Ο ποιητής Παναγιώτης Νικολα’ί’δης

Παρουσίαση του βιβλίου Η ΝΥΦΗ ΤΟΥ ΙΟΥΛΗ, του Παναγιώτη Νικολα’ί’δη

Προτού προχωρήσω σε ό,τι αποσταγματικά εισέπραξα από την ανάγνωση αυτού του ποιητικού βιβλίου, θεωρώ πολύ χρήσιμο, να σας κάνω κοινωνούς δυο μόνο διαφωτιστικών αυτο-σχολίων του ποιητή για το ίδιο το έργο του. Συμβάλλουν τα μέγιστα στην πληρέστερη ερμηνευτική κατανόηση, αλλά και στην ορθή πρόσληψη των αισθητικών τρόπων του.  Σημειώνει λοιπόν κάπου:

  1. Η νύφη του Ιούλη είναι για μένα η Αργυρώ-άτομο, η Αμμόχωστος-πόλη, η Κύπρος-χώρα. Έτσι διαπερνά συμβολικά, κάθετα και οριζόντια όλα τα επίπεδα από το ατομικό στο συλλογικό και αντίστροφα.
  2. Νομίζω ότι στη συλλογή αυτή, αλλά και στα υπόλοιπα βιβλία μου υπάρχει έντονη μια διακειμενικότητα, ένας δημιουργικός διάλογος με το παρελθόν. Έτσι βασικό, επίσης, συστατικό τόσο της Παραλογής όσο και της παρούσας συλλογής είναι το εξωλογικό στοιχείο, το οποίο προέρχεται κυρίως από το Δημοτικό Τραγούδι, που εγώ θεωρώ αισθητική κιβωτό. Σου θυμίζω π.χ. τα πουλιά που σταματούν στον αέρα, το πουλί που καθώς φεύγουμε από το Μπελαπάις, δεν λαλεί, αλλά μας κοιτά περίεργα, η λεμονιά που μιλά και αποτελεί την αποστομωτική και σε κυπριακή διάλεκτο απάντηση του τόπου στην αποικιακή λεμονιά του Ντάρελ (Bitterlemons) κ.ά.

Στο προκείμενο τώρα:  Η πρώτη μου εντύπωση από την ποιητική πορεία του Παναγιώτη Νικολα’ί’δη ήταν ανεπιφύλακτα θετική, τουλάχιστον όσον αφορούσε την τεχνική αρτιότητα και τον  έλεγχο των εκφραστικών του μέσων. Η λεγόμενη οικονομία της γλώσσας εύρισκε εδώ επιτυχή πραγμάτωση, στα ολιγόστιχα μεν, αλλά εντυπωσιακά στη λιτότητα και πυκνότητα ποιητικά του ολοκληρώματα. Επρόκειτο – έτσι το εισέπραττα– για ένα δημιουργό εν πλήρει επιγνώσει των  αισθητικών κανόνων της τέχνης του λόγου – και συγκεκριμένα της ποίησης. Από την πρώτη του κι όλας εκδοτική εμφάνιση, με το βιβλίο  Σαν Ίαμβος Καθρέφτης, ξεχωρίζει με τις προαναφερθείσες αρετές- και παίρνει το Κρατικό Βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου Λογοτέχνη. Από εκεί και πέρα η ανέλιξή του είναι κλιμακωτά ανοδική, όπως ανοδική διαγράφηκε κι η ανέλιξή του στον κριτικό- δοκιμιακό λόγο.

Απέναντι στη συνεχή και πολύμορφη αυτή κατάθεση, η αξιολογική στάση μου- που συγκυριακά δεν έτυχε να βγει γραπτώς προς τα έξω – στην μεν δοκιμιακή του επίδοση ήταν καταληκτικά υπερ-θετική – στην δε ποίησή του  κρατούσα ανεξήγητα μια απροσδιόριστη αναμονή…Έβλεπα στα τόσο προικισμένα λυρικά του πετάγματα ένα είδος απέριττης καλλιτεχνικής άσκησης, μη όντας βέβαιος  αν εκεί θα τέλειωνε η προσπάθειά του,  ή αν επρόκειτο για ευοίωνη προετοιμασία για μια ποιητική κατάκτηση μεγαλύτερης εμβέλειας και  εκτοπίσματος. Για την ακρίβεια, οι κατά καιρούς ποιητικές εμφανίσεις του, ολοένα πιο ενδιαφέρουσες και διαφορετικές, μου υπέβαλλαν τη διάθεση μιας πολλά υποσχόμενης αναμονής… Διάβαζα κι απολάμβανα στίχους και ποιήματα εξαιρετικής πυκνότητας και συνειρμικής δυναμικής…Χαιρόμουν τη λεπτότητα και τρυφερότητα- ιδιαίτερα όπου παρείσφρυε με επιτυχία το διαλεκτικό στοιχείο… Και απαντούσα μέσα μου, ναι, ο ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΝΙΚΟΛΑ’Ι’ΔΗΣ στα ποιητικά του δημιουργήματα είναι κατά κανόνα άρτιος κι αγγίζει καίρια τον αναγνώστη του – μα ίσως δεν του δόθηκε ακόμα η χάρη (ή κι ευκαιρία),  να απευθυνθεί στο αναγνωστικό κοινό με συγκινησιακά φορτία συλλογικότερα αναγνωρίσιμα… Συγκινησιακά τουτέστιν φορτία, ικανά να εκτινάξουν τον στίχο  του πολύ πέρα από τον συναισθηματικά περίκλειστο ιδιωτικό χώρο,
όπου αναλώνεται- σαν μουσική δωματίου- μεγάλο μέρος της σύγχρονης ποιητικής παραγωγής…

Και να τώρα που μάς έρχεται, ξαφνικά φέτος, το νέο βιβλίο του, Η Νύφη του Ιούλη, μια δυνατή κι ολοκληρωμένη στην παν-οπτική της θέαση ποίηση, ικανή να τοποθετήσει τον ποιητή στους  πιο λεπταίσθητους και ποιοτικότερους καταγραφείς της πρόσφατης – χαίνουσας ακόμα – εθνικής περιπέτειας.

Αφήνω όμως τώρα κατά μέρος τη γενικόλογη θεωρητική προσέγγιση και βάζω τα δάκτυλα – τις αισθήσεις καλύτερα- επί των τύπων των ήλων μιας σύνθετης  Ποιητικής. Γιατί όσο κι αν πρόκειται κατά κανόνα για σχετικά ολιγόστιχα ποιήματα, υποβαστάζονται δομικά και ανελίσσονται με αρμονικές διακυμάνσεις ρυθμού και συνειρμικής δυναμικής-  εκλύοντας μ’ αυτό τον τρόπο αισθητικό κραδασμό, ικανό βαθιά να μας συγκινήσει . Ο ποιητής τής Νύφης του Ιούλη, με ιερατικό βάδισμα κι εκτεταμένο στον ιστορικό χρόνο βλέμμα, κινείται σ’ ένα παλίμψηστο και μυθοποιημένο σχεδόν χώρο. «Μ’ανοιχτά και ξάγρυπνα» τα μάτια της ψυχής του, προσφέρει στον επαρκή αναγνώστη ένα πυκνό κι εναλλασσόμενης έντασης ποιητικό λόγο. Τα εξαίρετα δημιουργήματά του ποτέ δεν είναι μια εύηχη περιγραφή, ποτέ δεν είναι εξεζητημένες λεκτικές συμπύκνωσεις – και κατ’ ουδένα λόγο αυτάρεσκα  στοχαστικός μονόλογος.

Με το εναρκτήριους ήδη στίχους ανοίγεται κι ο προ-θάλαμος, θα έλεγα, του εξαίρετου τούτου Οδοιπορικού, με το πρώτο μιας σειράς ποιημάτων, που έχουν το εξής κοινό γνώρισμα: Την ποιητική κατάθεση τραυματικών αποτυπωμάτων της  αδιαμόρφωτης εν πολλοίς παιδικής ψυχής του ποιητή, κάτι που εκφράζεται επανειλημμένα λιτούς- σχεδόν επικούς στίχους στην Κυπριακή ντοπολαλιά:

Μες στον πόλεμον
η μάνα μου εβάσταν με σφιχτά
μες στ’ αγκάλια της τζι εβούραν.

Με λιτό βηματισμό περιγράφει στη συνέχεια την επιστροφή τού πατέρα από τον  πόλεμο- σε μια Φρο’υ’δικού κλίματος  υποδοχή από το ίδιο το παιδί του, καθώς περίεργα διαβάζουμε:

 Εθώρουν, λαλεί η μάνα μου,
μες στα μμάθκια του
τον φονιάν,
τζι έκλαια.

Η Κυπριακή ιδιωματική γλώσσα ευτυχεί ποιητικά κάτω απ’ τη λεπταίσθητη πένα του, που τις δίνει έτσι τη δυνατότητα να εκφράσει με δύναμη και ευαισθησία καταστάσεις και βιώματα πέραν του λα’ι’κού, ηθογραφικού χώρου. Συνεχίζει έτσι- και προσθέτει  επάξια στην καταξιωμένη κληρονομιά των σπουδαίων προπατόρων του είδους, από τον λυρικο-επικό ΒΑΣΙΛΗ ΜΙΧΑΗΛΊΔΗ- μέχρι τον καθαρά λυρικό ΔΗΜΗΤΡΗ ΛΙΠΕΡΤΗ, και άλλους νεότερους… Ο ποιητής καταφεύγει συχνά στη λα’ι’κή γλώσσα, θέλοντας να προσδώσει στον λόγο του ξεχωριστή αμεσότητα και παραστατική δύναμη.

Τον βλέπουμε στη συνέχεια να περιφέρεται στην κατεχόμενη του πατρίδα ως συνεπαρμένος κι αλαφρο’ί’σκιωτος περιπατητής, πατώντας όμως, όχι « την ολόμαυρη ράχη» της, αλλά ένα τόπο ακόμα χλωρό, άσβεστης μνήμης…Δομεί έτσι με μαεστρία το ψυχογραφικό και ιστορικό φόντο, μέσα από το οποίο θα προβάλουν ως μορφές σε εικονοστάσι, οι σημερινές θρυμματισμένες εικόνες της ακόμα καλά αναγνωρίσιμης πάτριας γης του.

Σύννεφο παρατεταμένης σκόνης
σαν γάζα
σκέπασε την πληγή στο βουνό-
κι ύστερα περιτύλιξε τρυφερά
τη μοιρασμένη πόλη.

 Όπως αναφέραμε στη αρχή, ο ποιητής μας είναι στη στιχουργική δομή συνθετικός, υπό την έννοια της αρμονικής ενορχήστρωσης
του αφηγηματικού με το λυρικό, του περιγραφικού με το δραματικό – και με κορωνίδα τον καταληκτικά πυκνό και πολύσημο λόγο. Ακούστε τον:

 Από την τρύπα βλέπω ένα παιδί,
κάθεται μόνο σ’ ένα κλαδί
κουνώντας ρυθμικά τα πόδια του
πέρα δώθε
στο χάος.

 Σε τέτοιες εκφραστικές στιγμές, οι αισθητικοί κραδασμοί επισυμβαίνουν με μοναδική ευστοχία και χωρίς αναφομοίωτο λεκτικό υπόλοιπο- ώστε ο αναγνώστης να μη σταματά πια σε κανένα λογικό νόημα, αλλά ν’ αφήνεται απερίσπαστος  να κολυμπά ευδαιμονικά στα  νερά ενός απέριττα μορφοποιημένου ποιητικού λόγου… Γιατί ακριβώς σ’ αυτό πρέπει πάντοτε να κατατείνει, στις κορυφαίες της  πραγματώσεις, η καλή ποίηση: Να υποβάλλει– και όχι να ονομάζει τα μεγάλα και υψηλά…Να προκαλεί – και όχι να περιγράφει τη ψυχική ανάταση… Κι αυτό επιτυγχάνεται ρίχνοντας την κατάλληλη σπίθα- εικόνα, μεταφορά ή ρυθμική νότα- που θα ενεργοποιήσει το λανθάνον εμπειρικό απόθεμα μέσα μας…Κι ας είναι τούτο το απόθεμα στον καθένα μας τόσο διαφορετικό, κι ας  κατευθύνει την κάθε ψυχή στον δικό της συναισθηματικό δρόμο… Δεν παραβλέπει κανείς εύκολα στίχους σαν τους ακόλουθους:

 Από τη λέξη στο χέρι λοιπόν
κι από το χέρι στο μυαλό.
Λες και γυρίζει ανάστροφα
κάποιος το κλειδί
στον αυχένα του χρόνου.

Μίλησα μέχρι τώρα περισσότερο για την αισθητική ιδιομορφία και τους ποιητικούς τρόπους του Παναγιώτη Νικολα’ί’δη, αφήνοντας  σκόπιμα σε δεύτερο πλάνο το υλικό φόντο, που αιμοδοτεί καταλυτικά τη συνθετική αυτή
δημιουργία. Και είναι τούτο το φόντο ένα εξαγιασμένο
στη συνείδηση εικονοστάσι  γνώριμων  τόπων, θεμελιωμένων σε στέρεα επιστρώματα  μνήμης. Μέσα από στίχους γεμάτους ευαισθησία, δίνεται σε αρκετά ποιήματα μια εν αγωνία συντελούμενη Οδοιπορία, επώδυνα συντελούμενη μετά από πολύχρονο βίαιο χωρισμό:

 Έτσι συμβαίνει.
Η ζωή συνεχίζει να μας σπρώχνει μπροστά.
Ένα πουλί ωστόσο
μας κοιτά καθώς φεύγουμε,
περίεργα.

Οι συνειρμοί που αναπτύσσονται κατακλύζουν ανεπαίσθητα τον αναγνώστη , αφού ο ποιητής με την τέχνη του επιτυγχάνει να μας ξαφνιάσει, υποβάλλοντας  αλυσιδωτά ερωτήματα: Τί κατάλαβε το πουλί, που κοιτάζει το φευγιό μας περίεργα; Μήπως ένιωσε από ένστικτο την ιδιαιτερότητα της συγκεκριμένης παρουσίας – αναγνωρίζοντας στο βλέμμα των επισκεπτών όχι συνηθισμένους περιηγητές, αλλά συγκινημένους προσκυνητές της εσταυρωμένης πατρίδας!  Ό,τι και να συμβαίνει, ο ποιητής πέτυχε και με το παραπάνω τον στόχο του, να υπερβαίνει το κυριολεκτικά λεγόμενο – ανοίγοντας αθόρυβα  χώρους στοχαστικού και συναισθηματικού βάθους.

Στο ποίημα με τον ελληνικό αριθμό η’, ανοίγεται, σαρκαστικά και με θεατρική  παραστατικότητα, το σκηνικό μιας μεταλλαγμένης Κερύνειας, όπου ο ποιητής- δίκην ψυχρού αγγελιαφόρου- επαναδιατυπώνει με τραγικούς στίχους το γεγονός της συμφοράς:

Κυρίες και κύριοι
την παρούσα επιστολή
την υπαγορεύω εν μέσω βροχής.
Οι στάχτες που αιωρούνται
θυμίζουν άλλη εποχή
αλλά θα το ξεχάσουμε.
Κι αυτό γιατί
η αγαπημένη θάλασσα της Κερύνειας
χτυπά με δύναμη τον κερατοειδή
ζαρώνοντας όλες τις γωνιές των σελίδων.

 Ζαρώνοντας φυσικά και την επανάπαυση κι αδιαφορία κάθε εν εγρηγόρσει συνείδησης, που δεν αποδέχεται να βλέπει γκρεμισμένα τα πρότυπα του δικαίου και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.  Οδυνηρή η βίωση μιας τέτοιας αβάσταχτης πραγματικότητας, όπως ασήκωτο και το βάρος των λέξεων, όπου παρηγορητικά καταφεύγει, για να την απαλύνει την οδύνη με εμπνευσμένο ποιητικός λόγο.

Για να τεμαχίσω τον πόνο σε δόσεις
μασώ ένα μήλο
και κρύβομαι σ’ αυτό το μπλε.
Γίνομαι πάλι ένα μικρό ψάρι
μέσα στον ωκεανό
των λέξεων.

 Το Οδοιπορικό  του Παναγιώτη Νικολα’ί’δη  είναι προσωπικά  επώδυνο- αλλά και καλλιτεχνικά δυσχερές κι ανηφορικό:  Κι αυτό γιατί η  μετάπλαση των αισθημάτων σε λόγο ποιητικό απαιτεί τρομερή συσπείρωση δυνάμεων ψυχο-πνευματικών, που κυριολεκτικά ματώνουν κάθε επαρκή κι ευσυνείδητο δημιουργό. Ως  πνευματικός  Οιδίπους επί Κολωνώ, οδεύει ο ποιητής στους δρόμους και χώρους του ιστορικού μαρτυρίου, εκστομίζοντας τραγικούς στίχους, που καρφώνουνται επάνω στον αναγνώστη- και τον δυσκολεύουν να προχωρήσει εναμπόδιστα παρακάτω. Ακούστε τον:

Διάστικτοι από ξένη σήμανση
προχωράμε όπως αισθάνεται κανείς
όταν πιαστεί σε ιστό αράχνης.
Γι’ αυτό στηρίζουμε το τοπίο
με ασπίδες ηχηρές:
Γαλάτεια
Γιαλούσα
Κώμα του Γιαλού…

Αυτές οι ηχηρές ασπίδες – τόποι και τοπονύμια αρχέγονα και  διαχρονικά – είναι η μικρή πικρή πατρίδα, χωρίς αρχή και τέλος, στη συλλογική μνήμη ριζωμένη βαθιά. Γι’ αυτό κι ο Οδοιπόρος ποιητής τα  καταγράφει με ψυχική και καλλιτεχνική ένταση, καθώς το δηλώνει  αφοπλιστικά με δυο απλούς στίχους:

Σαν δέμα ματωμένο
φτάσαμε τελικά στο Ριζοκάρπασο.

 Στη χερσόνησο της Καρπασίας, παρότι το λυρικο-δραματικό στοιχείο εξακολουθεί να κτυπά κόκκινο, η αισθητηριακές κεραίες υπόκεινται στον λεπταίσθητο κραδασμό της καθαυτό φυσικής ομορφιάς, αφήνοντας αβίαστα ν’ αναβρύσουν δροσεροί στην αυθεντικότητά τους στίχοι, όπως οι ακόλουθοι:

Μακριά το φίδι
στην εξορία του πλίνθου ζεσταίνεται
κι αυτό το μπλε που ανακηρύσσεται κάθετα
λυγίζει την όραση τρεις φορές.

 Η περιοδεία τού ποιητή στο κατεχόμενο κομμάτι της πατρίδας του, αφήνει ως είναι φυσικό και σύντομα ανοίγματα σε κάποια χαλάρωση, με «το στήθος που γέμισε πέτρες», κατά την έκφρασή του, να γεμίζει ευχάριστα με ζωογόνο αέρα…Κάτι τέτοιο προσέχουμε σε σταθμό που κάνει στο  γραφικό Μπογάζι – όπου «στην αναμνηστική φωτογραφία, τα μακριά μαλλιά της Σταυρούλας», καθώς γράφει, του φαίνεται ως να μπλέκονται στο φως.

Ραψωδεί όμως αδιάκοπα, από τόπο σε τόπο, ο στοχαστικά συγκινημένος Παναγιώτης Νικολα’ί’δης, ιδιαίτερη κάνοντας μνεία στην κατεχόμενη Αμμόχωστο, της οποίας οι ιστορικές περιπέτειες δεν έχουν τελειωμό. Μ’ εξαίρετους καταληκτικούς  στίχους απευθύνεται στην αξιολάτρευτη πόλη, εκφράζοντας με πρωτοτυπία και ένταση την αδυναμία του να της προσφέρει τη φυσική, ζεστή αγκαλιά του:

Μα πώς μπορώ μ’ ένα βλέμμα κόρη
να σ’ αγκαλιάσω;
Αγαπημένη

αυτό το ποίημα είναι νάρθηκας
για τα σπασμένα μου
δάχτυλα.

 Το βιβλίο τελικά  Η ΝΥΦΗ ΤΟΥ ΙΟΥΛΗ,  του Παναγιώτη Νικολα’ί’δη,  είναι αναμφισβήτητα μια άρτια ποιητική κατάθεση. Αφού έδωσε τα προηγούμενα χρόνια, σε αριθμό και ποιότητα, εξαίρετα και πολύμορφα από κάθε άποψη ποιητικά βιβλία, με το Οδοιπορικό του στα κατεχόμενα, του δόθηκε τελικά κι η χάρη, να μας δώσει μια πιο ολοκληρωμένη συνθετική δημιουργία. Σ’ αυτή την αξιοπρόσεκτη  επίδοση, τον οδήγησε σίγουρα η επαρκής καλλιτεχνική αρματωσιά- αλλά και το αποθησαύρισμα σοφίας στη θέαση και πρόσληψη των συμβάντων. Αυτό φανερώνουν εξάλλου και τα τελευταία κομμάτια, με τα οποία αποσταγματικά κλείνει το ποιητικό του βιβλίο….Σας διαβάζω μερικούς, αισθητικά υπερ-άξιους στίχους:

 Θεέ μου,
δίδαξέ με ν’ αποβάλω το δέρμα.
Είμαι μονάχα ένα σώμα
που γράφει με το χέρι το ανεπίδοτο
σαν στρεβλωμένος
παφλασμός
από φως.

 

Όπως εύκολα συνάγεται από τέτοιες ποιητικές πραγματώσεις, ο ποιητής υπερβαίνει πλέον τα κατά κόσμον συντελούμενα- εκφέροντας επιφωνηματικά ένα λόγο ουσιαστικά   οικουμενικότερο.

 

 

 

 

 

 


   

 

 

 

Ποίηση Διαδίκτυο Ανδρέας Πετρίδης


 ΑΝΔΡΕΑ ΠΕΤΡΙΔΗ


Διαδικτυακές Συν- πυκνώσεις( ανέκδοτα )
    Έμμετρα και Άλλα Τινά …

< ΤΟ ΣΚΙΕΡΟ ΒΑΘΟΣ >

Αχλύ στο φόντο κίτρινη- γαλαζωπή,

το «ραγισμένο ηλιόγερμα» στοιχειώνει,

καθώς διαβάτης ήρεμα μονολογεί:

Την πίσω όψη των πραγμάτων προτιμώ,

το σκιερό τους και μυστήριο βάθος…

το μαύρο, πού’ ναι απίθανα σεμνό

και μόνο περιγράμματα διαγράφει,

που μοιάζουν καταφύγια των ψυχών!

 

 < Η ΦΥΣΗ ΜΑΣ …>

Με ρίζες να τρυπούν τη γη

και κλώνους προς τα ύψη,

με δέντρα μοιάζουμε όλοι –

στην πρόθεση αειθαλείς,

μα φύσει φυλλοβόλοι …

 

< ME ΒΑΡΥ ΜΕΛΑΝΙ… >

Λίμνες- καθρέφτες είδωλα κρατάνε,

πράγματα που ποτέ δεν μένουν τα ίδια-

ούτε καν πρόσωπα όταν κοιτάνε

της επιφάνειας τ’ ακύμαντα ριπίδια…

Αλλάζουν όλα διάθεση αυγή ή δείλι,

τα βήματά τους δεν αφήνουν χνάρι…

Μονάχα οι Άγρυπνοι στο μεσονύχτι

σ’ άσπρο χαρτί και με χλωμό λυχνάρι,

καρφώνουν στίχους με βαρύ μελάνι..!

 

< ΑΕΝΝΑΗ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ >

Σαν μεθυσμένο τρωκτικό συνέχεια σκάβω

για λίγη σκόνη- έστω αργυρή μου φτάνει…

Κρατήσου άστρο μου, κάπου κοντά τη ψαύω-

η μνήμη ας δυναμώσει το πυρό τρυπάνι!

 

< ΕΜΠΥΡΕΤΟ >

Ωχρό φως επλημμύρισε γη κι ουρανό,

με γύρη γονιμοποιεί τη στείρα σκέψη –

κι όταν σε λίγο ο οίστρος θα θεριέψει,

θα στάζει πάνω στο χαρτί αίμα ζεστό…

Κι εσύ που τη γραμμή τού ήλιου επήρες,

γνωρίζεις πως η αυγή δεν θ’ ανατείλει

αν δε διαβείς καρτερικός το δείλι…

 

< ΕΥΛΟΓΙΑ ΒΡΟΧΗΣ >

Πέφτει μια πράσινη πυκνή βροχή

μέσα στο ξάγναντο εσπέριας ώρας,

σαν ευλογία σαν βάφτιση αντηχεί,

κάτι σαν γεύση σπάνιας οπώρας !

 

< H ΕΜΠΝΕΥΣΗ >

Η έμπνευση από μια μνήμη ξεκινά,

τ’ ακύμαντά της τα νερά ταράζει

εικόνα-βότσαλο που έπεσε ξάφνου…

Κύκλους βλέπεις ν’ ανοίγουνε,

των βιωμάτων ο βυθός φεγγιάζει,

κι αλάργα οι λέξεις σαν πουλιά

ακόμα αόρατες κτυπούν φτερούγες…

Μη βιάζεσαι- έχεις ανάγκη τη σιωπή,

τη φλογερή διάθεση έχεις ανάγκη,

οι λέξεις να καθήσουν στο χαρτί

κάποια στιγμή σοφή κι ευλογημένη.

 

< ΦΥΣΗ ΑΝΤΙΡΡΟΠΗ >

Λεπίδι της αυγής το πρώτο φως,

το νύχτιο πέπλο διαμιάς ξεσχίζει –

είναι του βίου μας νόμος κρυφός,

μια φύση αντίρροπη να μας ορίζει…

 

< Η ΔΥΝΑΜΗ ΤΩΝ ΛΕΞΕΩΝ >

Οι λέξεις λεν αυτό που λένε

μ’ αν τις υγράνει καυτό δάκρυ,

ακούς κρυφά να σιγοκλαίνε

στης μνήμης μας την άκρη…

 

Οι λέξεις τούτες πριν εκλείψει

του οίστρου το έμπυρο αγκάθι –

μ’ άσπρα φτερά πάνε στα ύψη,

και με πανιά τραβούν στα βάθη…

 

< Η ΤΟΥ ΝΟΤΟΥ ΕΥΚΡΑΣΙΑ… >

Βράχοι ακτοφύλακες – σηματωροί,

σε βαθυγάλαζα πελάγη βλοσυροί…

Τα χρώματα να λεν της Εσπερίας

δεν είναι της δικής μας ευκρασίας,

που όταν εκεί φυσομανά τ’ αγιάζι,

στον ουρανό μας Πήγασος καλπάζει…

 

< ΣΙΓΗ ΣΑΝ ΠΕΣΕΙ… >

Σιγή σαν πέσει στ’ άπνοο δείλι

με τ’ αλμυρό του νόστου δάκρυ,

αηδονούν στης χλόης την άκρη

τα εύλαλα των Όντων χείλη!

 

< ΤΑ ΛΙΤΑ ΜΑΣ ΧΡΩΜΑΤΑ >

Πυκνά φυλλώματα σε φως χρυσίζον

πάνω από λίμνες, με νερό στο γκρίζο…

Τόση αφθονία- του Βορρά καμώματα,

μα εμείς κρατάμε τα λιτά μας χρώματα.

 

< ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ >

Ο λόγος στις καλές του ισορροπεί

σαν δάσος με πυκνά και ξάγναντα,

φορές ανοίγοντας βήμα ταχύ

και άλλες με σφιγμένο ανάσασμα –

ώσπου από μόχθο καθαρό ή τύχη

μπορεί και τούτο ξάφνου να συμβεί:

ν’ ανθίσουν απ’ τον λόγο οι στίχοι!

 

< ΙΣΟΡΡΟΠΟΥΝ… >

Ισορροπούνε κάποτε σε θάλασσα κι αιθέρα,

με αδρανή βαρύτητα, όγκοι και σχήματα –

ελεύθερα απ’ το παχύ του χρόνου στρώμα,

ίδια ψυχή που απόβαλε βαριά της κρίματα…

Και όλα τότε φαίνονται – αργά μέρα τη μέρα-

σαν νόμο αυστηρό ν’ ακολουθούν με πίστη,

μια να τραβάνε στα ψηλά και μια στο χώμα…

 

< ΦΘΙΝΟΠΩΡΙΝΟ >

Ώρα φθινοπωριάτικη – βαρύθυμη ώρα,

μ’ ένα φαιό ψηφιδωτό ντύνει το σώμα.

Μα τις ψυχές ποιός θα τις ντύσει τώρα,

που σαν πουλιά δεν κούρνιασαν ακόμα!

 

< ΑΝΩΤΕΡΑ ΔΥΝΑΜΗ >

Μέσ’ από σύννεφο βαρύ πλησιάζεις,

μέσ’ από αύρα νεφική αναδύεσαι…

Κι αν είσαι αλήθεια μη Θεός, μ’ απλά

με νόμο φυσικό πιότερο μοιάζεις –

αφού δεν σώνεσαι, δεν εξαντλείσαι,

η Δύναμη πάνω από εμέ, ας Είσαι…

 

< ΕΓΚΡΑΤΕΙΑ >

Είναι φορές που η βροχή πέφτει σαν μάννα

από τον ουρανό πολύ συνηθισμένης μέρας…

Παλάμη απλώνεις μιας στιγμής ευλογημένης

κι ευδαιμονείς δίχως μεγάλα να προσμένεις !

 

10 + 2  Φωτο-Βολές

 < ΒΙΒΛΙΚΟ ΞΗΜΕΡΩΜΑ >

Χλόη φωτός λυτρωτικά σκεπάζει

το αυγινό ανάγλυφο της οικουμένης.

Δεν παίζει αυλός-μηδέ αμνός βελάζει,

μόνο η αχλύ διάχυτη της ειμαρμένης.

 

< Ο ΗΛΙΟΣ ΣΤΗ ΔΥΣΗ ΤΟΥ…>

Μας παίρνει όλα τα χρώματα,

στο μαύρο να μας δοκιμάσει –

να κρίνει πριν τα ξημερώματα

πώς θα ξαναμοιράσει …

 

< ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΡΕΙ >

Το λοίσθιο φως με σκιές σαν ζευγαρώνει,

τα σχήματα ζωής πιο καθαρά προβάλλει :

κόρη που αντίπερα το χέρι της απλώνει,

στιγμή του τώρα… και αύριο θάν’ άλλη…

 

< ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΜΕΡΑΣ >

Κάποια στιγμή του δειλινού

ήλιος και χρώμα κάνουν πίσω.

Ρωτά η καρδιά κρυφά τον νου:

”Τί απ’ τη μέρα να κρατήσω;»

 

< ΑΘΡΟΙΣΤΙΚΑ ΣΤΟ ΦΩΣ >

Στης Τέχνης τον καυτό κρατήρα

είναι η ψυχή σου πτερωτός ικέτης –

στ’ άχρονο φως σού’ ταξε η μοίρα

και συ το φως σου να προσθέτεις.

 

< ΠΑΝΣΕΛΗΝΟΣ ΝΙΚΗ >

Σε νύχτας αυγουστιάτικης τον θόλο

φεγγάρι πάμφωτο μόλις ανέβει,

με το χρυσάφι του αρματώνει στόλο

και καταναυμαχεί τα ερέβη !

 

< ΣΤΟΥ ΔΑΣΟΥΣ ΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ >

Όταν το φως πέφτει στα δέντρα σαν βροχή,

αυλαία μνήμης μακρινής εντός σου ανοίγει-

στου δάσους μέσα την καρδιά τότε αντηχεί

μέλος θεσπέσιας μουσικής μ’ άρρητα ρίγη !

 

< ΤΟ ΘΑΥΜΑ ΝΑ ΘΩΡΕΙ… >

Κάποτε πέφτει του φωτός βροχή

στα σκιερά του δάσους μονοπάτια-

να βόσκει των πλασμάτων η ψυχή,

το θαύμα να θωρεί με άλλα μάτια !

 

< ΦΩΤΟΠΗΜΜΥΡΑ >

Αίφνης πλημμύρα φωτερή

στα συννεφομαζώματα,

τη μαύρη τρύπα ν’ αναιρεί

με του φωτός τα χρώματα.

 

< ΛΥΤΡΩΤΙΚΟ >

Κρουνό φωτός διάπλατα ανοίγει

ο ουρανός, ξάγναντο να φωτίσει…

Ν’ αφήσουν οι ψυχές ένοχα ρίγη,

μ’ άχραντο ρούχο να τις ντύσει.

 

< ΣΚΟΤΕΙΝΟ ΠΕΡΑΣΜΑ >

Πικρό πουλί, που λίγο φως και χρώμα

να ρίξεις προσπαθείς μές στην καρδιά-

το ράμφος σου τρυπά σκοτάδι ακόμα

κι είναι η ψυχή σου μές στη συννεφιά…

 

< ΑΓΩΝΙΑ ΟΔΟΙΠΟΡΟΥ>

Κι αυτός που ακόμα οδοιπορεί

προς το χλωμό λυκόφως,

ν’ αφήσει χνάρια αδημονεί

προτού πυκνώσει ο ζόφος !

 

< ΤΗΝ ΑΛΩ ΑΥΓΑΖΟΝΤΑΣ… >

Ήλιος μέσα απ’ το σύννεφο σκορπά

με δίκαιη μοιρασιά το φως του –

μισό ψηλά κι άλλο μισό στα χαμηλά,

την άλω αυγάζοντας του Αγνώστου.

 

< ΙΑΜΑΤΙΚΟ ΤΗΣ ΘΛΙΨΗΣ >

Ένανθος κάμπος ξεδιπλώνει

στον ήλιο απέραντο χαλί –

με φως και κόκκινη ανεμώνη,

τη θλίψη να τοξοβολεί…

 

< ΔΥΟ ΚΥΚΝΟΙ >

Σμίγοντας τ’ άσπιλο λευκό τους,

από την έκταση αφαιρούν του σκότους!

 

< ΑΝΤΙΜΑΧΙΑ >

Το λυκαυγές είν’ αυγινός ψαλμός,

πένθος της φύσης το λυκόφως…

Στο ενδιάμεσο τού βίου ο παλμός:

πότε το φως νικά – πότε ο ζόφος!

 

< ΠΑΡΑΙΣΘΗΣΗ >

Τα κυπαρίσσια, δες, μοιάζουν σταυροί

που τους κρατά του Γολγοθά ο λόφος –

πένθιμη φαντασίωση, που συντηρεί

συννέφιασμα βαρύ μές στο λυκόφως.

 

< ΥΠΕΡΚΟΣΜΗ ΑΥΡΑ >

Ανάμεσα σε θάλασσα και φλογερό ουρανό,

το λιόγερμα έχει ρίξει τη χρυσή του σκόνη-

ορθό και άφωνο μές σε πλεούμενο σκιερό,

υπέρκοσμη αύρα ριγηλά σε περιζώνει !

 

< ΑΝΤΙΜΑΧΙΑ ΑΙΩΝΙΑ >

Το φως από το μαύρο αφαιρεί

και δίνει στην καινούργια μέρα-

αντιμαχία αιώνια, πεισματερή,

Αρχή παντός και Πλατυτέρα!

 

< ΑΓΡΥΠΝΙΑ ΦΩΤΟΣ >

Μια σπίθα κρύβει ο ουρανός

το σκότος πριν πυκνώσει,

να κρατηθεί σπόρος φωτός

μέχρι να ξημερώσει!

 

< ΕΠΙΚΑΛΕΟΜΑΙ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΙΝ…>

10 + 2 εκφωνήματα –

Στενεύει ο χρόνος σου πολύ

και με κλεψύδρα μοιάζει;

δόσ’ του με Τέχνη διαστολή,

αιώνιος να φαντάζει!

*

Ανοίγει ο λόγος τα λινά φτερά του,

την αφασία των στιγμών να κρύψει –

ανάμεσα Ευφρόνης και θανάτου,

μια πεταλούδα η ψυχή, μια τύψη!

*
Μια κουκουβάγια μέσα μου σοφή

με δαγκωτό φτερό – όχι στην τύχη,

αντί ψηλοπετάγματα κι αντί τροφή

ψάχνει μελάνι να γραφτούν οι στίχοι.

*

Απ’ της ψυχής τ’ απύθμενα νερά

στίχοι ορμούν στο φως της μέρας,

βαραίνουν από δάκρυα αλμυρά,

αλλιώς τους παίρνει ο αγέρας.

*

Πνεύμα της τέχνης, μείνε θαλερό

να αρμενίζει η ψυχή όλο πιο πέρα,

με γαληνό ή και με άσχημο καιρό

και με γεμάτο δίχτυ κάθε μέρα.

*

Η ποίηση σαν ξαφνική βροχή δεν πέφτει,

κι εύηχων λέξεων δεν είναι η κοιτίδα –

με πάχνη μοιάζει εσώτερου καθρέφτη,

όπου ανασαίνει εμπράγματη πατρίδα …

*

Η μοναξιά είναι της Τέχνης η κοιτίδα,

κρυφή σπηλιά που μάς κρατά ερημίτες-

να στάζουν τ’ αλμυρά δάκρυα της είδα

στο άγραφο χαρτί σαν σταλακτίτες …

*

Τη μοναξιά προκρίνει η ψυχή σου

σαν η πολλή συνάφεια γίνει στείρα.

Εντός σου ακούς φωνή: Κρατήσου,

ο λόγος στέρεψε – κι αργεί η λύρα!

*

Βότσαλα ξεκομμένα από τις κοίτες,

κοσμούν του δέλτα την υγρή αγκάλη –

ήταν κοτρώνια στα ψηλά κι ορείτες,

κι έγιναν σχήμα που σαν άνθος θάλλει.

*

Ψυχή που μές στη νύχτα ξαγρυπνά

και τα σκοτάδια της πέρα τα κάνει –

με χέρι αδύναμο, με δάκτυλα ρικνά,

χαράσσει στίχους με καυτό μελάνι.

*

Τη χάρη δίνε μας, Θεέ μου, περισσή,

να φτερουγά η ψυχή πάντα καθάρια –

κι οι στίχοι ν’ ανασαίνουν στο χαρτί

γαλήνια, όπως κολυμπούν τα ψάρια.

 

ΣΤΟΧΑΣΤΙΚEΣ  ΣΥΜΠΥΚΝΩΣΕΙΣ…

 < ΑΝΘΙΣΗ ΚΑΙ ΜΑΡΑΣΜΟΣ >

Κοίτα η ακμή, πώς συνοδεύει τη φθορά

κι ο χρόνος νόμισμα στις δυο του όψεις –

μια μαργαρίτα σπόριασε, άλλη ανθοκοπά,

όποια κι αν σε καλεί, ω, μην την κόψεις…

 

< Ο ΤΟΚΕΤΟΣ ΤΗΣ ΑΥΓΗΣ >

Σκιρτά το έμβρυο του φωτός

στης σκοτεινιάς τη μήτρα –

κι η αγρύπνια γίνεται τροφός

και της αυγής γεννήτρα!

 

< ΑΠΝΟΙΑ >

Όλα το βράδυ σιωπηλά

τίποτε δεν σαλεύει,

μόνο η ψυχή δειλά- δειλά

άσπρο πανί γυρεύει.

 

< ΒΑΘΟΣ ΜΝΗΜΗΣ >

Μύρια κοχύλια συναντώ

στην αυγινή ραστώνη,

το σκήνωμά τους τ’ αδειανό

μνήμη βυθού στοιχειώνει.

 

< ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΔΟΣ ΜΟΥ… >

Θαμβωτικά τα πράγματα τού κόσμου

στη ρόδινη αυγή ή στην κροκάτη δύση –

της θέασης, ω μοίρα, διάρκεια δός μου,

το τέλος της όσο μπορεί ν’ αργήσει !

 

< ΚΡΥΦΗ ΑΠΕΙΛΗ >

Όπως ελάφι σ’ έντρομη φυγή

είν’ η ψυχή στου ήλιου το γέρμα –

μα ο κυνηγός δεν είναι να φανεί,

μονάχα η ανάσα του στο τέρμα…

 

< ΔΟΞΑΣΤΙΚΟ >

Άνθρωπος και φυτό μαζί – τα δυο αντάμα

στο θόλο τ’ ουρανού ανοίγουν την αγκάλη,

ίδια κάνουν προσευχή κι ίδιο κάνουν τάμα

ευλογημένο τ’ αύριο να ξαναρχίσει πάλι!

 

< ΕΤΣΙ ΑΠΛΑ >

Θάλασσα κι ουρανός γλαυκό σεντόνι,

ένα πράσινο γαλήνης η στεριά

και νέφη π’ αρμενίζουν σε ραστώνη,

βέβαιο πως ζωγράφισαν παιδιά.

 

< ΚΙ ΕΙΔΩΛΑ ΑΣ ΗΤΑΝ …>

Κι ως είδωλα να υψώνουνταν ακόμα

βουνοκορφές και δάση μές στον Άδη,

ας ήταν – θά’ χαμε σχήμα και χρώμα ,

των ομματιών μας γλυκασμό και χάδι.

 

< ΑΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ >

Ο βίος είναι σύντομος- μόλις που επιτρέπει

να πεις το έπος σου, να δεις πια πού πατάς.

Και τ’ αγριολούλουδο να το μυρίσεις πρέπει,

το ίδιο όπως έκθαμβος σ’ ανθώνα σταματάς…

 

< ΣΕΜΝΟ ΓΚΡΙΖΟ >

Εύκολα το γκρίζο των πραγμάτων

ρυθμίζει των ματιών την υγρασία-

τη φωνασκία ακούω των χρωμάτων,

όμως βαθύτερη του γκρίζου η ουσία !

 

< ΔΕΟΣ >

Σε βράχο αν βγεις καμμιά φορά,

κι εκεί ψηλά στο χάος σκύψεις –

το δέος σου καλά κι αν κρύψεις,

το κάτι νιώθεις που τα πάντα ορά…

 

< ΔΕΗΤΙΚΟ >

Γυμνές – διάπυρες ας είναι οι ψυχές

ωσάν βουνά που τα σκεπάζει η λάβα-

φωτοπηγές να αποστρέφονται ρηχές,

αυτές που μας θολώνουνε το διάβα.

 

< ΔΡΟΜΟΥ ΙΧΝΗΛΑΤΕΣ >

Παντός καιρού οι ψυχές μας φανοστάτες

μές στην ομίχλη της νυκτός μές στην αιθάλη,

κι εμείς γι’ αλλού, δρόμου θολού ιχνηλάτες,

η φλόγα του άγνωστου όπου μας βγάλει !

 

< ΚΕΝΟ >

Σχεδόν να προσεγγίσουμε άκρα γαλήνη,

που ακούμε της ανάσας μας μόνο τον ήχο-

ακίνητη όμως η στιγμή τόσο έχει μείνει,

που όλα σιγούν, σαν πίνακας στον τοίχο…

 

< ΤΕΛΜΑ >

Γύρω δεν είναι θάλασσα, μήτε ουρανός,

μόνο βαρύτητα πυκνή που χαμηλώνει…

Ο νους σταμάτησε κι είναι σαν αδειανός

στης απραξίας τη μουντή, άκεφη ζώνη.

 

< ΖΥΓΩΝΕΙ ΕΣΠΕΡΑ… >

Κτυπά ο ήλιος νυσταγμένα τα φτερά,

τ’ ακούς όπως θροϊζουν στον αιθέρα…

Μα΄ναι πια σούρουπο, ριπίζει τα νερά

πλατάγισμα βαρύ…Ζυγώνει Εσπέρα.

 

< Η ΔΥΣΤΟΚΙΑ ΤΟΥ ΑΥΡΙΟ >

Σ’ άφεγγο δάσος σκοτεινό, στο βάθος δες,

ηλιοβασίλεμμα πυρρό απ’ ώρας μαίνεται –

σβήνει το σήμερα, γίνεται κι όλας χτες,

μα η γέννα του αύριο θ’ αργήσει φαίνεται !

 

< ΤΟ ΤΟΛΕΔΟ του ΕΛ ΓΚΡΕΚΟ >

Δεν τον αγγίζει μια τυχαία καταιγίδα

τον νοσταλγό επισκέπτη του Τολέδο…

Τον συγκλονίζει η άλλη, του χρωστήρα,

η καταιγίδα της ματιάς του Ελ Γκρέκο.

 

< ΕΞΑΡΣΗ >

Στ’ αυλάκια του μυαλού ο λογισμός

του οίστρου τα πανιά όταν σηκώνει,

γίνεται δίνη και αλόγου καλπασμός

που σαν το κύμα ολοένα γιγαντώνει!

 

< ΠΡΟΣΩ  ΟΔΟΙΠΟΡΙΑ >

Από κορφή σ’ άλλη κορφή

στον δρόμο νύχτα – μέρα,

πίσω δεν έχει επιστροφή,

μ΄άλλη κορφή πιο πέρα…

 

<ΑΘΑΝΑΣΙΑ  minima…>

Αν είχε η ψυχή έστω ένα μάτι,

να βλέπει κάτω από ψηλά-

θ’ άξιζε τότε αυτό το κάτι,

γι’ αθανασία κάποιος να μιλά.

 

< ΠΛΗΚΤΙΚΟ >

Όλα φαντάζουν άνευρα,

κρατούν μόνο το σχήμα-

τα μέλη γίναν πληκτικά

κι ο λόγος κενό ρήμα.

 

< ΑΠΟΔΡΑΣΗ >

Ξάφνου η έγκλειστη ψυχή

παράθυρα ανοίγει πλέρια –

και φεύγουν τότε όλα μαζί

μύρια πανιά σαν περιστέρια.

 

< ΚΑΘΗΛΩΣΗ… >

Άλλο δεν αντέχουμε τη στεριανή μας μοίρα,

μα όπως διαφάνηκε λακτίζουμε προς κέντρα-

αντί πυξίδα έχουμε στα χέρια μας μια λύρα,

χωρίς Ιθάκες μείναμε – ακίνητοι σαν δέντρα!

 

< ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ >

Συνείδηση ζυγιάζεται – μετριέται

στου αιγιαλού τον λείο καθρέφτη,

μια πάει χάνεται και μια κρατιέται,

σαν αϊτός χτυπά φτερό-δεν πέφτει.

 

< ΑΛΛΟΤΡΙΩΣΗ >

Κινούνται σαν σκιές στου πρωινού την πάχνη

άνθρωποι που λησμόνησαν ήχο και χρώμα –

η σκέψη τους αιχμάλωτη της μηχανής-αράχνη,

και μόνο μέσα στα όνειρα χαμογελούν ακόμα…

 

< ΑΛΓΟΣ ΕΣΠΕΡΑΣ >

Στο άλγος όσο η ψυχή περνά,

γίνεται όμοια μ’ αγία εικόνα –

σαν ώριμη τ’ αγρού ανεμώνα

που τη μαδήσανε, μα δεν πονά.

 

ΜΕ ΛΟΓΙΣΜΟ ΚΑΙ Μ’ ΟΝΕΙΡΟ…

< ΕΝΝΟΜΗ ΦΥΣΗ >

Στης λίμνης τ’ αδιατάραχτο ατλάζι,

βαθιά υποκλίνονται δάση και λόγγοι –

ιδές, πώς ανυψώνεται ό,τι βουλιάζει,

πώς αλαφραίνουν στα νερά οι όγκοι !

 

< ΕΓΚΙΒΩΤΙΣΜΟΣ >

Βαθίσκια αγκαλιά – άφεγγη στρώση

μάς περιέβαλλε σαν πρώτη μήτρα,

άχρονη αίσθηση- παμπάλαιη φύτρα,

πριν τη φωτιά και πριν τη γνώση.

 

< Η ΚΑΤΑΙΓΙΔΑ… >

Στα σπλάχνα της νόμοι αυστηροί

ορίζουνε ψυχρά το πρόσωπό της-

κι αν σήμερα είναι μόνο Φυσική,

υπήρξε κάποτε τρανή Θεότης!

 

<  Η  ΚΡΙΣΙΜΗ ΩΡΑ >

Ο ήλιος κάποια σαν τις άλλες μέρα

με τη ροδόχρου δε θα επιστρέψει αυγή,

θά’ναι μια πρόκληση-μια δοκιμή για σένα

αν με πληρότητα θα φύγεις, ή κραυγή !

 

< ΘΟΛΟ  ΥΠΕΡΠΕΡΑΝ >

Βουνά, του αιώνιου ασάλευτοι πυλώνες,

την άλλη όχθη απ’τη θέαση μην κρύβετε-

καλά να βλέπουμε του δρόμου τις εικόνες

ως πέρα, που θολό ξάγναντο ανοίγεται.

 

< ΛΙΤΑΝΕΙΑ ΤΗΣ ΒΡΟΧΗΣ >

Ένα παιδί – μονάχα ένα παιδί

στ’ άφυλλο δέντρο σαν ανέβει,

κάνει το θαύμα όσο τραγουδεί,

σύννεφο η στέγνια να μαζεύει.

 

< ΚΡΑΤΑ ΜΑΣ, ΘΕ ΜΟΥ…>

Κράτα μας, Θέ μου, καθαρό

το βλέμμα κάθε μέρα –

να μη φανεί μαύρο φτερό

προτού σημάνει  Ε σ π έ ρα …

 

< ΘΕΟΤΡΟΠΙΑ >

Τ’ αγριόχορτα κοίτα, προς το μέρος Του,

δεμένα σ’ ανένδοτες ρίζες –

τεντώνουν το σώμα με κάποιο πείσμα

σε μάταιη κίνηση φυγής…

 

< ΜΟΙΑΖΕΙ  ΝΑΟΣ …>

Το δάσος, σαν απλώνεται  βαθιά σιγή,

μοιάζει ναός την ώρα του “άνω σχώμεν”-

ο νους αγάλλεται και η ψυχή αναρριγεί,

με ψαλμικό στα χείλη “καλώς στώμεν”…

 

ΤΟΥ ΓΗΙΝΟΥ ΙΚΕΤΕΣ… >

Επάλληλες της ικεσίας καμπάνες

μάταια δονούν τα ουράνια δώματα…

Κάτω σιγή – ψιθυριστοί οι παιάνες

υμνούν το γήινο ψυχές και σώματα.

 

< ΕΞΙΛΑΣΜΟΣ >

Διπλοχτυπούν οι Ερινύες

βαριά φτερά πά’ στη σκηνή-

κι οι νύχτιες σβήνουν μανίες

το πρώτο φως μόλις φανεί.

 

< ΜΑΤΙΑ, ΜΗΝ ΚΛΕΙΝΕΤΕ… >

Μάτια- παράθυρα στον κόσμο ανοιγμένα,

που τόσα χρώματα μπορείτε να μας δώσετε-

ποτέ μην κλείνετε βαριά και νυσταγμένα,

ποτέ τα βλέφαρα- ποτέ μη χαμηλώσετε.

 

< ΜΕΣΣΙΑΝΙΚΟ >

Φεύγει μακριά με ένδυμα επίγειο,

του στρώνει η νύχτα αστρικό χαλί-

να βρει το θέλημά του καταφύγιο,

τα λόγια ν’ ακουστούν τ’ αειθαλή…

 

< ΠΕΣ ΣΤΟ ΠΛΑΤΑΝΙ ΜΙΑΝ ΕΥΧΗ… >

Σε συναπάντημα κρυφό με τον Εσπερινό

και τόξο πάνω ανοιχτό την αργυρή σελήνη,

πλατάνι αν ευτύχησες να δεις στον ουρανό,

ψέλλισε μόνο μιαν ευχή- κι αληθινή θα γίνει…

 

< ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ >

Από ένα φύσημα του ανέμου κρέμεται

η ευτυχία που ανθεί την κάθε μέρα,

μα η γύρη θα σωθεί – κι όλας ακούεται

των μελισσών ο βόμβος στον αέρα !

 

< ΣΤ’ ΑΠΛΑ ΤΟ ΑΠΑΝ >

Ευδαιμονία ανθίζει εκεί, όπου

με καθαρή καρδιά και πνεύμα

και τα μικρά σού κάνουν νεύμα…

< Η ΠΙΟ ΨΗΛΗ ΚΟΡΦΗ >

Του βίου πάτησες ψηλές κορφές

κι όμοια άγγιξες βυθό και πτώση,

μ’ αν έγινες σοφός – τώρα θα λες,

η πιο ψηλή κορφή είναι η γνώση.

 

< ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ >

Μοναχικός, νά’ ναι το πνεύμα, λύκος,

σ’ ακρώρειες λογισμών ν’ ακροπατά –

της νύχτας ν’ αψηφά το μαύρο κήτος,

πυρής ανταύγειας τη σπίθα να κρατά…

 

< ΥΛΙΣΤΙΚΟ >

Τ’ ανάγλυφο του σώματος μας δέρμα

στο κοίλο τ’ ουρανού ψηλά αυγαταίνει…

Στ’ αυλάκια του μυαλού είναι το τέρμα,

το δέντρο της ψυχής εκεί ανασαίνει…

 

< ΟΥΡΑΝΟΔΡΟΜΗΣΗ >

Τα δέντρα είναι κάποτε σαν ναυαγοί,

ψυχές σκιερές μοναχικής ορφάνιας –

το φύλλωμα στον άνεμο κάνουν πανί

και πλώρη βάζουνε πλεύσης ουράνιας…

 

< ΑΠΟΚΑΘΗΛΩΣΗ >

Άλλο η ψυχή στο γήινο δεμένη δεν αντέχει,

τη ρίζα αποτάσσεται χωρίς αιδώ και τύψη –

επί πτερών αόρατων κι επί ανέμων τρέχει,

χορευτική ανάληψη που τόσο έχει λείψει…

 

< ΕΓΡΗΓΟΡΣΗ >

Του κόσμου το παράθυρο να μένει ανοιχτό,

σε χίλια τόσα  χρώματα να βόσκουνε τα μάτια-

κι αν πέσει παραπέτασμα βαρύ- πούσι πηχτό,

του ριζικού μια αστραπή ν’ ανοίγει μονοπάτια.

 

< ΡΟΔΟΧΡΟΥΣ ΣΥΣΤΟΛΗ >

Κυκλάμινο, μοναχική την παρουσία υψώνει

και του Αδιαμόρφωτου το σύμπαν προκαλεί…

Δείχνει με ταπεινότητα ως αρετή του μόνη,

παρθενική στα πέταλα ροδόχρου συστολή!

 

< ΣΥΜΠΛΗΓΑΔΕΙΑ ΠΥΛΗ >

Ανάμεσα σε θάλασσας πηχτό μολύβι

και σκοτεινού ουρανού βαριά σκιά –

στο αιχμηρό ενδιάμεσο ως να φρικιά

ψυχή που το δικό της βάρος κρύβει.

 

< ΤΑΠΕΙΝΟΤΗΤΑ >

Ζωή που αρκείται στα ρηχά νερά-

αλαφροπάτημα γλάρου στο κύμα.

Κύλισε ο χρόνος τόσο ταπεινά,

σχεδόν στο γκρίζο κάθε βήμα…

 

< ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ >

Δέντρο ξερό, δέντρο γυμνό εν καμίνω,

μοιάζει η ψυχή που ξέμεινε από σώμα –

κι όλας ακούω στη γη το θαύμα εκείνο:

ο σπόρος να σκιρτά πάλι στο χώμα !

 

< ΔΥΣΒΑΤΟ ΠΕΡΑΣΜΑ >

Νά’ μουνα δέντρο στην ακτή

την άλλη όχθη ν’ αγναντεύω,

κέρβερο – κύμα να υλακτεί

κι εγώ να το παλεύω…

 

”ΕΝΟΧΗ” ΑΘΩΟΤΗΤΑ

Παιδί τον ήλιο σαν θωρεί στο βάθος

φεύγοντας σκοτεινιά πίσω ν’ αφήνει,

αναρωτιέται αν έκανε σε κάτι λάθος –

κι υπόσχεται πως δεν θα ξαναγίνει…

 

< ΜΕΤΑ- ΖΩΗ >

Μια πεταλούδα μέσα στον ανθό

ομοιάζει με ψυχή από άλλο σώμα –

ψυχή που έζησε σ’ ανήλιαγο βυθό

και δεν χορταίνει φως και χρώμα.

 

ΠΙΣΩ ΚΟΙΤΑ …

Σε ζώνη εμπύρετη και διακεκαυμένη

κατέβασε πανιά του βίου η πιρόγα –

σ’ άπνοο πέρασμα τώρα σταματημένη,

πίσω κοιτά- και τρεμοσβηεί σαν φλόγα!

 

< ΜΝΗΜΗ ΑΛΜΥΡΗ >

Ο πόνος πάγωσε το δάκρυ

και η ψυχή βαθιά απορεί,

πού’ γινε τώρα σταλακτίτης

με γεύση μνήμης αλμυρή !

 

< ΑΗΧΑ ΒΗΜΑΤΑ >

Ω, ράχες των βουνών, κανείς δεν ξέρει

πότε μας περιτυλίγετε με αύρας νήματα,

και πότε μας εγκλείετε σ’ ανοίκεια μέρη

όπου μουντά- χωρίς αντήχηση τα βήματα.

 

< ΑΝΑΜΟΝΗ ΤΗΣ ΑΥΓΗΣ >

Τ’ αγριόχορτα μ’ ανθέων χείλη

βυζαίνουν του ήλιου τις θηλές,

ν’ αντέξουν πάλι όπως και χτες

ως την αυγή που θ’ ανατείλει…

 

< ΕΣΠΕΡΙΝΗ ΓΟΝΥΚΛΙΣΙΑ >

Άνθη τ’ αγρού όταν νυχτώνει

σ’ ανένδοτες ρίζες δεμένα,

ευλαβικά κλείνουν το γόνυ

σε τωρινά και περασμένα !

 

ΕΥΔΑΙΜΩΝ ΘΕΑΣΗ…

< ΑΓΙΕΣ ΑΙΣΘΗΣΕΙΣ >

Όλα του κόσμου ταπεινά κι εμπράγματα,

με ρόδινη κάθε αυγή κι άγνωστο τέρμα.

Της Φύσης προσκυνώ τ’ άγια πετάγματα

στην όραση, στην ακοή, στ’ άφωνο δέρμα.

 

< Ι ε ρ ο τ ε λ ε σ τ ί α  τ η ς  Α υ γ ή ς >

Βουνών κυματισμός γλυκοχαράζει

σαν μουσική σχεδόν σταματημένη,

δεν παίζει αυλός μήτε αμνός βελάζει-

μονόλεπτος σιγή στην Οικουμένη !

 

< Ο ΜΕΛΩΔΟΣ ΑΟΡΑΤΟΣ >

Βουνογραμμές επάλληλες στα βάθη τ’ αχανή,

των ομματιών κυματιστή υψώνουν μελωδία –

ο μελωδός αόρατος, ίσως εντός μας αηδονεί,

στα φυλλοκάρδια μας μ’ αγγέλων συνοδεία!

 

< Η ΟΜΟΡΦΙΑ >

Η ομορφιά είναι λυσίπονη πατρίδα,

παρηγορεί- ποτέ δεν μας πληγώνει.

Μέσα από χίλια κύματα Θεά την είδα,

ναυάγια ψυχών ψηλά να ορθώνει…

 

< ΥΜΕΝΑΙΟ ΥΦΑΙΝΟΥΝ…>

Της πεταλούδας τ’ άλικο φτερό

και των ανθών τ΄άσπρο σεντόνι,

υμέναιο ως να υφαίνουν θαλερό –

θαύμα ζωής που δεν τελειώνει!

 

< ΤΟ ΝΥΧΤΩΜΑ  Ν’ ΑΡΓΗΣΕΙ… >

Δέντρο με μαύρο απαντά

τη φλογισμένη δύση –

κρύβει τον ήλιο στα κλαδιά,

το νύχτωμα ν’ αργήσει…

 

< ΟΠΤΙΚΗ  ΣΥΓΚΟΜΙΔΗ >

Μάτια, που δεν χορταίνετε τα χρώματα

δάσος κοιτώντας θαλερό και μυρωδάτο –

κι αισθήσεις άγρυπνες στα τόσα αρώματα,

καλάθι μνήμες φέρνετε, πλούσια γεμάτο !

 

< ΟΥΡΑΝΙΑ ΑΡΜΟΝΙΑ >

Έναστρος ουρανός από ψηλά θεωρεί

τ’ άχραντο φως, που κυνηγά τα ερέβη…

Τα μάτια μοιάζουν μ’ άστρα- κι απορεί,

πώς ούτε ένα τους δεν περισσεύει…

 

< ΕΥΔΑΙΜΩΝ ΘΕΑΣΗ >

Παράδεισος απλά είναι κι ο τρόπος

που δέχονται τα μάτια τόσα χρώματα-

ξεφάντωμα πυκνό του πράσινου, όπως

μοιράζεται σε λίμνη και σε υψώματα!

 

< ΠΙΣΤΗ ΣΤΟ ΓΗΙΝΟ…>

Κι ας είναι τόσο θαυμαστά

στον ουρανό όσα αντικρύζω,

μ’ αρκούν τα πιο χειροπιαστά-

χάδι νερού, χώμα που αγγίζω..

 

< ΑΝΘΕΩΝ ΚΟΙΜΗΣΗ >

α) Βραδιάζει- και οι κηπανθοί

στον χώρο έχουν παγώσει-

της μοναξιάς όντα ευπαθή

στην κρύα νύχτια στρώση…

 

Β> Άνθη στου κήπου τις γωνιές

τα βλέφαρα έχουν κλείσει –

σ’ όνειρο αμάραντο, ευθαλές

χλωρή τη γύρη να κρατήσει…

 

< ΑΝΘΕΩΝ  Νόστος …>

Αφού ανθίζουν πλάι στο κύμα τάχα,

ανοίγουν πέταλα, στον άνεμο πανιά-

μα η μοίρα τους είναι αυτή μονάχα,

τις αύρες να ευωδιάζουν του νοτιά.

 

< ΤΑΠΕΙΝΗ ΠΡΟΣΔΟΚΙΑ >

Τη μαργαρίτα η ψυχή μαδά

με μιαν ευχή στα χείλη,

να γίνει αστράκι τόσο δα

στων ουρανών την πύλη …

 

<ΝΥΚΤΟΣ ΙΜΕΡΟΣ >

Νύχτα που κρύβεις τόσα ρίγη

από ένα κόσμο μακρινό,

σε διάβα πάρε με που ανοίγει

θέα στον έναστρο ουρανό!

 

< ΘΡΙΑΜΒΙΚΟ ΑΝΘΙΣΜΑ >

Ανθεί η κάππαρη- σε νύχτια φωταψία,

μ’ ανθήρες ν’ ακτινοβολούν τα ερέβη.

Άγρυπνους μόνο μάς κρατά μια υποψία:

Ζωή που ξέπεσε μπορεί πάλι ν’ ανέβει.

 

< Η ΕΓΝΟΙΑ ΤΟΥ…>

Ήλιος, πίσω απ’ το σύννεφο,

λίγο πριν βασιλέψει –

τη νύχτα αν την αντέξουμε,

τον βασανίζει η σκέψη!

 

< Ο ΑΞΟΝΑΣ ΤΗΣ ΓΗΣ >

Στροβίλισμα γαλαζωπό του αιθέρα,

πνίγει στον ίλιγγο τη γκρίζα Εσπέρα-

κι ο άξονας της γης κάνει μια πάψη,

στον ύπνο τ’ όνειρο να μη σκοντάψει.

 

< ΑΛΓΟΣ ΕΣΠΕΡΑΣ >

Στο άλγος όσο η ψυχή περνά,

γίνεται η όψη της αγία εικόνα –
σαν ώριμη τ’ αγρού ανεμώνα

που τη μαδήσανε, μα δεν πονά.

< ΕΙΚΟΝΑ >
Αστράφτει πέρα – σκοτεινιάζει,
τα σύννεφα μαύρο πυκνό –
της ίριδας έγχρωμο ατλάζι
τον ουρανό κόβει στα δυο !

< ΑΥΓΗΣ ΠΡΟΑΓΓΕΛΟΣ >

Της νύχτας δυναμώνουν οι τριγμοί,
ωχριούν οι αστρικές πυγολαμπίδες –
αυγής προάγγελος γίνεται η στιγμή ,
παγώνει τρυφερά το θαύμα που είδες!

< ΑΝΟΙΓΜΕΝΟΣ ΑΝΘΟΣ >

Και γίνηκαν τα πέταλα λευκή αγκαλιά

που μέσα τους η μέλισσα, το σαλιγκάρι,

πίνουν από το νέκταρ μια μικρή σταλιά

καλώντας κι όποιονε περνά να πάρει…

 

< ΠΕΛΑΓΙΣΙΑ  ΣΕΙΡΗΝΑ >

Σε Αργοναύτη ανέβηκες την πλάτη,

που “παρά θιν αλός” έχει πετρώσει –

δέρας χρυσόμαλλο μισόκλεισε το μάτι,

πέρα- όπου χάνονται τόσοι και τόσοι!

 

ΔΙΣΤΑΓΜΟΣ στο ΗΛΙΟΒΑΣΙΛΕΜΜΑ

Μα ο ήλιος πάει- χαμήλωσε,

μ’ άγγιγμα Μίδα τα νερά χρυσώνει,

σκύβει να μπει στη θάλασσα

και πάλι μετανοιώνει…

Γιατί πίσω απ’ το σύννεφο

καθώς παραμονεύει,

άνεγνοιο ζεύγος πτερωτών

τον κάνει να ζηλεύει…

 

< ΑΎ’ΛΟ ΔΙΧΤΥ >

Ανθέων στόμα αίφνης σκάζει

σαν πυροτέχνημα στο μεσονύχτι,

στρώνει με πέταλα άυλο δίχτυ –

ψυχή στο χάος να μη βουλιάζει !

 

 ΕΝΤΟΠΙΑ και Άλλα… 

ΔΙΑΤΤΟΥΣΑ ΤΡΟΧΙΑ…

(αναδρομικός Μονόλογος)

Μακριά η θολή τ’ άστρου καμπύλη,

μακριά από μάς- μην πέσει στο κενό

κι η χίμαιρα που στο φλογάτο δείλι

μάς πλημμυρούσε με όνειρα – ενώ

 

τον κόσμο ζούσαμε μ’αναίτιο τρόμο,

ως νά’ μασταν στο πέλαγο μαδέρια,

σκισμένα απ’ τη φουρτούνα – δρόμο

γυρεύοντας σ’ αιώνια καλοκαίρια…

 

Κτύπος βαρύς πάνω στη θύρα τώρα –

ποιός να κτυπά; M’ακόμα δεν εφάνη

τί τέλος θα συμβεί – στην ενδοχώρα

βαθύσκιωτης ψυχής με πυροφάνι

 

γυρνούμε, που το σβηούν οι ανέμοι –

κρατώντας άσβεστο σε μύχια βάθη

το λίγο φως που ριγηλά αχνοτρέμει,

ως τρέμουμε κι εμείς. Θέ μου, τί πάθη

 

στον κήπο μας φυτρώσαν ξαφνικά,

που κι όλας πέταξαν άνθινο αγκάθι –

βουλιάζοντας στην αγωνία τελικά

κόσμου, όπου η παλιά γαλήνη εχάθη…

 

< ΓΝΩΡΙΜΗ ΑΝΤΑΜΩΣΗ >

Της αναθρήκας τ’ άγια μέρη

μνήμες κρατούν απ’ τα παλιά –

ο τόπος δείχνει πως με ξέρει,

γι’ αυτό ανθεί κι αναγαλλιά…

 

< ΨΥΧΙΚΟ ΤΟΠΙΟ >

Κάτω απ’ την πράσινη, βουνίσια ελιά

πυκνή μολόχα και σκληρή τσουκνίδα –

κι ο νάρκισσος λίγο ψηλότερα ευωδιά,

ξυπνά την πρώτη μέσα μας πατρίδα…

 

< ΞΗΜΕΡΩΜΑ ΣΤΗΝ ΠΑΦΟ >

Ξημέρωσε, σε χρώμα γκρίζο –

και θέλει κάτι λίγο ακόμα,

να πάρει το ροδί του χρώμα

ο ουρανός, οπού καλά γνωρίζω…

 

< ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ >

Αν τύχει, ξένε, να περάσεις απ’ την Πάφο,

στο βουλιαγμένο δάπεδο αρχαίας οικίας,

ανάγνωσμα θα βρεις γλώσσας οικείας –

λέξεις που ως σήμερα παρόμοια γράφω…

 

< ΚΑΣΤΡΟ ΣΤΗ ΚΑΤΩ ΠΑΦΟ >

Του Έσπερου το προαιώνιο άστρο

το βλέφαρο στη γη σαν χαμηλώνει –

τα λούζει όλα στη χρυσή του σκόνη,

με πάμφωτο του λιμανιού το κάστρο…

 

< ΠΑΓΩΜΑ ΜΝΗΜΗΣ …>

Ζωή πια πέτρωσε βαθιά στη μνήμη

γυμνή από κίνηση, γυμνή από χρώμα –

με ήλιο άφαντο σαν έμφοβο αγρίμι,

όλα στο μαύρο να κρατεί ακόμα…

 

“ΑΓΙΩΝ” ΤΟΠΩΝ ΕΠΙΚΛΗΣΗ…

Άχρονη πέτρα με το τρύπιο σώμα,

πάνω σου άνθισε λευκό κυκλάμινο –

με ρίζα που άντεξε στο λίγο χώμα

στου λίβα την καυτή υψικάμινο…

 

Ω, πέτρα φαγωμένη σαν σφουγγάρι

στην υγρασία κράτησες λευκάνθη,

να μη μπορέσει ο χρόνος να τα πάρει…

Κι η μνήμη άντεξε, δεν εξηράνθη.

 

< ΑΓΕΡΑΣΤΗ ΠΑΤΡΙΔΑ >

Γυμνά βουνά κρατάν το μέτωπο ψηλά,

πιο χαμηλά μια πράσινη, τραχιά ρυτίδα-

πνοή στα θάμνα υψώνεται δειλά-δειλά

όλα ονομάζοντας αγέραστη πατρίδα!

 

< ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ  ΔΕΝΤΡΟΥ…>

Δέντρο στο γκρίζο, δίχως χρώματα,

του χρόνου ένιωσε καυτά τα χνώτα –

κάποτε νοσταλγεί λίγα φυλλώματα,

να κρύψει μέσα τα πουλιά σαν πρώτα…

 

< ΑΝΘΑΚΙΑ ΛΙΜΝΗΣ >

Ανθάκια- μάτια του γλυκού νερού

που ελεύθερο κρατάτε το κεφάλι,

είσαστε τ’άστρα χαμηλού ουρανού

στην παιδική μας μνήμη, τη μεγάλη.

 

< ΔΕΝΤΡΑ ΣΗΜΑΤΩΡΟΙ >

Συμβαίνει, από μόνο του ένα δέντρο

νά’ναι στα μέρη μας σημείο αναφοράς-

γνώριμου τόπου η καρδιά ή το κέντρο,

που σε βουρκώνει σαν το προσπερνάς.

 

< ΘΑΥΜΑΣΤΙΚΟ ΑΝΘΙΣΜΑ >

Πώς κατορθώνουν, πώς, στη ξηρασία

λευκά να υψώνονται άνθη κι αρώματα –

στου φράκτη πλάι τη λιτή χαλκογραφία,

με όλα τα γήινα του τόπου χρώματα !

 

< Η ΜΗΧΑΝΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ >

Η μηχανή του χρόνου ας ξεκινήσει,

εξώπορτας το μάνταλο να πέσει –

μαρμαρωμένο κόσμο να ξυπνήσει,

να ζωντανέψει ό,τι έμεινε στη μέση…

 

< ΒΙΟΣ ΔΙΑΒΑΤΙΚΟΣ >

Έβγα Κυρά, πάνω ψηλά στο παραθύρι,

τα στάχυα να εποπτεύσεις, το περβόλι…

Πές αν σού’ κανε ο χρόνος το χατήρι,

ή αν έφυγες κι εσύ σαν φεύγουνε όλοι!

 

< ΧΟΥΣ ΕΣΜΕΝ… >

Σώμα, που ανθείς κάθε φορά

τροχιά διαγράφοντας με χάρη,

του χρόνου έγινες πλέον βορά

και δίνεις πίσω ό,τι έχεις πάρει.

 

< Η ΕΚΛΙΠΟΥΣΑ ΜΑΝΑ…>

Η λατρεμένη που μας έφυγε ψυχή,

έρχεται κάποτε σαν πεφταστέρι –

διασχίζει τη βραδιά σαν αστραπή

και το τρεμάμενο μάς δίνει χέρι…

 

< ΙΘΑΚΗ >

Κάποτε ακούς να σε καλεί γενέθλια κοιτίδα,

κι ο Αργοναύτης μέσα σου θέλει ν’ αράξει –

ρίχνεις την άγκυρα λοιπόν και λες εντάξει,

τα Ελδοράδο τέρμα πια κι η μυθική Κολχίδα !

 

< ΑΒΕΒΑΙΟΤΗΤΑ >

Όλο και πιο αβέβαια διαπλέουμε νερά

και πού το πούσι σταματά μην το ρωτάμε.

” Εάλω η νήσος; “, αντηχεί σαν μαχαιριά,

μα ήταν βραχνάς- ακόμη ας ξαγρυπνάμε.

 

< ΒΡΑΧΝΑΣ >

Ο ύπνος πια δεν έρχεται σαν πρώτα,

μα και του ονείρου δύσκολη η στιγμή:

στην άβυσσο να χάσκει μια αιώρα

και να πληθαίνει το βουβό γιατί …

 

< ΣΑΝ ΕΝΟΧΗ… >

Πέφτει ασταμάτητα πυκνή βροχή

σ’ άφεγγης νύχτας τα βαθιά ερέβη,

είναι βροχή παράξενη – σαν ενοχή

που της ψυχής το ένδυμα μουσκεύει.

 

< Ο ΑΡΧΑΙΟΣ ΔΟΛΟΣ>

Υδάτων ποία κιβωτός – ποιός άνω στόλος

από κατακλυσμούς ψυχών θα μας διασώζει;

Ολίγοι μόνο θα σωθούν, οι άσημοι ουδόλως-

όχι τυχαίο, που παντού αρχαίος δόλος όζει !

 

< ΠΑΡΑΝΑΛΩΜΑ ΠΥΡΟΣ…>

( Μάτι Αττικής, 1918 )

Πώς γύρισε ανάποδα του ριζικού τ’ αδράχτι,

του τόπου αφανίζοντας κάθε χλωρή ικμάδα…

Εβάρυναν τα βλέφαρα από καπνό και στάχτη –

παλίμψηστο εικόνισμα η όψη σου Ελλάδα !

 

< ΝΕΟ- ΜΙΝΩΤΑΥΡΟΣ >

Γενναία αρμενίσαμε στου Μίνωα το παλάτι

μα τον Μινώταυρο δεν βρήκαμε ποτές –

μας είπαν μετακόμισε σε αίθουσα χλιδάτη

κι αντί για σάρκες μασουλά ενέχυρες ψυχές.

 

< ΟΠΟΥ ΤΟ ΠΛΑΣΜΑ ΓΕΡΝΕΙ…>

(πάνω σε γλυπτό του Νορβηγού Fredrik Raddum)

Όπου το πλάσμα ανήμπορο πια γέρνει

σ’ ελεύθερη του σώματός του πτώση,

ράμφος πουλιού ανάλαφρα τον παίρνει –

μα δεν μπορεί το βάρος να σηκώσει…

 

< ΜΟΝΑΧΑ ΚΕΛΥΦΟΣ >

Τον άδειασε βαρύ και μαύρο κύμα

κι έμεινε πίσω μια φρικτή σκιά –

μονάχα κέλυφος- πένθιμο ντύμα,

ξερριζωμένο στήθος και καρδιά.

 

ΑΛΛΑ ΤΙΝΑ …

< Τρεις νύξεις για τη ζωή >

α. Γέννηση

Γέννηση μικρού παιδιού

σε κλίνη με ρούχινο θόλο –

κάπνισμα γύρω ελιόφυλλου

και φως αυγερινό στον φεγγίτη…

Τώρα ανοιχτός κι ολόφωτος

ο ναός της ζωής

κι ο νεωκόρος ανάβει λαμπάδες,

ο κτύπος της καρδιάς

τα σκαλοπάτια ν’ ανέβει…

Τώρα κι οι μοίρες βγαίνουν

από το γνώριμο παραμύθι

με καλάθια στα χέρια,

τα δέντρα κι ο ήλιος παραπίσω

το μερτικό του διαχωρίζουν…

Και λίγο πιο πέρα

απ’ τα’ ανοιχτό παράθυρο στο βάθος,

αλόγου οπλές να σβήνουν –

και σκιά φευγαλέα που μόλις

παίρνει το μάτι

να χάνεται, βέβαιη πως

θα ξαναγυρίσει…

 

β.  Μεσουράνημα

Ώρα μεσημεριού ο ήλιος

στη μέση τα’ ουρανού

ζυγιάζει το βάρος της γης.

Δεξιά η δύση, ζερβά η ανατολή –

μισά ελιόδεντρα στη μια

μισά στην άλλη,

τόσα πρόβατα απ’ εδώ τόσα απ’ εκεί…

Μα πιο χαμηλά

άλλοι τον κόσμο διαφεντεύουν νόμοι

κι αλλιώτικα μοιράζουν τη σοδειά τους,

τον βίο μετρώντας μ’ άπληστο μάτι.

Στο φαράγγι μόνο πιο κάτω

σαν κατεβαίνουνε καμιά φορά

-μ’ άγγιγμα ξάφνου ριγηλό στο δέρμα-

παίρνει το μάτι τους σπηλιές στον βράχο

κι από βαριές άχρονες στάλες

μισοφαγωμένα οστά…

Ανεβαίνουν τότε μουδιασμένοι

στη γνώριμη ρουτίνα επάνω

που τώρα τρέχει βιαστικά-

με του ήλιου ξέφρενο να φεύγει τον δίσκο

τα δέντρα με καρπούς μόλις ανθίσουν,

και το χνούδι να γίνεται

ως το πρωί γενειάδα.

 

γ. Το γήρας

Φυσάει ένας αγέρας

στην αυλή απόψε

πεισματικά την πόρτα σειώντας-

αποτραβιέται και πάλι ορμά,

φοβερίζοντας

-στον γυάλινο φεγγίτη-

αναλαμπές από χλωμό λυχνάρι…

Νύχτα βαθιά – κανένας

δεν ανοίγει στ’ ακρινά σπίτια,

δεν ξέρεις τί φέρνει τέτοια ώρα

δίχως ξύλα στη φωτιά

χωρίς ένα σκύλο

να τρέξει να ψάξει…

Ας μείνει τραβηγμένος λοιπόν ο σύρτης

ως αύριο που θα χαράξει η μέρα.

Εκεί τουλάχιστον μέσα στο φως

στο βέβαιο περίγραμμα των πραγμάτων,

άς έλθει οποιοσδήποτε

κι ό,τι θέλει άς ζητήσει –

όχι εν λευκώ,

μα εκεί μπροστά στα μάτια

των ανθισμένων μυγδαλιών,

που μόνο αν είναι δίκαιο

θα συγκατανεύσουν.

 

Όστρακο ( η αένναη κίνηση )

Όστρακο- ντύμα σκληρό

μιας έγκλειστης ζωής,

δεν μπόρεσες πολύ ν’ αντέξεις…

Με υπομονή, με επιμονή

σαν τη σταγόνα που τρώει την πέτρα,

η γνώση λύγισε- σώμα καυτό

την άτεγκτη σκληρότητά σου.

Τώρα δεν είσαι πια ευτυχής,

ξάφνου αμφιβάλλεις

για τον βοριά για τον νοτιά

που χαϊδεύει τα μαλλιά σου,

και για το χρώμα του γιαλού

που όσο ρουφάει το φως αλλάζει.

Μονάχα λίγο πίσω ακροκοιτάζεις

αγαπημένα πριν χαθούν αχνάρια,

κι είδωλα μέχρι τα γόνατα στην άμμο…

Ώσπου τ’ αφήνεις στην πρώτη στροφή-

ρούχο φιδιού στο μονοπάτι,

χωρίς διόλου να λυπάσαι…

Καθώς το όστρακό σου ανοίγει πάλι

μπάζοντας φως χάνοντας αίμα,

σε μια ζωή που όλο κι αλλάζει

το πρόσωπό της κάθε μέρα.

 

Μές στο νερό

Απλώνεις έτσι το κορμί στο νερό

σαν πράσινo φύκι κι αισθάνεσαι

το άλλο άγγιγμα, την πρώτη μήτρα.

Μα το δειλινό το δειλινό

που οι πρώτες σκιές καλούν εις οίκον –

σπεύδεις αντίθετα με των ψαριών τη γραμμή

κρυφοκοιτάζοντας

παράξενα θλιμμένα πίσω .

 

< Ξημέρωμα >

Μικρός  αυλός στο στόμα

του πρώτου τσοπάνη χαιρετά

την έλευση καινούργιας μέρας.

Ο δίσκος του ήλιου κοντοστέκει

για να πατήσει στον ρυθμό του,

κι ύστερα ανεβαίνει τα σκαλιά…

Φωτίζει μ’ ένα βλέμμα τις βουνοπλαγιές

έν’ άλλο βλέμμα ρίχνει στις κοιλάδες,

κι αρχινάει μετά να ψάχνει

σκοτάδι που απόμεινε στις γωνιές

ή κάτω απ’ τα βλέφαρα κουρνιασμένο-

έτοιμο να χυθεί ν’ απλώσει

όπως μελάνι στο σεντόνι της μέρας.

Ήδη στο θρόνο του ο βασιλιάς

του φωτός έχει καθήσει

μ’ ένα βουητό ζωής

το πήγαινε – έλα  μυριάδων ακτίνων,

που ξύπνησαν το καθετί

που μοίρασαν το χρώμα,

έτσι όπως πάντοτε –

δουλειά αιώνια,

δουλειά γνωστή τους…

 

Ένυλη εμβίωση

 Ναοί αδειανοί, βουβά κωδωνοστάσια

αλλοτινής λατρείας-

τώρα σημάδια

εμπύρετου μόνο περάσματος.

Οι προσευχές σου εσπερινά πουλιά

με κέρινα φτερά, σωριάστηκαν

στο πρώτο άγγιγμα των ακτίνων

κι η βασιλεία των ουρανών

άδειος πια θρόνος…

Τώρα εκεί θα καθήσει

με πόδια τις ρίζες των βουνών

με μάτια τις ατάραχες λίμνες,

ο κόσμος που ξυπνά το πρωί

και με τη δύση του ήλιου πάει για ύπνο.

Τίποτε άλλο τώρα εμπρός σου

απ’ ό,τι φωτίζεται κάθε αυγή

κι ό,τι ακούς στις φυλλωσιές των δέντρων

ή με τ’ αυτί κολλημένο στο χώμα.

Τίποτε άλλο εκτός

απ’ τα αιώνια των γενιών μονοπάτια

τ’ ακρογιάλια όπου σπάει το κύμα

και το ρίγος της πηγής πάνω στο δέρμα.

 

Ταξίδι εντός μας

Μοίρα μας να ταξιδεύουμε

σαν δέντρα με βαθιές ρίζες

σε υπόγεια νερά…Ίδια όπως

με το λυχνάρι μια ζωή

ή κάτω απ’ την ηλεκτρική λάμπα,

σαλπάρουμε κι εμείς

σε θάλασσα άσπρο χαρτί

γράφοντας πάντα μια νωπή ρότα.

Ταξίδι – εμπύρετη έφεση

ψυχών που άλλα γυρεύουν,

έσχατη επιθυμία της φτέρνας

που αισθάνεται ν’ αγγίζει το τέρμα…

Μ’ αφού οι δρόμοι είναι κλειστοί

κι ο περίπλους φέρνει στο ίδιο σημείο,

δέχεται η ψυχή

την περίκλειστη μοίρα της

απαλύνοντάς την

στο κύμα στον άνεμο

ρίχνοντας σπόρους,

παρόμοια όπως

δέντρο φυτεύεις σαν κουραστείς,

κι ο ποιητής ετοιμάζεται

για τον επόμενο στίχο.

 

Μαύρο πουλί

Το μαύρο που πια μάθαμε πουλί

που είδαμε τόσες φορές να διασχίζει

το διάστημα των ημερών μας,

κράτα το ζωή λιγάκι

κλεισμένο στο κλουβί.

Να τρέξουμε να τραγουδήσουμε

μακάριοι μέσα στην αχλύ της άγνοιας,

κάτω από δέντρα να ξαπλώσουμε

χωρίς την έγνοια της βαριάς σκιάς του…

Γιατί συνέχεια μάς ξαφνιάζει. Έρχεται

μέσα στην κάψα του καλοκαιριού

ανέμελοι σαν σκύβουμε πάνω απ’ την πηγή,

ή μέσα στ’ όνειρο τις νύχτες του χειμώνα

τρυπώνει πάλι και μας βρίσκει

τάχα γαλήνιους τάχα δυνατούς –

κι ας μας περνά ένα ρίγος στο πλατάγισμά του.

Το ξέρουμε ζωή, μ’ αυτό

το μαύρο πουλί πρέπει

να τα βγάλουμε πέρα,

με ό,τι μπορεί να βοηθήσει –

αστεία κάνοντας για σιγουριά,

δέντρα φυτεύοντας όπου λάχει,

μάρμαρα ψάχνοντας μέσα στη γη

και το χαρτί γεμίζοντας με μανία.

 

Από μια κλωστή

Από μια κλωστή ίσως κρέμεται

η χαρά μας κι η λύπη-

αισθήματα σαν δέντρα τριγύρω μας

φαινομενικά αειθαλή.

Ανέμισμα φτερούγας κάποτε

πάνω απ’ τον ύπνο μας περνά,

ρίχνοντας ίσκιο βαρύ.

Μη σκιάζεσαι τότε μην  απελπίζεσαι

γιατί δεν θέλει πολύ να ξέρεις

κι απ’ τον ελάχιστο πηλό ακόμα

που σχηματίζει το δάκρυ στο χώμα,

για να προβάλουν σαν τ’ άστρα στον ουρανό

πίσω απ’ των λυγμών τα βήματα

τ’ άνθη εκείνα τα χρυσά που ονόμασες

δάκρυα της Παναγίας…

Κι αν από μια κλωστή τελικά κρέμεται

το σχήμα των χειλιών και το χρώμα

της επόμενης μέρας,

την ελπίδα σώζει το ατάραχο βλέμμα

και τη γύρη ο βόμβος των μελισσών

πάνω από κάθε τέφρα.

 

Άλγος Εσπέρας

α.

Φωτεινή μια γραμμή

εμπρός του αχνοτρέμει,

με το ρώτημα αν είναι

κι αυτή οπτασία…

Απάντηση μόνη

το πιο ταχύ βήμα,

κι η ανάγκη που νιώθει

πιο καλά να προσέξει

τ’ αγριολούλουδα στου δρόμου την άκρη,

τον χρόνο στα χέρια

βιαστικής κλεψύδρας.

Μα κάπου όταν σκύβοντας

τους ιμάντες να δέσει

-πολύ ακόμα, πολύ

ο κύκλος πριν κλείσει-

βλέπει τη σκόνη να επικάθεται

υγρή κι αμετακίνητη στο δέρμα,

«όχι, ακόμα» αναφωνεί

με υπόκωφη φωνή πρωτόγνωρη

τινάζοντας μακριά του το χώμα.

Είναι απόγεμα και παντού

τη γύρω γνωστή επιφάνεια

η πορφύρα του ήλιου βαραίνει.

 

β.

Πάνω σε πέτρα κάθησες

να πάρεις ανάσα καθώς είπες.

Ω, τι παράξενη ψυχή,

δεν πρόλαβε στον ίσκιο

το κεφάλι να γείρει

και το βλέμμα πώς αλλάζει τα χρώματα

μές στην αδύνατη στιγμή !

Τώρα μια διάθεση αόριστη

τον πρότερο μόχθο αραιώνει,

του ύπνου στρώνει την κλίνη

το πέλμα του πονεί.

Μ’ αυτός είναι ο δρόμος του. Δεν θλίβεται

στα ενδιάμεσα κάποτε

η έφεσή του σαν λυγίζει,

μια παύση άς είναι ένα ξεδίψασμα

ως το πρωϊ.

Άς χαίρει λοιπόν κι άς ονειρεύεται

των αχναριών τη συνέχεια,

σε ό,τι κι αν τύχει, σε ό,τι συμβεί.

Τ’ αγριόχορτα κοίτα- προς το μέρος του,

δεμένα σ’ ανένδοτες ρίζες

γέρνουν το σώμα με κάποιο φθόνο

σε μάταιη κίνηση φυγής.

 

< Μια κατάνυξη…

(Μονή Αγίου Νεοφύτου)

Περπατώντας ξανά

στο δρόμο του Αγίου με τα γέρικα πεύκα

χωρίς κάποια πρόθεση-αντίθετα ίσως,

ξυπνά μια κατάνυξη από ένα

σάπιο – που πέφτει καρύδι

μια κατάνυξη τόσο χειροπιαστή,

που επικάθεται σαν ρίγος στο δέρμα

και χνούδι υγρασίας στο γνώριμο

της μνήμης θρουμπί.

 

Κοιτίδα μνήμης

Βάζεις το πόδι στο λιγοστό

νερό που βγαίνει απ’ το χώμα

αφήνοντάς το να το γαργαλά

παράξενα- σχεδόν μεταφυσικά,

μ’ αυτί ολάνοιχτο σ’ όλους τους ήχους

με μάτι δεκτικό σε κάθε χρώμα…

Κι εκεί ανάμεσα

στη σαύρα που σέρνεται στη γη

και το φτερό που χάνεται σ’ αβέβαιη πτήση,

στα σύνορα πάντα

αυτού που θά’ θελες

κι αυτού που πρέπει,

περνά ένα παράπονο το σώμα

ένα παράπονο στα χείλη σαν έτοιμη

να πέσει σταγόνα:

Ποιός κόβει των παιδικών

χρόνων τα δέντρα μας,

διώχνει με φώτα εκτυφλωτικά

τ’ αγαπημένα φαντάσματα

και κλέβει το νερό και στερεύει το ρέμα!

 

Τελική ευθεία

Ας  διαπλεύσει το κορμί

των εκβολών το δέλτα,

μες στην αγρύπνια ας κρατηθεί

προτού λυγίσει

κατά το τέρμα.

Με πέντε αισθήσεις στήθηκε

η καθημερινή πανδαισία-

ω, τί χαρά, ω, τί γιορτή,

στα μάτια συνωστίζονται, στην ακοή

και στο αθόρυβο δέρμα

τα ρίγη, οι εικόνες, οι ήχοι!

Αργά – αργά περιστρέφεται

η σφαίρα της γης,

ίδια παιδικό παιγνίδι…

Κι άτακτα δεξιά ζερβά

μυρίζοντας το καθετί

ανήσυχα εντοπίζεις,

τον χρόνο να τραβά τα λουριά

στα δάκτυλα ξάφνου να μετριούνται οι γύροι.

Τώρα μπορείς να βυθιστείς

στο δάκρυ που διστάζει ακόμα,

και τη φθορά ν’ αντικρύσεις-

καθώς η κίνηση σχεδόν σταματά

κι εξέρχεσαι ευπρεπής και πλήρης,

κάνοντας τόπο σε μικρά παιδιά…

 

< Βιότοπος >

Βράδυασε. Γυρνούν στα σπίτια

μαζί με τις μέλισσες των θρουμπιών,

τα βήματα που άνοιξαν τα μονοπάτια

τα χέρια που τρύγησαν τους ελαιώνες-

και το δέρμα που δέχτηκε,

το ρίγος του πρωινού

και του μεσημεριού τις βελόνες.

 

Επεισόδιο του Ιούλη…

Παράξενος αλήθεια φέτος

αυτός ο Ιούλης

που ενέσκηψε στις ακτές,

πίσω του αφήνοντας νεκρούς τους γλάρους –

και στης λευκότητας τη δαντέλα

το μελάνι από χίλιες σουπιές.

 

Κύπριδος Θρήνος

Γυναίκες – μορφές  ανάμεσα

στο χρώμα της νύχτας και της μέρας

σκιές του σπιτιού καρτερικές

τ’ αγρού σκληρές κυρτές Αμαζόνες,

το έπος τους εξιστορούν

με διαπεραστικό τραγούδι θλιμμένο:

Ξέπλυνε πρώτη βροχή

το κάρβουνο, το αίμα.

Ξέπλυνε και τη συνήθεια

του πόνου και του χαμού-

πέπλος κρυφός που κάθεται

στη ψυχή μου ανεπαίσθητα

σαν αόρατη άμμος.

 

< Απολογία ποιητή…>

Κι αν κάπως συχνότερα μιλάμε

για τον Πενταδάκτυλο

είναι γιατί

μοιάζει χτυπημένο πουλί

με δυο φτερούγες

καρφωμένες στο χώμα.

Θά’ ταν πιστεύω ένας αετός περήφανος

με καταγωγή ίσως

τον βράχο με την αιμάτινη μνήμη

μέρη Καυκάσου –

ένας αετός μάρτυρας

της σταύρωσης και της οδύνης,

που πέταξε μακριά χαμηλώνοντας

για να κτίσει τελικά τη φωλιά του

σ’ ένα νησί- χλωρό κλαρί

αντίξοης μοίρας.

 

< Σταυρικό Όραμα >

Στο πενταδάκτυλο βουνό

έκλειψη ήλιου ως να συνέβη –

και πάνω σ’ αστραπής σταυρό

σβηστός ο δίσκος του ανέβη…

Μά όνειρο ήτανε, αφού

της πλάσης είναι ο κανόνας,

η επικράτεια τ’ ουρανού

νάν’ του φωτός πυλώνας.

 

< Η ΚΟΚΚΙΝΗ ΓΡΑΜΜΗ >

Αυτή η κόκκινη γραμμή –

δάκτυλα πέντε ματωμένα,

στα δυο χωρίζει το κορμί,

που όμως πονεί σαν ένα …

 

Φάρος

Έχεις ένα μάτι νυσταγμένο

κι ένα βλέφαρο ολοένα πιο βαρύ,

ωσάν η συνήθεια να σού’ γινε δέρμα

και πιο πολύ ακόμα, ίσως ψυχή.

Τα καράβια – τα παιδιά σου σκόρπισαν

σ’ άλλες ρότες, ενηλικιώθηκαν πια

κι εσύ ακόμα τους κουνάς μαντήλι…

Μα πώς ν’ αλλάξει τη ζωή του τώρα

ένας φάρος ή ο,τιδήποτε άλλο,

ακολουθώντας τον ρυθμό του αιώνα!

Στέκει σαν Κύκλωπας στην Κάτω Πάφο

δήθεν κοιτάζοντας τη θάλασσα,

με τεντωμένα κρυφά τ’ αυτιά

στο άλλο τοπίο την άλλη ώρα.

Γιατί με το σούρουπο δειλά – δειλά

μες στο μισόφωτο τ’ αρχαία χαλάσματα,

στα επιστρώματα της σιωπής ανοίγεται

η πρώτη ραγισματιά.

Κι αφού η πόλη κοιμάται

η πόλη που ξοδεύεται τόσο εφήμερα,

αυτός κοιτάζει μην τον βλέπει κανένας

και κλείνει με νόημα το μάτι

στον κήρυκα και τον ιερέα –

και το πλήθος ξάφνου κινείται

στου αρχαίου Ωδείου την κερκίδα,

όπου παίζεται το αιώνιο δράμα

της πατρίδας ξανά και ξανά.

 

Αρχαίο ναυάγιο «Κερύνεια»

Δεν είναι λίγο

στης θάλασσας τ’ ανήλιαγα βάθη

τόσο χρόνο ν’ αντέξεις,

μόνο και μόνο γιατί γνωρίζεις

στην αγκαλιά σου πως κρατείς

πήλινα αγγεία.

Ήξερες πως θ’ αντικρύσεις

μια μέρα το φως του ήλιου,

όλα πως θά’ ναι ύστερα σαν ψέμα:

Το ναυάγιο στη θαλασσοταραχή,

οι νέες φυλές

οι σκυθρωποί αιώνες…

Κρατώντας λοιπόν την ανάσα

στον σκοτεινό βυθό,

ακολούθησες τη μοίρα

που σε πήρε απ’ το χέρι

και βγήκες στον κόσμο

να δώσεις έγκυρη μαρτυρία-

κατάθεση σε δίσεκτο καιρό

και σε όψιμους λογχοφόρους,

που ψάχνουν ανήσυχα το ξύλο

για δικά τους σημάδια –

και γράμματα βρίσκουνε μόνο

που δεν μπορούν να διαβάσουν

πάνω στ’ αγγεία.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Κυριάκος Χαραλαμπίδης, στα στέφανα της κόρης του- Άντης Κανάκης, ο γάμος

 

ΗΣΣΟΝΕΣ ΚΑΙ ΜΕΙΖΟΝΕΣ ΠΟΙΗΤΕΣ

-Κριτική συνανάγνωση χωρίς προκατάληψη-

Κριτική συνανάγνωση χωρίς προκατάληψη  ( πρώτη δημοσ. στη ΝΕΑ ΕΠΟΧΗ )

Προκαταβολικά θέτω ως στόχο μου την παραστατική ανάδειξη βασικών σημείων, που προσδιορίζουν την αξία της ποίησης- και ειδικότερα  ενός συγκεκριμένου ποιήματος- ανεξάρτητα από το συνολικό εκτόπισμα ενός εκάστου δημιουργού. Ξεκινώ από δυο δείγματα γραφής με αφόρμηση το ίδιο ακριβώς θέμα, πρόδηλα όμως αποκλίνουσα  ποιητική. Το ζητούμενο είνα ι- μέσα από την ερμηνευτική και αισθητική ανάλυση- να μπορέσει ο αναγνώστης να αντιληφθεί, πότε πετυχαίνει ένα ποίημα  και ποιοί κίνδυνοι περιορίζουν κατά τεκμήριον τη δραστικότητά του. Μια πρώτη κρίσιμη ερώτηση  αναφύεται αυθόρμητα για κάθε φίλο της τέχνης και υποψιασμένο αναγνώστη: Μήπως η καλλιτεχνική πραγμάτωση κερδίζεται  κάθε φορά εκ νέου, με την ίδια σε ένταση δημιουργική δυστοκία; Και μήπως η ευχέρεια και η εμπειρία, ακόμα και στους πιο δόκιμους, δεν εγγυώνται ποσώς την  αυτόματη καταξίωση οποιασδήποτε νέας γραφής; Ίσως όλα  αυτά ακούονται ως κοινός τόπος, δεν είναι όμως και ευρέως  συνειδητοποιημένη αντίληψη.

 Μπορώ, έστω με κάποια επιφύλαξη, ν’ αποφανθώ προκαταβολικά τα εξής: Από τα δυο ποιήματα με την ίδια θεματική, που καταγράφονται αντικριστά παραπάνω, εκείνο του «ήσσονος» Άντη Κανάκη μου φαίνεται δομικά αρτιότερο και  «σεναριογραφικά » πειστικότερο από το αντίστοιχο του μείζονος – κατά γενικήν αποδοχήν – Κυριάκου Χαραλαμπίδη…Χωρίς μια τέτοια  επιμέρους παρατήρηση να ενέχει οιασδήποτε μορφής γενικότερη αμφισβήτηση ( τον Κυριάκο Χαραλαμπίδη θεωρώ – παρά τις  επιφυλάξεις μου για ένα μέρος του όψιμου έργου του – ως ένα από τους καλύτερους σύγχρονους Έλληνες ποιητές), ισχυρίζομαι ότι και «ήσσονες» ποιητές, στις καλύτερές τους στιγμές, μπορούν να δώσουν καλή ποίηση… Κάτι που επιβάλλει και το ανάλογο για  τον αναγνώστη ( ή τεχνοκρίτη ) καθήκον, ν’ αναζητεί και να ευρίσκει σε πολλούς κήπους τα άξια της ποίησης άνθη. Ας μη θεωρητικολογώ όμως περισσότερο. Παίρνω το ποίημα του Άντη Κανάκη με τον τίτλο «Ο γάμος» », έκδοση 1980

Δυο γυναίκες μόνες

απ’ το συνοικισμό,

στην εκκλησιά παντρεύαν τα παιδιά τους.

 Είναι μια ρεαλιστική εικόνα γάμου, που ανοίγει το σκηνικό για ό,τι σύνηθες αλλά και ασύνηθες  πρόκειται να ακολουθήσει. Δυο στοιχεία ξεχωρίζουν αμέσως, που παραπέμπουν  στην ιδιαιτερότητα  της περίστασης: Η λέξη «μόνες» για τις μάνες των νεονύμφων, και «συνοικισμός»  ως ο τόπος διαβίωσής των. Ένα πρώτο χαμηλό κύμα διέγερσης περνά μέσα μας, ως απόρροια της πρόδηλης απουσίας των  πα-τεράδων του γαμπρού και της νύμφης  από ένα τέτοιο σημαντικό γεγονός. Και φυσικά αντιλαμβανόμαστε τί δυσάρεστο έχει επισυμβεί – με τον πόλεμο και την ημικατοχή της πατρίδας μας – γι’ αυτό κι η περιέργεια  επικεντρώνεται περισσότερο στον ποιητικό χειρισμό της υπόθεσης…Κάτι που συμβαίνει ακαριαία στη συνέχεια, με το ξεδίπλωμα  μιας  έντονα εξωκοσμικής  εικονοποιϊας :

Κι ενώ έψαλλε ο παπάς

βλέπαν τους άλλους δυο

νά’ ρχονται από μακρυά

                      κοντά τους.

Ο ένας σκιά λευκή.

Ο άλλος κίτρινη.

Ένα ποτάμι

τους έκοβε τον δρόμο.

Η συγκίνηση της στιγμής – υποβοηθούμενη κι απ’ την υποβλητική εκκλησιαστική ψαλμωδία,  γεννά στις δακρύβρεκτες και πονεμένες μορφές τη ψευδαίσθηση του ερχομού εκείνων που λείπουν. Τους βλέπουν με τα μάτια της ψυχής «νά’ ρχονται από μακρυά κοντά τους». Θά’ ταν πολύ κοινότοπη και καλλιτεχνικά καθόλου πειστική δραματοποίηση, αν η εμφάνιση των αγνοούμενων γινόταν άμεσα, χωρίς δυσκολία  και με φυσική των εικόνων χρήση. Οι γυναίκες – μάνες όμως δεν κοιτούσαν αναίτια γεμάτες αγωνία…Αφού μπροστά τους συντελείτο- δίκην αποκάλυψης- το πέρασμα από το πουθενά στον παρόντα κόσμο. Με κομμένη ανάσα τούς παρακολουθούν, να προσπαθούν πεισματικά να υπερπηδήσουν το απροσπέραστο ποτάμι που τους χωρίζει. Το υπερφυσικό σκηνικό επιτείνεται πιο πολύ με την παρομοίωση του ενός αντρός ως σκιάς λευκής και του άλλου ως σκιάς κίτρινης. Μια φευγαλέα απορία διατρέχει το μυαλό του συμμετέχοντος αναγνώστη… Θα γίνει το θαύμα να διαβούν το βαθύ ρέμα; Η ψυχική μας ένταση κορυφώνεται στο έπακρον, όταν με δύναμη ο ποιητής- σε επικούς δημοτικούς τόνους – βάζει τους ασώματους αυτούς πρωταγωνιστές να πηδούν μια και δυο και τρείς φορές, χωρίς να  μπορούν τελικά να περάσουν.

Τρεις φορές

   πήδηξαν οι σκιές

      για να περάσουν.

Τρεις φορές

 πέσαν στο νερό

 Τέλειωσε ο γάμος.

Τους πήρε το ποτάμι.

 Τέλος καλό όλα καλά δεν ισχύουν- καθώς βλέπουμε- στην αισθητικά  κατορθωμένη τέχνη,  η οποία  έχει τον δικό της τρόπο να αποφορτίσει και να χαλαρώσει τον αναγνώστη από τη συσσωρευμένη συγκινησιακή αγωνία. Η λυτρωτική διάθεση σίγουρα επέρχεται από το γεγονός της συγκλονιστικά  βιωμένης- με τα  μάτια της ψυχής – υπερφυσικής μαρτυρίας. Κι αυτό ανεξάρτητα από το τελικό αποτέλεσμα. Μήπως κι ο Διγενής του δημοτικού έπους δεν νικάται στο τέλος, στην υπεράνθρωπη πάλη του στα μαρμαρένια αλώνια, αφήνοντάς μας παρόμοια παρηγορητική ανακούφιση;

Η συνέχεια για τις δυο «οπτασιαζόμενες» γυναίκες – τραγικές φιγούρες του δράματος των αγνοουμένων-  είναι η κυριαρχημένη, ανάλογη με την περίσταση θλίψη, που αφήνει περιθώριο στην ελπίδα  και την προοπτική ευτυχίας των αγαπημένων προσώπων.

Τα στέφανα φιλώντας

     οι δυο μάννες

-Φιλιά πικρά

-Φιλιά αλμυρά

μοιράζαν στα παιδιά τους.

 Τίποτε δεν αφήνουν απ’ τον πικρό καημό τους να βγει προς τα  έξω, κανένα ξέσπασμα που θα θόλωνε την καλοτάξιδη γαμήλια ατμόσφαιρα. Αντίθετα,  με αξιοπρέπεια φιλώντας τα στέφανα, μοιράζουν στο ζευγάρι ευχές και φιλιά. Κι αν τα φιλιά, όπως  διαβάζουμε, είναι πικρά  κι αλμυρά, αυτό μόνο εμείς το ξέρουμε – κι ο ποιητής φυσικά, που πέτυχε να μας το μεταδώσει με τούτο το ποίημα.

Το δεύτερο ποίημα – με πανομοιότυπη θεματική – που θα σχολιάσω, ανήκει στον έγκριτο και πολυβραβευμένο ποιητή Κυριάκο Χαραλαμπίδη.  Είναι μεταγενέστερο, αφού είδε επίσημα το φως της δημοσιότητας το 1989,  με την έκδοση της συλλογής «ΘΟΛΟΣ» ( του Άντη Κανάκη «Ο γάμος» προηγήθηκε εκδοτικά, 1980 ).

Το ποίημα « ΣΤΑ ΣΤΕΦΑΝΑ ΤΗΣ ΚΟΡΗΣ ΤΟΥ », του Κυριάκου Χαραλαμπίδη, από άποψη δομής και γενικότερης ποιητικής στέκει στον αντίποδα του ποιήματος, στο οποίο αναφέρθηκα προηγουμένως. Η ανάπτυξή του είναι γραμμική και με κυρίαρχο ένα, σκόπιμα  υποθέτω, απλοϊκό αφηγηματικό τόνο. Αυτό δεν είναι προκαταβολικά μειονέκτημα, αντίθετα  θα μπορούσε να του προσδώσει- υπό κάποιες προϋποθέσεις – μια υποβλητική  επικότητα.. Επειδή όμως ο λόγος μου δεν ευδοκιμεί  ιδιαίτερα στο κενό, προτιμώ και σ’ αυτή την περίπτωση να με ταξιδέψει το ίδιο το ποίημα… Ν’ ακροαστώ τον κρυφό του παλμό, ν’ αφεθώ στην όποια του υπέρλογη θέαση και να νοιώσω, αν μ’ άγγιξε επαρκώς εκείνο το κάτι βαθύτερο και υπερβατικότερο του γεγονότος, που λειτούργησε ως έναυσμα έμπνευσης.

Είχε τριακόσια στρέμματα γης υπό κατοχήν

και τον πατέρα της στα βάθη της Ανατολής.

 Θα παντρευόταν ευτυχώς ένα καλό παιδί.

 Κανένα προς το παρόν ιδιαίτερο σχόλιο, θα σημείωνα.. Οι εισαγωγικοί  τούτοι στίχοι ανοίγουν με εντυπωσιακή απλότητα και οικειότητα την αυλαία του γάμου της κόρης ενός αγνοούμενου. Οι πρώτοι δυο στίχοι δίνουν λιτά και χωρίς συναισθηματισμό το ιστορικό δραματικό φόντο, στα πλαίσια του οποίου θα  εξελιχθεί η γαμήλια διαδικασία. Η αφελής στη διατύπωση αθωότητα, που εκπέμπει ο τρίτος στίχος,  μας συγκινεί –  αν όχι τόσο ποιητικά  –  τουλάχιστον σε ανθρώπινο επίπεδο. Σημαντικό είναι εξάλλου, να μη βιαστεί ο απαιτητικός αναγνώστης στην κρίση που θα εκφέρει για παρόμοιους μεμονωμένους στίχους, των οποίων η αισθητική δυναμική ενισχύεται κάποτε στην εξέλιξη (το ίδιο άλλωστε ισχύει εν πολλοίς και για την ποίηση του Καβάφη, όχι όμως και για τον εξαρχής πυκνό και αυτάρκη Σολωμικό στίχο ).

Έτσι, και στο λαϊκής εκφραστικής χροιάς «Θα παντρευόταν ευτυχώς ένα καλό παιδί», μένουμε προς στιγμή ποιητικά αμήχανοι και ανικανοποίητοι, προσδοκώντας στην πορεία σε μια αντίστροφη αισθητική αναζωογόνηση της υποτονικότητας του στίχου. Κάτι τέτοιο όμως δεν το βλέπουμε στη συνέχεια. Ο αγνοούμενος πατέρας, που με πάσαν άνεση σηκώνεται κι έρχεται στην εκκλησία, καμαρώνοντας τη νύφη κρυμμένος πίσω από μια κολώνα, μου δίνει την αίσθηση της επιτηδευμένα γραφικής εξιστόρησης, που στοχεύει προφανώς στον αιφνιδιασμό και την ανατροπή του άτονου κλίματος σε κατοπινό στάδιο. Η πρόθεση όμως αυτή δεν βρίσκει μορφολογικό ισοδύναμο, ικανό να προκαλέσει- χωρίς επίπλαστη δραματοποίηση- το έλεος  και την κάθαρση. Ως εκ τούτου υποβαθμισμένη προκύπτει και  η δραστικότητα τού  καθόλου αισθητικού αποτελέσματος. Καταθέτω τους σχετικούς  μ’ αυτό στίχους :

Κατά την τελετή του μυστηρίου

δεν πρόσεξε κανένας τον πατέρα της.

Μπήκε απ’ το νάρθηκα κρυφά και στάθηκε

πίσω από μια κολώνα και καμάρωνε.

Ύστερα σκούπισε με το μανίκι του

το ξεσκισμένο και φτωχό του δάκρυ.

Τον πήρανε για ηλίθιο του χωριού

και τον αφήκανε στην ησυχία του.

  Εδώ ο πατέρας έρχεται από μόνος του και εν αγνοία των στενών συγγενών του. Η εμφάνισή του συνδέεται καθηκόντως με την ημέρα του γάμου και η υπέρβαση της πραγματικότητας του θανάτου εδράζεται λογικά στη σχέση αγάπης προς την ακριβή του κόρη. ( Στο αντίστοιχο ποίημα του Άντη Κανάκη, η υπερφυσική αυτή φανέρωση συμβαίνει μέσα στις χαροκαμένες κι ευάλωτες στην οπτική φαντασίωση ψυχές των γυναικών – συζύγων και μανάδων. Κι ούτε είναι απλός περίπατος  το πέρασμα  απ’ τα σύνορα του Άδη, αλλά εναγώνια  ηρωική πράξη, που διαδραματίζεται με συμβολικό τριπλό σάλτο μπροστά στα  έκθαμβα μάτια τους ).

Για να μην είμαι όμως κι άδικος, το ποίημα  «ΣΤΑ ΣΤΕΦΑΝΑ ΤΗΣ ΚΟΡΗΣ ΤΟΥ», του Κυριάκου Χαραλαμπίδη, μπορεί να μη φαίνεται «μείζονος» αισθητικής πραγμάτωσης, διασώζεται εντούτοις σ’ ένα βαθμό από την καταληκτική τραγική του διάσταση, που δίνεται στους τελευταίους έξη στίχους:

 Τελειώνει ο γάμος, και να χαίρεστε τα στέφανα.

Παίρνουν κουφέτα και λουκούμια, μπαίνουν

καθένας στ’ αυτοκίνητο του, χάνονται.

Ο στοργικός πατέρας πάει κι αυτός

στην Πράσινη Γραμμή, περνά σκυφτός

παίρνει ξανά τη θέση του στο χώμα.

 Οι του πάνω κόσμου παίρνουν τον εύκολο ξέγνοιαστο δρόμο τους, παίρνει κι ο αγνοούμενος πατέρας τον μοναχικό δικό του δρόμο: Ξαναμπαίνει φρόνιμα στο μνήμα, ως  να  είναι η φυσική κατοικία του. Η έξοδος, που λίγο μόνο διήρκεσε, είναι  μοιραίο να μην έχει συνέχεια. Σ’ αυτό ακριβώς το σημείο, οι καλλιτεχνικές του αναγνώστη κεραίες αρχίζουν για πρώτη φορά πραγματικά να δονούνται…Αν τα παλινδρομικά  κύματα  που εκπέμπουν  είναι τόσο δυνατά, ώστε να αιμοδοτούν επαρκώς και ό,τι τόσο χαλαρά προηγήθηκε, δεν είμαι  τόσο βέβαιος.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Όταν περνούν οι γερανοί – Διήγημα Ανδρέα Πετρίδη

ΟΤΑΝ ΠΕΡΝΟΥΝ ΟΙ ΓΕΡΑΝΟΙ

  • Ένα διήγημα «κλασικής» δομής, του ΑΝΔΡΕΑ ΠΕΤΡΙΔΗ –

Τον τύλιξε ανεπαίσθητα ο ύπνος, γερμένος όπως ήτανε στον κορμό της γέρικης ελιάς. Ο Φώτης είδε τότε το κορμί του, ανάλαφρο σαν αγγελούδι, να σηκώνεται ψηλά και να φεύγει μακριά, διασχίζοντας κάμπους και βουνά και πετώντας ανεμπόδιστα πάνω από φράκτες και συρματοπλέγματα. Σαν έφτασε στην τόσο γνώριμη των πρώτων παιδικών χρόνων πλαγιά, σταμάτησε να κτυπά δυνατά τα φτερά, χαμηλώνοντας πάνω από ερημωμένες αυλές και σπιτάκια, που του φαίνονταν να βόσκουν σαν πρόβατα στο ανοιξιάτικο φρέσκο χορτάρι… Αναγνώρισε το χωριό όπου γεννήθηκε – κι άρχισαν ξαφνικά μπροστά του να ζωντανεύουν όσα συνέβηκαν τόσο γοργά κι ανεξήγητα, πριν πάρει με τους γονείς του τον δρόμο της φυγής και της προσφυγιάς…

Θυμάται το πρώτο εκείνο καλοκαίρι που συνόδευσε τον πατέρα στη ρεματιά, πίσω από τρία μικρά προβατάκια. Τα παρακολουθούσε πώς έτρεχαν και χοροπηδούσαν, έτσι ακριβώς όπως έκανε κι ο ίδιος, γεμάτος χαρά και ζωντάνια μέσα στο ανθισμένο φυσικό περιβάλλον. Δεν χόρταινε να κοιτάζει και να ρωτά… Έμαθε για το ποτάμι που ξεκινά από πολύ μακριά, κουβαλώντας στις βροχερές μέρες του χειμώνα δασόξυλα απ’ τα ορεινά… Άκουε για τα χελιδόνια, που πετούσαν ώρες τιτιβίζοντας από πάνω του, πριν φύγουν με το φθινόπωρο για μακρινά και ζεστότερα μέρη… Για να επιστρέψουν πάλι την ίδια εποχή, κτίζοντας την καινούργια ή ξαναφτιάχνοντας την παλιά τους φωλιά.
Κάτι άλλο σπουδαίο που χαράκτηκε στη μνήμη του κάποτε, ήταν μια αρχαία κολώνα βγαλμένη τυχαία απ’ το χώμα με τ’ άροτρο… Τους εξήγησε ο δάσκαλος, σε κάποια σχολική εκδρομή, πως ήταν «πολύτιμο εύρημα, σημάδι ατράνταχτο της ιστορίας του τόπου», καθώς είπε. Και τους διαβεβαίωσε, πως κι άλλα πολλά πολύτιμα πράγματα υπήρχαν σίγουρα κρυμμένα στο χώμα. Ένιωθε τότε κι ο μικρός Φώτης παράξενα περήφανος για το χωριό του, άνκαι δεν μπορούσε με ακρίβεια να το εξηγήσει. Θαύμαζε τη στιλπνή λευκή ομορφιά της αμίλητης πέτρας με την περίτεχνα χαραγμένη επιφάνειά της… Ακόμα και κάτι περίεργα γράμματα στο πάνω μέρος της δεν μπορούσε να τα διαβάσει, μήτε καν ν’ αντιληφθεί το νόημά τους. Δεν τον πείραζε όμως. Φτάνει που ο δάσκαλος και κάποιοι γνωστικότεροι πιο μεγάλοι αναγνώριζαν την αξία της κολώνας, που ξεπετάχτηκε μια μέρα στο φως του ήλιου.

Ένα κατοπινό καλοκαίρι, ενώ βοσκούσε έξω στους αγρούς τα πρόβατα με τα μάτια ονειροπόλα και καρφωμένα μακριά, μετά από στιγμές σιωπής έβγαλε μια φωνή έκπληξης για κάτι που αντίκρυζε για πρώτη φορά:
 – Πατέρα, πατέρα…Τί είναι η σκούρα εκείνη και λεπτή γραμμή στον ορίζοντα, που σιμώνει, σφυρίζοντας ολοένα πιο δυνατά;

Σταμάτησε ο πατέρας να πελεκάει καυσόξυλα – και βάζοντας το χέρι αντήλιο, ξεχώρισε στην άκρη του ορίζοντα την καμπύλη σκούρα γραμμή πουλιών αποδημητικών που πλησίαζε, σφυρίζοντας κάθε τόσο μονότονα. Χαμογελώντας με κατανόηση, άφησε την αξίνα στο χώμα και βημάτισε με πατρική φροντίδα προς το μέρος του ξαφνιασμένου, από το πρωτο-ίδωτο θέαμα, Φώτη.

Περνούν οι γερανοί, παιδί μου…Έρχονται κάθε χρονιά σαν ζεστάνει ο καιρός στα μέρη μας, κουβαλώντας στις πλάτες των εκατοντάδες χελιδόνια. Κάθε χρονιά μέσα στην Άνοιξη, με το ίδιο απόμακρο σφύριγμα να τους προσμένεις… Είναι άκακα και φιλοτάξιδα πουλιά.

Από τότε ο Φώτης έτσι κι έκανε. Όταν ερχόταν Απρίλης- Μάης, με τις πρώτες δυνατές λιακάδες, κατέβαινε τακτικά στο ίδιο εκείνο αγαπημένο του μέρος, στο χωράφι με την σκαλισμένη κολώνα και ρέμβαζε ώρες πολλές, περιμένοντας τους γερανούς να φανούν- μικρές κουκκίδες στην άκρη του ορίζοντα. Ύστερα στιγμή τη στιγμή να φαίνονται καθαρότερα και να μεγαλώνουν, κρατώντας χέρι-χέρι σε μιαν απέραντη γραμμή πάνωθέ του, τακτικά και λυπημένα σφυρίζοντας. Κι εκείνος να ψηλώνει όλο και πιο κάθετα το κεφάλι του να μην τους χάσει, να τους παρακολουθήσει όσο μπορεί περισσότερο, μέχρι να χαθούν ξανά στην άλλη άκρη τ’ ουρανού, στα βάθη μακριά του. Και στο τέλος, με το γέρμα του ήλιου, να επιστρέφει μοναχός στο σπίτι, να το διηγηθεί στους γονείς, να το διηγηθεί στον παππού και στους φίλους του μ’ ένα ανάμικτο αίσθημα χαράς και λύπης…
Είδα ξανά τους γερανούς. Τους είδα όπως πάντα σαν αλυσίδα να έρχονται σφυρίζοντας…Έλεγε και ξανάλεγε, σάμπως και δεν τον πίστευαν. Το επαναλάμβανε, θέλοντας να εκφράσει δυνατά και ανακουφιστικά τα συναισθήματα που τον πλημμύριζαν. – Και του χρόνου θα τους περιμένω, στο ίδιο μέρος, τον ίδιο μήνα… Έλεγε και ξανάλεγε και μια κρυφή λαχτάρα τον συνέπαιρνε ολόκληρο.

Έτσι πράγματι γινόταν κάθε χρονιά, ώσπου ο Φώτης άκουγε πια τα πουλιά σχεδόν προτού καν φανούν, προτού φανερωθούν σαν μαύρες γραμμούλες στο γλαυκό του ορίζοντα. Φρόντιζε ο ίδιος νά’ ναι πάντα εκεί, στη σωστή θέση, στον σωστό χρόνο, γιατί κι όλας μια βαθύτερη σχέση ένωνε τη ψυχή του μαζί τους. Όχι δεν μπορούσε, δεν μπορούσε ποτέ στους υπολογισμούς που έκανε να λαθέψει…

Κι όμως φέτος, να που έρχονται τόσο παράκαιρα οι γερανοί, μονολόγησε ο Φώτης  έκπληκτος και συγχυσμένος… Έβαλε προσεκτικότερα το χέρι αντήλιο και ξανακοίταξε.
Ναί, ναί, ξαναψιθύρισε, αυτοί είναιΝα, οι μαυρόγκριζες φτερωτές κουκκίδες, που μεγαλώνουν ολοένα κι όλο πιότερο βουϊζουν σιμώνοντας.

Είπε «βουίζουν» και δάγκωσε τα χείλη απορημένος με τον εαυτό του. Ήταν όμως βέβαιος πως δεν είχαν τούτη τη φορά το ίδιο σφύριγμα. Ίσως νά’ ταν κουρασμένοι, ίσως και νά’ νιωθαν για κάποιο λόγο ανήσυχοι κι έβγαζαν κάτι σαν βουητό, όσο έρχονταν πιο κοντά του. Ίσως ακόμα, τόσο που βιάστηκαν πριν βγει καλά ο χειμώνας, να βρήκαν στον δρόμο τους καταιγίδες που τους ταλαιπώρησαν. Αλλιώς δεν εξηγείται, συλλογιζότανε, που γιάλλιζαν τόσο παράξενα σαν μέταλλο οι μεγάλες και πλατιές φτερούγες των…
Όταν τελικά πέρασαν μ’ ένα τρομακτικό μουγγρητό  πάνω απ’ το κεφάλι του, όλο το χωριό γύρω τάραξε συθέμελα…Τ’ αγαπημένα του πουλιά, οι γερανοί που με κρυφή λαχτάρα πάντα περίμενε, καθόλου πια γνώριμοι, σχίσαν τ’ ουρανού το γαλάζιο με σιδερένια φτερά και φτύσαν φωτιά και σίδερο περνώντας. Μόνο το ψηλό κυπαρίσσι πριν πάρει φωτιά, κατάλαβε τί συνέβη και σιγοψιθύρισε:
«Όχι, όχι. Δεν ήταν αυτοί οι γνώριμοι γερανοί που φέρνουν την άνοιξη… Αυτοί είχαν σιδερένιες φτερούγες και στο διάβα τους έφτυσαν φωτιά…»
Αλλά και το χωριό ήξερε πια, έτσι βαριά λαβωμένο που το άφησαν οι φτερωτοί δαίμονες στο πέρασμά τους… Άδειες οι αυλές, τα σπίτια καπνισμένα χαλάσματα
κι οι δρόμοι γεμάτοι τρομαγμένα πρόσωπα, που φεύγαν βιαστικά και μ’ άδεια χέρια στο άγνωστο.

Ο Φώτης έμαθε για όλο τούτο το κακό αργότερα, όταν ξύπνησε κάπου αλλού και μ’ ένα πλατύ επίδεσμο στο κεφάλι, που αιμορραγούσε λιγάκι ακόμα. Όλα τού φαίνονταν θολά και μπερδεμένα, ως να τον ξερρίζωσαν και τον έριξαν σε μακρινά και ανοίκεια μέρη, σ’ ένα κόσμο που έπρεπε τώρα απ’ την αρχή να φτιάξει.

 

Τέτοια στο μισο-ύπνι ξετυλίγονταν συχνά στο μυαλό του και δεν μπορούσε εύκολα να πει αν του ήταν ευχάριστο ή δυσάρεστο. Η πραγματικότητα ήταν, ότι ζούσε τώρα με την οικογένειά του σ’ ένα ακριτικό προσφυγικό συνοικισμό, πλάι στη «νεκρή», όπως λεγότανε, «ζώνη». Οι γονείς του κάποτε- κάποτε του μιλούσαν για τον Δαυλό, το αγαπημένο χωριό τους, όπου πριν τον ξερριζωμό ζήσανε ευτυχισμένα χρόνια. Όλα αυτά όμως γίναν πια παρελθόν, που ιστορώντας το η φωνή τους τρεμούλιαζε και τα μάτια βουρκώνανε. Γι’ αυτό κι ο Φώτης με τον καιρό απόφευγε να τους ρωτά ο,τιδήποτε σχετικό, για να μην τους θυμίζει και να τους στενοχωρεί περισσότερο. Τους έφταναν οι άλλες σκοτούρες και τα λογής προβλήματα που αντιμετώπιζαν. Όμως ο ίδιος σιγά-σιγά άρχισε να γίνεται παράξενα σιωπηλός και περίεργος… Περνούσε τις ελεύθερες ώρες του με διάφορες ασχολίες στην ύπαιθρο, όπως το σεργιάνι στους αγρούς και το μάζεμα λουλουδιών και αγριοβατόμουρων. Πιο πολύ όμως τον τραβούσε ένα καινούργιο παιγνίδι, δική του επινόηση… Όταν κάποια στιγμή βαρέθηκε να ζωγραφίζει με νερομπογιές στο χαρτί διάφορα πράγματα, άρχισε να βάφει εκεί κι εδώ με κόκκινο βαθύ χρώμα τα λευκά κυκλάμινα…Έτσι απλά για να χαλαρώσει, ή με την αίσθηση ότι δοκιμάζει κάτι τολμηρά πρωτότυπο. Κάτι σαν αθώα παρέμβαση στη φύση τριγύρω, δείχνοντας μάλιστα με καμάρι τα κατορθώματά του σε γονείς και φίλους. Και το έκανε συχνά, μετακινούμενος από μέρος σε μέρος, νιώθοντας κατά βάθος σαν ένας αρχάριος δημιουργός που ξαναφτιάχνει τον κόσμο. Φυσικά με την πρώτη βροχή οι πινελιές του στα πέταλα δεν κρατούσαν για πολύ και τα βαμμένα κυκλάμινα γρήγορα ξεπλένονταν. Ο Φώτης όμως, πεισματάρης καθώς ήταν, δεν απογοητευόταν εύκολα. Προπάντων σαν έβρισκε κάτι καινούργιο, για τη φαντασία του πιο ερεθιστικό. Κάτι που δεν άργησε να του παρουσιαστεί…

Η ιδέα του ήρθε μια μέρα, όταν, περπατώντας αφηρημένα σ’ ένα μικρό μονοπάτι κάμποση ώρα, σκόνταψε πάνω σε μια μισοπεσμένη ταμπέλα με την επιγραφή: «Προς νεκρή ζώνη». Έκανε να την προσπεράσει, αλλά μετά κοντοστάθηκε και συλλογίστηκε…Τί σημαίνει άραγε νεκρή ζώνη; Είναι μήπως τόσο νεκρή, που δεν βλαστάει τίποτε στο χώμα της; Ούτε ένα κυκλάμινο, μήτε μια μοναχική ανεμώνη; Φυσικά, από κάποια τυχαία ακούσματα πήγαινε ο νους του σε κάτι… Ίσως ακόμα και να υποψιαζόταν αδρά περί τίνος πρόκειται…Το απόδιωχνε όμως από τη σκέψη του, για να μη λειτουργήσει απαγορευτικά στη γοητεία της πρόκλησης να μπει μέσα, να δει τί συμβαίνει.

Το σούρουπο γύρισε σκεφτικός στο σπίτι κι απ’ το μυαλό του περνούσαν ένα σωρό πράγματα. Στην πραγματικότητα όμως, μόνο μια σκέψη ήταν κυρίαρχα βασανιστική και πυρπολούσε κυριολεκτικά τη φαντασία του. Πριν πέσει για ύπνο, ετοίμασε με κάποια νευρικότητα τα σύνεργα για την επιχείρηση της επόμενης μέρας. Δεν ξέχασε να βάλει στο ρούχινο σακκίδιο το πινέλο και τις αγαπημένες του νερομπογιές. «Πώς είναι, πώς είναι η νεκρή ζώνη», μονολογούσε με μια κρυφή λαχτάρα. Σκεφτόταν πως δεν μπορεί νά’ ναι τόσο νεκρή, θα ξετρυπώσει αυτός κάπου καμμιά βατομουριά, θ’ ανακαλύψει ανεμώνες και κυκλάμινα ανάμεσα στα βράχια… Κι ύστερα παίρνοντας πινέλο και χρώμα, ιδιαίτερα το κόκκινο που τόσο του αρέσει, θα σκύψει ηδονικά να βάψει τ’ άσπρα γύρω κυκλάμινα ολοπόρφυρα… Έτσι ακριβώς όπως έμαθε να τα μεταμορφώνει με τον δικό του μοναδικό τρόπο!

Με τέτοιους συλλογισμούς να του εξάπτουν το μυαλό αποκοιμήθηκε λίγο αργά, σηκώθηκε όμως νωρίς με το πρώτο που έπεσε φως. Το σχολείο καθόλου δεν τον κούρασε εκείνη τη μέρα κι οι ώρες κύλισαν αναπάντεχα γρήγορα. Το απόγεμα ήταν όλα ήσυχα στο σπίτι, κι ο Φώτης πανέτοιμος για τη μεγάλη του έξοδο…
Κρέμασε το σακκίδιο στο ώμο κι ανυπόμονα πήρε το μονοπάτι που οδηγούσε στη «νεκρή ζώνη». Πέρασε δίπλα από την μισοπεσμένη επιγραφή και μ’ ανάλαφρα βήματα βρέθηκε απέναντι. Ένα ακαθόριστο αίσθημα φόβου κατέβαινε απ’ το λαιμό στο στομάχι του, δεν ήταν όμως αρκετό για να τον εμποδίσει. Στο βάθος η κορυφογραμμή του Πενταδάκτυλου απλωνόταν ακίνητη σαν κοιμισμένο φίδι. Έφτασε σ’ ένα ξέφωτο τριγυρισμένο από θάμνους. Η χαρά του ήταν απερίγραπτη, όταν διαπίστωσε, πως κι εδώ υπήρχαν κυκλάμινα. Και μάλιστα πολύ λευκότερα και πολύ πιο μεγάλα…Παρθενικά κι ατσαλάκωτα απ’ την ανθρώπινη παρουσία.
– Ω, συλλογίστηκε ο Φώτης. – Τόσον καιρό γιατί μου κρυβόσαστε; Και γονάτισε για ν’ απολαύσει το θέαμα.

– Θα βάψω αυτά τα κυκλάμινα ολοκόκκινα, έτσι που καμμιά βροχή δεν θα μπορεί να τα ξεβάψει πια,… Μονολόγησε με πείσμα. – Όχι όμως τώρα, αλλά αύριο το πρωινό, που έχουμε, καθώς είπε κι ο δάσκαλος, την επετειακή σχολική αργία.
Και κάνοντας ξάφνου στροφή πήρε τον δρόμο του γυρισμού, πριν πέσει το σούρουπο και  σκοτεινιάσει. Απ’ τους αντίπερα λόφους, εξάλλου, κάτι σαν ψίθυροι ακαταλαβίστικοι και περίεργοι βηματισμοί τον έκαναν να δειλιάσει λιγάκι…

Ξημερώματα της επόμενης μέρας, όλος αγωνία και λαχτάρα, έπαιρνε αποφασισμένος τον δρόμο προς τη «νεκρή ζώνη», με τα πινέλα και τις νερομπογιές να κουδουνίζουν στην πλάτη του. Ανυπόμονος περπατούσε νευρικά κι απρόσεκτα, κλωτσώντας δεξιά κι αριστερά τα χαλίκια, ή ποδοπατώντας ξεράγκαθα. Βυθισμένος στις σκέψεις και τις οργιαστικές φαντασίες του, ο μικρός Φώτης δεν κατάλαβε πως μπήκε κιόλας βαθιά μέσα στην λεγόμενη νεκρή ζώνη, με ολόλευκα μεγάλα κυκλάμινα να ορθώνονται προκλητικά γύρω του… Κι ούτε που πρόσεξε, σκυφτός όπως έφτιαχνε τα σύνεργά του, τις ανθρώπινες σιλουέτες απέναντι, που χειρονομούσαν νευρικά προς το μέρος του… Μήτε φυσικά μπορούσε πια να ξέρει, τί έγινε με τις νερομπογιές, τί έγινε με τα πινέλα και πώς βάφτηκαν τα κοντινά του κυκλάμινα πράγματι ολοκόκκινα… Ένα κόκκινο τόσο ζωντανό και ζεστό, ίδιο με αχνιστό αίμα… Που ήταν το δικό του τελικά, χυμένο ολόγυρα/παιδικό/αίμα.
Το κορμάκι του, πεσμένο και σκεπασμένο μ’ ένα χνούδι απ’ την πρωινή δροσιά, έσμιγε τώρα με τη φύση, τη μεγάλη του αγαπημένη. Τη φύση την ολοζώντανη στο κάθε της μόριο, την αιώνια ελεύθερη και πουθενά νεκρή κι απαγορευμένη. Τα ολάνοιχτα ακίνητα μάτια του κοιτάζουν, δες, για πάντα τον ουρανό σαν δυο μεγάλες/απορημένες/νεροσταγόνες.
Κι άρχισε ύστερα μια ψιλή βροχή, που κράτησε μέχρι το ηλιοβασίλεμμα. Και ήταν η πρώτη φορά, που δεν μπόρεσε να ξεπλύνει εντελώς τα αιματοβαμμένα κυκλάμινα της «νεκρής ζώνης¨.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Ποίηση Ανδρέα Πετρίδη

 

 

 

ΑΝΔΡΕΑ  ΠΕΤΡΙΔΗ

Εντόπιο Ρίγος
αναγραφή τελευταία

 

…Ω, τί χαρά, ω, τί γιορτή

     στα μάτια συνωστίζονται,

     στην ακοή

     και στο αθόρυβο δέρμα

     τα ρίγη, οι εικόνες, οι ήχοι !

 

  α.  Ξημέρωμα

Μικρός  αυλός στο στόμα

του πρώτου τσοπάνη χαιρετά

την έλευση καινούργιας μέρας.

Ο δίσκος του ήλιου κοντοστέκει

για να πατήσει στον ρυθμό του,

κι ύστερα ανεβαίνει τα σκαλιά…

 

Φωτίζει μ’ ένα βλέμμα τις βουνοπλαγιές

έν’ άλλο βλέμμα ρίχνει στις κοιλάδες,

κι αρχινάει μετά να ψάχνει

σκοτάδι που απόμεινε στις γωνιές

ή κάτω απ’ τα βλέφαρα κουρνιασμένο-

έτοιμο να χυθεί ν’ απλώσει

όπως μελάνι στο σεντόνι της μέρας.

 

Ήδη στο θρόνο του ο βασιλιάς

του φωτός έχει καθήσει

μ’ ένα βουητό ζωής

το πήγαινε – έλα  μυριάδων ακτίνων,

που ξύπνησαν το καθετί

που μοίρασαν το χρώμα,

έτσι όπως πάντοτε

δουλειά γνωστή τους.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

β.  Βιότοπος

 

Σκληρό τοπίο αιώνιο

σε δειλινό περίβλημα φωτός,

ψηφία φωσφορίζοντας στον αιθέρα

που πρωτονόμασαν τη βροχή,

το σύννεφο, το νερό.

 

Βράδυασε. Γυρνούν στα σπίτια

μαζί με τις μέλισσες των θρουμπιών,

τα βήματα που άνοιξαν τα μονοπάτια

τα χέρια που τρύγησαν τους ελαιώνες

και το δέρμα που δέχτηκε

το ρίγος του πρωινού

και του μεσημεριού τις βελόνες.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

γ.   Μές στο νερό

 

Απλώνεις έτσι το κορμί στο νερό

σαν πράσινι φύκι κι αισθάνεσαι

το άλλο άγγιγμα, την πρώτη μήτρα.

Μα το δειλινό το δειλινό

που οι πρώτες σκιές καλούν εις οίκον –

σπεύδεις αντίθετα με των ψαριών τη

γραμμή

κρυφοκοιτάζοντας

παράξενα θλιμμένα πίσω .

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

δ.   Νόστος

 

Του ποταμιού που αγάπησα, μια στάλα-

σώμα σουπιάς- χρωμάτιζε το νερό

στη θάλασσα δίνοντας δικό του χρώμα.

Άσπρο χαρτί τα χιονισμένα βράδυα

νοσταλγικά παράδερνε ζητώντας

μ’ άγρυπνο βλέμμα τον χαμένο στίχο.

Σαν χελιδόνι σπάθιζε

τον ουρανό και τον χρόνο

ακροπατώντας στα κοιμισμένα

κεφάλια των γνώριμων βουνών…

 

Μπροστά μου τότε η ξερολιθιά,

τα κυκλάμινα στα φυτεμένα βράχια

κι η μούλα που γέμιζε με κλειστά μάτια

νερό τ’ αυλάκι.

 

Ώσπου όλα θολώνουν και πάλι

από ένα δάκρυ όλο αλμυράδα,

σε μια σοφίτα ξενική κάπου

μ’ εύθυμα φώτα στων σπιτιών τα

παράθυρα

και γελαστούς ανθώνες στους δρόμους.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ε.   Κοιτίδα μνήμης

 

 

Βάζεις το πόδι στο λιγοστό

νερό που βγαίνει απ’ το χώμα

αφήνοντάς το να το γαργαλά

παράξενα- σχεδόν μεταφυσικά,

μ’ αυτί ολάνοιχτο σ’ όλους τους ήχους

με μάτι δεκτικό σε κάθε χρώμα.

Κι εκεί ανάμεσα

στη σαύρα που σέρνεται στη γη

και το φτερό που χάνεται σ’ αβέβαιη

πτήση,

στα σύνορα πάντα

αυτού που θά’ θελες

κι αυτού που πρέπει,

περνά ένα παράπονο το σώμα

ένα παράπονο στα χείλη σαν έτοιμη

να πέσει σταγόνα:

 

Ποιός κόβει των παιδικών

χρόνων τα δέντρα μας,

διώχνει με φώτα εκτυφλωτικά

τ’ αγαπημένα φαντάσματα

και κλέβει το νερό και στερεύει το ρέμα

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

στ.    Γεράκι

 

Γεράκι που ζυγιάζεσαι ψηλά

ακροκτυπώντας που και που τις φτερούγες,

χαμήλωσε λιγάκι- στα μάτια σου

να μελετήσω τις αδρές εικόνες

που δέχτηκες μέσ’ τον Ακάμα…

Όταν μετέωρο προσηλώνεσαι

πάνω στην πεύκη, την αγριελιά

και τον Αόρατο που παντού βλαστάνει,

κι όταν κτυπώντας δυνατά τα φτερά

στον φωτερόν αιθέρα παίρνεις ύψος

πάνσκοπη πρόθεση και στάση

ν’ απαθανατίσεις

την τραχειά σιλουέτα του-

από του Αρναούτη τη ριζωμένη

μέσα στη θάλασσα σφήνα,

ως την πατρίδα της αργής χελώνας

με χαλί από θάμνα.

 

Γεράκι, που κρατάς στο βλέμμα

την πορφυρή του δειλινού δαντέλα,

πάνω απ’ τα θεικά λουτρά

μ’ ένα πλατάγισμα φτερών στη μνήμη-

τον κόσμο της Ρήγαινας ξυπνάς

κι από τα δίκτυα του πάλι ξεφεύγεις

με μια βουτιά στον αέρα.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

                              ζ.   Λουτρά

 

Όταν χρόνο με χρόνο βλέπεις

στην αιωνόβια θύμησή σου,

άδικον ουρανό σ’ άλλη χώρα

τις βροντές του να σπαταλά

σε γλεντοκόπια πλημμύρας-

 

κι εσέ ν’ αποξεχνά

μικρό νησί του νότου

ράχη στο κορμί του Ακάμα…

Στης ξηρασίας το σώμα τότε σκάβεις

μια γούβα και μαζεύεις το δάκρυ

πάνωθε απλώνοντας την κόμη

βοστρύχους πράσινους μιας συκιάς-

πηγή ακριβή των σπλάχνων σου

που συντηρείς στο λιοπύρι,

εκείνο που τσουρουφλίζει τα μέτωπα

και το άλλο της νωπής σκλαβιάς.

 

Μα εσύ όπως καθωσπρέπει Μάνα

στραγγίζεις τη φλέβα και δίνεις

το αίμα ν’ αντέξει η ζωή

μέχρι να ροδίσει το χάραμα.

Στραγγίζεις τη λίγη υγρασία

από τον κόνιζο και τ’ άγριο θρουμπί

και ταπεινά δοξάζεις

μια στρογγυλή γούβα νερού –

του τόπου γνήσιο αγίασμα

και της Θεάς οπωσδήποτε

ιερά λουτρά .

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

η.   Κατάνυξη

 

Περπατώντας ξανά

στο δρόμο του Αγίου με τα γέρικα πεύκα

χωρίς κάποια πρόθεση-αντίθετα ίσως,

 

ξυπνά μια κατάνυξη από ένα

σαπισμένο που πέφτει καρύδι

μια κατάνυξη τόσο χειροπιαστή,

που επικάθεται σαν ρίγος στο δέρμα

και χνούδι υγρασίας στο γνώριμο

της μνήμης θρουμπί.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

                                                                                                                                                                        

                              θ.  Εγκλείστρα

 

 

Κομμένη στα πλευρά του βουνού

κάθετη κώχη

κάτω από γκρίζες χαρουπιές

που γονατίζουν…

Εδώ μπορείς με τον σουγιά να σκάψεις

κρύπτες βαθειές μέσα στον βράχο,

μπορείς με τ’ αδύναμο κορμί σου

ν’ ανέβεις πέτρινα σκαλιά κατακόρυφα,

για νά’ σαι μόνος

και πιο κοντά Του .

Μα μόνο αν μέσα σου

άναψε φλόγα δυνατή

που πυρώνει τα σπλάχνα,

και πια δεν υπάρχει αναπαμός.

Μόνο αν είδες μια μέρα

τα δυο καματερά μπροστά απ’ το αλέτρι

στη μέση τ’ αγρού

να σταματάν λυπημένα…

 

Δεν έχεις τότε εκλογή.

Παίρνεις όπως εκείνος τον ίσιο δρόμο

παράλληλα στην ακροθαλασσιά

και φτάνεις στην Πάφο,

αφήνοντας πίσω σου νοικοκυριό

και στέφανα μιας μέρας.

Κοιτάζεις ύστερα τα κοντινά βουνά

και το πράσινο σούρσιμο της ποταμιάς

που φέρνει κοντά τους.

Και τέλος-τέλος εκεί

στον κόρφο του Μελισσόβουνου

κρυμμένο στα δέντρα,

καθώς ο παράξενος εκείνος διαβάτης

που λεγόταν Νεόφυτος-

μπορείς κι εσύ να λαξέψεις

την κρύπτη σου

ή την πίστη σου,

και να τη δοξάσεις.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

  Διαλογισμοί

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Τρεις νύξεις για τη ζωή

 

α.

 

Γέννηση μικρού παιδιού

σε κλίνη με ρούχινο θόλο,

κάπνισμα γύρω ελιόφυλλου

και φως αυγερινό στον φεγγίτη…

 

Τώρα ανοιχτός κι ολόφωτος

ο ναός της ζωής

κι ο νεωκόρος ανάβει λαμπάδες,

ο κτύπος της καρδιάς

τα σκαλοπάτια ν’ ανέβει.

Τώρα κι οι μοίρες βγαίνουν

από το γνώριμο παραμύθι

με καλάθια στα χέρια,

τα δέντρα κι ο ήλιος παραπίσω

το μερτικό του διαχωρίζουν…

 

Και λίγο πιο πέρα

απ’ τα’ ανοιχτό παράθυρο στο βάθος,

αλόγου οπλές να σβήνουν –

και σκιά φευγαλέα που μόλις

παίρνει το μάτι

να χάνεται, βέβαιη πως

θα ξαναγυρίσει.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

β.

 

Ώρα μεσημεριού ο ήλιος

στη μέση τα’ ουρανού

ζυγιάζει το βάρος της γης.

Δεξιά η δύση, ζερβά η ανατολή –

μισά ελιόδεντρα στη μια

μισά στην άλλη,

τόσα πρόβατα απ’ εδώ τόσα απ’ εκεί…

Μα πιο χαμηλά

άλλοι τον κόσμο διαφεντεύουν νόμοι

κι αλλιώτικα μοιράζουν τη σοδειά τους,

τον βίο μετρώντας μ’ άπληστο μάτι.

 

Στο φαράγγι μόνο πιο κάτω

σαν κατεβαίνουνε καμιά φορά

-μ’ άγγιγμα ξάφνου ριγηλό στο δέρμα-

παίρνει το μάτι τους σπηλιές στον βράχο

κι από βαριές άχρονες στάλες

μισοφαγωμένα οστά…

Ανεβαίνουν τότε μουδιασμένοι

στη γνώριμη ρουτίνα επάνω

που τώρα τρέχει βιαστικά-

με του ήλιου ξέφρενο να φεύγει τον δίσκο

τα δέντρα με καρπούς μόλις ανθίσουν,

και το χνούδι να γίνεται

ως το πρωί γενειάδα.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

γ.

 

Φυσάει ένας αγέρας

στην αυλή απόψε

πεισματικά την πόρτα σειώντας,

αποτραβιέται και πάλι ορμά

φοβερίζοντας στον γυάλινο φεγγίτη

αναλαμπές από χλωμό λυχνάρι…

 

Νύχτα βαθειά – κανένας

δεν ανοίγει στ’ ακρινά σπίτια,

δεν ξέρεις τί φέρνει τέτοια ώρα

δίχως ξύλα στη φωτιά

χωρίς ένα σκύλο

να τρέξει να ψάξει.

 

Ας μείνει τραβηγμένος λοιπόν ο σύρτης

ως αύριο που θα χαράξει η μέρα.

Εκεί τουλάχιστον μέσα στο φως

στο βέβαιο περίγραμμα των πραγμάτων,

άς έλθει οποιοσδήποτε

κι ό,τι θέλει άς ζητήσει –

όχι εν λευκώ,

μα εκεί μπροστά στα μάτια

των ανθισμένων μυγδαλιών,

που μόνο αν είναι δίκαιο

θα συγκατανεύσουν.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Άλγος Εσπέρας

 

α.

 

Φωτεινή μια γραμμή

εμπρός του αχνοτρέμει,

με το ρώτημα αν είναι

κι αυτή οπτασία.

Απάντηση μόνη

το πιο ταχύ βήμα,

κι η ανάγκη που νιώθει

πιο καλά να προσέξει

τ’ αγριολούλουδα στου δρόμου την άκρη,

τον χρόνο στα χέρια

βιαστικής κλεψύδρας.

 

Μα κάπου όταν σκύβοντας

τους ιμάντες να δέσει

-πολύ ακόμα, πολύ

ο κύκλος πριν κλείσει-

βλέπει τη σκόνη να επικάθεται

υγρή κι αμετακίνητη στο δέρμα,

 

«όχι, ακόμα» αναφωνεί

με υπόκωφη φωνή πρωτόγνωρη

τινάζοντας μακριά του το χώμα.

 

Είναι απόγεμα και παντού

τη γύρω γνωστή επιφάνεια

η πορφύρα του ήλιου βαραίνει.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

β.

 

Πάνω σε πέτρα κάθησες

να πάρεις ανάσα καθώς είπες.

Ω, τι παράξενη ψυχή,

δεν πρόλαβε στον ίσκιο

το κεφάλι να γείρει

και το βλέμμα πώς αλλάζει τα χρώματα

μές στην αδύνατη στιγμή !

 

Τώρα μια διάθεση αόριστη

τον πρότερο μόχθο αραιώνει,

του ύπνου στρώνει την κλίνη

το πέλμα του πονεί.                                           .

 

Μ’ αυτός είναι ο δρόμος του. Δεν θλίβεται

στα ενδιάμεσα κάποτε

η έφεσή του σαν λυγίζει,

μια παύση άς είναι ένα ξεδίψασμα

ως το πρωϊ.                                                        .

 

Άς χαίρει λοιπόν κι άς ονειρεύεται

των αχναριών τη συνέχεια,

σε ό,τι κι αν τύχει, σε ό,τι συμβεί.

Τ’ αγριόχορτα κοίτα- προς το μέρος του,

δεμένα σ’ ανένδοτες ρίζες

γέρνουν το σώμα με κάποιο φθόνο

σε μάταιη κίνηση φυγής.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Ένυλη εμβίωση

 

Ναοί αδειανοί, βουβά κωδωνοστάσια

αλλοτινής λατρείας-

τώρα σημάδια

εμπύρετου μόνο περάσματος.

Οι προσευχές σου εσπερινά πουλιά

με κέρινα φτερά, σωριάστηκαν

στο πρώτο άγγιγμα των ακτίνων

κι η βασιλεία των ουρανών

άδειος πια θρόνος…

 

Τώρα εκεί θα καθήσει

με πόδια τις ρίζες των βουνών

με μάτια τις ατάραχες λίμνες,

ο κόσμος που ξυπνά το πρωί

και με τη δύση του ήλιου πάει για ύπνο.

Τίποτε άλλο τώρα εμπρός σου

απ’ ό,τι φωτίζεται κάθε αυγή

κι ό,τι ακούς στις φυλλωσιές των δέντρων

ή με τ’ αυτί κολλημένο στο χώμα.

Τίποτε άλλο εκτός

απ’ τα αιώνια των γενιών μονοπάτια

τ’ ακρογιάλια όπου σπάει το κύμα

και το ρίγος της πηγής πάνω στο δέρμα.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Όστρακο

 

Ξάφνου δεν είσαι πια ευτυχής,

ξάφνου αμφιβάλλεις

για τον βοριά για τον νοτιά

που χαϊδεύει τα μαλλιά σου,

και για το χρώμα του γιαλού

που όσο ρουφάει το φως αλλάζει.

 

Μονάχα λίγο πίσω ακροκοιτάζεις

αγαπημένα πριν χαθούν αχνάρια,

κι είδωλα μέχρι τα γόνατα στην άμμο…

Ώσπου τ’ αφήνεις στην πρώτη στροφή-

ρούχο φιδιού στο μονοπάτι,

χωρίς διόλου να λυπάσαι…

Καθώς το όστρακό σου ανοίγει πάλι

μπάζοντας φως χάνοντας αίμα,

σε μια ζωή που όλο κι αλλάζει

το πρόσωπό της κάθε μέρα.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Ταξίδι εντός μας

 

Μοίρα μας να ταξιδεύουμε

σαν δέντρα με βαθιές ρίζες

σε υπόγεια νερά…Ίδια όπως

με το λυχνάρι μια ζωή

ή κάτω απ’ την ηλεκτρική λάμπα,

σαλπάρουμε κι εμείς

σε θάλασσα άσπρο χαρτί

γράφοντας πάντα μια νωπή ρότα.

 

Ταξίδι – εμπύρετη έφεση

ψυχών που άλλα γυρεύουν,

έσχατη επιθυμία της φτέρνας

που αισθάνεται ν’ αγγίζει το τέρμα…

Μ’ αφού οι δρόμοι είναι κλειστοί

κι ο περίπλους φέρνει στο ίδιο σημείο,

 

δέχεται η ψυχή

την περίκλειστη μοίρα της

απαλύνοντάς την

στο κύμα στον άνεμο

ρίχνοντας σπόρους,

παρόμοια όπως

δέντρο φυτεύεις σαν κουραστείς,

κι ο ποιητής ετοιμάζεται

για τον επόμενο στίχο.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Μαύρο πουλί

 

Το μαύρο που πια μάθαμε πουλί

που είδαμε τόσες φορές να διασχίζει

το διάστημα των ημερών μας,

κράτα το ζωή λιγάκι

κλεισμένο στο κλουβί.

 

Να τρέξουμε να τραγουδήσουμε

μακάριοι μέσα στην αχλύ της άγνοιας,

κάτω από δέντρα να ξαπλώσουμε

χωρίς την έγνοια της βαριάς σκιάς του…

Γιατί συνέχεια μάς ξαφνιάζει. Έρχεται

μέσα στην κάψα του καλοκαιριού

ανέμελοι σαν σκύβουμε πάνω απ’ την πηγή,

ή μέσα στ’ όνειρο τις νύχτες του χειμώνα

τρυπώνει πάλι και μας βρίσκει

τάχα γαλήνιους τάχα δυνατούς –

κι ας μας περνά ένα ρίγος στο πλατάγισμά του.

 

Το ξέρουμε ζωή, μ’ αυτό

το μαύρο πουλί πρέπει

να τα βγάλουμε πέρα,

με ό,τι μπορεί να βοηθήσει –

αστεία κάνοντας για σιγουριά,

δέντρα φυτεύοντας όπου λάχει,

μάρμαρα ψάχνοντας μέσα στη γη

και το χαρτί γεμίζοντας με μανία.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Από μια κλωστή

 

Από μια κλωστή ίσως κρέμεται

η χαρά μας κι η λύπη-

αισθήματα σαν δέντρα τριγύρω μας

φαινομενικά αειθαλή.

 

Ανέμισμα φτερούγας κάποτε

πάνω απ’ τον ύπνο μας περνά,

ρίχνοντας ίσκιο βαρύ.

 

Μη σκιάζεσαι τότε μην  απελπίζεσαι

γιατί δεν θέλει πολύ να ξέρεις

κι απ’ τον ελάχιστο πηλό ακόμα

που σχηματίζει το δάκρυ στο χώμα,

για να προβάλουν σαν τ’ άστρα στον ουρανό

πίσω απ’ των λυγμών τα βήματα

τ’ άνθη εκείνα τα χρυσά που ονόμασες

δάκρυα της Παναγίας…

 

Κι αν από μια κλωστή τελικά κρέμεται

το σχήμα των χειλιών και το χρώμα

της επόμενης μέρας,

την ελπίδα σώζει το ατάραχο βλέμμα

και τη γύρη ο βόμβος των μελισσών

πάνω από κάθε τέφρα.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Τελική ευθεία

 

Ας  διαπλεύσει το κορμί

των εκβολών το δέλτα,

μες στην αγρύπνια ας κρατηθεί

προτού λυγίσει

κατά το τέρμα.

 

Με πέντε αισθήσεις στήθηκε

η καθημερινή πανδαισία-

ω, τί χαρά, ω, τί γιορτή,

στα μάτια συνωστίζονται, στην ακοή

και στο αθόρυβο δέρμα

τα ρίγη, οι εικόνες, οι ήχοι!

 

Αργά – αργά περιστρέφεται

η σφαίρα της γης,

ίδια παιδικό παιγνίδι…

Κι άτακτα δεξιά ζερβά

μυρίζοντας το καθετί

ανήσυχα εντοπίζεις,

τον χρόνο να τραβά τα λουριά

στα δάκτυλα ξάφνου να μετριούνται οι γύροι.

 

Τότε μπορείς να βυθιστείς

στο δάκρυ που διστάζει ακόμα,

και τη φθορά ν’ αντικρύσεις-

καθώς η κίνηση σχεδόν σταματά

κι εξέρχεσαι ευπρεπής και πλήρης,

κάνοντας τόπο σε μικρά παιδιά…

 

Κι η μνήμη αρχίζει…

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Ένα νησί

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Επεισόδιο

 

Απότομος χειμώνας μπήκε

στον ουρανό μας φέτος ξαφνικά,

προτού προλάβει να πατήσει η φτέρνα

του ανέτοιμου ποδιού

πάνω από φύλλα σκόρπια

φθινοπωρινά.

 

Ευαίσθητη η ψυχή

και θέλει χρόνο,

λίγο προαύλι

ανάμεσα στο πέταγμα και τη φωλιά,

για να μπορέσει δίχως φόβο να περάσει

από το ένα στο άλλο κλαρί.

 

Παράξενος αλήθεια φέτος

αυτός ο χειμώνας

που ενέσκηψε στις ακτές,

πίσω του αφήνοντας νεκρούς τους γλάρους

και στης λευκότητας τη δαντέλα

το μελάνι από χίλιες σουπιές.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Σχόλια

 

 

 

α.

 

Κωφεύεις

στη φωνή της μοίρας

όσο τ’ αντέχεις

σιγά – σιγά,

 

και μια μέρα

ούτε που ξέρεις

ποιο δρόμο να πάρεις

κι εύκολα ξεχνάς

πού είναι η πλώρη

πού είναι η πρύμνη,

 

σ’ ένα νησί με πολλά ακρωτήρια

πολλούς δείκτες στη θάλασσα.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

β΄

 

Κι αν κάπως συχνότερα μιλάμε

για τον Πενταδάκτυλο

είναι γιατί

μοιάζει χτυπημένο πουλί

με δυο φτερούγες

καρφωμένες στο χώμα.

 

Θά’ ταν πιστεύω ένας αετός περήφανος

με καταγωγή ίσως

τον βράχο με την αιμάτινη μνήμη

μέρη Καυκάσου –

ένας αετός μάρτυρας

της σταύρωσης και της οδύνης,

 

που πέταξε μακριά χαμηλώνοντας

για να κτίσει τελικά τη φωλιά του

σ’ ένα νησί-χλωρό κλαρί

αντίξοης μοίρας.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Μνήμη

 

Γυναίκες – μορφές  ανάμεσα

στο χρώμα της νύχτας και της μέρας

σκιές του σπιτιού καρτερικές

τ’ αγρού σκληρές κυρτές Αμαζόνες,

το έπος τους εξιστορούν

με διαπεραστικό τραγούδι θλιμμένο:

 

Ξέπλυνε πρώτη βροχή

το κάρβουνο, το αίμα.

Ξέπλυνε και τη συνήθεια

του πόνου και του χαμού-

πέπλος κρυφός που κάθεται

στη ψυχή μου ανεπαίσθητα

σαν αόρατη άμμος.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Προσμονή

 

Κρυφή μου στέρνα  της ψυχής

γέμισε χόρτο

το σώμα σου πυκνό,

μα δεν φυτρώνει λησμοσύνη.

 

Βάτος- θεριό τα γένια μου

άδεια σπηλιά το βλέμμα μου,

και περπατώ σαν μούλα

στον ίδιο κύκλο πού’ θρεψε

η προσμονή- ξερό πηγάδι.

 

Χρόνους οχτώ παιδεύομαι

κι αναζητώ σαν τη γοργόνα,

τα κύματα ξαναρωτώντας

που πέρασαν απ’ την Κερύνεια

και του Πενταδάκτυλου τα πουλιά

που πετούν προς το νότο…

 

Αν είδαν τον χαμένο γιο

να περπατά τη νύχτα

να κρύβεται τη μέρα,

νά’ χει θητεία στον θάνατο

χρόνους οχτώ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Ναυάγιο «Κερύνεια»

 

Δεν είναι λίγο

στης θάλασσας τ’ ανήλιαγα βάθη

τόσο χρόνο ν’ αντέξεις,

μόνο και μόνο γιατί γνωρίζεις

στην αγκαλιά σου πως κρατείς

πήλινα αγγεία.

 

Ήξερες πως θ’ αντικρύσεις

μια μέρα το φως του ήλιου,

όλα πως θά’ ναι ύστερα σαν ψέμα:

Το ναυάγιο στη θαλασσοταραχή,

οι νέες φυλές

οι σκυθρωποί αιώνες…

 

Κρατώντας λοιπόν την ανάσα

στον σκοτεινό βυθό,

ακολούθησες τη μοίρα

που σε πήρε απ’ το χέρι

και βγήκες στον κόσμο

να δώσεις έγκυρη μαρτυρία-

κατάθεση σε δίσεκτο καιρό

και σε όψιμους λογχοφόρους,

που ψάχνουν ανήσυχα το ξύλο

για δικά τους σημάδια

 

και γράμματα βρίσκουνε μόνο

που δεν μπορούν να διαβάσουν

πάνω στ’ αγγεία.

 

 

1982

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Φάρος

 

Έχεις ένα μάτι νυσταγμένο

κι ένα βλέφαρο ολοένα πιο βαρύ,

ωσάν η συνήθεια να σού’ γινε δέρμα

και πιο πολύ ακόμα, ίσως ψυχή.

Τα καράβια – τα παιδιά σου σκόρπισαν

σ’ άλλες ρότες, ενηλικιώθηκαν πια

κι εσύ ακόμα τους κουνάς μαντήλι.

 

Μα πώς ν’ αλλάξει τη ζωή του τώρα

ένας φάρος ή ο,τιδήποτε άλλο,

ακολουθώντας τον ρυθμό του αιώνα!

Στέκει σαν Κύκλωπας στην Κάτω Πάφο

δήθεν κοιτάζοντας τη θάλασσα,

με τεντωμένα κρυφά τ’ αυτιά

στο άλλο τοπίο την άλλη ώρα.

Γιατί με το σούρουπο δειλά – δειλά

μες στο μισόφωτο τ’ αρχαία χαλάσματα,

στα επιστρώματα της σιωπής ανοίγεται

η πρώτη ραγισματιά.

Κι αφού η πόλη κοιμάται

η πόλη που ξοδεύεται τόσο εφήμερα,

αυτός κοιτάζει μην τον βλέπει κανένας

και κλείνει με νόημα το μάτι

στον κήρυκα και τον ιερέα –

 

και το πλήθος ξάφνου κινείται

στου αρχαίου Ωδείου την κερκίδα,

όπου παίζεται το αιώνιο δράμα

της πατρίδας ξανά και ξανά.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΑΝΔΡΕΑ  ΠΕΤΡΙΔΗ

 

 

                                                                       

                   

 

 

 

Εντόπιο Ρίγος    

  

     αναγραφή τελευταία

 

 

 

 

 

 

  

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 …Ω, τί χαρά, ω, τί γιορτή

     στα μάτια συνωστίζονται,

     στην ακοή

     και στο αθόρυβο δέρμα

     τα ρίγη, οι εικόνες, οι ήχοι !

 

 

                             α.  Ξημέρωμα

 

 

Μικρός  αυλός στο στόμα

του πρώτου τσοπάνη χαιρετά

την έλευση καινούργιας μέρας.

Ο δίσκος του ήλιου κοντοστέκει

για να πατήσει στον ρυθμό του,

κι ύστερα ανεβαίνει τα σκαλιά…

 

Φωτίζει μ’ ένα βλέμμα τις βουνοπλαγιές

έν’ άλλο βλέμμα ρίχνει στις κοιλάδες,

κι αρχινάει μετά να ψάχνει

σκοτάδι που απόμεινε στις γωνιές

ή κάτω απ’ τα βλέφαρα κουρνιασμένο-

έτοιμο να χυθεί ν’ απλώσει

όπως μελάνι στο σεντόνι της μέρας.

 

Ήδη στο θρόνο του ο βασιλιάς

του φωτός έχει καθήσει

μ’ ένα βουητό ζωής

το πήγαινε – έλα  μυριάδων ακτίνων,

που ξύπνησαν το καθετί

που μοίρασαν το χρώμα,

έτσι όπως πάντοτε

δουλειά γνωστή τους.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

β.  Βιότοπος

 

Σκληρό τοπίο αιώνιο

σε δειλινό περίβλημα φωτός,

ψηφία φωσφορίζοντας στον αιθέρα

που πρωτονόμασαν τη βροχή,

το σύννεφο, το νερό.

 

Βράδυασε. Γυρνούν στα σπίτια

μαζί με τις μέλισσες των θρουμπιών,

τα βήματα που άνοιξαν τα μονοπάτια

τα χέρια που τρύγησαν τους ελαιώνες

και το δέρμα που δέχτηκε

το ρίγος του πρωινού

και του μεσημεριού τις βελόνες.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

γ.   Μές στο νερό

 

Απλώνεις έτσι το κορμί στο νερό

σαν πράσινι φύκι κι αισθάνεσαι

το άλλο άγγιγμα, την πρώτη μήτρα.

Μα το δειλινό το δειλινό

που οι πρώτες σκιές καλούν εις οίκον –

σπεύδεις αντίθετα με των ψαριών τη

γραμμή

κρυφοκοιτάζοντας

παράξενα θλιμμένα πίσω .

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

δ.   Νόστος

 

Του ποταμιού που αγάπησα, μια στάλα-

σώμα σουπιάς- χρωμάτιζε το νερό

στη θάλασσα δίνοντας δικό του χρώμα.

Άσπρο χαρτί τα χιονισμένα βράδυα

νοσταλγικά παράδερνε ζητώντας

μ’ άγρυπνο βλέμμα τον χαμένο στίχο.

Σαν χελιδόνι σπάθιζε

τον ουρανό και τον χρόνο

ακροπατώντας στα κοιμισμένα

κεφάλια των γνώριμων βουνών…

 

Μπροστά μου τότε η ξερολιθιά,

τα κυκλάμινα στα φυτεμένα βράχια

κι η μούλα που γέμιζε με κλειστά μάτια

νερό τ’ αυλάκι.

 

Ώσπου όλα θολώνουν και πάλι

από ένα δάκρυ όλο αλμυράδα,

σε μια σοφίτα ξενική κάπου

μ’ εύθυμα φώτα στων σπιτιών τα

παράθυρα

και γελαστούς ανθώνες στους δρόμους.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ε.   Κοιτίδα μνήμης

 

 

Βάζεις το πόδι στο λιγοστό

νερό που βγαίνει απ’ το χώμα

αφήνοντάς το να το γαργαλά

παράξενα- σχεδόν μεταφυσικά,

μ’ αυτί ολάνοιχτο σ’ όλους τους ήχους

με μάτι δεκτικό σε κάθε χρώμα.

Κι εκεί ανάμεσα

στη σαύρα που σέρνεται στη γη

και το φτερό που χάνεται σ’ αβέβαιη

πτήση,

στα σύνορα πάντα

αυτού που θά’ θελες

κι αυτού που πρέπει,

περνά ένα παράπονο το σώμα

ένα παράπονο στα χείλη σαν έτοιμη

να πέσει σταγόνα:

 

Ποιός κόβει των παιδικών

χρόνων τα δέντρα μας,

διώχνει με φώτα εκτυφλωτικά

τ’ αγαπημένα φαντάσματα

και κλέβει το νερό και στερεύει το ρέμα

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

στ.    Γεράκι

 

Γεράκι που ζυγιάζεσαι ψηλά

ακροκτυπώντας που και που τις φτερούγες,

χαμήλωσε λιγάκι- στα μάτια σου

να μελετήσω τις αδρές εικόνες

που δέχτηκες μέσ’ τον Ακάμα…

Όταν μετέωρο προσηλώνεσαι

πάνω στην πεύκη, την αγριελιά

και τον Αόρατο που παντού βλαστάνει,

κι όταν κτυπώντας δυνατά τα φτερά

στον φωτερόν αιθέρα παίρνεις ύψος

πάνσκοπη πρόθεση και στάση

ν’ απαθανατίσεις

την τραχειά σιλουέτα του-

από του Αρναούτη τη ριζωμένη

μέσα στη θάλασσα σφήνα,

ως την πατρίδα της αργής χελώνας

με χαλί από θάμνα.

 

Γεράκι, που κρατάς στο βλέμμα

την πορφυρή του δειλινού δαντέλα,

πάνω απ’ τα θεικά λουτρά

μ’ ένα πλατάγισμα φτερών στη μνήμη-

τον κόσμο της Ρήγαινας ξυπνάς

κι από τα δίκτυα του πάλι ξεφεύγεις

με μια βουτιά στον αέρα.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

                              ζ.   Λουτρά

 

Όταν χρόνο με χρόνο βλέπεις

στην αιωνόβια θύμησή σου,

άδικον ουρανό σ’ άλλη χώρα

τις βροντές του να σπαταλά

σε γλεντοκόπια πλημμύρας-

 

κι εσέ ν’ αποξεχνά

μικρό νησί του νότου

ράχη στο κορμί του Ακάμα…

Στης ξηρασίας το σώμα τότε σκάβεις

μια γούβα και μαζεύεις το δάκρυ

πάνωθε απλώνοντας την κόμη

βοστρύχους πράσινους μιας συκιάς-

πηγή ακριβή των σπλάχνων σου

που συντηρείς στο λιοπύρι,

εκείνο που τσουρουφλίζει τα μέτωπα

και το άλλο της νωπής σκλαβιάς.

 

Μα εσύ όπως καθωσπρέπει Μάνα

στραγγίζεις τη φλέβα και δίνεις

το αίμα ν’ αντέξει η ζωή

μέχρι να ροδίσει το χάραμα.

Στραγγίζεις τη λίγη υγρασία

από τον κόνιζο και τ’ άγριο θρουμπί

και ταπεινά δοξάζεις

μια στρογγυλή γούβα νερού –

του τόπου γνήσιο αγίασμα

και της Θεάς οπωσδήποτε

ιερά λουτρά .

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

η.   Κατάνυξη

 

Περπατώντας ξανά

στο δρόμο του Αγίου με τα γέρικα πεύκα

χωρίς κάποια πρόθεση-αντίθετα ίσως,

 

ξυπνά μια κατάνυξη από ένα

σαπισμένο που πέφτει καρύδι

μια κατάνυξη τόσο χειροπιαστή,

που επικάθεται σαν ρίγος στο δέρμα

και χνούδι υγρασίας στο γνώριμο

της μνήμης θρουμπί.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

                                                                                                                                                                        

                              θ.  Εγκλείστρα

 

 

Κομμένη στα πλευρά του βουνού

κάθετη κώχη

κάτω από γκρίζες χαρουπιές

που γονατίζουν…

Εδώ μπορείς με τον σουγιά να σκάψεις

κρύπτες βαθειές μέσα στον βράχο,

μπορείς με τ’ αδύναμο κορμί σου

ν’ ανέβεις πέτρινα σκαλιά κατακόρυφα,

για νά’ σαι μόνος

και πιο κοντά Του .

Μα μόνο αν μέσα σου

άναψε φλόγα δυνατή

που πυρώνει τα σπλάχνα,

και πια δεν υπάρχει αναπαμός.

Μόνο αν είδες μια μέρα

τα δυο καματερά μπροστά απ’ το αλέτρι

στη μέση τ’ αγρού

να σταματάν λυπημένα…

 

Δεν έχεις τότε εκλογή.

Παίρνεις όπως εκείνος τον ίσιο δρόμο

παράλληλα στην ακροθαλασσιά

και φτάνεις στην Πάφο,

αφήνοντας πίσω σου νοικοκυριό

και στέφανα μιας μέρας.

Κοιτάζεις ύστερα τα κοντινά βουνά

και το πράσινο σούρσιμο της ποταμιάς

που φέρνει κοντά τους.

Και τέλος-τέλος εκεί

στον κόρφο του Μελισσόβουνου

κρυμμένο στα δέντρα,

καθώς ο παράξενος εκείνος διαβάτης

που λεγόταν Νεόφυτος-

μπορείς κι εσύ να λαξέψεις

την κρύπτη σου

ή την πίστη σου,

και να τη δοξάσεις.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

  Διαλογισμοί

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Τρεις νύξεις για τη ζωή

 

α.

 

Γέννηση μικρού παιδιού

σε κλίνη με ρούχινο θόλο,

κάπνισμα γύρω ελιόφυλλου

και φως αυγερινό στον φεγγίτη…

 

Τώρα ανοιχτός κι ολόφωτος

ο ναός της ζωής

κι ο νεωκόρος ανάβει λαμπάδες,

ο κτύπος της καρδιάς

τα σκαλοπάτια ν’ ανέβει.

Τώρα κι οι μοίρες βγαίνουν

από το γνώριμο παραμύθι

με καλάθια στα χέρια,

τα δέντρα κι ο ήλιος παραπίσω

το μερτικό του διαχωρίζουν…

 

Και λίγο πιο πέρα

απ’ τα’ ανοιχτό παράθυρο στο βάθος,

αλόγου οπλές να σβήνουν –

και σκιά φευγαλέα που μόλις

παίρνει το μάτι

να χάνεται, βέβαιη πως

θα ξαναγυρίσει.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

β.

 

Ώρα μεσημεριού ο ήλιος

στη μέση τα’ ουρανού

ζυγιάζει το βάρος της γης.

Δεξιά η δύση, ζερβά η ανατολή –

μισά ελιόδεντρα στη μια

μισά στην άλλη,

τόσα πρόβατα απ’ εδώ τόσα απ’ εκεί…

Μα πιο χαμηλά

άλλοι τον κόσμο διαφεντεύουν νόμοι

κι αλλιώτικα μοιράζουν τη σοδειά τους,

τον βίο μετρώντας μ’ άπληστο μάτι.

 

Στο φαράγγι μόνο πιο κάτω

σαν κατεβαίνουνε καμιά φορά

-μ’ άγγιγμα ξάφνου ριγηλό στο δέρμα-

παίρνει το μάτι τους σπηλιές στον βράχο

κι από βαριές άχρονες στάλες

μισοφαγωμένα οστά…

Ανεβαίνουν τότε μουδιασμένοι

στη γνώριμη ρουτίνα επάνω

που τώρα τρέχει βιαστικά-

με του ήλιου ξέφρενο να φεύγει τον δίσκο

τα δέντρα με καρπούς μόλις ανθίσουν,

και το χνούδι να γίνεται

ως το πρωί γενειάδα.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

γ.

 

Φυσάει ένας αγέρας

στην αυλή απόψε

πεισματικά την πόρτα σειώντας,

αποτραβιέται και πάλι ορμά

φοβερίζοντας στον γυάλινο φεγγίτη

αναλαμπές από χλωμό λυχνάρι…

 

Νύχτα βαθειά – κανένας

δεν ανοίγει στ’ ακρινά σπίτια,

δεν ξέρεις τί φέρνει τέτοια ώρα

δίχως ξύλα στη φωτιά

χωρίς ένα σκύλο

να τρέξει να ψάξει.

 

Ας μείνει τραβηγμένος λοιπόν ο σύρτης

ως αύριο που θα χαράξει η μέρα.

Εκεί τουλάχιστον μέσα στο φως

στο βέβαιο περίγραμμα των πραγμάτων,

άς έλθει οποιοσδήποτε

κι ό,τι θέλει άς ζητήσει –

όχι εν λευκώ,

μα εκεί μπροστά στα μάτια

των ανθισμένων μυγδαλιών,

που μόνο αν είναι δίκαιο

θα συγκατανεύσουν.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Άλγος Εσπέρας

 

α.

 

Φωτεινή μια γραμμή

εμπρός του αχνοτρέμει,

με το ρώτημα αν είναι

κι αυτή οπτασία.

Απάντηση μόνη

το πιο ταχύ βήμα,

κι η ανάγκη που νιώθει

πιο καλά να προσέξει

τ’ αγριολούλουδα στου δρόμου την άκρη,

τον χρόνο στα χέρια

βιαστικής κλεψύδρας.

 

Μα κάπου όταν σκύβοντας

τους ιμάντες να δέσει

-πολύ ακόμα, πολύ

ο κύκλος πριν κλείσει-

βλέπει τη σκόνη να επικάθεται

υγρή κι αμετακίνητη στο δέρμα,

 

«όχι, ακόμα» αναφωνεί

με υπόκωφη φωνή πρωτόγνωρη

τινάζοντας μακριά του το χώμα.

 

Είναι απόγεμα και παντού

τη γύρω γνωστή επιφάνεια

η πορφύρα του ήλιου βαραίνει.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

β.

 

Πάνω σε πέτρα κάθησες

να πάρεις ανάσα καθώς είπες.

Ω, τι παράξενη ψυχή,

δεν πρόλαβε στον ίσκιο

το κεφάλι να γείρει

και το βλέμμα πώς αλλάζει τα χρώματα

μές στην αδύνατη στιγμή !

 

Τώρα μια διάθεση αόριστη

τον πρότερο μόχθο αραιώνει,

του ύπνου στρώνει την κλίνη

το πέλμα του πονεί.                                           .

 

Μ’ αυτός είναι ο δρόμος του. Δεν θλίβεται

στα ενδιάμεσα κάποτε

η έφεσή του σαν λυγίζει,

μια παύση άς είναι ένα ξεδίψασμα

ως το πρωϊ.                                                        .

 

Άς χαίρει λοιπόν κι άς ονειρεύεται

των αχναριών τη συνέχεια,

σε ό,τι κι αν τύχει, σε ό,τι συμβεί.

Τ’ αγριόχορτα κοίτα- προς το μέρος του,

δεμένα σ’ ανένδοτες ρίζες

γέρνουν το σώμα με κάποιο φθόνο

σε μάταιη κίνηση φυγής.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Ένυλη εμβίωση

 

Ναοί αδειανοί, βουβά κωδωνοστάσια

αλλοτινής λατρείας-

τώρα σημάδια

εμπύρετου μόνο περάσματος.

Οι προσευχές σου εσπερινά πουλιά

με κέρινα φτερά, σωριάστηκαν

στο πρώτο άγγιγμα των ακτίνων

κι η βασιλεία των ουρανών

άδειος πια θρόνος…

 

Τώρα εκεί θα καθήσει

με πόδια τις ρίζες των βουνών

με μάτια τις ατάραχες λίμνες,

ο κόσμος που ξυπνά το πρωί

και με τη δύση του ήλιου πάει για ύπνο.

Τίποτε άλλο τώρα εμπρός σου

απ’ ό,τι φωτίζεται κάθε αυγή

κι ό,τι ακούς στις φυλλωσιές των δέντρων

ή με τ’ αυτί κολλημένο στο χώμα.

Τίποτε άλλο εκτός

απ’ τα αιώνια των γενιών μονοπάτια

τ’ ακρογιάλια όπου σπάει το κύμα

και το ρίγος της πηγής πάνω στο δέρμα.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Όστρακο

 

Ξάφνου δεν είσαι πια ευτυχής,

ξάφνου αμφιβάλλεις

για τον βοριά για τον νοτιά

που χαϊδεύει τα μαλλιά σου,

και για το χρώμα του γιαλού

που όσο ρουφάει το φως αλλάζει.

 

Μονάχα λίγο πίσω ακροκοιτάζεις

αγαπημένα πριν χαθούν αχνάρια,

κι είδωλα μέχρι τα γόνατα στην άμμο…

Ώσπου τ’ αφήνεις στην πρώτη στροφή-

ρούχο φιδιού στο μονοπάτι,

χωρίς διόλου να λυπάσαι…

Καθώς το όστρακό σου ανοίγει πάλι

μπάζοντας φως χάνοντας αίμα,

σε μια ζωή που όλο κι αλλάζει

το πρόσωπό της κάθε μέρα.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Ταξίδι εντός μας

 

Μοίρα μας να ταξιδεύουμε

σαν δέντρα με βαθιές ρίζες

σε υπόγεια νερά…Ίδια όπως

με το λυχνάρι μια ζωή

ή κάτω απ’ την ηλεκτρική λάμπα,

σαλπάρουμε κι εμείς

σε θάλασσα άσπρο χαρτί

γράφοντας πάντα μια νωπή ρότα.

 

Ταξίδι – εμπύρετη έφεση

ψυχών που άλλα γυρεύουν,

έσχατη επιθυμία της φτέρνας

που αισθάνεται ν’ αγγίζει το τέρμα…

Μ’ αφού οι δρόμοι είναι κλειστοί

κι ο περίπλους φέρνει στο ίδιο σημείο,

 

δέχεται η ψυχή

την περίκλειστη μοίρα της

απαλύνοντάς την

στο κύμα στον άνεμο

ρίχνοντας σπόρους,

παρόμοια όπως

δέντρο φυτεύεις σαν κουραστείς,

κι ο ποιητής ετοιμάζεται

για τον επόμενο στίχο.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Μαύρο πουλί

 

Το μαύρο που πια μάθαμε πουλί

που είδαμε τόσες φορές να διασχίζει

το διάστημα των ημερών μας,

κράτα το ζωή λιγάκι

κλεισμένο στο κλουβί.

 

Να τρέξουμε να τραγουδήσουμε

μακάριοι μέσα στην αχλύ της άγνοιας,

κάτω από δέντρα να ξαπλώσουμε

χωρίς την έγνοια της βαριάς σκιάς του…

Γιατί συνέχεια μάς ξαφνιάζει. Έρχεται

μέσα στην κάψα του καλοκαιριού

ανέμελοι σαν σκύβουμε πάνω απ’ την πηγή,

ή μέσα στ’ όνειρο τις νύχτες του χειμώνα

τρυπώνει πάλι και μας βρίσκει

τάχα γαλήνιους τάχα δυνατούς –

κι ας μας περνά ένα ρίγος στο πλατάγισμά του.

 

Το ξέρουμε ζωή, μ’ αυτό

το μαύρο πουλί πρέπει

να τα βγάλουμε πέρα,

με ό,τι μπορεί να βοηθήσει –

αστεία κάνοντας για σιγουριά,

δέντρα φυτεύοντας όπου λάχει,

μάρμαρα ψάχνοντας μέσα στη γη

και το χαρτί γεμίζοντας με μανία.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Από μια κλωστή

 

Από μια κλωστή ίσως κρέμεται

η χαρά μας κι η λύπη-

αισθήματα σαν δέντρα τριγύρω μας

φαινομενικά αειθαλή.

 

Ανέμισμα φτερούγας κάποτε

πάνω απ’ τον ύπνο μας περνά,

ρίχνοντας ίσκιο βαρύ.

 

Μη σκιάζεσαι τότε μην  απελπίζεσαι

γιατί δεν θέλει πολύ να ξέρεις

κι απ’ τον ελάχιστο πηλό ακόμα

που σχηματίζει το δάκρυ στο χώμα,

για να προβάλουν σαν τ’ άστρα στον ουρανό

πίσω απ’ των λυγμών τα βήματα

τ’ άνθη εκείνα τα χρυσά που ονόμασες

δάκρυα της Παναγίας…

 

Κι αν από μια κλωστή τελικά κρέμεται

το σχήμα των χειλιών και το χρώμα

της επόμενης μέρας,

την ελπίδα σώζει το ατάραχο βλέμμα

και τη γύρη ο βόμβος των μελισσών

πάνω από κάθε τέφρα.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Τελική ευθεία

 

Ας  διαπλεύσει το κορμί

των εκβολών το δέλτα,

μες στην αγρύπνια ας κρατηθεί

προτού λυγίσει

κατά το τέρμα.

 

Με πέντε αισθήσεις στήθηκε

η καθημερινή πανδαισία-

ω, τί χαρά, ω, τί γιορτή,

στα μάτια συνωστίζονται, στην ακοή

και στο αθόρυβο δέρμα

τα ρίγη, οι εικόνες, οι ήχοι!

 

Αργά – αργά περιστρέφεται

η σφαίρα της γης,

ίδια παιδικό παιγνίδι…

Κι άτακτα δεξιά ζερβά

μυρίζοντας το καθετί

ανήσυχα εντοπίζεις,

τον χρόνο να τραβά τα λουριά

στα δάκτυλα ξάφνου να μετριούνται οι γύροι.

 

Τότε μπορείς να βυθιστείς

στο δάκρυ που διστάζει ακόμα,

και τη φθορά ν’ αντικρύσεις-

καθώς η κίνηση σχεδόν σταματά

κι εξέρχεσαι ευπρεπής και πλήρης,

κάνοντας τόπο σε μικρά παιδιά…

 

Κι η μνήμη αρχίζει…

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Ένα νησί

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Επεισόδιο

 

Απότομος χειμώνας μπήκε

στον ουρανό μας φέτος ξαφνικά,

προτού προλάβει να πατήσει η φτέρνα

του ανέτοιμου ποδιού

πάνω από φύλλα σκόρπια

φθινοπωρινά.

 

Ευαίσθητη η ψυχή

και θέλει χρόνο,

λίγο προαύλι

ανάμεσα στο πέταγμα και τη φωλιά,

για να μπορέσει δίχως φόβο να περάσει

από το ένα στο άλλο κλαρί.

 

Παράξενος αλήθεια φέτος

αυτός ο χειμώνας

που ενέσκηψε στις ακτές,

πίσω του αφήνοντας νεκρούς τους γλάρους

και στης λευκότητας τη δαντέλα

το μελάνι από χίλιες σουπιές.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Σχόλια

 

 

 

α.

 

Κωφεύεις

στη φωνή της μοίρας

όσο τ’ αντέχεις

σιγά – σιγά,

 

και μια μέρα

ούτε που ξέρεις

ποιο δρόμο να πάρεις

κι εύκολα ξεχνάς

πού είναι η πλώρη

πού είναι η πρύμνη,

 

σ’ ένα νησί με πολλά ακρωτήρια

πολλούς δείκτες στη θάλασσα.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

β΄

 

Κι αν κάπως συχνότερα μιλάμε

για τον Πενταδάκτυλο

είναι γιατί

μοιάζει χτυπημένο πουλί

με δυο φτερούγες

καρφωμένες στο χώμα.

 

Θά’ ταν πιστεύω ένας αετός περήφανος

με καταγωγή ίσως

τον βράχο με την αιμάτινη μνήμη

μέρη Καυκάσου –

ένας αετός μάρτυρας

της σταύρωσης και της οδύνης,

 

που πέταξε μακριά χαμηλώνοντας

για να κτίσει τελικά τη φωλιά του

σ’ ένα νησί-χλωρό κλαρί

αντίξοης μοίρας.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Μνήμη

 

Γυναίκες – μορφές  ανάμεσα

στο χρώμα της νύχτας και της μέρας

σκιές του σπιτιού καρτερικές

τ’ αγρού σκληρές κυρτές Αμαζόνες,

το έπος τους εξιστορούν

με διαπεραστικό τραγούδι θλιμμένο:

 

Ξέπλυνε πρώτη βροχή

το κάρβουνο, το αίμα.

Ξέπλυνε και τη συνήθεια

του πόνου και του χαμού-

πέπλος κρυφός που κάθεται

στη ψυχή μου ανεπαίσθητα

σαν αόρατη άμμος.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Προσμονή

 

Κρυφή μου στέρνα  της ψυχής

γέμισε χόρτο

το σώμα σου πυκνό,

μα δεν φυτρώνει λησμοσύνη.

 

Βάτος- θεριό τα γένια μου

άδεια σπηλιά το βλέμμα μου,

και περπατώ σαν μούλα

στον ίδιο κύκλο πού’ θρεψε

η προσμονή- ξερό πηγάδι.

 

Χρόνους οχτώ παιδεύομαι

κι αναζητώ σαν τη γοργόνα,

τα κύματα ξαναρωτώντας

που πέρασαν απ’ την Κερύνεια

και του Πενταδάκτυλου τα πουλιά

που πετούν προς το νότο…

 

Αν είδαν τον χαμένο γιο

να περπατά τη νύχτα

να κρύβεται τη μέρα,

νά’ χει θητεία στον θάνατο

χρόνους οχτώ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Ναυάγιο «Κερύνεια»

 

Δεν είναι λίγο

στης θάλασσας τ’ ανήλιαγα βάθη

τόσο χρόνο ν’ αντέξεις,

μόνο και μόνο γιατί γνωρίζεις

στην αγκαλιά σου πως κρατείς

πήλινα αγγεία.

 

Ήξερες πως θ’ αντικρύσεις

μια μέρα το φως του ήλιου,

όλα πως θά’ ναι ύστερα σαν ψέμα:

Το ναυάγιο στη θαλασσοταραχή,

οι νέες φυλές

οι σκυθρωποί αιώνες…

 

Κρατώντας λοιπόν την ανάσα

στον σκοτεινό βυθό,

ακολούθησες τη μοίρα

που σε πήρε απ’ το χέρι

και βγήκες στον κόσμο

να δώσεις έγκυρη μαρτυρία-

κατάθεση σε δίσεκτο καιρό

και σε όψιμους λογχοφόρους,

που ψάχνουν ανήσυχα το ξύλο

για δικά τους σημάδια

 

και γράμματα βρίσκουνε μόνο

που δεν μπορούν να διαβάσουν

πάνω στ’ αγγεία.

 

 

1982

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Φάρος

 

Έχεις ένα μάτι νυσταγμένο

κι ένα βλέφαρο ολοένα πιο βαρύ,

ωσάν η συνήθεια να σού’ γινε δέρμα

και πιο πολύ ακόμα, ίσως ψυχή.

Τα καράβια – τα παιδιά σου σκόρπισαν

σ’ άλλες ρότες, ενηλικιώθηκαν πια

κι εσύ ακόμα τους κουνάς μαντήλι.

 

Μα πώς ν’ αλλάξει τη ζωή του τώρα

ένας φάρος ή ο,τιδήποτε άλλο,

ακολουθώντας τον ρυθμό του αιώνα!

Στέκει σαν Κύκλωπας στην Κάτω Πάφο

δήθεν κοιτάζοντας τη θάλασσα,

με τεντωμένα κρυφά τ’ αυτιά

στο άλλο τοπίο την άλλη ώρα.

Γιατί με το σούρουπο δειλά – δειλά

μες στο μισόφωτο τ’ αρχαία χαλάσματα,

στα επιστρώματα της σιωπής ανοίγεται

η πρώτη ραγισματιά.

Κι αφού η πόλη κοιμάται

η πόλη που ξοδεύεται τόσο εφήμερα,

αυτός κοιτάζει μην τον βλέπει κανένας

και κλείνει με νόημα το μάτι

στον κήρυκα και τον ιερέα –

 

και το πλήθος ξάφνου κινείται

στου αρχαίου Ωδείου την κερκίδα,

όπου παίζεται το αιώνιο δράμα

της πατρίδας ξανά και ξανά.