατάχτηκε οπισθοχώρηση…Χειμώνας, βροχές, χιόνια. ¨ολα κάτασπρα , βουνά δέντρα…δέντρα μεγάλα, σαν πολυέλαιοι, από την κορφή μέχρι τη γη κρουσταλιασμένα, σαν λαμπάδες…δέντρα; Πολυέλαιοι, φαντάσου! Νά’ ναι αληθινά όλ’ αυτά;…Τί τόποι!…Δάση πυκνά, αγριογούρουνα, λέει…θεόρατα βουνά, χιλιάδες κοπάδια…
Η συγραφέας είναι στιγμές που τον σταματά, θέλει να ρωτήσει, θέλει να μάθει, οδηγεί την εξέλιξη διαλογικά, εκφράζει απορίες που θέλουν απαντήσεις – μα αυτός φεύγει ολοένα μακρυά της.

Με την κατάρευση του Μικρασιατικού μετώπου λίγο αργότερα, και την αιχμαλωσία του ήρωά μας, ο Ευστάθιος είδε κάποια στιγμή ένα όνειρο, που προανάγγελλε την επιτυχή του απόδραση…Είχε γείρει, λέει, στον κορμό ενός πεύλου, κι έτσι όπως ήταν κατάκοπος αποκοιμήθηκε. Είδε στον ύπνο του να τον περιζώνουν φίδια, έτοιμα να τον κατασπαράξουν. Τότε ακριβώς εμφανίστηκε ένας γέρος με άσπρη γενειάδα, όπως ακριβώς στο εικόνισμα του Αποστόλου Ανδρέα, τον πήρε από το χέρι και του έδειξε προς την κατεύθυνση ενός ποταμού. Το όνειρο που είδε ήταν συμβολικό και καθοδηγητικό, γιατί τον ενθάρρυνε και τον βοήθησε τελικά να δραπετεύει, διακόπτοντας την αιχμαλωσία.
Στην Προτελευταία εποχή αναφέρεται κι η γενναία του στάση με το επαναστατικό κήρυγμα σ΄ένα παραλιακό καφενείο της Ραιδεστού της Ανατολικής Θράκης, που αποκάλυπτε μια τίμια , τολμηρή και ανιδιοτελή φυσιογνωμία. Ας δούμε πως αναπλάθει η συγγραφέας αυτή την κορυφαία στιγμή του: …Στη Ραιδεστό, που λες…ξέρεις τη Ραιδεστό, Ίων;…Στο καφενείο κοντά στη θάλασσα, γεμάτο στρατιώτες, ανέβηκα σ’ ένα τραπέζι, κήρυξα την επανάσταση, ζητωκραύγασα. Κι ο τόπος παντού σπιούνους…μ’ άρπαξαν…Έτσι παιδί, κι εσύ σαν τον παππού να μοιάζεις, να μη φοβάσαι. Όταν είναι για το σωστό και το δίκαιο…για καλό της πατρίδας, να μην κάνεις ποτέ πίσω…Σου αφήνω όρκο!…
Να σημειώσουμε ότι η αποστράτευσή του συνοδεύτηκε από την παραλαβή Φύλλου αδείας αορίστου διαρκείας, όπου αναγράφεται ότι έλαβε μόνον κατάσταση επιβίβασης και τριήμερον τροφοδοσίαν, και καταλήγει: «Ουδένα μισθόν έλαβε»
Όταν με χίλια βάσανα κατάφερε τελικά να φτάσει στην Κύπρο, οι άνθρωποι εκεί έζησαν συγκλονιστικές εκπλήξεις. Είπαν σκοτώθηκε ( γράφει κάπου στο βιβλίο της, η Ήβη)… Τον κλάψαν, του κάναν μνημόσυνα. Όταν γύρισε, τον έφερε στο χωριό του το τραίνο. Βγήκαν με τα εξαπτέρυγα οι παπάδες, κι όλα γύρω τα χωριά με σημαίες, τον υποδέχτηκαν στο σταθμό. Δεν έβαλε τα παράσημά του, τα είχε φυλαγμένα, και την ευζωνική στολή στο μπαούλο. Όλα τ’ άλλα χάθηκαν στην αιχμαλωσία..

Τα άλλα λογοτεχνικά έργα, στα οποία παρεισφρύει με τη δράση και τις αναμνήσεις του ο Ευστάθιος Χατζηδημητρίου, είναι Ο νέος με καλάς συστάσεις , του κουνιάδου του Λουκή Ακρίτα, και Στυλιανού Ανάβασις, του Γιάννη Κατσούρη. Και σ’ αυτά τα βιβλία δίνει άμεσα ή έμμεσα ένα καθαρό στίγμα, ενεργοποιώντας την ιστορική μνήμη σε ρόλους που κέρδισε με το σπαθί του χαρακτήρα και των πράξεών του. Έμεινε μέχρι τέλους ένας αγνός και ασυμβίβαστος στις αρχές του ιδεολόγος, που δεν έμεινε απαρατήρητος στην τροχιά που διέγραψε. Στον «Νέο με καλάς συστάσεις» του Λουκή Ακρίτα, γίνεται αντιπαράθεση δυο παλιών συμπολεμιστών, του Στακέα, που δέκα χρόνια μετά τον πόλεμο εξελίσσεται σε στεγνό, χωρίς αισθήματα κερδοσκόπο, και του Βαγγέλη ( δηλ. Ευστάθιου ), που παραμένει γνήσιος άνθρωπος, με πίστη στη φιλία και στην αλληλεγγύη.
Στην άλλη διήγηση, τη «Στυλιανού Ανάβαση» του Γιάννη κατσούρη, ο Ευστάθιος ευρίσκεται ανάμεσα παρελθόν και παρόν, ένα δυσάρεστο συγκρουσιακό δυστυχώς παρόν, όπου ο ήρωάς μας καταφεύγει σχεδόν καταναγκαστικά στων παράδεισο των αναμνήσεών του, του 12, του 15 και του 22 .

Η επιστροφή του Ευστάθιου από τον πόλεμο, σήμανε όχι απλά την επάνοδο του πολεμιστή σε έργα ειρήνης, αλλά και το τέρμα μιας μοναδικής και ανεπανάληπτης περιόδου της ζωής του. Ό,τι θα ακολουθούσε, θα ήταν πια κάτι το διαφορετικό. Γι’ αυτό εκλήσσεται και απορεί, που οι δυσάρεστες καταστάσεις επανέρχονται επικίνδυνα και απειλούν την ιδιαίτερή του πατρίδα. Γίνεται ολοένα πιο μοναχικός, αποσυρόμενος συχνά στη σταθερή ηρεμία του σπιτιού και της αυλής του, ανάμεσα στ’ αγαπημένα του πρόσωπα. Ας παρακολουθήσουμε λίγο την ωραία και τρυφερή περιγραφή αυτού του μικρόκοσμου: «Ένας κισσός σκέπαζε από τη μια μεριά τη μπροστινή βεράντα, κι απο την άλλη σε ψηλό υποστύλωμα το γιασεμί, στο τέλι του περιφράγματος με τις τριανταφυλιές. Μπροστά δυο θεόρατα πεύκα και πιο μέσα δυο φοινικιές. Στην άκρη του οικοπέδου μια μεγάλη δεξαμενή για το πότισμα των δέντρων, δυο συκαμιές στην είσοδο και παρακάτω λεμονιές, πορτοκαλιές, μανταρινιές, συκιές, μεσπιλιές, ελιές, δυο κακόμοιρες μηλιές, μια γλυκολεμονιά πλάϊ στη ροδιά, που βρίσκονταν κάτω από το ντεπόζιτο, περιτριγυρισμένο από μια αναρριχητική μυρωδάτη τριανταφυλιά, το πιο δροσερό μέρος του κήπου τις ζεστές καλοκαιρινές μέρες, και τον χειμώνα να παγώνει το νερό, όταν ξεχείλιζε το ντεπόζιτο, κάνοντας κρυστάλλους σαν σταλακτίτες, όπως δεν τους είδα ποτέ ξανά» Μπήκα επίτηδες σ’ αυτή την τρυφερή και οργιαστική περιγραφή, γιατί στη δική μου αίσθηση ξεχειλίζει αθωότητα και αγάπη, πραγματική αγάπη στον γενέθλιο τόπο, ένα άρωμα σαγηνευτικό που προσλαμβάνεται ως φωνή πατρίδας, κατά τον μεγάλο μας ποιητή, τον Σεφέρη.

Ο Τάκης Χατζηδημητρίου, με την έκδοση αυτού του βιβλίου, έκανε το οφειλόμενο χρέος του απέναντι σ’ ένα πατέρα, που το άξιζε και με το παραπάνω. Εκπλήρωσε όμως κι ένα χρέος απέναντι στην υπόλοιπη κοινωνία, που θα έχανε αλλιώς μια ιστορία ζωής ενός λαμπρού αγωνιστή και ανθρώπου. Τέτοιες υποδειγματικές περιπτώσεις ανδρών πρέπει να διασώζονται στη μνήμη για να εμπνέουν, στο μέτρο που τους αναλογεί, τις νεώτερες γενιές μας. Διαβάζοντας το βιβλίο αυτό, ο αναγνώστης μαθαίνει, αλλά και συγκινείται. Προσωπικά συντάσσομαι ανεπιφύλακτα με τις τελευταίες αράδες της αφήγησης του συγγραφέα, που είναι επιγραμματικά συγκλονιστικές:
…Πόσο σπουδαίο είναι ένας πατέρας να πει μια ιστορία στα παιδιά του. Κι ακόμη πιο σπουδαίο, να είναι η ιστορία της δικής του ζωής!

 

 

Ο ηδύφθογγος λόγος του Ανδρέα Μακρίδη ( από Ανδρέα Πετρίδη )

Ο ηδύφθογγος Λόγος του Ανδρέα Μακρίδη

Ο Ανδρέας Μακρίδης έχει εντρυφήσει με πάθος στη διαχρονική περιπέτεια της ελληνικής γλώσσας, καθιστώντας την επίκεντρο της έρευνας και της τέχνης του. Αντικείμενο της λατρευτικής του προσέγγισης είναι ειδικότερα οι λέξεις. Δεν χορταίνει να τις ανασύρει από το πολύμαθο και φλογερό του πνεύμα, προβάλλοντάς τες ως μοναδικό πολιτισμικό μνημείο, ή δίνοντάς τους μια ζωντανή και πρωτόγνωρη πνοή, που ευφραίνει και διεγείρει τη φαντασία. Παραθέτω χαρακτηριστικούς στίχους από το προλογικό ποίημα της συλλογής Βυθισμένες Θάλασσες, που λειτουργούν άνετα και ως προγραμματική διακήρυξη:

Κτίζω τους ναούς μου με λέξεις μνημεία
-Κάθε ουσιαστικό ένας ηνίοχος
-Κάθε επίθετο ένας αμφορέας
-Κάθε ρήμα ένας Παρθενών

Ο ποιητής διαισθάνεται και παρακολουθεί τη διαιώνια και μυστηριακή διαδρομή των λέξεων, εκστασιάζεται και παίζει ερωτικά με τις αναλλοίωτες ρίζες των, πλάθοντας- όχι σπάνια- δικές του μορφές παράξενου κάλλους. Τις διαβάζουμε και τις ακούμε, ευδαιμονώντας με τον εσώτερο ήχο τους και με τη μουσική, που αναβρύζει από τα αρχέγονα έγκατά τους. Καταγράφω ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα:

ιμεροθαλής, ειδωλόθυτο άστυ, ερωτόβρυτος, οδύσσομαι και δενδίλλω, ευνάσιμο άστρο, ευπύγιοι βωμοί, αμάραντη χλούνις

Στον Ανδρέα Μακρίδη, το εύκολα ανιχνεύσιμο σουρεαλιστικό στοιχείο δεν είναι μανιέρα ή τεχνική, αλλά προκύπτει από μια ανατρεπτική αντίληψη των πραγμάτων. Τροφοδοτείται με ένταση από την μύχια ανάγκη αναδημιουργίας του θαύματος…Κι αυτό το θαύμα συντελείται μέσα του νοερά στον χώρο και τον χρόνο της αρχαίας Ελλάδας. Λέει χαρακτηριστικά στο πρώτο ποίημα του βιβλίου, με τον τίτλο «Πεζός πρόλογος ολίγον ποιητικός περί ποιήσεως»:

Στεριώνω τους ναούς μου πάνω στην ακρόπολη του χρόνου
-Με το αίμα της φυλής μου
-Με το πανανθρώπινο φως
-Με την πανάρχαια ψυχή μου.
Τα ποιήματα είναι εφτάψυχα και αθάνατα γιατί
μαγεύουν τον ψυχαμοιβό χάροντα, τον αποκοιμίζουν
και του κλέβουν το κοφτερό δρεπάνι.

Ο ποιητής επιστρέφει αδιάκοπα και με θαυμαστική διάθεση σε λέξεις – προσκυνητάρια, με αρχέγονες καταβολές κι εκπληκτική διαχρονική επιβίωση, μέχρι τις μέρες μας…Μεταξύ άλλων σταματά κάθε τόσο την χειμαρρώδη του διαδρομή κι εστιάζει το βλέμμα του, σχολιάζοντας:

Εκστατικός ψηλαφώ το εκθαμβωτικό επίθετο
των Παφίων «λυχναφής» εκ του αρχαιοτάτου
«περί λύχνων αφάς».
π.χ. Ο εραστής ήλθεν λυχναφής. Δηλαδή
την ώρα που ανάβουν οι λύχνοι. Άρα κατά το σούρουπο…
Τόση στίλβη! Τόσον κάλλος! Τόση Ελλάδα σε μιαν λέξη!…
Είναι σαν να σηκώνεται η θάλασσα
όρθια και σε τυλίγει στα γαλανά της σεντόνια !

Ο Ανδρέας Μακρίδης δεν είναι απλώς εξωτερικός παρατηρητής του κόσμου, που με τόση δύναμη αναπαριστά. Είναι αντιθέτως μέρος του κόσμου τούτου. Γι’αυτό κι ο αναγνώστης τον νοιώθει να διακινείται εκστασιασμένος σε μιαν αρχαία πνευματική και υλική ατμόσφαιρα. Τον βλέπει να ερωτεύεται με πάθος ονειρικές έφηβες κόρες, ή να μνημονεύει -κάποτε λατρευτικά κάποτε παιγνιδιάρικα- τις ανεξάντλητες ψηφίδες της ελληνικής γλώσσας …Απ’ την οποία παίρνει σπάνια δείγματα, τα σπέρνει πυκνά μέσα στους στίχους του και μ’ ευλάβεια τα σιγομουρμουρίζει:

Φως – Φάος – Σέλας – Έαρ – Αήρ – Αθήρ – Αέλιος – Ταλαπείριος – Δολιόμυθος

Έχουμε να κάνουμε προφανώς με μια άκρως αισθησιακή και ιδιόμορφη καλλιτεχνική δημιουργία, στην οποία– και εις βάρος της καθιερωμένης αισθητικής πρακτικής- κυριαρχούν οι προσφιλείς στον ποιητή εκτεταμένες ερωτικές και γλωσσικές διανοίξεις. Παρατηρεί κανείς ένα παιγνιδιάρικα σκηνοθετημένο διανοητικό παιγνίδι, διαποτισμένο ευφυώς με ευρηματικότητα και σπαρακτικό αυτοσαρκασμό. Σε ποιο βαθμό αυτή του η προσπάθεια ξεπερνά το πρώτο θαυμαστικό ξάφνιασμα, αποσπώντας καινούργιο έδαφος από τον χώρο του καλλιτεχνικά αδιαμόρφωτου, δεν μπορούμε ακόμα να πούμε με βεβαιότητα. Σίγουρο όμως είναι, ότι ο ποιητής, με την υπέρβαση των καθιερωμένων ορίων, συνειδητά ριψοκινδυνεύει.

Κάνοντας στη συνέχεια μια κάπως αυθαίρετη κατηγοριοποίηση, θ’ αναφερθώ σε σημαντικά χαρακτηριστικά αυτής της ποίησης, αρχίζοντας από το κυρίαρχο στοιχείο του ερωτισμού, που κατακλύζει κυριολεκτικά τους περισσότερους στίχους. Εξιδανικευμένο σύμβολο του πόθου είναι η έφηβη κόρη ή κορασίδα, όπως συνήθως την αποκαλεί ο ποιητής. Αποτελεί πραγματική εμμονή η προσκόλλησή του στα θέλγητρα της νεανικής ωραιότητας, τα οποία κι εξυμνεί ποιητικά με μοναδικό τρόπο:

Θυμάσαι τότε…
που ξάπλωσε ο Μάϊος πάνω στα φουντωμένα
στήθη σου και άνθισαν οι αρχαίες θάλασσες!

Τώρα- κάθε χαραυγή- στα εύφορα καπούλια
των αλόγων του ορίζοντα βλαστούν μωβ

και άχρωμα χρυσάνθεμα. Στο βάθος του μαύρου
το μέλλον αναδύεται σαν τρυφερό κορίτσι που

λούζεται γυμνό κι ερωτοτροπεί με το νερό
στους δροσερούς καταρράκτες της νεότητας

( ποίημα «Βυζαντινή μελαγχολία» )

Αλλού πάλι απευθύνεται στην καλλίγραμμη νεάνιδα τρυφερά και παιγνιδιάρικα, με φόντο ένα αρχαιοπρεπές, σταματημένο στο δικό του χρόνο τοπίο…

Έλα γλυκολυπάμενη και αποστεωμένη οπτασία
θα ιππεύσουμε πάνγυμνοι το γαλάζιο δελφίνι
και θα ταξιδέψουμε σ’ όλες τις αρχαίες θάλασσες.
Σε ικετεύω…
έλα προτού ξημερώσει και σβήσουν τα όνειρα.

Ο ερωτισμός δεν είναι απλή παρεμβολή στα κείμενα του Ανδρέα Μακρίδη, αλλά συνεχής ροή αίματος που κατακλύζει το σώμα της ποίησής του. Ούτε η προσέγγισή του είναι ποσώς πλατωνική, αφού ο πόθος του απευθύνεται άμεσα στο υλικό κάλλος του σώματος, για το οποίο η καρδιά του, και προπάντων η λύρα του, με ένταση πάλλονται. Κι εντούτοις, παρά τα προωθημένα εκφραστικά του τολμήματα, καμιά αίσθηση του χυδαίου ή αντιαισθητικού δεν προκύπτει. Αφού τα νεανικά μέλη που αναδύονται προκλητικά και λικνιστικά στην άκρη της πέννας του, δίνουν στον αναγνώστη μόνο την αίσθηση μιας δροσερής και παρθενικής αντίληψης του κόσμου. Επιλέγω ένα απόσπασμα αδρού αισθησιακού κάλλους και λεπτής γλωσσικής συμβολιστικής, από το ποίημα «τελετή ανακήρυξης του θηλυπρεπούς γράμματος Θ σε αμεταφυσική θεότητα»:

Ναι! Η ομορφιά σου αποτελείται από πέντε ζευγολάτες και
δώδεκα βόδια που μπήκαν μέσα μου και όργωσαν
τα ξεροχώραφα των ημίθραυστων ονειροπολήσεών μου.
Τώρα κυματίζουν σε όλην την επικράτειαν των
οραμάτων τα μεστωμένα στάχυα και οι χρυσόξανθες
παντιέρες των σπαρτών.
Αναμφιβόλως είσαι το κάλλιστον Θ του βραδυφλεγούς
Θεού. Ανήκεις στις χρυσές θάλασσες τις μικρές μαινάδες
των ανέμων.

Η σωματική και πνευματική έξαρση σ’ όλο αυτό το έργο επικοινωνούν ως συγκοινωνούντα δοχεία, με διαρκές το πέρασμα από το ένα στο άλλο. Είναι συνάμα ο Διόνυσος αλλά κι ο Απόλλωνας που εναλλάσσονται τη σκυτάλη, είναι ακόμα ο Παν με την απροκάλυπτή του λαγνεία, όμως κι ο ευγενικός Άδωνις που συνυπάρχουν στην εκφορά του ποιητικού λόγου. Σε τούτη ακριβώς την ισορροπία κρίνεται εντέλει και η καθαυτό αισθητική αποτίμηση των επιμέρους ποιητικών μονάδων. Μια αντικειμενική, όσο γίνεται, αξιολόγηση του σύνολου έργου, γέρνει ποσοτικά την πλάστιγγα προς μονόπλευρα λεξικεντρική και ερωτισμική μεριά, όσο ευχάριστα κι αν προσλαμβάνεται ο πλούσιος και αυτοσαρκαστικός του οίστρος. Δεν είναι όμως λίγες και οι στιγμές ουσιαστικών πραγματώσεων, εκεί όπου εκκινεί από συγκινησιακά φορτισμένη καθολικότερη έμπνευση. Παράδειγμα οι ακόλουθοι στίχοι:

Στις απύθμενες στέρνες και στα πηγάδια
κρύβουμε τον φοβερό θυμό μας. Κάτω
από κάθε βράχο έχουμε θαμμένο ένα παιδί μας
κι ένα ασημένιο διαμαντοστόλιστο ΟΧΙ.
———————————————-
Αύριο ένα ορτύκι θα κρώζει πάνω
στον θόλο της άρνησής μας – ένα τζιτζίκι θα
τραγουδά χωμένο στα φυλλώματα ενός κιονόκρανου.
———————————————–
Στ’ ανοιχτά της θάλασσας η Παναγία
καθισμένη σ’ ένα γαλάζιο δελφίνι παίζει
μαντολίνο ενώ η μικρή Ελλάδα μαζεύει
τα ανθάκια και τα δάκρυα των κυμάτων.

Στις καλύτερες στιγμές του Ανδρέα Μακρίδη – μιλώ πάντα με τα δοκιμασμένα κριτήρια της αρμονικής γλωσσικής μορφοποίησης- ανήκει και το καταληκτικό μέρος του ποιήματος «Σαλαμίνα», με τον περίεργο όπως συνήθως, υπότιτλο «Η εντός διαφανούς κεχριμπαριού απολιθωμένη ζωοπανήγυρις». Αρχίζει μ’ ένα διάχυτο κλίμα υπερφυσικής μεταβολής του τοπίου, παραπέμποντας κάπως στο ανάλογο κλίμα του αρχικού μέρους της «Έγκωμης», του Γιώργου Σεφέρη:

Έξοχο αυτό το κεχριμπάρι που βρήκα στην αμμουδιά
της Σαλαμίνας, συλλογιζόμουν άναυδος! Όλο αυτό
το πανηγύρι έγκλειστο στο διάφανο δάκρυ των πεύκων!…

Ξάφνου ακούστηκε η σφυρήχτρα. Ζωέμποροι πραμα-
τευτάδες, οπωροπώλες και περιδεραιοποιοί έδεσαν
τις ζώνες ασφαλείας και το τοπίο απογειώθηκε αύτανδρο!
Τώρα στη θέση της ωραίας πανήγυρις
κοιμούνται οι βουβοί αμμόλοφοι της Σαλαμίνας και
τα διάσπαρτα θραύσματα των αρχαίων αγγείων.

Τώρα αναδεύουν τη ψυχρή ραστώνη της ξανθής
άμμου οι ελαφρές αύρες ενώ πιο πέρα ο ταχυ-
βάτης και πανδαμάτωρ χρόνος ισοπεδώνει τα όνειρα.

Εμείς…ερωτοτροπούμε θεοειδώς εις την μαγευτι-
κήν ακρογιαλιά και κοιτάζουμε κατάπληκτοι – μια
το αιματοβαμμένο σούρουπο και μια τον κατάλευκο
ιωνικό ναό που αναδύθηκεν από τη θάλασσα!

Με παρόμοια άρτιους και υποβλητικούς στίχους νιώθει κανείς να ανταμείβεται για την υπομονή του να διανύσει ένα, ποιητικά γεμάτο ερωτηματικά, αναγνωστικό δρόμο…Αφού το Ελδοράδο των προσδοκιών του αποκαλύπτει, έστω και σποραδικά, πολύτιμα πετράδια υψηλής αισθητικής στάθμης.
Όσον αφορά τώρα το ιστορικό και πολιτισμικό φόντο, όπου εκτυλίσσεται η συγκεκριμένη δημιουργία, δεν θά’ ταν υπερβολή να πω και κάτι, που περνά ως φευγαλέα εντύπωση απ’ τη σκέψη μου: Ότι δηλαδή ο Ανδρέας Μακρίδης είναι κάτι περισσότερο από ελληνολάτρης, αφού προσωπικά προσλαμβάνω την πολυσχιδή προσωπικότητά του ως τέτοια γνήσια κλασικού Έλληνα, που ξέκοψε παραδόξως στις μέρες μας και κινείται αναχρονιστικά ανάμεσά μας. Εκπέμπει με τη λύρα του εγερτήρια σαλπίσματα, διαλαλώντας χαρισματικά την πραμάτεια της ομορφιάς, που θα σώσει τον κόσμο:

Επιτέλους ροδοχαράζει! Οι λευκές μπαλλαρίνες του φωτός
προγυμνάζονται στα πορφυρά σανίδια της ανατολής.
Νυμφοστολίζονται οι παρθένες αύρες και αναθάλλουν οι
εσταυρωμένοι ζέφυροι. Ο παγερός ζόφος της νύχτας
γίνεται κλεψύδρα από κρύσταλλο και μυρωδάτο ξύλο.

Σε παρόμοιες στιγμές νιώθουμε τη λεπταίσθητη βελόνα του ποιητή να πηγαινοέρχεται με ψυχική θέρμη και καθαρό καλλιτεχνικό μετάξι, εξακοντίζοντας τις αισθήσεις μας σε ριγηλά ύψη. Είναι φυσικά αλήθεια, ότι στο έργο του Ανδρέα Μακρίδη βρίσκουμε αρκετές φορές κουραστικά στις λεπτομέρειές τους σημεία, αφού οι στίχοι του εκρέουν ποταμηδόν και υπερχειλίζουν τις όχθες της έμπνευσής του. Ίσως και πολλοί τίτλοι ποιημάτων να είναι αχρείαστα μακροσκελείς και υπερρεαλιστικοί…Δεν υπάρχει όμως αμφιβολία, ότι ο ποιητής έχει δημιουργήσει έναν ολοδικό του κόσμο, έναν κόσμο όπου ο ίδιος ευδαιμονεί, ακόμα κι όταν με κάποιες υπερβολές μας ξαφνιάζει. Πριν κλείσω συμπερασματικά τούτο το κείμενο, καταθέτω ως τελευταία γεύση ακόμα μερικούς στίχους, γεμάτους τρυφεράδα και καλλιτεχνική ευφορία:

Όποιος κοιτάξει γυμνή την θεά χάνει για πάντα
το φως του. Η ποίηση κρυώνει χωρίς τους
βαμβακερούς και βελούδινους μύθους της.
Έλα…Θα σου αποκαλύψω το αόρατο
μυστήριο που αιωρείται και το σεπτό
κάλλος που θεώνεται. Κοίταξε ψηλά!…

Μπορώ να πω, κλείνοντας, ότι ο Ανδρέας Μακρίδης δεν στοχεύει να γράψει απλώς ποίηση. Η πρωτεϊκή του ιδιοσυγκρασία πάει πιο πέρα από αυστηρά λογοτεχνικά πλαίσια, κι ο στόχος του ρήματός του είναι κατά πολύ ευρύτερος της αισθητικής ηδονής. Ο λόγος του ξεχειλίζει από βιολογική ζωτικότητα. Ένας σύμμεικτα Απολλώνιος και Διονυσιακός αισθησιασμός διατρέχει ως λάβα τα κείμενά του, κατακλύζοντας καταρρακτωδώς τον αναγνώστη. Αποτελεί σίγουρα μια ιδιόμορφη, σε πολλά αμφιλεγόμενη, αλλά και πολύ ενδιαφέρουσα καλλιτεχνική περίπτωση.

( με αφόρμηση τη συλλογή Βυθισμένες Θάλασσες, 2005 )

 

Ο Ποιητής Μάριος Αγαθοκλέους – Γράφει ο Ανδρέας Πετρίδης

Η ελλειπτική φωνή του Μάριου Αγαθοκλέους
Από τον «Ηδονοβλεψία» στη «Γυναίκα με τα μαύρα»:

Α.
Με τη δεύτερή του ποιητική συλλογή «Ηδονοβλεψίας», 1988- η πρώτη του με τον τίτλο Εολίθια εκδόθηκε το 1983 – ο Μάριος Αγαθοκλέους, όχι μόνο βελτιώνει τη χαρακτηριστικά λιτή και στρωτή τεχνική του, αλλά και της προσδίδει μια πιο σύνθετη και πιο πλούσια συμβολική δυναμική. Με έντονη ακόμα την ερωτική διάθεση και θεματική, απαλλάσσεται σ’ ένα βαθμό από το προηγούμενο αισθητικά αμφίβολο στίγμα μιας ερωτικά «σωματικής» εκφραστικής, και περνά στην πολυσήμαντη ανάπτυξη του ποιήματος. Η ροή των εικόνων κι ο πάντα απρόβλεπτος μεταφορικός του λόγος, ξετυλίγονται σχεδόν επεισοδιακά, με εύγλωττες σιωπές και σκόπιμα χάσματα. Διαβάζω κάτι χαρακτηριστικό :

Έγκλειστος

Αυτά θα τα κρατήσω για μένα.
Σ’ ανθρώπου μάτι δε θα εκτεθούν
μα προπαντός σ’ ανθρώπου λογική.

Γι’ αυτό και δε με βλέπουν που τ’ απλώνω,
τις νύκτες χωρίς φεγγάρι,
στο σκοτεινό μου δωμάτιο.

Κανένας άλλος ας μην πληρώσει
γι’ αυτά που έφταιξα, πάρεξ εγώ.
Διπλοκλειδώνω λοιπόν από μέσα
κι ανοίγω στον τοίχο τα μάτια μου.

Ο αναγνώστης εξέρχεται του ποιήματος, έχοντας τη βέβαιη αίσθηση ότι ο ποιητής κατόρθωσε να «διπλοκλειδώσει » εξίσου μια συμπαγή στην εναλλακτικότητά της καλλιτεχνική μορφή, που κρατά τις κεραίες μας σε διαρκή εγρήγορση. Δεν πρόκειται εδώ για κοινότοπη ψυχογραφία ή ανιαρό εξομολογητικό μονόλογο, που διαβάζουμε τόσο συχνά. Η κίνηση των στίχων είναι συνήθως σύντομη κι ελλειπτική, άλλοτε πάλι γίνεται πιο σύνθετη κι ελικοειδής, οδηγώντας σε τελικές επιγραμματικές συμπυκνώσεις. Αυτή η αρμονικά δομημένη ταλάντωση της κειμενικής μορφής, και ιδιαίτερα η ταυτόχρονη συνάρθρωση του συγκεκριμένου και του υπονοούμενου, διαχέουν εντός μας μια ουσία αποσταγματική, που ευφραντικά μας κατακλύζει.

Έρχομαι τώρα στο ποίημα «Ηδονοβλεψίας», που δίνει και τον τίτλο της συλλογής. Άποψή μου είναι, ότι ο συγκεκριμένος τίτλος δεν είναι τόσο υποβοηθητικός για τη σωστή πρόσληψη της ποίησης που ακολουθεί, καθότι θα μπορούσε να δημιουργήσει προκαταβολικά ρηχούς συνειρμούς στον βιαστικό αναγνώστη. Ασχέτως όμως αυτού, δίνω δυο εξαίρετα ενδεικτικά αποσπάσματα. Το πρώτο είναι πολύ σύντομο, μονάχα τρεις στίχοι, προσέξτε όμως την πυκνότητα και τον πολυδύναμο συμβολισμό τους.

Πάντα μια ένωση μπροστά στα μάτια μου
φασματοποιεί τα αντικείμενα που αγαπώ,
αποκαθηλώνει τα εξαίσια τους χρώματα.

Είναι απαράμιλλα διαυγείς, συγχρόνως όμως και κρυπτικοί στίχοι, με φυσική κι αβίαστα αναδυόμενη υποβλητικότητα. Μπορούμε να τους διαβάζουμε και να τους ξαναδιαβάζουμε, χωρίς να νοιώθουμε να μειώνεται το σημασιολογικό και συγκινησιακό τους φορτίο. Κι αυτό, γιατί υπερβαίνουν το λογικό κι αυτονόητο, λειτουργώντας ως εφαλτήριο προς αποκαλυπτικότερες των πραγμάτων θεάσεις.
Το δεύτερο απόσπασμα από τον «Ηδονοβλεψία», μου χρησιμεύει για να καταδείξω και την καθαρά λυρική εκφραστική ικανότητα του δημιουργού, εκεί που οι ανάγκες του ποιήματος υποβάλλουν μια χαλάρωση από τη στοχαστική πολλαπλότητα. Διαβάζουμε:

Εκεί που ήμουνα έτοιμος να ξανοιχτώ
σε ουράνια ρεύματα,
παρασυρόμενος για πάντα μακριά,
ατμοσφαιρικές ιδιοτροπίες
μου συμπυκνώνουν τα συναισθήματα,
μου στερεοποιούν τις εκλάμψεις,
και σαν ανύμφευτη νιφάδα ξαπλώνω
στα κατάλευκα στήθη των σκοτεινών ορέων.

Ακόμα και σ’ αυτούς τους σχετικά ανάλαφρους στίχους, δεν έχουμε καθόλου την αίσθηση του απλά εξωτερικού λυρισμού, αφού τους διατρέχει μια υπόγεια υπαινικτικότερη αύρα, με «ατμοσφαιρικές ιδιοτροπίες», όπως διαβάζουμε, να «συμπυκνώνουν συναισθήματα» και να «στερεοποιούν εκλάμψεις». Τελικά, αφού μας περάσει από «ωχρά φωτισμένα, πεθαμένα πετάγματα » κι επώδυνες προσγειώσεις «από απόκρημνα συναισθήματα πόθου», το εντυπωσιακό τούτο ποίημα κλείνει την κυκλική του διαδρομή με επαναφορά της αρχικής εικόνας του «ήρεμου ποταμού», που επιστρέφει με ζηλευτό τρόπο στην αγκαλιά της θάλασσας. Πόσο πρωτότυπη και παρθενική νοιώθουμε μια τέτοια εικόνα, ικανή κατά τον ποιητή να «φασματοποιεί » τα αντικείμενα της αγάπης του και να «αποκαθηλώνει τα εξαίσια τους χρώματα» Έτσι το ζητούμενο της ποίησης κατορθώνεται με επάρκεια κι ο δημιουργός δικαιώνεται στον επίμοχθο αγώνα του.

Υποκύπτω στον πειρασμό ν’ αναφερθώ κάπως εκτενέστερα και στο ποίημα «Η αδελφή μου», το οποίο αξιολογώ ως μια από τις καλύτερες δημιουργίες του Μάριου Αγαθοκλέους. Ο διάχυτος ερωτισμός του εξιδανικεύεται από ένα κλίμα πρωτογενούς νεανικού αρώματος, που μετατρέπει κάθε αισθησιακή πτυχή σε βαθιά ανθρώπινη και συμπαθητική φανέρωση. Οι εικόνες σταδιακά μεταλλάσσονται από το γήινο και υλικό, στο αιθέριο και πνευματικό. Παρακολουθείστε τον :

Ακόμα δεν την έχω συνηθίσει.
Τις χαϊδεύω τις ξυρισμένες της γάμπες
και στα μαλλιά της ανάβουν
οι λάμπες τις χριστουγεννιάτικης θλίψης.
Όλοι έχουν φύγει για τα βουνά.

Οι «λάμπες της Χριστουγεννιάτικης θλίψης», που ανάβουν στα μαλλιά της αγαπημένης παιδικής φίλης, μετά από μια εικόνα διακριτά «σαρκική», δίνουν ισχυρή παλμική κίνηση στις αισθητικές μας κεραίες, με αποτέλεσμα την έντονη ψυχική συγκίνηση. Επιπρόσθετα ο στίχος «όλοι έχουν φύγει για τα βουνά», αφήνει ακαριαία την εντύπωση μιας υπαρξιακής μοναξιάς, που επιτείνει τη μοναδικότητα της ερωτικής συνεύρεσης. Μιας συνεύρεσης, που δεν συμβαίνει βεβιασμένα και παρορμητικά, αλλά απαιτεί τον δικό της χρόνο μετάβασης από το πρώτο νεανικό σκίρτημα στη σύντονη αμοιβαιότητα της τελικής ολοκλήρωσης. Να, πώς εκφράζεται ποιητικά η σχετική μ’ αυτό δυστοκία :

Στο μέτωπο τη φιλώ
και αδέξια της ψιθυρίζω,“αδελφή μου”.

Δυσφορεί που οι λέξεις παίζουν ακόμα
τον ρόλο του παγωμένου Χειμώνα.

Μπορεί οι λέξεις του έφηβου διστακτικού νέου να συγκρατούν ακόμα, με τη χαμηλή τους θερμοκρασία, τον θρίαμβο της ερωτικής πληρότητας, οι ίδιες όμως αυτές λέξεις λειτουργούν με πληρότητα ως προς τη δραστικότητα της ποιητικής δημιουργίας (να σημειώσω εν παρενθέσει, την πρόδηλη πτώση της ποιητικότητας στους τελευταίους, μονοσήμαντους κι επεξηγηματικούς στίχους ).
Κλείνω αυτή την ενότητα καταγράφοντας το ποίημα «Το παράπονο».

Τα φώτα που τρεμοσβήνουν στο βάθος,
οπωσδήποτε δεν είναι η «Νήσος τις έστι»,
όπως θα την αναγνώριζαν αμέσως
οι ευφυείς φιλόλογοι
και οι ευτραφείς κτηματομεσίτες.

Όμως το παράπονο που επιπλέει
στις λίμνες των ματιών,
είναι απόλυτα δικαιολογημένο.
Γιατί δεν είναι μόνο τα συρτάρια
που έχουν γεμίσει μυστικά,
είναι και το σώμα που αλλάζει.
Όταν θα ξανασυναντηθούμε
στο τέλος αυτού του λειμώνα στο νησί,
η ανομβρία θα μου έχει σκληρύνει τις παλάμες
και θ’ αποφύγω να σε χαϊδέψω τρυφερά.

Είναι κι αυτό άλλο ένα υποδειγματικό ποίημα του Μάριου Αγαθοκλέους , του οποίου το έργο δεν έχει ακόμα προσεχτεί όσο έπρεπε και όσο πράγματι του αξίζει. Να ενοχοποιήσουμε γι’ αυτό και μια δική του, σχεδόν κυνική αισθησιακή αντίληψη, που εκφράστηκε στην πρώτη κι όλας συλλογή που εξέδωσε ; Αυτό δεν είναι βέβαιο, μα και να έπαιξε ως γενικότερη εντύπωση κάποιο ρόλο, ο ποιητής το αντιστάθμισε στη συνέχεια με πιο πολύπλευρες και καθολικότερα ενδιαφέρουσες δημιουργίες. Με τρόπο μάλιστα ανατρεπτικό και πρωτότυπο.Με μια δική του, δηλαδή προσωπική ποιητική.

Β.
Η τελευταία ποιητική συλλογή του Μάριου Αγαθοκλέους, έκδοση του 2003, με τον διττό αινιγματικό τίτλο « Λαϊκό Ανάγνωσμα, η Γυναίκα με τα μαύρα», αποτελεί επιβεβαίωση της γνώριμης και καλοδουλεμένης ποιητικής του, έτσι όπως τη γνωρίσαμε στο προηγούμενό του βιβλίο με τον τίτλο «Ηδονοβλεψίας».
Το ποιητικό βιβλίο «Η γυναίκα με τα μαύρα», με όλα κι όλα επτά ποιήματα, μου φαντάζει κατά παράδοξο τρόπο ως μια ερωτική βιωματική εποποιία. Κι αυτό λόγω της έντασης και του βάθους, που μπόρεσε ο δημιουργός να δώσει σε κάποια έστω από αυτά τα ποιήματα. Το επίτευγμα τούτο, αλλού το προσλαμβάνουμε συνολικά, χωρίς αισθητικές ανισότητες, κι αλλού πάλι το ξεχωρίζουμε μέσα στο ποίημα αποσπασματικά, όπου το νοιώθουμε να μας ανεβάζει ακαριαία σε μιαν ευδαιμονικότερη κατάσταση.
Να, ένα παράδειγμα από το ποίημα με τον τίτλο «Ο Θησέας και η Αριάδνη»:

Όμως
ένα αγκάθι
ξεφουσκώνει τον ουράνιο θόλο
και βρίσκομαι ακάλυπτος
στο άγνωστο και σκοτεινό Σύμπαν.

Ας με οδηγήσει λοιπόν κοντά σου
η μαγική σειρά των λέξεων.

Ανεξάρτητα από πού ο ποιητής εκκινεί, οι παραπάνω στίχοι του αποτελούν δυνατές εκτινάξεις σε χώρους μιας άλλης οντολογικής και υπαρξιακής εμπειρίας. Κι έχει σίγουρα τον λόγο του ο Μάριος Αγαθοκλέους, όταν κάπου στην αρχή του βιβλίου χαρακτηρίζει επώδυνη τη λιγοστή έστω αυτή συγκομιδή, αφού περί επώδυνου αποστάγματος πρόκειται εντέλει. Έτσι, εκκινώντας από συνήθη περιστατικά και αφορμές έμπνευσης, υπερβαίνει συχνά τη στενά ερωτισμική του ροπή, ξαφνιάζοντας τον αναγνώστη με απίθανους συνειρμούς μιας ιδιότυπης αισθαντικότητας.

Δεν θα αναφερθώ περισσότερο, γενικά ή ειδικότερα, σ’ άλλα ποιήματα και στίχους της συλλογής «Η γυναίκα με τα μαύρα». Θα μιλήσω όμως με ιδιαίτερη έμφαση κι αναλυτικότερα για το ομώνυμο ποίημα, που είναι πιστεύω μια κορυφαία στιγμή της καθόλου ποιητικής προσπάθειας του Μάριου Αγαθοκλέους. Συνδιάζει συνθετική τελειότητα και βάθος. Και όλα αυτά με φόντο ένα διλημματικό δραματικό υπόστρωμα, που οδηγείται με τόλμη σε αινιγματική και απρόσμενη έκβαση. Το παρουσιάζω καταρχήν ολόκληρο:

Όλα λοιπόν μπορεί να συμβούν.

Και νά’ με που την συνοδεύω
τη γυναίκα που έχω ποθήσει πιο πολύ
στο σκοτεινό δωμάτιο.

Μαύρο πέπλο της καλύπτει το πρόσωπο
και μαύρο φόρεμα το κορμί.
Είναι η χήρα των απόντων.

Τι θα ήμουν κι εγώ αν δεν την γνώριζα
παρά ένας απών των αισθημάτων μου
ανυποψίαστος την απουσία μου.

Τώρα οι λεπτομέρειές της
μου υγραίνουν τις νύκτες
κι ο πόθος μου αλλάζει το μυαλό.

Στο αύταρκες Ένα κατατείνω.
Ούτε Κερύνεια, ούτε Αμμόχωστος.

Οι τελευταίοι δυο στίχοι απελευθερώνουν την ένταση, που συσσωρεύτηκε εντός μας, μ’ ένα μοναδικό τρόπο, ανοίγοντας αίφνης την καλλιτεχνική βαλβίδα εκτόνωσης της ψυχικής και πνευματικής δοκιμασίας.
«Στο αύταρκες Ένα κατατείνω», διαβάζουμε ξανά και ξανά, νοιώθοντας μια παράξενη ευφορία, επειδή ο ποιητής μπόρεσε να δώσει πειστική λύση στην κρίσιμη σύμπτωση αντικρουόμενων προκλήσεων. Το αύταρκες Ένα, αν και νοηματικά δεν καθορίζεται, υπονοείται όμως χωρίς αμφιβολία ως μια θεμελιακότερη κατάσταση, υπερβαίνουσα και συμφιλιώνουσα τα επιμέρους. Στη δική της επικράτεια, που θεωρείται κατάκτηση να φτάσει κανείς, κάθε συγκρουσιακή σχέση περιττεύει, αφού όλα κατατείνουν στην ενότητα του συνόλου των εκφάνσεων του ανθρώπινου βίου.
Η πρόταση φυσικά που δίνεται στον επαρκή αναγνώστη δεν είναι ούτε κοινωνική, μήτε ποσώς φιλοσοφική. Είναι καθαρά ψυχική και αισθητική- και στη βάση προπάντων αυτή οδηγούμαστε σε μια λυτρωτική ανακούφιση. Ο στίχος «Ούτε Κερύνεια, ούτε Αμμόχωστος», δεν προσλαμβάνεται ως αναίρεση αγαπημένων χαμένων πατρίδων, αλλά συναίρεση και υπαγωγή τους σε μια υπέρτερη αρχή.

Ενδιαφέρον όμως είναι να πάμε πίσω στην εκκίνηση του ωραίου αυτού ποιήματος. Να παρακολουθήσουμε εργαστηριακά την ανάπτυξή του και να φωτίσουμε τα διάφορα επίπεδα, τις σύντομες παύσεις και τη δραματικά κορυφούμενη κίνηση προς μια αδιέξοδη – κατά τα φαινόμενα – πορεία.. Προσέξτε λοιπόν το άνοιγμα της αυλαίας:

Όλα λοιπόν μπορούν να συμβούν.

Και να’ μαι που την συνοδεύω
τη γυναίκα που έχω ποθήσει πιο πολύ
στο σκοτεινό δωμάτιο.

Με τον πρώτο στίχο «Όλα λοιπόν μπορεί να συμβούν», προετοιμάζεται ο αναγνώστης για κάτι απρόβλεπτο- και σπεύδει με τεντωμένες τις προσληπτικές του κεραίες, να δει τί περαιτέρω θα του αποκαλυφθεί. Μια αινιγματική ατμόσφαιρα διαχέεται κιόλας στους επόμενους στίχους, με τον ποιητή σε πρώτο πρόσωπο, να συνοδεύει την πολυπόθητη γυναίκα στο σκοτεινό δωμάτιο. Οι συνειρμοί γίνονται ακόμα σκοτεινότεροι, όταν το ποθούμενο πρόσωπο περιγράφεται με τους παρακάτω στίχους, ως εξής:

Μαύρο πέπλο της καλύπτει το πρόσωπο
και μαύρο φόρεμα το κορμί.

Είναι η χήρα των απόντων.

Τώρα υποψιαζόμαστε πια, ότι πρόκειται για μια μοιραία όσο κι τραγική μορφή, που μας παραπέμπει σε πρώτο επίπεδο στη μαυροφορεμένη γυναίκα του συμβατικού πένθους, σ’ ένα δεύτερο εντούτοις συμβολικότερο επίπεδο, ο στίχος « είναι η χήρα των απόντων », υπονοεί την έκταση της απώλειας για εκείνους που δεν καταξιώθηκαν μια τέτοια συγκλονιστική εμπειρία. Ανήκει στο καλλιτεχνικό αισθητήριο του δημιουργού η επιλογή του πληθυντικού « χήρα των απόντων», αφού οι παραστάσεις που δημιουργεί αποκτούν ένα πιο απροσδιόριστο εύρος, κάτι που αφήνει πιο ανοιχτό το πεδίο στη δημιουργική φαντασία.

Ο ποιητής αλλάζει γρήγορα ατμόσφαιρα με τους στίχους που ακολουθούν, επιδιώκοντας να στηρίξει και να αιτιολογήσει την αιρετικότητα και την τόλμη της καθόλου συναισθηματικής του προσέγγισης.

Τι θα ήμουν κι εγώ αν δεν τη γνώριζα
παρά ένας απών των αισθημάτων μου
ανυποψίαστος την απουσία μου.

Ο ποιητής κατορθώνει τώρα περίτεχνα, απέναντι στον συμβατικό ηθικοκοινωνικό κώδικα, να ορθώσει πειστικά τη συνέπεια σε μια άλλη, βασικότερη αρχή. Το αντίθετο θα αναιρούσε τη βαθύτερη φύση του και θα συνιστούσε υπαρξιακή φυγομαχία. Θα ήταν τότε, καθώς λέει κι ο ίδιος, « ένας απών των αισθημάτων», και ως εκ τούτου και απών μιας μοναδικής στιγμής της ύπαρξής του.

Αν καταπιάστηκα σχολαστικά με τα επιμέρους στην ανάπτυξη του εξαίρετου τούτου ποιήματος, δεν είναι τόσο για να ερμηνεύσω και να προβάλω την καθαυτό ψυχοσυγκρουσιακή του ιδεολογία, αλλά για να αναδείξω προπάντων το σκηνογραφικό υπόστρωμα και τις λεπτές αναλογίες, απ’ τη δομική διαλεκτικότητα των οποίων εκπέμπεται η αισθητική ηδονή. Κι αν με ρωτάτε για το είδος αυτής της ηδονής, ενεργοποιώντας όρους και γνώσεις από τη βιβλιογραφική μου εμπειρία , μπορώ τεκμηριωμένα να ισχυριστώ τα εξής :
Έχουμε να κάνουμε μ’ ένα σχετικά σύντομο, συνθετικής δομής ποίημα. Η αισθητική ικανοποίηση, που διακριτά αναβλύζει στο ισορροπημένο ξεδίπλωμά του, είναι ταυτόχρονα μια κλιμακούμενη ηδονή προσμονής. Είναι όμως ταυτόχρονα και ελεγχόμενη καθαρτική ικανοποίηση, που φτάνει στο απόγειό της με την τελική λύση της έντασης στο αριστοτεχνικό τελευταίο δίστιχο. Το επαναφέρω για να κλείσει κι ο κύκλος αυτής της ανάλυσης.

Στο αύταρκες Ένα κατατείνω.
Ούτε Κερύνεια, ούτε Αμμόχωστος.

Μ’ αυτό το κλείσιμο γαληνεύει και ο αναγνώστης, αφού εκτονώνεται η ψυχοπνευματική του υπερένταση, αλλά πολύ περισσότερο γιατί ικανοποιείται επαρκώς η καλλιτεχνική προσδοκία του.

 

 

Ο Ποιητής Γιώργος Μολέσκης ( από Ανδρέα Πετρίδη )

Ο ποιητικός κόσμος του Γιώργου Μολέσκη
Ιχνηλατώντας τα υψίπεδα της ποιητικής του δημιουργίας

Στις καλύτερές του στιγμές ο Γιώργος Μολέσκης κρατά ψηλά τη συγκινησιακή ένταση των στίχων του. Κι αυτή με τη σειρά της μετριάζει τη ροπή του στον αναλυτικό στοχασμό, εκμαιεύοντας ένα λόγο απλό και ουσιαστικό.

Ξύπνα και σε φωνάζουν, μα μην πάς.
Ακόμα δεν ξημέρωσε καλά.
Χτυπούν την πόρτα με σίδερα βαριά.
Χτυπούν…Χτυπά κι ο ήλιος
της παγωμένης γης την κρούστα,
χτυπά και το νερό
βαθιά μέσα στις φλέβες της…
Ω! πώς παγώνει μέσα μου το αίμα!
Μέσ’ από δρόμους θα σε παν
από καιρό κλειστούς,
μέσ’ από πόρτες σκοτεινές θα σε περάσουν.
Αυτοί που σε καλούν είναι εκείνοι…

«Κραυγή γυναίκας» ( Μεγάλο που ήταν το φεγγάρι )

Οι στίχοι που διαβάσαμε έχουν μια αφοπλιστική αμεσότητα, κι η γλωσσική τους επιφάνεια είναι σχεδόν συνηθισμένη. Η δύναμή τους όμως έγκειται αλλού: Στο υψηλό επίπεδο συγκινησιακής εκκίνησης- και στην θαυμαστικής εμπνοής θέαση των πραγμάτων τριγύρω. Εκπέμπεται με πειστικότητα μια βιωματική εμπειρία, χωρίς εκφραστικές ή άλλες εκζητήσεις. Κι επειδή κατά τεκμήριον είναι πολυγράφος ποιητής (πάνω από δέκα ποιητικά βιβλία), δεν πρέπει να προσεγγίζεται με σχολαστικά εργαστηριακή μεθοδολογία. Αλλιώς ο κριτικός του θα υποπέσει στο λάθος, να προσηλωθεί υπέρμετρα στο επιμέρους – αισθητικά όχι πάντα ομοιογενές- και να παραβλέψει το εκτόπισμα της συνολικής προσφοράς του. Διότι πρέπει να αναγνωρίσουμε, ότι ο Γιώργος Μολέσκης δεν κατέθεσε ως τώρα μιαν πενιχρή και δύστοκη καρποφορία, αλλά δημιούργησε αντιθέτως έναν αυτοτελή, δικό του ποιητικό κόσμο. Κι αυτό αποτελεί αξιοπρόσεχτο επίτευγμα. Κατόρθωσε κάτι τέτοιο, έχοντας όπλα του την αυθεντικότητα, μα και την ανεξάντλητη αφοσίωση στην τέχνη της ποίησης.
Ας δούμε τώρα ένα σύντομο ποίημα ποιητικής, όπως συνηθίσαμε να λέμε, με τον τίτλο «Ο ποιητής»:

Ο ποιητής πάντα γυρίζει.
Ζωντανό νερό κυλά κάτω απ’ τους πάγους,
την Άνοιξη τους σπάζει και ξανοίγεται
πλατιά μέσα στους κάμπους…
Ξεπλένει τις ντροπές, ξεπλένει το αίμα,
τα ερείπια καθαρίζει από τη σκόνη…

Ο ποιητής πάντα γυρίζει
κι όπου συναντήσει ένα παιδί
ξαναγεννιέται.
«Τα δέντρα στο Βορρά» (Κρυφό Τετράδιο, 1981)

Είναι ένα αρμονικά ισοζυγισμένο μικρό ποίημα, κλασικό στη δομή του, υπό την έννοια της άρτιας μορφικής επεξεργασίας. Με εικονοπλαστική ευρηματικότητα και βαθιά ανθρωπιστικό πυρήνα, διαμορφώνεται παραστατικά το πορτρέτο του ποιητή. Αν ρίξουμε μια ματιά προς τα μέσα, ανιχνεύοντας την καλά κρυμμένη προεργασία, θα εντοπίσουμε, στην κίνηση και στους αρμούς των στίχων, μια εντυπωσιακά λιτή και συμπαγή αρχιτεκτονική.

Το επόμενο ποίημα, με τον τίτλο « Νανούρισμα », κράτησα για χρόνια στη μνήμη. Όχι πως το αποστήθισα, θυμάμαι εκτός βιβλίου μόνο τους δυο πρώτους στίχους: «Ωχ και νά’ ξερα ποιος φέρνει / το κλάμα μες στον ύπνο σου ! ». Πιότερο όμως κι από αυτούς με διαπερνά η ριγηλά στοργική μελωδία τους, που τη νοιώθω να ρέει μέσα στο σώμα μου, όπως ακριβώς διαποτίζει με την έντασή της ολόκληρο το ποίημα ( ή τουλάχιστον μέχρι το τελευταίο τρίστιχο, όπου γλιστρά ανεπαίσθητα προς ηθικοδιδακτική μεριά ).

Το κλίμα στο ποίημα που ακολουθεί είναι διαφορετικό. Τιτλοφορείται «Όταν έρχεται η ποίηση », και διακρίνεται από ένα αυστηρό λυρικό τόνο. Παρά τους εύκολα ανιχνεύσιμους Σεφερικούς απόηχους του ενδιάμεσου μέρους, το θεωρούσα ανέκαθεν ως μια από τις καλύτερες δημιουργίες του Γιώργου Μολέσκη. Διάβασα και ξαναδιάβασα κατά καιρούς τούτο το κομμάτι, γιατί μου επιβαλλόταν με την αρχαιοπρεπή και καλοπελεκημένη δομή του. Ο πρώτος στίχος « Πονεί η μνήμη στο κάθε σου άγγιγμα» έχει ένα υπόστρωμα τελετουργικό, που με ξεσηκώνει. Αλλά και το καταληκτικό μέρος, ακούεται σαν κομιστής του θελήματος μιας άγνωστης, σκληρής μοίρας.

…Και δεν υπάρχει πια φυγή
όπως όταν ο κόμπος φτάσει στο χτένι
και πάνω στη φωτιά το λάδι εχύθη.
Περαστική Άνοιξη, 1984

«Ο αγνοούμενος» ανήκει επίσης στις πιο άρτια δομημένες συνθέσεις. Παρά τη θεματική του επικαιρικότητα, ο τόνος του στιγμές- στιγμές φτάνει σε δραματικές εκρήξεις, με εναλλασσόμενες υπερβατικές εικόνες και υποβλητικούς οραματικούς διαλόγους. Έτσι αρχίζει:

Ήτανε τέτοιος σαν αυτό το κυπαρίσσι,
ξανθά είχε τα μαλλιά του και τα μάτια θαλασσιά,
φορούσε κι ένα πουκάμισο λαδί,
μήπως τον είδατε;
Μην έπιασε φωτιά;
Περαστική Άνοιξη, 1984

Επιστρέφω σ’ ένα ακόμα πολύ σύντομο ποίημα ποιητικής, που συνδυάζει εκφραστική οικονομία και πυκνό συμβολισμό:

Η σιωπή

Η σιωπή στο σπίτι του ποιητή γυρίζει
ξυπόλυτη. Στέκει πλάϊ στην καρέκλα,
δίπλα στο κρεβάτι,
μπαίνει στη κουζίνα…

Πιστή παραδουλεύτρα, σκλάβα,
όλο δουλεύει καθαρίζοντας μια λέξη.

Περαστική Άνοιξη, 1984

Δίνοντας τώρα ένα γρηγορότερο ρυθμό στην περιδιάβασή μου μέσα από το έργο του Γιώργου Μολέσκη, αφήνω για την ώρα κατά μέρος τον σχολιασμό μεμονωμένων τίτλων, και καταθέτω προς ανάγνωση μερικές αρκετά αξιόλογες κι αισθητικά ισοδύναμες δημιουργίες. Τα παρακάτω ποιήματα είναι ενδεικτικά μιας ώριμης γραφής. Κατορθώνονται μόνο όταν το συναίσθημα εκφραστικά τιθασσεύεται, κι η στοχαστικότητα μεταβολίζεται σε βαθύτερη αίσθηση. Διαβάζουμε:

Παραισθήσεις

Οι νύχτες έχουν μια τέτοια σιωπή, μια τέτοια
επιθυμία,
που είν’ έτοιμες να φέρουν πίσω τον ξενιτεμένο,
να φέρουν τον αγνοούμενο απ’ τη φυλακή ή τον τάφο.

Βήματα ακούγονται στο δρόμο,
χτύποι στην πόρτα…
Μα είναι τα δέντρα,
είναι η θάλασσα,
είναι το σκοτάδι πνιγμένο μές στη σκοτεινιά του,
είν’ ο αγέρας φιμωμένος από τη φωνή του.

Γύμνια

Από το πρώτο κι όλας βράδυ
φύγανε όλα τα σπίτια με τον άνεμο.
Φύγανε και τα δέντρα και μείναμε
κάτω από έναν ουρανό στεγνό κι αδιάφορο,
ούτε λάμψη, ούτε φως, ούτε υπόσχεση.

Όλοι και όλα εξισωμένα,
δίχως ρίζα, δίχως πέτρα, δίχως τάφο.
Κι αλίμονο του που έχει τέτοια ανάγκη.

Απολιθωμένος χρόνος

Ο περασμένος χρόνος απολιθωμένος
σε μορφή ψωμιού, κομμένος σε πέτρινο σταυρό,
σε στάμνα από νερό κάτω απ’ το δέντρο,
όγκος από φως είτε σκοτάδι…

Ο περασμένος χρόνος απολιθωμένος
μέσα στο λόγο μου
σε λέξεις που είναι πια κι αυτές
ψωμιά, νερό και πέτρες,
τις αγγίζω με τα δάχτυλα και ζωντανεύουν.

Περαστική Άνοιξη, 1984

Στις «παραισθήσεις», η μυστηριακά προσωποποιημένη νύχτα μας αγγίζει βαθιά, με τη σφοδρή επιθυμία της να παρέμβει για την επιστροφή του αγνοούμενου από τη φυλακή ή τον τάφο. Από ένα σχεδόν ενορατικό κλίμα, στη δημιουργία του οποίου συμβάλλει η προσμονή και ο αβάσταχτος πόνος, το ποίημα μας περνά σε μια ψευδαισθησιακή εναλλαγή σκηνικού, με την ελπίδα να σηκώνει κεφάλι…Μα δεν είναι να μπει στο σπίτι κανένας, αφού πρόκειται απλά για φαντασιακό κτύπημα στην πόρτα.

Στο δεύτερο ποίημα με τον τίτλο «Γύμνια», διαχέεται ένα έντονο, καταθλιπτικό άρωμα καταστροφής και ερήμωσης, σε τόπο που απογυμνώθηκε κι ορφάνεψε από τα πιο ζωτικά του στοιχεία…Όλα τα σπίτια κι όλα τα δέντρα που μας έδεναν μαζί του, πια δεν υπάρχουν. Απόμεινε η ολόμαυρη ράχη μιας πατρίδας «κάτω από έναν ουρανό στεγνό κι αδιάφορο»- και γύρω «ούτε λάμψη, ούτε φως, ούτε υπόσχεση» πια. Σε παρόμοια πιο «συμμαζεμένα» ποιήματα, ο ποιητής πετυχαίνει σχεδόν πάντα έναν πυκνό και υποβλητικό λόγο με πολλές προεκτάσεις. Κι εδώ είναι η πραγματική του επίδοση, όπου μπορεί να μας μεταδώσει στον μέγιστο βαθμό τη συγκινησιακή του απόσταξη.

Θα σχολιάσω όμως, για να συμπληρωθεί η τριάδα, και τον τίτλο «Απολιθωμένος χρόνος », που έχει την ίδια ποιητική με τα δυο άλλα. Πραγματεύεται την κατηγορία του χρόνου, υπαρκτή ουσιαστικά μόνο σε σχέση με την ανθρώπινη δράση. Γι’ αυτό κι ο χρόνος είναι αλληλένδετος με την παρουσία του ανθρώπου και των οικείων, κοντινών του πραγμάτων…Ενταγμένος κι απολιθωμένος στη μορφή της στάμνας, του ψωμιού, του πέτρινου σταυρού, κι άλλων τινών της βιοτικής εμπειρίας, μπορεί μέσω του λόγου να ξαναζωντανέψει ο χρόνος – και μαζί του κι οι αντίστοιχες μορφές ζωής. Ο φυσιοκεντρικός ρεαλισμός του ποιητή αναδύεται έτσι ανάγλυφος.

Αν είχα κάτι συμπερασματικό να προσθέσω μετά από τόσο δυνατά ποιήματα, είναι το εξής κριτικό συμπέρασμα : Όταν ο Γιώργος Μολέσκης εξωτερικεύει έμμεσα τον υπαρξιακό ή φιλοσοφικό στοχασμό του, συγκινεί βαθύτερα, επικοινωνεί ουσιαστικότερα και καταξιώνεται αισθητικά Εκεί αντιθέτως που αναλώνεται σε απευθείας διανοητικό προβληματισμό, όσο ευρηματικός κι αν προκύπτει, μπορεί να φαίνεται σοφός και πλούσιος σε ιδέες, συγκινησιακά εντούτοις φτωχαίνει και χάνει σε δραστικότητα. Μια τέτοια τάση θα δούμε κάπως συχνότερα σ’ ένα μέρος του κατοπινότερου έργου του…Για την ώρα όμως με σπρώχνει ήδη πιεστικά, διεκδικώντας δικαίωμα στην ανάγνωση, ένα πολύ αγαπημένο μου ποίημα: « Το όνειρο της Ελένης». Με τα δικά μου μέτρα είναι απ’ τα καλύτερα που έχει γράψει ο Μολέσκης. Και σ’ αυτό το συγκρατημένα τρυφερό κλίμα ευδοκιμεί ιδιαίτερα η πέννα του.

– Γιατί κλαίς, Ελένη;
– Κρέμασαν τα δώρα μου ψηλά και δεν τα φτάνω.
Το κουνελάκι έφερε τη σκάλα. Μα ήρθε ο κακός
και φοβήθηκα.
– Πώς ήταν ο κακός;
– Δεν τον είδα. Έκλεισα την πόρτα.
(Διάλογος της Ελένης με τη μάνα της )

Κοιμήσου. Ήρθε η μαύρη πεταλούδα
και μπήκε απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο,
άπλωσε τα βελούδινα φτερά της
και σκέπασε όλο τον κόσμο.
Ό,τι θέλει τώρα να υπάρξει
γράφεται με φως χρυσό,
στα ανοιχτά φτερά της…

Κοιμήσου. Όλα τα δώρα είναι δικά σου,
Όσο ψηλά κι αν τα κρεμάσουν θα τα φτάσεις,
μόνο μη φοβάσαι. Είμαστε όλοι μαζί σου.
Να, το κουνελάκι βγαίνει από την τρύπα του,
ο λύκος έρχεται απ’ το δάσος του,
η αλεπού κατεβαίνει από το φράχτη της,
ως κι εκείνο το πουλί, η καρακάξα,
που σ’ ενοχλούσε μες στο στόμα
όταν φυτρώνανε τα δόντια σου
πηδά απ’ το ξερό κλαδί της κι έρχεται…

όλα τα δώρα είναι δικά σου.
Μην κλαίς. Ανέβα τη σκάλα
κι όταν δεις τον κακό
κλείσε την πόρτα.
Το σπίτι και ο χρόνος, 1990

Είναι ένα εξαιρετικό ποίημα, γιατί μας παίρνει ίσαμε τις ρίζες της πρωταρχικής αθωότητας, πριν την έκπτωσή μας από τον παιδικό παράδεισο. Διανύουμε τη ζωή μας, ξοδεύοντας χρόνια σε ποικίλους περισπασμούς κι ανούσιες ρότες, για ν’ αυξηθεί μέσα μας ακόμα περισσότερο ο καημός της επιστροφής στον μαγικό κόσμο των πρώτων χρόνων…Όπου ξανασμίγει κανείς σε σφιχτή αγκαλιά με τη φύση, τα δέντρα και τα ζώα της…Όπου αγγίζεται για λίγο το αιώνιο και ξεχνιέται η θνητότητα. Γι’ αυτό μας σαγηνεύουν τα παραμύθια…Για τον ίδιο λόγο μας αρέσει κι η παρέα με τα μικρά παιδιά, επειδή νοιώθουν εκεί μέσα σαν στο σπίτι τους. Κι αν μας φωνάξουν κάποτε, πως κάτι τους στέκεται εμπόδιο, βρίσκουμε αφορμή να τρέξουμε σαν μεγάλα παιδιά να τα βοηθήσουμε. Να εξορκίσουμε τους φόβους των και να καθυστερήσουμε την έξοδό τους από την παραμυθένια φάση της ύπαρξης. Ο Γιώργος Μολέσκης ευτύχησε σε τούτο το ποίημα, να επενεργεί στη ψυχή του αναγνώστη ως εκτονωτική βαλβίδα. Παρόμοια με τη μικρή Ελένη ποθούμε να σηκώσει κι εμάς στα βελούδινα φτερά του ο ύπνος. Από κει και πέρα, όπως τόσο εύστοχα δηλώνει ο ποιητής:

Ό,τι θέλει τώρα να υπάρξει
γράφεται με φως χρυσό
στα ανοιχτά φτερά της…

Με «Το όνειρο της Ελένης», κλείνουμε δειγματολογικά ένα μεγάλο κεφάλαιο, όχι μόνο του πρώτου, αλλά και του Μολέσκη της μακράς ενδιάμεσης πορείας. Ήταν μια γόνιμη πορεία με θεματολογικό εύρος, συναισθηματικό βάθος και πλούτο βιωματικής ουσίας Υπήρξε μια αληθινή στράτευσή του στον μαγικό κόσμο της ποίησης, τον οποίο κι υπηρέτησε πιστά και χωρίς διακοπή. Φυλλομετρώντας τις σελίδες των βιβλίων του, δέχεσαι την ευχάριστη αύρα μιας κρυπτο-επικής καλλιτεχνικής ανάσας, που νοιώθει να της έπεσε ο κλήρος «ν’ απολιθώσει» σε λέξεις και στίχους την πάνσεπτη και διαχρονική του τόπου τοιχογραφία. Το αισθητικό αποτέλεσμα της ποιητικής αυτής ανθοφορίας προεικάζεται σ’ ένα βαθμό κι από το εύρος της προσπάθειας. Το αναγνωρίσιμα προσωπικό του ύφος είναι αδιάσπαστο κι αφήνει παντού την αμεσότητα και ζεστασιά της σφραγίδας του. Η έμπνευσή του αντλεί από φυσικά νερά κι από στρώματα, που του είναι γνωστά και οικεία. Oρισμένες φυσικά φορές δίνεται η εντύπωση, πως του ξεφεύγει μια επαρκέστερη μορφική πύκνωση. Αυτό όμως παρατηρείται συνήθως σε αυτοβιογραφικές ή τοποκεντρικές διαχύσεις, εν αντιθέσει με άλλες ποιοτικότερες επιτεύξεις, όπου εκρέει ένας αποσταγματικός και πολυσήμαντος λόγος…Ένας λόγος περασμένος τόσο έντονα από τις ψηλές θερμοκρασίες μιας δυνατής εμπνοής, που δύσκολα αφήνει περιθώριο να διαφανεί το σκαρί της τεχνικής του. Μια καλή γεύση τέτοιων στίχων πήραμε από τα ποιήματα, που σχολιάσαμε ήδη.

Προτού όμως παρακολουθήσουμε τον Γιώργο Μολέσκη και στις πιο πρόσφατες πνευματικές και καλλιτεχνικές του αναζητήσεις, δεν αντέχω ν’ αφήσω ασχολίαστο άλλο ένα πολύ καλό ποίημα, που φέρει τον τίτλο «Πρόσκαιρη βροχή», από τη συλλογή Το νερό της μνήμης,1998. Ας το δούμε λοιπόν καλύτερα:

Πρόσκαιρη βροχή

Είναι φιλιά που απόμειναν μοναδικά
χαμόγελα που δεν επαναλήφθηκαν.
Η μνήμη τους ένα αόριστο χάδι στα χείλη,
ήλιος που φώτισε για μια στιγμή
κι έπαψε να ζεσταίνει. Απόμειναν
σαν τα λουλούδια που αγγίξαμε περνώντας
με τα δάχτυλά μας κι ύστερα χάθηκαν…
Ξεχνιέται η γεύση, το άρωμα,
οι γραμμές των χειλιών, το χρώμα των ματιών…
Απομένουν μόνο
το πάρκο, το παγκάκι, γυμνά κλαδιά, κίτρινα φύλλα,
όψιμα φθινοπωρινά λουλούδια, δυο περαστικοί
κι οι χοντρές στάλες από μια πρόσκαιρη βροχή.

Αντέχει σε πολλαπλές αναγνώσεις ένα τέτοιο ποίημα. Η βασική στιχουργική γραμμή εκτυλίσσεται καίρια και επιγραμματικά, με εναλλασσόμενο ρυθμό και εικόνες, και μια προσέγγιση των πραγμάτων βαθιά ανθρώπινη και διαλεκτική. Εκπέμπεται μια υπόγεια ζωηφόρα αύρα, που μας κατακλύζει με την αλήθεια και τη δροσιά της…Όλα κυλάν και φεύγουν, όλα δεν μένουν ποτέ τα ίδια, εξόν απ’ τη μνήμη που τα ανακαλεί και τα φορτίζει με συγκινησιακή δύναμη.

Η ποιητική συλλογή Από το ελάχιστο, έκδοση 2001, σηματοδοτεί για τον Γιώργο Μολέσκη, κατά τη γνώμη μου, ένα νέο ποιητικό κεφάλαιο. Ευκρινέστερα πλέον και με επαρκές δείγμα, συστηματοποιεί έναν κύρια στοχαστικό λόγο κι αποστασιοποιείται σ’ ένα βαθμό από τα γνώριμα διακριτικά στοιχεία μιας κοινωνικής και αυτοβιογραφικής θεματικής. Αυτή μου η επισήμανση δεν έχει καταρχήν αξιολογικό χαρακτήρα, δίνει όμως τη μετατόπιση του κέντρου βάρους των πνευματικών και καλλιτεχνικών αναζητήσεων του ποιητή. Προσωπικά συμπαθώ περισσότερο τους ποιητικούς τρόπους του πρώτου Μολέσκη, γιατί βρίσκω εκεί κάτι αυθεντικότερο και συγκινησιακά δραστικότερο, που πραγματικά με συνεπαίρνει. Ανεξάρτητα όμως από αυτές τις διαπιστώσεις, βρίσκουμε πάντοτε εξαιρετικά ποιήματα σε κάθε δημιουργική του περίοδο. Όσον αφορά τώρα την αισθητική πλευρά του βιβλίου «Από το ελάχιστο», θα δοκιμάσω να βγάλω μερικά πιο συγκεκριμένα κριτικά συμπεράσματα:

Ο Γιώργος Μολέσκης κάνει σ’ αυτό μια μεγάλη αφαιρετική προσπάθεια, ανοίγοντας δρόμους προς τα πάνω και προς τα μέσα των ψυχοπνευματικών του οριζόντων. Σε λογοτεχνικό πεδίο, που μας ενδιαφέρει κυρίως, διεξάγει ενίοτε έναν αμφίρροπο αγώνα. Στις ογδόντα τόσες σελίδες της ποιητικής συλλογής, η έκβαση της αισθητικής αναμέτρησης κινείται σε ευρύ φάσμα της αξιολογικής κλίμακας. Στις ατυχέστερές του στιγμές η πλάστιγγα κλίνει προς τον άμεσο διαλεκτικό λογισμό, με δομές πειστικές μεν αλλά χωρίς ικανοποιητική συνειρμική δυναμική. Στις καλύτερές του πάλι επιτεύξεις ορθώνει ένα υποβλητικό ποιητικό λόγο γεμάτο αρμονία, ικανό ν’ αγγίξει και να διεγείρει τα έγκατα της ύπαρξής μας. Γενικά όλες οι στιχουργικές του ενότητες φαντάζουν ως μέρη μιας ενιαίας σύνθεσης, με κοινή λυρικο-επική υπόκρουση. Αυτό φυσικά που θα ενδιέφερε, στην προκείμενη περίπτωση τον αναγνώστη, είναι ο εντοπισμός κι η ανάδειξη υποδειγματικών πραγματώσεων του ποιητή…Μια ιχνηλάτηση κορυφώσεων του πρόσφατου έργου του, και όχι μια ανούσια γενίκευση εφ’όλης της ύλης. Από τις ευάριθμες αυτές αισθητικές επιδόσεις, καταθέτω και σχολιάζω με τη σειρά κάποια εξαίρετα δείγματα:

Ωριμότητα

Τώρα ξέρω καλά τί πλήρωσα για όλα.
Μήτε χρησμός μήτε παλάμη καθαρή και φύλλο λευκό,
όλα ήταν βουβά στην αδιέξοδή μου μέρα
και ό’τι χρεώθηκα αυξάνει διαρκώς την οφειλή μου.

Εδώ που όλα προμελετούνται και προδιαγράφονται,
ξόδεψα στα τυφλά τις τρεις ευχές της μοίρας μου
και τώρα σκάβω με τα χέρια για το μαγικό νερό,
καίω στον άνεμο του χρόνου την καρδιά μου.

Μόνο μου κέρδος η γνώση από την απώλεια
κι η λάμψη του χρυσού μέσα στη λάσπη.

Τέτοιοι στίχοι διαπερνούν όλους τους ιστούς της ύπαρξής μας, από τους πιο σωματικούς ως τους πνευματικότερους που διαθέτουμε. Ένα άρωμα σοφής ενατένισης της αινιγματικής καμπύλης του βίου, μεταπλάθεται παραστατικά και με υποβλητικότητα, διαχέοντας στη ψυχή μας την παράξενη αίσθηση της ματαιότητας και του πεπερασμένου των ανθρωπίνων. Αλλά μήπως δεν διανοίγονται ακόμα βαθύτεροι διαλογισμοί από τους ακόλουθους, άτιτλους στίχους ;

Κάποτε είναι μια λάμψη χρυσή πίσω από μαύρα σύννεφα
είτε πίσω απ΄ τον ορίζοντα που δεν τη βλέπεις
αλλά τη νιώθεις, μια μουσική πίσω απ’ τη σιωπή
που είναι έτοιμη να αποκαλυφθεί μα όλο φέγγει.
Αυτοί που ασκήθηκαν πολύ βλέπουν κι ακούνε-
είτε έτσι νομίζουν.
Σιγά-σιγά όλα απολιθώνονται μέσα μου
όπως μέσα στα επίπεδα των πετρωμάτων
είτε όπως στις κυκλικές ραβδώσεις γέρικων κορμών
διαστρωματώνεται ο χρόνος.

Όλα είναι εκεί κι αν ασκηθείς πολύ
ίσως και κάτι να μπορέσεις να διαβάσεις.
Με λίγη τρέλα ίσως και να ξαναζήσεις κάτι ακόμη.

Τώρα είμαι βέβαιος πια, ότι ο Γιώργος Μολέσκης, παρά τις αισθητικές διακυμάνσεις του σύνολου έργου του, έχει δώσει ποιητικές καταθέσεις από τις γνησιότερες και αυθεντικότερες της ποίησής μας. Σηκώνοντας το βλέμμα πάνω από τη μακρά λογοτεχνική διαδρομή του, βρίσκεται κανείς αντιμέτωπος με την πανοραμική θέα μιας πλούσιας δημιουργίας. Κλείνω τον σχολιασμό αυτού του βιβλίου μ’ ένα επίσης πολύ αξιόλογο ποίημα, που φέρει τον τίτλο «Είμαι κερί»:

Είμαι κερί.
Μ’ άναψε μια στιγμή
το πάθος του έρωτα
που παρεμβλήθηκε στο χρόνο,
με θρέφει και με εξαντλεί
ο άνεμος της ζωής.

Καίγομαι και φωτίζω,
καίγομαι και εξαντλούμαι
καθημερινά προχωρώντας στο σκοτάδι
που όλο μετατοπίζεται
και δεν εξαντλείται.

Μα πού πηγαίνει αυτή η αύρα;
Πού επενδύεται;
Το καθημερινό τι θα απογίνει;
Και είναι τούτο αρκετό;

Τα αιώνια και αναπάντητα ερωτηματικά της τελευταίας στροφής, μας καθηλώνουν και μας συγκλονίζουν. Η ύπαρξή μας εξαντλείται ολοένα και μεταβολίζεται σ’ επίμονη φλόγα, που ανοίγει με κόπο φωτεινό δρόμο μές στο σκοτάδι. Κι αν «είναι τούτο αρκετό», όπως απορητικά υποβάλλεται στον τελευταίο στίχο, θα παραμείνει ένα αγωνιώδες υπαρξιακό ερώτημα. Το σίγουρο όμως είναι, ότι το λυρικό απόσταγμα που κερδίσαμε ήταν αρκετό, αφού ο Γιώργος Μολέσκης κατάφερε «από το ελάχιστο» να μας δώσει πολλές φορές το μέγιστο σε ποίηση.